Κριστιάν Μπρομπερζέ – Ποδόσφαιρο. Σύμβολα, αξίες, φίλαθλοι

Ωραία λοιπόν, έχουμε τις προτιμήσεις μας, τις μνήμες μας, τα κείμενα και τις ανθολογίες, ας ψάξουμε το θέμα λίγο βαθύτερα. Εκτός από τις κάθετες πάσες υπάρχουν κι οι κάθετες, θεωρητικές ματιές και πάνω στην κατάλληλη στιγμή φτάνει ο Κριστιάν Μπρομπερζέ, μελετητής της μπάλας από επιστημονική πλευρά, με τις «σαρδέλες» κιόλας του (Συγκριτικού) Εθνολόγου. Ο Μ. ξόδεψε άπειρο χρόνο ταξιδεύοντας σε Ιταλία, Γαλλία και Ιράν κι έψαξε το θέμα εκ των έσω, εμπλεκόμενος στις κερκίδες των φανατικών και στις λέσχες των οπαδών, στους επίσημους και στους ανεπιθύμητους – διάβασε, παρακολούθησε, μελέτησε συμπεριφορές και αποτύπωσε συνήθειες. Μπορεί λοιπόν αυτό το οιονεί οικουμενικό πάθος να καθρεφτίσει την πραγματική εικόνα μιας κοινωνίας; Μπορεί αυτό το οικείο μαζικό θέαμα να αποτελέσει παρατηρητήριο της έκφρασης των συλλογικών ταυτοτήτων αλλά και συγκινήσεων;

Ο Μ. αντικρούει πρώτα τις παραδεδομένες απόψεις. Αποτελεί το ποδόσφαιρο όπιο του λαού; Σαφώς υπάρχουν πολλά δεδομένα (επί Μουσολίνι οι επιτυχίες της Σκουάντρα Ατζούρα στα μουντιάλ του 34 και 38 παρουσιάστηκαν ως απόδειξη της ανωτερότητας του φασισμού, βιομήχανοι και επιχειρηματίες σταθεροποιούν την εξουσία τους ως πρόεδροι ομάδων) αλλά το επιχείρημα που θεωρεί το άθλημα μέσο προς όφελος αποκλειστικά των κρατών ή των ισχυρών συχνά βρίσκει το αντίθετό του: είναι γνωστή η ενοποιητική του δύναμη στην βορειοευρωπαϊκή εργατική τάξη ήδη από το 1880, το Μουντιάλ του Μεξικό το 1986 γύρισε μπούμπερανγκ στην κυβέρνηση, καθώς ο κόσμος φώναζε «Θέλουμε φασόλια, όχι γκολ»), ενώ οι οπαδοί της Ολυμπίκ Μαρσέιγ συνθηματολογούν για τους υπόλοιπους Γάλλους: είναι άχρωμοι, είμαστε πολύχρωμοι. Μήπως η ερμηνεία με βάση την Ψυχολογία της Μάζας και την συγχώνευση σε μια ομαδική πίστη είναι πειστικότερη; Ούτε κι εδώ μπορούν να κρυφτούν οι αντιθέσεις που την διαπερνούν – εδώ οι ίδιοι οι φίλαθλοι μιας ομάδας είναι διαφοροποιημένοι. Μήπως «επέστρεψε η φυλή», σ’ ένα κατάλοιπο αρχαϊκών συμπεριφορών αγριότητας; Ναι μεν οι η μάχη είναι πολεμική και τελετουργική, αλλά πώς θα αγνοήσει κανείς όλα τα σύγχρονα, πρωτοποριακά στοιχεία που αναιρούν κάθε βαρβαρική έννοια; Και βέβαια ούτε λόγος πλέον περί σχέσης με τις χαμηλές κοινωνικές θέσεις. Η ΦΙΦΑ έχει περισσότερα κράτη – μέλη από τον ΟΗΕ….

Προφανώς υπάρχουν πολλά περισσότερα υποστρώματα σε αυτό το γήπεδο, κι αυτά επιχειρεί να ξύσει ο Μ., σε αυτή την οπτική τέχνη του οργανωμένου πλήθους και του κοινοτικού αισθήματος που εν μέσω ενός κοινοτικού αισθήματος υπερβαίνει (χωρίς να σβήνει) τις επαγγελματικές ή άλλες διαφορές. Η Μαρσέιγ (μια από τις μελετώμενες ομάδες) αποτελεί παραδειγματική επιτομή αυτής της ευθραυστότητας, από τα λαμπερά επιτεύγματα στις καταστροφικές αποτυχίες. Λαϊκό τέκνο του μητροπολιτικού νότου (όπως κι η Νάπολι, που επίσης ανατέμνεται εδώ), παραμένει αντάρτισσα και ανθενωτική, πάντα έτοιμη να χλευάσει τους υπερόπτες παριζιάνους. Στις εξέδρες της οι μετανάστες αντιπροσωπεύουν το αντίστοιχο ποσοστό τους στην πόλη, άρα η παρουσία τους στο γήπεδο μπορεί να ερμηνευτεί ως μια τελετή ενσωμάτωσης στην τοπική κοινωνία και ιθαγένεια, κάτι που δεν ισχύει για το Παρίσι, όπου οι νεαροί μετανάστες των προαστίων προσλαμβάνουν την Παρί Σ.Ζ. ως απόμακρο και κυριλέ σύλλογο.

Ο συγγραφέας αναζητά το δημοκρατικό ιδεώδες του ποδοσφαίρου (αν ο καθένας μπορεί να φτάσει ψηλά με τις δυνάμεις ή το ταλέντο του), σκαλίζει τις θρησκευτικές αντιθέσεις (Σέλτικ – Ρέιντζερς, Λίβερπουλ – Έβερτον), διατρέχει τις πολιτικές (η Μπάρτσα ως «επική μετουσίωση του Καταλανικού λαού» ή ένας στρατός χωρίς όπλα, το κομμάτι των οπαδών ultras sur της Ρεάλ ως νοσταλγοί του φρανκισμού), παρατηρεί τα δίκτυα συμμαχιών στην Ιταλία (Γένοβα, Μιλάνο και Τορίνο χωρίζονται σε Σαμπντόρια, Ίντερ, Γιουβέντους και Τζένοα, Μίλαν, Τορίνο αντίστοιχα) και καταλήγει στην Τεχεράνη, πεδίο εξίσου ενδιαφερουσών παρατηρήσεων, έχοντας προηγουμένως συγκρίνει καταστάσεις και δεδομένα και άλλων χωρών. Σε κάθε περίπτωση εισχωρεί λίγο βαθύτερα μέσα σ’ όλη αυτή την «γιορταστική αισθητικότητα της συλλογικής ζωής», που συγκεντρώνει όλη την γκάμα των συγκινήσεων, από την κωμωδία στην τραγωδία.

Εκδ. Βιβλιόραμα, 2007, μτφ. Geraldine Georget, Παντελής Κυπριανός, σελ. 154 (Christian Bromberger – Football, la bagatelle la plus sérieuse du monde, 1998).  Πρώτη δημοσίευση: εδώ.

Στις φωτογραφίες: ο Brian Clough γίνεται άγαλμα από την αγάπη του Νόττινγκαμ. Καφενείο στην Guinea – Bissau που αναρτά το πρόγραμμα των αγώνων του Champions League. Ποδόσφαιρο σε δρόμο της Λιβερίας.

Ντέιβιντ Πις – Καταραμένη ομάδα

Ο Μπράιαν Κλαφ υπήρξε μια συναρπαστική όσο και «δύσκολη» προσωπικότητα. Όσοι «ανατραφήκαμε» με το αγγλικό ποδόσφαιρο τον γνωρίσαμε ως προπονητή της Ντέρμπυ και της Νόττινχαμ Φόρεστ, ομάδες που οδήγησε από την δεύτερη κατηγορία στην κορυφή του πρωταθλήματος Αγγλίας και Ευρώπης αντίστοιχα. Σε αυτή την πορεία από την κορυφή στον παράδεισο και τανάπαλιν, η παρουσία του ήταν καταλυτική. Εμψυχωτής δικτάτωρ, αθυρόστομος πότης και οργισμένος εγωιστής, εκτόξευε «πληρωμένες» απαντήσεις αλλά και φώναζε αλήθειες που μέχρι τότε ελάχιστοι είχαν εκστομίσει. Από τότε έμοιαζε ιδανική λογοτεχνική φιγούρα.

Ο Πις δεν συντάσσει απλώς την μυθιστορηματική βιογραφία ενός ποδοσφαιριστή που σταμάτησε νεότατος το άθλημα εξαιτίας τραυματισμού, προτού γίνει ένας αριστοτέχνης προπονητής. Εδώ έχουμε την ιστορία ενός αμφιλεγόμενου εκκεντρικού, αντιφατικού ανάμεσα στην σκληρότητα των μαθημάτων του και στην τρυφερότητα για τους παίκτες του, επιτιθέμενου με φαρμακερές λεκτικές επιθέσεις και αμυνόμενου απέναντι στους εχθρικούς αριστοκράτες του ποδοσφαίρου· ενός δηλωμένου άθεου και σοσιαλιστή (που υποστήριζε την Anti – Nazi League, προσέφερε χρηματικά ποσά σε εργατικά συνδικάτα και φρόντιζε για τους μισθούς των παικτών) μέσα στις σκληρές αρένες των γηπέδων και των συνεντεύξεων τύπου. Ο παραληρηματικός του λόγος θρυμματίζεται τριπλά σε δυο πρωτοπρόσωπες και μια δευτεροπρόσωπη γραφή (γεγονότα και σκέψεις του παρόντος και μνήμες του παρελθόντος αντίστοιχα), υπερβαίνοντας το κάπως «στατικό» υμνολόγιο της Άρσεναλ που επιχειρούσε ο Νικ Χόρνμπι στον Πυρετό της Μπάλας.

Παράλληλα με την προσωπογραφία του ως ανεπιθύμητου μέλους της ποδοσφαιρικής κοινότητας, ανοίγονται οι κλειστές πόρτες των αποδυτηρίων του ποδοσφαίρου εκθέτοντας τις στρεβλώσεις του. Ο Κλαφ πολεμούσε εναντίον των διεφθαρμένων παραγόντων για τίμιο και καθαρό άθλημα, εναντίον του φόβου των τραυματισμών και του αλκοολισμού, αλλά και για ρήξη με το παρελθόν. Ίσως γι’ αυτό ο συγγραφέας εστιάζει περισσότερο στις 44 ημέρες του στο τιμόνι της Λιντς (1974), όταν επιχειρούσε να σβήσει την «παρουσία» του προκατόχου του Ντον Ρέβι και των ύποπτων τακτικών πρωταθλητισμού. Ήταν ο μόνος αγώνας που έχασε: το παρελθόν αποδεικνύεται ο δυσκολότερος αντίπαλος.

Σε μια εποχή που οι προπονητές ήταν αδιάφορες περσόνες για τα μίντια, εκείνος ο «θαυματοποιός» τεχνικός έστρεψε πάνω του τα φώτα και, όσο κι αν διατράνωνε πως κάθε νίκη είναι μια μικρή καθυστέρηση της ήττας, τα έκανε όλα με τον δικό του τρόπο του. Στην κηδεία του το 2004 χιλιάδες οπαδοί, μισητοί μεταξύ τους αντίπαλοι, τού τραγούδησαν παρέα.

Ο Ντέιβιντ Πις (Δυτ. Γιόρκσαϊρ, 1967) έχει συμπεριληφθεί στην λίστα του Granta (2003) κι έχει εκδώσει τα The Red Riding Quartet, Tokyo Trilogy (αστυνομική τετραλογία και τριλογία αντίστοιχα) και GB84.

Τα τελευταία λόγια του Μπράιαν Κλαφ προτού αποχωρήσει ήταν: «Είναι μια απαίσια μέρα…για την Λιντς».

Συντεταγμένες: Εκδ. Τόπος, 2008, μτφ. Χρίστος Χαραλαμπόπουλος, 493 σελ. (David Peace, The Damned Utd, 2006)

Επισκεπτήριο: http://www.brianclough.com/. Απολαυστικές ατάκες του εδώ.

Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 543, 6.3.2009