Άμος Οζ – Ιούδας

Προσφέρεται σε άγαμο φοιτητή ανθρωπιστικών επιστημών, ικανό συνομιλητή και με έφεση στην Ιστορία, δωρεάν στέγη και μικρό μηνιαίο ποσό, έναντί πέντε περίπου βραδινών ωρών συντροφιάς σε εβδομηντάρη ανάπηρο άνδρα, καλλιεργημένο και ευρυμαθή. Η αγγελία επιπρόσθετα τονίζει την ανάγκη συντροφιάς και όχι φροντίδας, ορίζει γραπτή δέσμευση εχεμύθειας και παραπέμπει σε μια διεύθυνση, να ζητήσουν την Ατάλια. Έτοιμο το τρίγωνο των κεντρικών χαρακτήρων, έτοιμη και μια πρώτη στρώση πλοκής. Ως ψημένοι πια αναγνώστες, είμαστε βέβαιοι πως ο Σμούελ Ας που μας έχει προ ολίγου συστηθεί (ευρισκόμενος σε μια δεινή θέση καθώς διακόπτει για οικονομικούς λόγους την διατριβή του για τις Εβραϊκές  απόψεις για τον Ιησού, χάνει την σχέση του με την αγαπημένη καθώς εκείνη επιλέγει έναν άλλον άντρα και σταματά την πολιτική του «δράση» καθώς διαλύεται η μικρή σοσιαλιστική του ομάδα, ενώ αποχωρίζεται την οικογένεια του και το πατρικό σπίτι προς αναζήτηση εργασίας) θα ανταποκριθεί στην αγγελία, θα ζήσει μια σχέση μαθητείας δίπλα στον Γκέρσομ Βαλντ και θα ερωτευτεί την χήρα νύφη του Ατάλια.

Είναι γνωστό αυτό το μυθοπλαστικό υλικό και αν μάλιστα τοποθετήσουμε την ιστορία σ’ ένα υποβλητικό, παρατημένο σπίτι και σε μια πόλη που είναι πάντα γεμάτη αναθυμιάσεις βαριάς Ιστορίας, τότε πιθανώς να έχουμε ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Όμως αυτή δεν είναι παρά ο πρώτος μύθος της αφήγησης, καθώς η επιστημονική έρευνα του νεαρού τον οδηγεί στο ιστορικό και περισσότερο ρεαλιστικό πρόσωπο του Ιούδα κι αυτές οι σελίδες, αν και λιγότερες, είναι οι συναρπαστικότερες του βιβλίου. Έτσι σε διάσπαρτα κεφάλαια διαβάζουμε τις σημειώσεις από βιβλία, αλλά και τις σκέψεις του ίδιου του νεαρού επιστήμονα.

Ο Ιησούς ήταν ένας Εβραίος που τηρούσε τις Εντολές («Μην νομίσετε ότι ήλθα δια να καταργήσω τον νόμον αλλά να εκπληρώσω [τον νόμον]»), ποτέ δεν επαναστάτησε ενάντια στις βασικές αρχές της εβραϊκής πίστης και δεν είχε καμία πρόθεση να ιδρύσει μια νέα θρησκεία ή να θεωρηθεί Θεός. Σε κανένα σημείο της Καινής Διαθήκης δεν αποδίδει στον εαυτό του θεϊκό στάτους και αν σε ορισμένες περιπτώσεις περιέγραψε τον εαυτό του ως Υιό του Θεού ήταν για διδακτικούς λόγους, για να τον ακολουθήσουν οι πολλοί. Μετά τον θάνατό του ο χριστιανισμός διαστρέβλωσε την εικόνα του για τις δικές του ανάγκες και τον εξύψωσε σε επίπεδο θεότητας. Οι προφήτες Ελισαίος και Ιεζεκιήλ είχαν τελέσει περισσότερα θαύματα και αναστήσει περισσότερους νεκρούς, για να μην αναφέρουμε θαύματα που είχε τελέσει ο Μωυσής. Αν οι Εβραίοι τον είχαν αποδεχτεί, όλη η ιστορία θα ήταν εντελώς διαφορετική Δεν θα υπήρχε Χριστιανική Εκκλησία. Και πιθανόν όλη η Ευρώπη να υιοθετούσε μια πιο ήπια, πιο αγνή μορφή ιουδαϊσμού. Έτσι θα είχαμε γλιτώσει από την εξορία, τους διωγμούς, τα πογκρόμ, την Ιερά Εξέταση, τους εκτοπισμούς, ακόμα και τη Σοά. [σ. 196]

Είναι αμέτρητα τα κείμενα στα οποία δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Και όμως, αν δεν υπήρχε ο Ιούδας μπορεί να μην υπήρχε η σταύρωση, κι αν δεν υπήρχε σταύρωση μπορεί να μην υπήρχε χριστιανισμός. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν ο θεμελιωτής της χριστιανικής πίστης. Αυτός ο εύπορος άνδρας από την Ιουδαία άκουσε τις φήμες για κάποιον εκκεντρικό θαυματοποιό από την Γαλιλαία που αποκτούσε ακόλουθους σε ξεχασμένα χωριά και κωμοπόλεις χάρη σε κάθε λογής απλοϊκά θαύματα μπροστά σε ένα κοινό αγράμματων χωρικών, όπως έκαναν δεκάδες άλλοι αυτοαναγορευμένοι προφήτες, μάντεις και θαυματοποιοί. Έτσι το ιερατείο της Ιερουσαλήμ αποφάσισε να διαλέξει τον Ιούδα να προσχωρήσει στην ομάδα για να δει αν πραγματικά εκείνος συνιστά κάποιον κίνδυνο. Γρήγορα απέκτησε την συμπάθεια των μελών της σέκτας, το ετερόκλητο τάγμα των κουρελήδων που ακολουθούσαν τον προφήτη κι έγινε ο ταμίας τους.

Κι εδώ η ιστορία παίρνει μια εκπληκτική τροπή. Ο Ιούδας γίνεται ένθερμος πιστός του Ιησού και από νηφάλιος σκεπτικιστής γίνεται αφοσιωμένος ακόλουθος· ο πιο ενθουσιώδης απ’ όλους τους αποστόλους. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που πίστεψε στην θειότητα του Ιησού. Και για να γίνει ο Ιησούς πιστευτός σε ολόκληρο τον κόσμο έπρεπε να πάει στην Ιερουσαλήμ και να κάνει ένα θαύμα πρωτόφαντο που κανείς δεν είχε ποτέ δει. Να σταυρωθεί, να κατέβει από τον σταυρό σώος και αβλαβής και την ίδια μέρα να αρχίσει η Βασιλεία των Ουρανών. Μετά από πολλές βασανιστικές αμφιταλαντεύσεις ο Ιησούς πείστηκε να πάει στην Ιερουσαλήμ αλλά επειδή εξακολουθούσε να φοβάται ο Ιούδας ανέλαβε να οργανώσει την σταύρωση. Πιθανόν να φίλησε τον Ιησού για να τον ενισχύσει στην απόφασή του. Οι Ρωμαίοι δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον – η χώρα έβριθε από προφήτες και σαλούς θαυματοποιούς. Όταν ο Ιούδας αντιλήφθηκε ότι προκάλεσε με τα ίδια του τα χέρια τον θάνατο του ανθρώπου που λάτρευε κρεμάστηκε. Όσο για τα τριάντα αργύρια, αυτά τα επινόησαν οι μισητές των Εβραίων σε κατοπινές γενιές. τι τα ήθελε ένας εύπορος γαιοκτήμονας και ποιος θα πλήρωνε για να του μαρτυρήσουν έναν άνθρωπο που όλοι γνώριζαν και δεν έκρυψε ποτέ την ταυτότητά του. Αυτός ήταν ο Ιούδας: ο μοναδικός χριστιανός.

Ο Σμούελ Ας αναζητά συνομιλητές στο σπίτι αλλά εκείνοι είναι χαμένοι στις δικές τους σκέψεις. Καταρχήν ο γέρος Βαλντ βρίσκεται πάντα ανάμεσα στον πρόσχαρο οίστρο των λόγων του και τη βαθιά θλίψη της σιωπής του. Συνηθίζει να περιλούζει με δηκτικές διαλέξεις τους τηλεφωνικούς συνομιλητές του και να αποθαρρύνει με σαρκασμό την νέα του συντροφιά: «Φαντάζομαι κι εσύ ήρθες εδώ για να βρεις τον εαυτό σου. Ή ίσως για να γράψεις ένα καινούργιο ποίημα. Λες και τελείωσαν πλέον οι σκοτωμοί και οι κτηνωδίες, λες κι ο κόσμος είναι τώρα πια απαλλαγμένος και καθαρός από βάσανα, και το μόνο που περιμένει με ανυπομονησία είναι ένα καινούργιο ποίημα». Ως προς τις επιστημονικές υποθέσεις του νεαρού είναι κυνικός και απροκάλυπτος: Ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και το ισλάμ στάζουν και τα τρία νέκταρ αγάπης και συμπόνιας μονάχα όσο δεν έχουν στα χέρια τους σίδερα φυλακής και χειροπέδες, εξουσία, μπουντρούμια βασανιστηρίων και κρεμάλες. Ο καθένας που έρχεται να αναμορφώσει τον κόσμο πολύ γρήγορα τον βουλιάζει σε ποταμούς αίματος. Χωρίς θρησκείες θα γίνονταν πολύ λιγότεροι πόλεμοι στον κόσμο.

Το ίδιο αδιάφορη είναι η «οδυνηρά» όμορφη Ατάλια, η οποία εμφανώς δεν είναι μια απλή νύφη του Βαλντ, ούτε μια απλή γυναίκα που θα εμπνεύσει έναν καταλυτικό έρωτα στον Ας. Η ίδια η ιστορία της είναι φορτωμένη με δυσβάσταχτο βάρος· είναι κόρη του Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, ενός ακέραιου πολιτικού άνδρα ο οποίος ενσάρκωσε την εικόνα του σύγχρονου προδότη επειδή ήταν ο μόνος που το 1948, πριν από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, προσπάθησε  μάταια να πείσει τον  Μπεν Γκουριόν να συμφωνήσουν με τους Άραβες την αποχώρηση των Εγγλέζων και τη δημιουργία μιας ενιαίας συγκυριαρχίας Αράβων και Εβραίων, εστιάζοντας στα κοινά των δυο λαών (ένα εκ των οποίων είναι και το γεγονός ότι υπήρξαν θύματα της χριστιανικής Ευρώπης), με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί και να ζήσει στην αφάνεια, με το στίγμα του προδότη. Αλλά πώς να μην γίνει αντιπαθής όταν πολύ περισσότερο ήταν παγερά αδιάφορος για ένα κόσμο διαιρεμένο σε εκατοντάδες εθνικά κράτη σαν σειρές από ξεχωριστά κλουβιά σε ζωολογικό κήπο;

Ο Αμπραβανέλ δεν πίστευε σε κανένα κράτος. Ούτε καν σε ένα δυ-εθνικό κράτος. Ή ένα κράτος που να το μοιράζονται Άραβες και Εβραίοι. Αυτή καθαυτή η ιδέα ενός κόσμος διαιρεμένου σε εκατοντάδες κράτη με σύνορα, συρματοπλέγματα διαβατήρια, σημαίες, στρατούς και διαφορετικά νομίσματα του φαινόταν αρχαϊκή, πρωτόγονη, εγκληματική πλάνη, μια ιδέα αναχρονιστική που πολύ γρήγορα θα εξέλιπε. Μου έλεγε, γιατί πρέπει να βιαστείτε να ιδρύσετε άλλο ένα λιλιπούτειο κράτος με φωτιά και αίμα, με τίμημα έναν αέναο πόλεμο, όταν πολύ γρήγορα όλα τα κράτη εξαφανιστούν και θα αντικατασταθούν από διάφορες κοινότητες που θα μιλούν διαφορετικές γλώσσες, θα ζουν η μια πλάι στην άλλη, η μια μέσα στην άλλη, δίχως τα θανατηφόρα παιχνίδια της εθνικής κυριαρχίας, στρατούς και σύνορα και κάθε είδους φονικά όπλα. [σ. 261]

Ο Αμπραβανέλ έβλεπε μια χώρα που ήταν στην ουσία δυο μεγάλα στρατόπεδα προσφύγων, ένα από Εβραίους κι ένα από Άραβες. Και από το πολύ δίκαιο του καθενός γέμιζε νεκροταφεία και ερείπια εκατοντάδων εξαθλιωμένων χωριών. Αυτή η εικόνα παραμένει και σήμερα. Άσπονδος φίλος του Βαλντ αλλά συγκάτοικος στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αμπραβανέλ συγκατοίκησε μαζί του ώστε να μοιραστούν ο καθένας τον βουβό του πόνο, καθώς ο Βαλντ έχασε τον μοναχογιό του Μίχα κατά τη διάρκεια της επίθεσης  των Αράβων της Υπεριορδανίας στο νεοσύστατο Ισραηλινό κράτος.

Όσο για τον Ιούδα, ο χριστιανός που πίστεψε μέχρι τέλους ότι ο Ιησούς θα κατέβει από τον σταυρό μπροστά σε όλη την Ιερουσαλήμ, θεωρείται από εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους επί χιλιετίες ως το αρχέτυπο της προδοσίας. Κανένας άλλος απόστολος δεν πέθανε μαζί με τον Ιησού· μόνο ο Ιούδας δεν ήθελε να συνεχίσει να ζει μετά τον θάνατο του Σωτήρα. Αλλά κανέναν κείμενο δεν τον υπερασπίστηκε, αυτόν χωρίς τον οποίο δεν θα υπήρχε σταύρωση, χριστιανισμός, Εκκλησία· χωρίς τον οποίο ο Ναζωραίος θα έπεφτε στη λήθη όπως δεκάδες άλλοι επαρχιώτες θαυματοποιοί και ιεροκήρυκες στην μακρινή Γαλιλαία.

Αν ο Ιούδας άδικα και ύποπτα ταυτίστηκε στους αιώνες με την έννοια της προδοσίας, φαίνεται πως πάντα θα υπάρχουν οι σύγχρονοι αντίστοιχοί του, που με την ίδια ευκολία θα χαρακτηρίζονται «Ιούδες». Χτίζοντας την ιστορία του στις δυο αυτές προδοσίες, που σαφώς αντανακλούν αμέτρητες άλλες (πώς να μην συσχετίσει κανείς την θέση του Αμπραβανέλ με τον ίδιο τον Οζ, μια θέση για την οποία επίσης κατηγορήθηκε ως προδότης), ο συγγραφέας πηγαινοέρχεται στην προσωπική αίσθηση προδοσίας των ηρώων του, οι οποίοι συνυπάρχουν στο παράξενο αυτό σπίτι στις εσχατιές της Ιερουσαλήμ, «κοντά σε ερημικά χωράφια σπαρμένα με πέτρες», αναπαριστώντας την ατμόσφαιρα της διχασμένης πόλης στα τέλη του 1959 και στις αρχές του 1960, και σ’ αυτήν την συνύπαρξη αφιερώνει περισσότερες σελίδες (με πολλές λεπτομέρειες και επαναλήψεις, είναι η αλήθεια) ακριβώς για να ψιθυρίσει για άλλη μια φορά πως δημόσια και ιδιωτική ιστορία δεν παύουν να συμβαδίζουν, σ’ ένα αξεδιάλυτο δρόμο.

Εκδ. Καστανιώτης 2016, μτφ. Μάγκυ Κοέν, σελ. 360. Με 34 σημειώσεις της μεταφράστριας.

Colm Toibin – Η διαθήκη της Μαρίας

H διήγηση ξεκινάει από ένα μεταγενέστερο των γεγονότων παρόν. Δυο άνθρωποι επισκέπτονται την Μαρία όλο και πιο συχνά τελευταία, τώρα που δεν την κυνηγάει κανείς· ένας μαθητής του κι ένας μεταγενέστερος πιστός, πιθανώς ο Ιωάννης και ο Παύλος, προστάτες και δεσμοφύλακές της. Μοιάζουν ακόμα εγκλωβισμένοι στα κατάλοιπα του τρόπου που τότε όλοι τους νιώσανε· αλλά αυτό ακριβώς τους συνδέει, η ιστορία που όλοι τους ζήσανε. Ο ένας γράφει λέξεις που εκείνη δεν μπορεί να τις διαβάσει, αλλά είναι βέβαιη ότι γράφει πράγματα που ούτε εκείνος είδε ούτε εκείνη. Αλλά συνεχίζει να γράφει, φροντίζοντας να έχουν βάρος οι λέξεις, να καθηλώνουν όσους τις ακούνε. Και ο δεύτερος γράφει και είναι υποχρεωμένος να την ακούει, γι’ αυτό βρίσκεται εδώ. Εκείνη ζώντας πια στην Έφεσο νοιώθει μεγάλη και δεν της κολλάει ύπνος. Μπορεί να μην έχω πια την ανάγκη να ονειρευτώ ή να ξεκουραστώ.

Η Μαρία αδυνατεί να ξεστομίσει το όνομα του, νοιώθει πως θα σπάσει κάτι αν το προφέρει. Τον αποκαλεί «εκείνος», «αυτός που ήταν εδώ», «ο γιος μου». Θυμάται όταν τον παρατηρούσε που μπορούσε άνετα να περνάει ώρες μόνος του ή να κοιτάζει μια γυναίκα σαν να ήταν ισότιμή του. Μετανιώνει γιατί θα έπρεπε να έχει δώσει μεγαλύτερη προσοχή το διάστημα προτού φύγει από το σπίτι, στο ποιος έμπαινε στο σπίτι και τι συζητιόταν στο τραπέζι της. Αλλά συχνά βαριόταν εκείνες τις κουβέντες και αποτραβιόταν στην κουζίνα. Τώρα στο δωμάτιο υπάρχει μια καρέκλα όπου δεν έχει καθίσει ποτέ κανείς. Ανήκει στη μνήμη, σ’ έναν άνθρωπο που δεν θα γυρίσει, που το σώμα του είναι πια χώμα αλλά που κάποτε διαφέντευε το σύμπαν.

Μέχρι τότε δεν είχα ακούσει κανέναν  να μιλάει για το μέλλον, εκτός κι αν μιλούσαν για την επαύριον ή για κάποιο γλέντι όπου πήγαιναν κάθε χρόνο. Πάντως όχι για κάποια εποχή που θα έρθει, όπου όλα θα είναι διαφορετικά και καλύτερα. Αυτή η ιδέα σάρωνε εκείνα τα χρόνια τα χωριά σαν το λίβα κι έπαιρνε μαζί του όποιον είχε κάποια αξία, πήρε και τον γιό μου… [σ. 21] / Εκείνες τις ημέρες του Σαββάτου, όταν πια οι προσευχές είχαν αναπεμφθεί αργά και μονότονα, περίσσευε πάντα χρόνος για να αναρωτηθεί κανείς τι υπάρχει πέρα και πάνω από εμάς στον ουρανό ή τι κόσμος βρίσκεται θαμμένος στις τρύπες της γης. [σ. 29]

Στον γάμο της Κανά πήγε για να δει αν θα μπορέσει να τον φέρει πίσω στο σπίτι. Είχε ετοιμάσει προειδοποιήσεις και απειλές σε περίπτωση που δεν έφταναν οι υποσχέσεις. είχε ξεγελάσει τον αυτό της ότι θα γύριζε κοντά της, ότι περιπλανήθηκε όσο ήταν να πρειπλανηθεί. Όταν έφτασε στην Κανά, οι μόνες κουβέντες που άκουγε ήταν γι’ αυτόν, και το γεγονός ότι αυτή ήταν η μητέρα του σήμαινε ότι και την πρόσεξαν και θέλησαν να την πλησιάσουν. Οι δρόμοι ήταν ανεξήγητα άδειοι, με μια σιγαλιά παντού, σαν να κρατούσαν όλοι την αναπνοή τους. Άλλη κουβέντα δεν άκουγες εξόν για τη δύναμη και τα θαύματα. Κανείς όμως δεν πίστευε ότι γίνεται να αναστηθεί νεκρός. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι εν έπρεπε καν να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο,  ότι ήταν σαν να κορόιδευες τους ουρανούς. Ο θάνατος χρειάζεται χρόνο και σιωπή. Οι νεκροί πρέπει να μένουν μόνοι με το καινούργιο δώρο τους, με την καινούργια απαλλαγή από τη στέρηση.

Όταν κατέφθανε «το τσούρμο, κάτι σαν καρνάβαλος με τον κάθε πικραμένο και μισότρελο προφήτη στην σειρά» η Μάρθα πήρε τους δρόμους να τον βρει και να του πει ότι ο αδελφός της Λάζαρος πέθανε. Η ίδια του τόνισε ό,τι του έλεγαν και οι άλλοι, ότι δεν είναι θνητός αλλά ο γιος του Θεού. Μόλις φάνηκε ο νεκρός σώπασαν τα πουλιά και αποτραβήχτηκαν. Η Μάρθα μάλιστα πίστεψε ότι ακόμα και ο χρόνος έμεινε μετέωρος, ότι μέσα σ’ αυτές τις δυο ώρες τίποτα δεν μεγάλωσε, τίποτα δεν γεννήθηκε. Ήτανε λες κι η γη έσπρωχνε προς τα επάνω τον Λάζαρο, κι εκείνος, φασκιωμένος με τα σάβανα, έκανε μια στροφή σαν το παιδί στην υγρή μήτρα, ξέροντας ότι ο χρόνος του εκεί τελείωσε και πρέπει να παλέψει να βρει τον δρόμο του για τον κόσμο. Μαζί με την οικογένειά του χάθηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού κι  έκλεισαν τα παντζούρια να μην μπαίνει ο καυτός ήλιος. Τώρα κανείς πια δεν περνούσε ούτε απέξω από το σπίτι του.

Η Μαρία σκέφτεται πως ο Λάζαρος ζει με ένα μυστικό που κανείς τους δεν γνωρίζει. Το πνεύμα του πρόφτασε να ρίξει ρίζες στον άλλο κόσμο κι οι άνθρωποι φοβούνται ν’ ακούσουν αυτά που μπορεί να βγουν απ’ το στόμα του. Βλέπει ότι την έχουν πια συνδέσει με αυτό που συνέβη και επιθυμούν να την αγκαλιάσουν και να την ευχαριστήσουν, σαν να έχει παίξει κι εκείνη κάποιο ρόλο στο γεγονός ότι ο αδελφός τους ήταν ζωντανός. Όταν τον συναντάει θέλει να τον ρωτήσει γι’ αυτό το σπήλαιο με τις ψυχές απ’ όπου είχε περάσει. Ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι που τα καταπίνει όλα, ή μήπως υπήρχε φως; Άκουγε φωνές ή υπήρχε απόλυτη σιγή ή ίσως κάποιος άλλος ήχος, όπως νερό που στάζει, αναστεναγμοί ή αντίλαλοι; Συνάντησε την μητέρα του, θυμόταν όσους άφησε, υπήρχε πόνος, υπήρχε φόβος; Αλλά η ευκαιρία γλιστράει από τα χέρια της, για να μην ξανάρθει ίσως ποτέ. Έβλεπε πως ο Λάζαρος πέθαινε κι αν ξαναγύρισε στη ζωή, το έκανε μόνο και μόνο να τους πει ένα τελευταίο αντίο. Κατείχε πια μια γνώση που φαινόταν ότι τον είχε πτοήσει, κάτι που του προκαλούσε άκρατη οδύνη. Ήταν μια γνώση που δεν μπορούσε να τη μοιραστεί με κανέναν, ίσως γιατί δεν υπήρχαν λέξεις γι’ αυτήν.

Θυμάται πως την ορδή πλέον ακολουθούσε ένα ακόμα μεγαλύτερο καραβάνι από πραματευτάδες, νερουλάδες, έμπορους τροφίμων, μέχρι και πυροφάγους. Πολλοί έσπευδαν για να είναι οι πρώτοι που θα διαδώσουν το μαντάτο ενός καινούργιου θαύματος, μιας νέα παραβίασης της ρωμαϊκής τάξης. Εκείνη ήταν έτοιμη να κλείσει τον γιο της σε μια πίσω κάμαρα, ώσπου να καταλαγιάσουν τα πράγματα, να βρούνε όλοι κάτι καινούργιο ν’ ασχοληθούνε. Η Μαριάμ έλεγε ότι μπορεί να γίνει μια επανάσταση ενάντια σε όλα όσα ξέρουμε από παλιά, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του θανάτου, γι’ αυτό είχε μαζευτεί τόσος κόσμος εκεί και τους άκουγαν να φωνάζουν μες στη νύχτα.

Όταν κατέφτασε το πλήθος ο γιος της φορούσε βαρύτιμα ρούχα, έναν μπλε χιτώνα που δεν είχε ξαναδεί· σηκώθηκε να τον σφίξει στην αγκαλιά της αλλά ήταν σαν ξένος, επιβλητικός, με μια τυπικότητα ασυνήθιστη. Τον προειδοποίησε πως διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, πως τον παρακολουθούσαν αλλά αυτός την αποπήρε κι έπιασε με άλλους κουβέντες βαρύγδουπες και γριφώδεις. Και μετά ο χρόνος έπλασε τον άντρα που δεν με πήρε στα σοβαρά, που δεν άκουγε κουβέντα από κανέναν, τον άντρα που ήταν γεμάτος δύναμη, μια δύναμη χωρίς μνήμη, που δεν θυμόταν  τα χρόνια που είχαν περάσει, τότε που είχε ανάγκη το γάλα από το στήθος μου, το χέρι μου για στήριγμα τότε που μάθαινε να περπατάει… [σ. 58]

Πίσω στο σπίτι της η Μαρία προτιμούσε τις σκιερές γωνιές του σπιτιού. Πλέον γνώριζαν πού μένει και την παρακολουθούν ακόμα και την ώρα που φρόντιζε τα ζώα. Εκείνες οι μέρες ήταν ημέρες τέλους και αρχής. Ήταν σα να ζούσαν μια καινούργια εποχή, μια διαρκή φρενίτιδα υπήρχε στον αέρα, στον ίδιο αέρα όπου οι νεκροί ζωντάνευαν και το νερό γινόταν κρασί. Η μεγάλη αναταραχή τρύπωνε σαν την υγρασία στα δωμάτια όπου ζούσε. Ο κόσμος ήθελε σαν τρελός να τους ακολουθήσει ή έστω να μάθει πού βρίσκονταν. Υπήρχε η αίσθηση πως όλα τα αστέρια θα σταματήσουν να λάμπουν, ότι στον κόσμο θα γίνει τεράστια αλλαγή αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι μπορεί η αλλαγή να γινόταν μόνο σ’ εκείνη.

Δεν τον έβλεπε πια σαν παιδί αλλά σαν μια δύναμη παγιωμένη, γνήσια, κάτι που έδειχνε να μην έχει πίσω του ιστορία, να μην προέρχεται από κάπου. Όσο εκείνος μιλούσε, τόσο εκείνη ονειρευόταν ότι δραπέτευαν μαζί για κάπου, οπουδήποτε. Οι Ρωμαίοι και οι Πρεσβύτες τον ήθελαν νεκρό αλλά και οι μεν και οι δε φοβούνταν να το δηλώσουν ανοιχτά.  Μετά την σύλληψή του, στις ώρες που πέρασε με τους μαθητές του σχημάτισε την εντύπωση πως οι πάντες πίστευαν ότι αυτό ήταν μέρος ενός σχεδίου, της μεγάλης απελευθέρωσης που θα βίωνε η ανθρωπότητα. Αλλά μιλούσαν και πάλι με έναν κυκεώνα γρίφων. Είχα γυρίσει ξανά στον κόσμο των ζαβών, των σπαστικών, των στενόκαρδων και των τραυλών, που όλοι τους τώρα σε κατάσταση υστερίας κοντοανάσαιναν από την έξαψη προτού καν ανοίξουν το στόμα τους [σ. 70-71]

Ένας μαθητής του την οδήγησε μέσα από στενά δρομάκια σε έναν τεράστιο υπαίθριο χώρο γεμάτο κόσμο. Όταν τον είδε να κοιτάζει τον κόσμο με φόβο και απορία, κατάλαβε πως ήταν η μόνη που συντηρούσε την ελπίδα να αφεθεί ελεύθερος. Όλοι οι υπόλοιποι γνώριζαν ότι αυτό που παιζόταν θα παιζόταν μέχρι τέλους εν ονόματι του μέλλοντος. Αργότερα καθώς το ίδιο πλήθος άνοιγε δρόμο για την ζοφερή πομπή, πάσχιζε να μην χαθεί από τους μαθητές του, αγωνιώντας μην τους ξεφύγει κάποια λέξη, μην γίνουν κι αυτοί θύμα τους. Όταν αντίκρισε τον σταυρό στον δρόμο για τον Γολγοθά της κόπηκε η ανάσα. Εκείνος σήκωσε προς στιγμήν το κεφάλι του τα μάτια του έσμιξαν με τα δικά της. Ήταν το παιδί που είχε βγει από τα σπλάχνα μου και τώρα ήταν πιο ανυπεράσπιστος από ποτέ. Ήθελε να ουρλιάξει αλλά της ψιθύρισαν πως έπρεπε να συγκρατηθεί, αλλιώς θα την αναγνώριζαν. Διατηρούσε την κρυφή ελπίδα ότι είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο σωτηρίας και διαφυγής. Τον προσπέρασαν και περίμεναν στην κορυφή παραπάνω από μια ώρα.

Το σταύρωμα, το πρόσωπό του παραμορφωμένο, ματωμένο, αγνώριστο. Τριγύρω το πλήθος χασκογελούσε, φρόντιζε τα άλογά του, έπινε. Ήταν σαν κανονικό παζάρι. Άναβαν φωτιές για να μαγειρέψουν κι ο καπνός μπούκωνε τον λόφο κι έκανε τα μάτια να τσούζουν. Δεν γύρισε να κοιτάξει την μορφή του σταυρωμένου και ξεγλίστρησε από την πίσω μεριά του λόφου για να σωθεί, κάνοντας ότι ψάχνει κάποιον. Όταν αργότερα την φυγάδευσαν πανικόβλητοι στις ερημιές διαπίστωσε πως δεν υπήρχε κανένα σχέδιο διαφυγής, πως όλα ήταν τυχαία και αβέβαια.

Αυτή είναι η φωνή της άφωνης ως σήμερα Μαρίας, ένας μονόλογος μιας θεϊκής μορφής που γίνεται ανθρώπινη γιατί ποτέ δεν ένοιωσε θεϊκή. Όπως κάθε γυναίκα και κάθε μητέρα που θα είχε ζήσει αυτά που έζησε, είναι γεμάτη οργή, αδυνατεί να ξεχάσει τον φόβο, παραμένει καχύποπτη και απείρως τεθλιμμένη. Μπορεί ακόμα και να φτάσει μέχρι τον σαρκασμό και την μνησικακία. Ύστερα πάλι, να πετρώνει από τα βαριά συναισθήματα, να ανακτά την ψυχραιμία της και να αποστασιοποιείται. Και δεν παύει να δυσπιστεί όταν της λένε πως όσα καταγραφούν θα αλλάξουν τον κόσμο. όταν την διαβεβαιώνουν πως ήταν ο γιος του Θεού.

Μεγάλος μέρος όσων διηγείται είναι από άλλων διηγήσεις· είναι ακριβώς η μυθιστορία μιας εποχής αλλεπάλληλων και αντιφατικών αφηγήσεων· μιας ταραγμένης εποχής που η λιτή και ποιητική πρόζα του συγγραφέα (μεταπλασμένη και σε θεατρικές διασκευές και παραστάσεις) αποδίδει με τρόπο έξοχο, χαραγμένο με σιωπές, όσες και της Μαρίας μπροστά στον λεκτικό καταιγισμό του περιβάλλοντός της. Μεγαλωμένος σε σπίτι γεμάτος σιωπή, λόγω της εμπλοκής μελών της οικογένειάς του στον IRA, ο συγγραφέας γνωρίζει καλά ότι αυτός ο λόγος ταιριάζει σε οποιαδήποτε μητέρα χάνει τον μαχητή γιο της για έναν ευρύτερο σκοπό, όπως επίσης γνωρίζει πως ακριβώς αυτή τη σιωπή οφείλει να σπάει η λογοτεχνία και να δραματοποιεί το διάστημα ανάμεσα σε κάτι που έχει ειπωθεί κατ’ επανάληψη και σε κάτι που δεν έχει αρθρωθεί ποτέ, όπως έχει δηλώσει.

Υπάρχουν τόσες συγκλονιστικές στιγμές σε αυτό το υπέροχο κατά Μαρίαν Ευαγγέλιο. Όταν η Μαρία σταδιακά διαπιστώνει την αδυναμία της να τον προστατεύσει· όταν από την αίσθηση ότι μπορεί να κάνει κάτι περνάει στην συνειδητοποίηση ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ήταν παράξενο που μπορέσαμε να μείνουμε ως απλοί παρατηρητές. […] Πώς μπόρεσα να παρακολουθώ βουβή και ασάλευτη. Όταν την ώρα «της δημόσιας έκθεσης της ήττας του» ενώ ως τότε λαχταρούσε απελπισμένα να έρθει γρήγορα το τέλος, τώρα δεν θέλει να τελειώσει, να χαθεί. Μετά, η ντροπή και η ενοχή της όταν άφησε να θάψουν άλλοι τον γιό της, χωρίς μάλιστα να γνωρίζει αν τελικά τον έθαψαν. Κι ύστερα η σφοδρή επιθυμία της αυτά που συνέβησαν να μην είχαν συμβεί, να είχαν πάρει άλλη πορεία· εκείνος να τους κοιτούσε και να αποφάσιζε όχι τώρα, όχι σ’ αυτούς. Ήταν εύκολο να τον βοηθήσει, έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο. Η απόλυτη πεποίθησή της πως δεν άξιζε τον κόπο.

Θέλω να ζήσω πάλι στα χρόνια πριν από το θάνατο του γιου μου ή πριν φύγει από το σπίτι […] Θέλω μία από εκείνες τις χρυσές ημέρες του Σαββάτου, τις ημέρες χωρίς ανέμους, τότε που […] πήγαινα και έψαλλα τα λόγια της ικεσίας προς το Θεό για να απονείμει δικαιοσύνη στον αδύνατο, να υπερασπιστεί τον ταπεινό […]. Τότε που έλεγα αυτά τα λόγια στο Θεό, είχε σημασία ότι ο άντρας μου και ο γιος μου βρίσκονταν κάπου εκεί κοντά και ότι σε λίγο, θα άκουγα τα βήματά τους να πλησιάζουν […] ύστερα από μια ημέρα στην διάρκεια της οποίας είχαμε ανανεωθεί ως άνθρωποι και η αγάπη του ενός για τον άλλον, για τον Θεό και για τον κόσμο είχε γίνει ακόμα πιο μεγάλη, ακόμα πιο βαθιά. [σ.100-101]

Εκδ. Ίκαρος, 2014, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, σελ. 115. Περιλαμβάνεται επτασέλιδο επίμετρο της μεταφράστριας [The testament of Mary, 2014]

Στις εικόνες έργα των: 1. Henry Ossawa Tanner [The Annunciation], 2. Αγνώστου, Ο γάμος στην Κανά, 4. Pedro de Mena [Dolorosa Mater], 5. Παιδική ζωγραφιά [Stewart School.org], 6. Patricia Boyer σε μια από τις θεατρικές παραστάσεις του έργου, 7. Theodore Gericault [Mater dolorosa], 8. Μιχάλης Βασιλάκης [Σταύρωση], 9. John Scott [Annunciation], 10. Moise Madon [Mater Dolorosa]