Λευκάδιος Χερν – Κείμενα από την Ιαπωνία [Ανθολογία]

Και ξ1αφνικά, γεννιέται μέσα μου μια μοναδική αίσθηση καθώς στέκομαι εκεί μπροστά στην παράξενα σκαλισμένη πύλη· αίσθηση ονείρου και αμφιβολίας. Μου φαίνεται ότι τα σκαλοπάτια και η πύλη με τα κύματα των δράκων της, ο γαλάζιος ουρανός που σαν τεράστια καμάρα σκεπάζει την πόλη, η φαντασματική ομορφιά του Φούτζι, μα κι ο ίσκιος μου που πέφτει επάνω στους γκρίζους τοίχους πρόκειται να χαθούν τώρα. Γιατί όμως αυτό το συναίσθημα; Γιατί χωρίς καμιά αμφιβολία, αυτές οι μορφές μπροστά στα μάτια μου – οι σκαλισμένες στέγες, οι κουλουριασμένοι δράκοι, οι κινέζικες παραξενιές στο σκάλισμα – δε μου φαίνονται κάτι καινούργιο αλλά κάτι που ονειρεύτηκα κάποτε. Η θέα τους πρέπει να ξαναζωντάνεψε ξεχασμένες μνήμες εικονογραφημένων βιβλίων…[σ. 246]

 …αν η επαναφορά μνημών που έζησε ή εικόνων που φαντάστηκε από άλλους πολιτισμούς υπήρξε για τον Λευκάδιο Χερν  [Γιακούμο Κοϊζούμι] μια επιθυμητή εμπειρία, η ζωή εντός τους υπήρξε αναμφίβολα μια βαθύτερη επιθυμία. Έφυγε κι εκείνος από την γερασμένη ήπειρο και περιπλανήθηκε από την Κεντρική Ασία ως την Άπω Ανατολή, αναζητώντας, όπως και οι Π. Λοτί, Ρ. Κίπλινγκ, Β. Σεγκαλέν και τόσοι άλλοι, το Χαμένο Κέντρο. Αλλά με μια μεγάλη διαφορά: εκείνος έζησε σώματι ψυχή τε και σώματι εντός του.

1_ Η 67σέλιδη εισαγωγή του μεταφραστή αποτελεί ένα πολύτιμο διαπιστευτήριο για την είσοδο στον λογοτεχνικό κόσμο αλλά και τον ψυχισμό του ιδιαίτερου αυτού συγγραφέα. Η ιστορία της ζωής του αποτελεί από μόνη της επαρκές μυθιστόρημα – η γέννηση στις Δυτικές Ινδίες από ιρλανδική οικογένεια, ο τρόπος που χώρισε βίαια από την μητέρα του, που βρέθηκε στο σπίτι της αυστηρής θείας του στην Ιρλανδία οριστικά μόνος, στην βαριά ατμόσφαιρα ενός καταθλιπτικού σπιτιού, το κλείδωμα του πεντάχρονου τότε Χερν στο κατασκότεινο δωμάτιό του, που του γέννησε τον υπερβολικό φόβο για τα φαντάσματα, το καταφύγιο που βρήκε στην μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού.

Στα δεκαέξι του έμεινε μονόφθαλμος, με προβληματική την όραση και στο μάτι που του απέμεινε και αυτή η δεύτερη μεγάλη τραγωδία της ζωής του τον έκλεισε οριστικά στον εαυτό του. Αργότερα η θεία του έχασε την περιουσία της και ο Χερν με δυσκολία μάζεψε χρήματα και αναχώρησε για την Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε σε διάφορες δουλειές ενώ συχνά κοιμόταν στο δρόμο. Στο Τσιντσινάτι έχασε την εργασία του όταν παντρεύτηκε μια νεαρή μιγάδα, με την οποία συζούσε σε εποχή που επικρατούσε ο φυλετικός διαχωρισμός, ενώ στη Νέα Ορλεάνη ο πειρασμός της αυτοκτονίας τον έφερε δυο τρεις φορές σε μια ψηλή γέφυρα απάνω απ’ το ποτάμι. Η ελπίδα όμως, όπως έγραψε σε μια Genji_emaki_YOKOBUEεπιστολή, ότι υπάρχει κάτι που αξίζει α βρεις τις λέξεις να το πεις, του έδινε κάθε φορά τη δύναμη να γυρίσει στο σπίτι. Ακριβώς αυτή η αίσθηση πως η ζωή που θα άξιζε μπορεί να βρίσκεται αλλού και άλλοτε τον έκανε να γράψει: Δε θα ’πρεπε να είχα γεννηθεί ετούτον τον αιώνα, στα όνειρά μου ζω παντοτινά σε άλλες εποχές, σε άλλες πίστεις, σε άλλες ηθικές.

Η Τύχη του έφερε στο δρόμο του τον άγγλο τυπογράφο Γουώτκιν που του στάθηκε πατρικά και τον έφερε σε επαφή με τη γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία ενώ τα ασιατικά περίπτερα του προσέλκυσαν την  προσοχή στην Παγκόσμια Βιομηχανική Έκθεση του 1884 σε σημείο να του γράψει: Φτάνει κάποτε μια μέρα που νιώθεις ότι για να ζήσεις οφείλεις ν’ αποφασίσεις – όποιο κι αν είναι έπειτα το αποτέλεσμα – να τινάξεις για πάντα απ’ τα παπούτσια σου τη γνώριμη σκόνη του τόπου. Ακολούθησαν δυο χρόνια στην Μαρτινίκα και η αναχώρηση από το Βανκούβερ με το πλοίο Αβυσσηνία για τη Γιοκοχάμα· η Ιαπωνία θα γινόταν εις το εξής ο κόσμος του.

Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν το οριστικάkwaidan_18 =  Butterflies διαμορφωμένο άτομο, τη σταθερή προσωπικότητα. Υπάρχει μόνο η φαντασματική παρουσία, το ένα φάντασμα διαδέχεται το προηγούμενο, σαν το ένα κύμα πίσω από το άλλο στη Στοιχειωμένη Θάλασσα της Γέννησης και του Θανάτου. [σ. 61]

Ο Χερν δεν αντιμετώπισε την χώρα με τη γνωστή δυτική έπαρση και το ορθολογικό ή χρησιμοθηρικό πνεύμα αλλά με απεριόριστο σεβασμό και αγάπη. Οι συνθήκες ζωής και πάλι δεν ήταν εύκολες: ο βαρύς χειμώνας της βορειοανατολικής επικράτειας που σαρωνόταν από τους ανέμους της Σιβηρίας, το παγωμένο ξύλινο σπιτάκι, η χυδαιότητα της άσχημης Νέας Ιαπωνίας, όλα έμοιαζαν εμπόδια στην ψυχική του ηρεμία. Όμως και πάλι χάρη στην επιμονή του οργάνωσε τη νέα του ζωή, άρχισε να εργάζεται ως καθηγητής σε κολλέγιο και αργότερα σε πανεπιστήμιο, έφτιαξε οικογένεια και αφοσιώθηκε στη γραφή.

5_Ο παραδοσιακός ιαπωνικός πολιτισμός υπήρξε το βασικό αντικείμενο των γραπτών του, παράλληλα με τη γενικότερη πνευματική απόρριψη του δυτικού κόσμου. Η παντελής έλλειψη ατομικότητας που χαρακτήριζε τον πνεύμα της Ιαπωνίας ακριβώς τον αποθάρρυνε από την συγγραφή μυθιστορήματος, εφόσον έκρινε πως δεν μπορεί να υπάρξει μυθιστόρημα σε μια κοινωνία όπου η ίδια η έννοια του ατόμου είναι κάτι άγνωστο και ασυμβίβαστο με τις θεμελιώδεις ηθικές και θρησκευτικές της πεποιθήσεις της· κάθε απόπειρα μυθιστορηματικής απόδοσης της πραγματικότητας της Άπω Ανατολής θα αποτελούσε καθαρό εξωτισμό.

Στο μυαλό του Ιάπωνα το ιδεόγραμμα είναι ζωντανή εικόνα: ζει, μιλάει, χειρονομεί. Όλος ο χώρος του ιαπωνικού δρόμου πλημμυρίζει από αυτούς τους ζωντανούς χαρακτήρες· μορφές που κλαίνε στα μάτια των περαστικών, λέξεις που χαμογελούν ή μορφάζουν σαν πρόσωπα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο, ακριβώς λόγω αυτής της παράξενα προσωπικής, έμψυχης, εσωτεριστικής πλευράς της ιαπωνικής γραφής, που υπάρχουν θαυμάσιοι μύθοι γύρω από την καλλιγραφία. [σ. 46]

hearn_1Ο ανθολόγος επέλεξε τα κείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να καλυφθούν όλες οι πτυχές του συγγραφικού έργου: από παράδοξες ιστορίες από την μεσαιωνική Ιαπωνία μέχρι δοκίμια για την ιαπωνική εμπειρία. Ιστορίες με βρυκόλακες, φαντάσματα, πολέμαρχους αλλά και διάφορους θρύλους εναλλάσσονται με προσωπικές εμπειρίες και εντυπώσεις, όπως για την μαγευτική μορφή των τελετών που διέπουν και την παραμικρή εκδήλωση της ιαπωνικής ζωής. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Χερν διασκευάζει παλιούς μύθους, όπως στον Θρύλο του Κουασίν Κότζι που ενέπνευσε και μια νουβέλα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Στη δική του απόδοση ο διασωθείς ήρωας είναι κάποιος που μπορεί και μιλάει για τη ζωγραφική με τη σιγουριά εκείνη που σου επιτρέπει μια άλλη έστω μύηση στη Μεγάλη Τέχνη· την Τέχνη εκείνη δηλαδή που καταργεί τα όρια πραγματικότητας και εικόνας, που μπορεί να παρουσιάζεται στους θεατής της κάθε φορά κι αλλιώτικη ανάλογα με το τίμημα που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν. «Οι μεγάλοι πίνακες», θα πει  Κουασίν Κότζι, «διαθέτουν την προσωπική τους θέληση. Μπορεί να μην αποδεχτούν να απαρνηθούν το δημιουργό ή το νόμιμο κάτοχό τους». [σ. 67]

3Η ιστορία της Κιμίκο αποτελεί μια περίτεχνη ψυχογραφία της γιαπωνέζας και του απροσπέλαστου των ψυχικών της θαλάμων. Στο δοκιμιακό Ένας συντηρητικός ο συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για την Ανατολή μέσα από την εμπειρία ενός Ιάπωνα που περιπλανήθηκε στη Δύση και καταφέρεται με οργή κατά του προσηλυτισμού των ιεραποστόλων, αυτής της αιχμής της δυτικής επιθετικότητας. Όπως έγραψε κάποτε στον Γουώτκιν, Όσο κι αν ξέρω ότι δεν είμαι μεγαλοφυία, ελπίζω πάντα να υπηρετήσω κάποια μέρα τη λογοτεχνία, να προσφέρω κι εγώ έναν μικρό κόκκο ομορφιάς στο πελώριο οικοδόμημά της.

Εκδ. Ινδικτος, 2008 [Γ΄ έκδοση], εισαγωγή – μετάφραση: Σωτήρης Χαλικιάς, σελ. 381. Εκτός από την εκτενή και πληρέστατη εισαγωγή περιλαμβάνονται 60 σημειώσεις και βιβλιογραφία με το έργο του Λευκάδιου Χερν, μεταθανάτιες εκδόσεις, μεταφράσεις από τα Γαλλικά, μεταθανάτιες συλλογές μεταφράσεων από τα Γαλλικά, διασκευές από τα Ιαπωνικά, βασική βιβλιογραφία για τον συγγραφέα και ελληνικά δημοσιεύματα για τον συγγραφέα.

Kōbō Abe – Η γυναίκα της άμμου

TE?IKO

Η ροή της ύπαρξης σε συγκλονιστική μεταφορά

Δίπλα στην άμμο, όλα τα πράγμα που έχουν μορφή είναι αβέβαια και μάταια. Μόνη βεβαιότητα η ροή της άμμου, που αρνείται όλες τις μορφές. [σ. 60]

Ένας άντρας την πρώτη ημέρα των διακοπών του παίρνει ένα λεωφορείο ως το τέρμα του, ένα μακρινό παραθαλάσσιο χωριό. Σκοπός του η συλλογή εντόμων που ζουν σε αμμώδεις περιοχές. Βρίσκεται σε ένα τοπίο με διαρκείς τοπογραφικές διακυμάνσεις· όλα τα σπίτια μοιάζουν σαν να χτίστηκαν μέσα σε μεγάλα κοιλώματα που σκάφτηκαν στην άμμο. Η περιοχή θύμιζε διατομή κυψέλης μελισσών και, ανάλογα με την πλευρά όπου βρίσκεται, είτε το χωριό μοιάζει χτισμένο σε επάλληλα επίπεδα πάνω στους αμμόλοφους είτε οι αμμόλοφοι υψώνονται σε επάλληλα επίπεδα πάνω από το χωριό.

Το ενδιαφέρον του αλλά και η περιέργειά του για την άμμο είναι έντονο. Η άμμος είναι σαν κάτι ζωντανό, έρπει εισχωρώντας παντού, δεν ησυχάζει ποτέ· αθόρυβα αλλά σταθερά απλώνεται, θανατώνοντας την επιφάνεια του εδάφους. Τι διαφορά, σε σύγκριση με την μελαγχολία της καθημερινότητας, που εξαναγκάζει στη συνεχή, ακίνητη προσκόλληση σε όλη τη διάρκεια του χρόνου…Τόσο η επιστημονική του ανησυχία όσο και μια φιλοσοφική διάθεση τον ωθούν να συλλογίζεται πάνω στη φύση της άμμου ….που ρέει αδιάκοπα…Της άμμου, που εκτός από τον μέσο όρο του 1/8 χιλιοστού, δεν έχει καν δικό της σχήμα…Κι όμως, κανένα πράγμα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την άμορφη, καταστροφική δύναμη…Ή ακριβώς το ότι δεν έχει μορφή, είναι ίσως η ύψιστη έκφραση δύναμης… [σ. 50]

2

Η αναζήτηση των εντόμων φαίνεται μάταιη: δεν φαίνεται να υπάρχει ζωή παρά ελάχιστα αγριόχορτα, καλαμένια απομεινάρια φραχτών και σπασμένα όστρακα. Σε κάθε περίπτωση ο χώρος του προξενεί ένα αίσθημα ανησυχίας. Ξαφνικά βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, σε μια πολύ βαθιά σκαμμένη τρύπα, στον πυθμένα της οποίας είναι βυθισμένο ένα μικρό σπίτι. Όταν ο ήλιος αρχίζει να δύει ένας γέρος προθυμοποιείται να του βρει κατάλυμα και τον οδηγεί στα γραφεία του τοπικού συνεταιρισμού. Τον οδηγούν σε μια από τις τρύπες, όπου κατεβαίνει με μια ανεμόσκαλα κάθετα στο γκρεμό. Σωροί άμμου πέφτουν στο κεφάλι του και τελικά μια νεαρή μικρόσωμη γυναίκα έρχεται να τον υποδεχτεί εγκάρδια. Το σπίτι είναι άθλιο – αντί για πόρτες έχει ψάθες, οι κολώνες έχουν στραβώσει, στην θέση των παραθύρων υπάρχουν καρφωμένες σανίδες. Το πάτωμα είναι σάπιο, σαν να πατάει κανείς σε βρεγμένο σφουγγάρι. Μια απαίσια οσμή από την αποσύνθεση της καμένης άμμου πλανιέται σ’ όλο το χώρο.

3

Από εκείνη τη στιγμή ο άντρας δεν παύει να εκπλήσσεται διαρκώς. Την ώρα του φαγητού του η γυναίκα στέκεται με μια χάρτινη ομπρέλα από πάνω του γιατί, όπως τον πληροφορεί, «η άμμος πέφτει από παντού». Αν μια μέρα δεν τη σκουπίσει από το πάτωμα μαζεύεται μισός πόντος άμμου. Αν δεν την σκουπίσει από το ταβάνι κάτω από τη στέγη, οι σανίδες κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Αν αφεθεί πάνω στα ξύλινα τσόκαρα, σε μισό μήνα θα έχουν λιώσει. Αν στους τυφώνες σταματήσει το μάζεμα, μπορεί μέσα σ’ ένα βράδυ να φτάσει τα τρία μέτρα ύψος. Κάπως έτσι θάφτηκε ο άντρας της με την κόρη τους, του ομολογεί. Το σπίτι έχει μόνο μια λάμπα, που συχνά τρεμοσβήνει – απ’ την άμμο. Τα μισά σπλάχνα αυτού του ετοιμόρροπου οικήματος έχουν φαγωθεί από τα πλοκάμια της άμμου που ρέει αδιάκοπα. Σύντομα αντιλαμβάνεται πως το μόνο διαθέσιμο νερό βρίσκεται σε μια στάμνα – και τώρα ο πάτος της έχει μόνο μια κοκκινωπή απόχρωση.

4

Μια φωνή φωνάζει πως ήρθαν οι τενεκέδες και το φτυάρι «για τον άλλο». Ο άλλος δεν είναι παρά αυτός. Αναρωτιέται αν έγινε κάποιο λάθος. Αργότερα το βράδυ ακούγεται ο ήχος της μηχανής από ένα τρίκυκλο φορτηγάκι. Η γυναίκα μαζεύει την άμμο και την αδειάζει σε τενεκέδες πετρελαίου, κοντά στη σχοινένια σκάλα. Ο άντρας πάει να τη βοηθήσει, κι εκείνη του απαντά: «δεν χρειάζεται απ’ την πρώτη μέρα…». Η δουλειά γίνεται τη νύχτα που η άμμος είναι υγρή και το μάζεμά της ευκολότερο.  «Η άμμος δεν μας κάνει τη χάρη να ξεκουραστεί…Και το ζεμπίλι και το φορτηγάκι δουλεύουν συνέχεια, όλη τη νύχτα…». Ο άντρας πληροφορείται από τη γυναίκα πως το χωριό υπάρχει ακριβώς χάρη στο φτυάρισμα της άμμου· αν παρατηθεί, το ένα σπίτι μετά το άλλο θα θαφτούν ολότελα. Μια προεξοχή άμμου στη μέση του γκρεμού κρέμεται απειλητικά από πάνω τους σαν ομπρέλα μανιταριού. Ο ύπνος είναι δύσκολος, τα πρόσωπά τους τυλίγονται με πετσέτες.

kobo abe

Το πρωί η ανεμόσκαλα έχει εξαφανιστεί. Σε όποια κατεύθυνση κι αν κινηθεί, τα πόδια του βυθίζονται στην αναμμένη άμμο, ο καυτός ήλιος καψαλίζει το σώμα του, ο ιδρώτας του αναβλύζει από παντού. Η άμμος «ψιθυρίζει στους μυς και στις αρθρώσεις του το άσκοπο της αντίστασης και πυργώνεται όλο και περισσότερο προς τα ύψη». Σε αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο, η άμμος έχει διαβρώσει όλες τις καθημερινές συμβάσεις. Και έντρομος αντιλαμβάνεται πως οι υπαινιγμοί για την μακρόχρονη παραμονή του μπορεί να μην ήταν μόνο παραδρομές της γλώσσας· πως τον έπιασαν σε παγίδα και τον πρόσφεραν στη χήρα σαν είδος ελεημοσύνης. Και δεν έχει κανέναν να τον αναζητήσει – μόνο την υπηρεσία του, που κι αυτή θα αδιαφορήσει, καθώς πάντα θεωρούνταν «ιδιαίτερος». Ακόμα χειρότερα: προτού φύγει έγραψε ένα γράμμα στην σύντροφό του για την επιθυμία μοναχικών διακοπών, με την παράκληση να μην τον αναζητήσει…

Εκείνη την εποχή, κάπου δέκα χρόνια πριν, όταν όλα είχαν σωριαστεί σε ερείπια, όλοι απελπισμένα αναζητούσαν την ελευθερία να μη χρειάζεται πια να περπατούν. Τώρα, λοιπόν, μπορούσε να πει κάποιος ότι τελικά είχαν χορτάσει απ’ αυτή την ελευθερία; Ή όχι; Κι όμως, μήπως ακόμα κι εσένα δεν ήταν τάχα η κούραση να ζεις παρέα με το διάβολο της ψευδαίσθησης μιας ζωής ελευθερίας και ασφάλειας που σ’ έβγαλε και σε οδήγησε μέχρι τούτους εδώ τους αμμόλοφους;…Η άμμος…Η αιώνια, χωρίς τέλος ροή, του 1/8 του χιλιοστού…Η αιώνια κινούμενη άμμος είναι το αναποδογυρισμένο πορτρέτο του μέσα στο αρνητικό φίλο με της προσκόλλησης στη ελευθερία του να μη χρειάζεται πια να κινείται. Όμως, όσο κι αν ένα παιδί λαχταράει για καιρό μια εκδρομή, τη στιγμή που θα χαθεί στη διάρκειά της, οπωσδήποτε θα κλάψει γοερά. [σ. 110]

5

Και μέσα στον εφιάλτη, η παράξενη γυναίκα· αφοσιωμένη στη δουλειά της αλλά και στον φιλοξενούμενό της. Με μια επίμονη σιωπή, απαντάει μόνο όταν της απευθύνει το λόγο, αλλά σιωπά στις διαμαρτυρίες του. Κάποτε γελά σαν να την γαργαλούν, άλλοτε παίρνει μια σκυφτή, πάνω στα διπλωμένα γόνατα στάση, σαν ολοκληρωτικά ανυπεράσπιστη…Κάποια στιγμή εκείνος, μέσα στο θολό από τα δάκρυα εξαιτίας της άμμου οπτικό του πεδίου την βλέπει καθώς κοιμάται γυμνή. Εκτός από το πρόσωπό της είχε εκτεθειμένο όλο το υπόλοιπο σώμα. Έτσι αποκάλυπτε ό,τι οι άνθρωποι συνήθως κρύβουν, ενώ, αντίθετα, μόνο το πρόσωπο, που κανένας δεν διστάζει να εκθέσει, το είχε κρυμμένο με μια πετσέτα.

10

Ο απελπισμένος ήρωας αδυνατεί να ερμηνεύσει την κατάσταση με βάση τα εφόδια του ορθολογισμού, της επιστήμης, του κοινωνικού κράτους. Δοκιμάζει όλους τους τρόπους σκέψης, εικάζει τον δικό τους, πιστεύοντας πως κάθε άνθρωπος έχει τη δική του λογική, που δεν ισχύει για τους άλλους. Επιχειρεί γενναίο σκαρφάλωμα διαφυγής αλλά καταπλακώνεται από την άμμο και παθαίνει ηλίαση. Αντιλαμβάνεται την πλέον εφιαλτική έκφραση της αιχμαλωσίας του: εκείνοι ελέγχουν το νερό και μπορούν να το ελαττώσουν, ως τιμωρία, ή και να τους το στερήσουν. Στην καθημερινότητά του δεν μπορεί παρά να προσαρμοστεί στην αδιανόητη ζωή όπου βρίσκεται παγιδευμένος. Μια φορά τη βδομάδα γίνεται διανομή σάκε και τσιγάρων. Η φωτιά ανάβει με σπίρτο προσεκτικά τυλιγμένο σε νάιλον σακούλα, τα πιάτα καθαρίζονται …με τι άλλο; με άμμο. Η πηχτή άμμος εισχωρεί παντού: στο στόμα, στα αυτιά, στη μύτη, στις μασχάλες, σε κάθε κοιλότητα. Το αίσθημα της άμμου που έχει κολλήσει στο δέρμα με τον ιδρώτα του ύπνου δεν υποφέρεται με τίποτε.

kobo-abe

Ο άντρας καθόταν κι αυτός ανακούρκουδα, ακίνητος, πάνω στο χώρισμα της παραστιάς. Βγάζοντας με δυσκολία κάποιο σάλιο, το κατάπιε. Επανέλαβε το ίδιο κάμποσες φορές, ώσπου το σάλιο έγινε κολλώδες, σα λιωμένα φύκια, και στάθηκε στο λάρυγγά του. Σίγουρα δεν αισθανόταν υπνηλία, όμως απ’ την εξάντληση η συνείδησή του είχε γίνει σαν βρεγμένο χαρτί. Ήτα σαν να ’βλεπε τα πάντα μέσα από ένα τέτοιο χαρτί, που το είχε σηκώσει στο φως. Το τοπίο γύρω είχε γίνει ένα σύνολο από βρόμικες κηλίδες και γραμμές, που έπλεε μπροστά του. Ήταν ένα τοπίο σαν αινιγματική εικόνα. Υπάρχει μια γυναίκα…Υπάρχει η άμμος…Υπάρχει ο ήλιος… Υπάρχει το εντελώς άδειο κιούπι του νερού… Από πού τέλος πάντων θα ’πρεπε λοιπόν ν’ αρχίσει προκειμένου να λύσει αυτή την εξίσωση, τη γεμάτη με άγνωστους Χ;  [σ. 149 – 150]

Σε όλο αυτό το διάστημα, μόνος με τις σκέψεις του φιλοσοφεί πάνω στην ζωή, την ερωτική του σχέση, το σεξ, τις επαγγελματικές του σχέσεις, την αρχιτεκτονική, την δυναμική δομή του σπιτιού, που στέκει γερμένο προς τη μία πλευρά, σαν μισοπαράλυτο κορμί. Ίσως η μόνη μεταφορά που αδυνατεί να αντιληφθεί είναι η παγίδευσή του ακριβώς όπως εκείνος παγίδευε τα έντομα σε μικρά δοχεία· η ακριβής δηλαδή αντιστροφή των δικών του αιχμαλωσιών. Οι έγνοιες της προηγούμενης καθημερινότητάς του τώρα του φαίνονται μακρινές και γελοίες.

9

Καλοκαίρια γεμάτα με αστραποβόλους ήλιους είναι σίγουρα κάτι που υπάρχει μόνο μέσα στα μυθιστορήματα ή σε κινηματογραφικά έργα. Αυτό που στην πραγματικότητα είναι ταπεινές Κυριακές σε μικρές πόλεις, όπου κάποιος παίρνει τον υπνάκο του κάτω απ’ τις πολιτικές στήλες μιας εφημερίδας, που το χαρτί της βγάζει μια μυρουδιά σαν από καπνό μπαρούτης…Χυμοί σε κουτιά αλουμινίου και θερμός με μαγνητικά καπάκια….Βάρκες για νοίκιασμα, εκατόν πενήντα γεν την ώρα, όπου μπαίνεις αφού σταθείς στην ουρά, και παραλίες με μολυβένιους αφρούς που αναβλύζουν απ’ τα πτώματα των ψόφιων ψαριών… Και στο τέλος, ένα υπερπλήρες ηλεκτρικό τρένο, που έχει αρχίσει να σαπίζει απ’ την κούραση. Αν και όλοι τα ξέρουν αυτά, κανένας δεν θέλει να παραδεχτεί ότι υπήρξε ένας βλάκας που εξαπατήθηκε Όλοι ζωγραφίζουν με ενθουσιασμό πάνω σ’ αυτόν τον γκρίζο καμβά την απομίμηση μιας φανταστικής γιορτής. Θλιβεροί, αξύριστοι πατεράδες, που ταρακουνώντας παιδιά που κλαψουρίζουν, προσπαθούν να τα κάνουν με το ζόρι να πουν τι ωραία Κυριακή που ήταν…Μικρές σκηνές που θα καθένας έχει δεις στη γωνιά κάποιου ηλεκτρικού τρένου…Η μίζερη δυσαρέσκεια και η ζήλια για τον ήλιο των άλλων… [σ. 119 – 120]

tumblr_m9ti2mS69Y1qg2iulo1_400

Φυσικά στο επίκεντρο της σκέψης του βρίσκεται η κατανόηση της άμμου, η άμμος ως το άλλο όνομα της καθαρότητας, η αντισηπτική της λειτουργία, το σπίτι που ως ελεύθερο πλοίο, πλέει πάνω στην άμμο, σε χωριά ρέοντα και πόλεις δίχως μορφή…Συχνά επιδίδεται σε φαντασιακούς διαλόγους και προβληματίζεται για την μεταμόρφωσή του σε μια άλλη μορφή ύπαρξης. Είναι χαρακτηριστικό πως η γυναίκα τον πληροφορεί πως αν ιδρώσει ντυμένος αμέσως βγαίνουν εξανθήματα της άμμου, και το δέρμα γίνεται πυώδες και μετά σαν λέπια. Μήπως δεν είναι ακριβώς η προσπάθεια της προσκόλλησης σε κάτι σταθερό, από την οποία ξεκινάει ο μισητός ανταγωνισμός; Αν εγκαταλείπαμε τα σταθερότητα κι αφηνόμασταν εντελώς στη ροή της άμμου, τότε σίγουρα κι ο ανταγωνισμός δεν θα μπορούσε πια να υπάρξει. Πραγματικά, ακόμα και στην έρημο ανθίζουν λουλούδια και ζουν έντομα ή άλλα ζώα. Πρόκειται για πλάσματα που, χρησιμοποιώντας την ισχυρή τους ικανότητα προσαρμογής, κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη σφαίρα του ανταγωνισμού. [σ. 33]

6

Η υπόγεια σχέση με την γυναίκα είναι υπεράνω περιγραφής. Έλκεται και απωθείται, ποθεί και αηδιάζει. Συχνά αναρωτιέται για την ιδιότητά της σε όλον αυτόν το εφιάλτη. Όμως εδώ, πίσω από τη γυναίκα, περιμένουν τόσα μάτια… Η γυναίκα κινείται απ’ τις κλωστές των βλεμμάτων τους, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μαριονέτα. Αν αγκαλιάσεις τη γυναίκα, μετά με τη σειρά σου θα γίνεις μαριονέτα κι εσύ… [σ. 111]. Τουλάχιστον αυτές οι σκέψεις του θα επαληθευτούν: σε μια συγκλονιστική σκηνή, εκείνοι, ακροβολισμένοι στο χείλος του λάκκου θα ζητήσουν ως αντάλλαγμα τη συνεύρεσή του με την γυναίκα…

cine

Το βιβλίο σε απορροφά όπως η ίδια η άμμος. Είναι εκπληκτικό πως μια ιστορία «ακίνητη», ένας μύθος «στατικός» μπορούν να γραφτούν με τόσα στρώματα άμμου…λάθος, παρασύρθηκα, ανάγνωσης εννοώ, και με τέτοιον εκπληκτικό πλούτο λέξεων. Ο Άμπε θαυματουργεί σε μεταφορές και παρομοιώσεις: η χωρίς όγκο φωνή του γέρου σαν να βγαίνει από φορητό ραδιόφωνο, το λάλημα του κόκορα σαν τριγμός σκουριασμένης κούνιας,  το ξεφλουδισμένο πρόσωπό της γυναίκας σαν φτηνή κοτολέτα χωρίς αυγά, το παχύ στρώμα ιδρώτα σαν λιωμένο βούτυρο, το ξύσιμο του δέρματος μοιάζει σαν να γίνεται σε φλοιό από δαμάσκηνο. Ο ήλιος είναι ίδιος υδράργυρος που έχει φτάσει σε σημείο βρασμού, το σπίτι το μεσημέρι μοιάζει με δοχείο από καιόμενη άμμο, η άμμος κυλάει μ’ έναν ελαφρό ψίθυρο. Τα κύματα της ζέστης δημιουργούν μεμβράνη ίδια με λιωμένο γυαλί, η φωνή του πια μοιάζει σαν μοσχαριού με τενεκεδένιο κλαρίνο χωμένο στο λάρυγγα, η φωνή της σαν να βγαίνει από παλιό, τσακισμένο σωλήνα, η πετσέτα των προσώπων τους σαν πτώμα ψόφιου ποντικού, βαριά απ’ το σάλιο κι απ’ τη σάπια αποφορά του σώματος. Οι αρθρώσεις του ηχούν σαν τενεκεδένιες στέγες όταν φυσάει μέσα τους ο άνεμος, οι φωνητικές του χορδές σαν ξερό καλαμάρι σκισμένο σε ίνες, η άμμος καίει σαν άδειο τηγάνι πάνω στη φωτιά.

kobo abe 3

Ο συγγραφέας (γεν. Τόκυο, 1924 – 1993) έγραψε μυθιστορήματα (ορισμένα επιστημονικής φαντασίας) και θεατρικά έργα. Η γραφή του σαφώς συνομιλεί με εκείνες των Κάφκα, Σαρτρ, Μπέκετ και Γιάσπερς, με την υπαρξιστική φιλοσοφία, ιδίως του Χάιντεγκερ, με το Θέατρο του Παραλόγου. Φυσικά πρόκειται για επιρροές που απορρόφησε ο αμιγώς ιαπωνικός λόγος του, με τον ίδιο τρόπο που το κορυφαίο του αυτό έργο απορρόφησε στοιχεία από τη ζωή του: ο ίδιος ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και τη συλλογή εντόμων, διάβασε έγκαιρα Πόου, Ντοστογιέφσκι, Νίτσε και Ρίλκε ενώ υπήρξε για ένα διάστημα υπήρξε μέλος του Ιαπωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος· το τελευταίο είναι υπογείως φανερό στην ατμόσφαιρα της πλήρους υποταγής κάθε ατομικότητας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Διόλου τυχαία κάποια στιγμή ο ήρωας αναρωτιέται αν «η ύπαρξή του έχει ήδη περαστεί σε κάποιον κατάλογο ανταλλακτικών, σαν ένα από τα πολλά γρανάζια που κινούν την ζωή του τόπου». Σε κάθε περίπτωση, μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, τον εσωτερικό μονόλογο και τις σύντομες φράσεις – θραύσματα σκέψεων του τραγικού χαρακτήρα ρέει πλήθος ιδεών, συμβολισμών και αλληγοριών και ο Άμπε καθίσταται συγγραφέας του ιαπωνικού μοντερνισμού, συνεχιστής της avant – garde γραφής της χώρας του, ιδίως του Ισικάουα Τζουν [Ishikawa June].

8

Τα τελευταία 7 από τα 31 κεφάλαια (που μαζί με μια ανακοίνωση και μια δικαστική απόφαση συναπαρτίζουν το μυθιστόρημα) περιγράφουν με συγκλονιστικό τρόπο την έσχατη προσπάθεια διαφυγής του, την κατάληξη της, τη νέα μορφή ζωής και το νέο εφιαλτικό πυρήνα της, που αντανακλά το δίκαιο των άλλων:

Ήταν μια αλλαγή τόσο ριζική, σαν απ’ το πρόσωπό της να είχε πέσει μια μάσκα. Έμοιαζε σαν μέσα απ’ τη γυναίκα να αποκαλυπτόταν γυμνό το πρόσωπο του χωριού. Μέχρι τότε το χωριό υποτίθεται ότι βρισκόταν στη μια πλευρά, εκείνη του εκτελεστή. Ήταν ένα μηχανικά κινούμενο, σαρκοφάγο φυτό, ήταν μια θαλάσσια ανεμώνη, ενώ ο ίδιος δεν ήταν παρά το θλιβερό θύμα, που έτυχε να πιαστεί στα πλοκάμια τους. Όμως, αν κάποιος έβλεπε το πράγμα από τη μεριά του χωριού, ο εγκαταλελειμμένος στην τύχη του ήταν αυτοί οι ίδιοι. Φυσικό ήταν, λοιπόν, να μην έχουν καμιά υποχρέωση στον έξω κόσμο. Μάλιστα, εφόσον κι ο ίδιος ήταν απ’ την πλευρά των εχθρών, τότε δεν είναι περίεργο που έδειξαν τα γυμνά δόντια τους και σ’ αυτόν. Ποτέ ως τώρα δεν είχε σκεφτεί μ’ αυτό τον τρόπο τη σχέση μεταξύ του εαυτού του και του χωριού. Ήταν φυσικό να βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση της σύγχυσης. Όμως, ακόμα κι αν ήταν έτσι, αν παραδεχόταν το δίκιο τους, τότε θα ήταν σαν να πέταγε με τα ίδια του τα χέρια το δικό του δίκιο. [σ. 254]

womandunes2

Δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Τεσιγκαχάρα Χιρόσι τόλμησε την κινηματογραφική του εκδοχή, από την οποία προέρχονται και οι φωτογραφίες της ανάρτησης [Hiroshi Teshigahara, Woman in the dunes, 1964]

Εκδ. Άγρα, 2005, μτφ. από τα ιαπωνικά: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, σελ. 275 [Kōbō Abe, Suna no onna, 1962]