Γιούκιο Μισίμα – Η Μαρκησία ντε Σαντ

TELIKO MARKHSIAΧάρη σ’ αυτόν ζητιάνες και πόρνες πήραν το χρίσμα της αγίας, απλώς και μόνο για να μαστιγωθούν στη συνέχεια. Όμως, μονάχα μια στιγμή αργότερα το όνειρο γίνεται κομμάτια και βγάζει απ’ την πόρτα ζητιάνες και πόρνες με κλοτσιές στα πισινά… Στη συνέχεια, μη βρίσκοντας κανέναν να προσφέρει το μέλι της τρυφερότητας που έχουν σταλάξει μέσα του αυτές οι στιγμές της ηδονής, επιστρέφει και το αδειάζει όλο σε μένα. Είναι μια μέλισσα εργάτης της ηδονής· μαζεύει κάθιδρος κάτω απ’ τον αδυσώπητο καλοκαιρινό ήλιο το μέλι της τρυφερότητας και έρχεται να μου το παραδώσει, σε μένα που περιμένω στη σκοτεινή και δροσερή φωλιά μου. Τα αιμάτινα λουλούδια απ’ όπου μαζεύει το μέλι δεν είναι σίγουρα οι ερωμένες του. Έχουν χριστεί αγίες, έχουν ποδοπατηθεί, το μέλι τους έχει τρυγηθεί… [σ. 71]

Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε την ιστορία του από το βιβλίο του Τατσούχικο Σιμπουσάουα Η ζωή του μαρκησίου ντε Σαντ και κεντρίστηκε από το αίνιγμα της συμπεριφοράς της Μαρκησίας ντε Σαντ η οποία, αφού κατά τη διάρκεια της πολύχρονης φυλάκισης του συζύγου της επέδειξε απόλυτη πίστη απέναντί του, τον εγκατέλειψε τη στιγμή που εκείνος απελευθερώθηκε. Ο Μισίμα προσπάθησε να γράψει πάνω σε αυτή την ακατανόητη και την ίδια στιγμή απόλυτα αληθινή για την ανθρώπινη φύση συμπεριφορά. Όπως αναφέρει ο ίδιος στο επίμετρό του, το έργο μπορεί να περιγραφεί ως «Ο Σαντ ιδωμένος μέσα από τα μάτια γυναικών».

MISHIMA-MARKHSIA 7Πρόκειται για έξι γυναίκες: την ερωτευμένη σύζυγο Ρενέ ντε Σαντ που εξακολουθεί να επιθυμεί να «σώσει» τον Μαρκήσιο, την μικρότερη αδελφή της, Αν, που γίνεται ερωμένη του, την μητέρα τους Κυρία ντε Μοντρέιγ, που σκανδαλίζεται από τις ασωτίες του γαμπρού της, την διακριτική υπηρέτρια Σαρλότ και δυο επισκέπτριες – οικογενειακές φίλες, την Βαρόνη ντε Σιμιάν και την Κόμισσα ντε Σαιν – Φον. Μόνο οι τρεις πρώτες είναι ιστορικά πρόσωπα ενώ οι άλλες τρεις επινοήθηκαν από τον συγγραφέα, ο οποίος τοποθετεί τα πρόσωπά του να περιστρέφονται σαν σε πλανητική κίνηση και να σχηματίζουν ένα ακριβές μαθηματικό σύστημα γύρω από την Ρενέ. Τόπος: το σαλόνι του σπιτιού της Κυρίας ντε Μοντρέιγ στο Παρίσι. Χρόνος των τριών πράξεων αντίστοιχα: 1772, 1778, 1790 (λίγους μήνες μετά την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης).

Sans-titre-1Όπως γράφει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στο βιβλίο της για τον Μισίμα, όλες «μονολογούν με πομπώδη κυνισμό», με έναν απόντα στο επίκεντρο. Το κείμενο είναι γεμάτο διαλόγους,  με δράση αποκλειστικά παρασκηνιακή ή μέσω παρεμβαλλόμενης αφήγησης. Μέσα σε τούτη τη σύνθεση γυναικείων φωνών συγκρούονται οι ιδέες και οι κοσμοθεωρίες που εκπροσωπούν οι ηρωίδες και φυσικά αμέτρητοι άνθρωποι πίσω από την καθεμιά τους: η συζυγική πίστη (η Ρενέ), ο νόμος και η ηθική (η πεθερά), οι σαρκικές επιθυμίες και η έλλειψη αρχών μα και η γυναικεία πονηριά (η Αν), η θρησκεία και η ευσέβεια (οι δυο φίλες), η λαϊκή φωνή (η υπηρέτρια). Όπως είναι ευνόητο το μεγαλύτερο ενδιαφέρον προσελκύει η σύζυγος με την πίστη και την υπερβολική τρυφερότητα (ή για ποιόν άλλον σκοτεινό λόγο; αναρωτιέται μαζί μας η Γιουρσενάρ), που διάβασε η ίδια με πάθος την Ζυστίν και δεν έπαψε να  επισκέπτεται στη φυλακή τον ντε Σαντ, να υποστηρίζει και να εξυμνεί αυτόν τον μεγάλο εξεγερμένο και συκοφαντημένο, αυτό το «είδος υπόστασης του κακού». Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η μανιχαϊστική αντιπαράθεση Καλού και Κακού ήταν και είναι τόσο ξένη για την απωανατολική σκέψη.

Yukio Mishima scan sΟ Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά, μαρκήσιος ντε Σαντ, είναι, σύμφωνα με την σύζυγό του, μια μουσική που δεν έχει μόνο ένα θέμα. Για εκείνη, Αλφόνς και εγκλήματα είναι ένα και το αυτό, όπως εξάλλου τα ωραία χαμόγελα και η οργή του, η τρυφερότητα και η σκληρότητα, και τα δάχτυλα αυτού του ανθρώπου που σπρώχνουν το μεταξωτό νυχτικό απ’ τους ώμους μου είναι ίδια με εκείνα που γράπωσαν το μαστίγιο και χαράκωσαν την πλάτη της πόρνης στη Μασσαλία. Όλα επάνω του είναι ένα αρμονικό ξεδίπλωμα χωρίς την παραμικρή ραφή…[σ. 51]. Γι’ αυτό και αργότερα αναρωτιέται γιατί ο ίδιος δεν της έχει επιτρέψει ποτέ ν’ ακούσει τον ήχο αυτού του μαστιγίου· αν είναι από εκτίμηση για το πρόσωπό της ή από περιφρόνηση. Η σταθερότητά της όμως στην απόφασή της ήταν δεδομένη:  «Εάν ο άντρας μου είναι τέρας διαστροφής, τότε νομίζω πως πρέπει εγώ να γίνω τέρας αρετής».

Αλλά και η κόμισσα ντε Σαιν- Φον έχει παραδεχτεί νωρίτερα πως ο μαρκήσιος είναι «ένας άνθρωπος για τον οποίο η σκληρότητα είναι συνώνυμο του τρυφερού, και δεν του είναι δυνατόν να εκφράσει τη γλύκα της καρδιάς του χωρίς να χρησιμοποιήσει μαστίγιο» και φτάνει να αναρωτιέται: Πώς μπορεί να πείσει έναν άρρωστο να γιατρευτεί ενάντια στη θέληση του από μια αρρώστια που του δίνει τόσες ηδονές; Η ιδιαιτερότητα της ασθένειας του μαρκήσιου είναι η ευχαρίστηση που του προσφέρει. Όσο αποτροπιαστική κι αν μοιάζει στα μάτια των άλλων, η αρρώστια αυτή είναι ένα μπουκέτα τριαντάφυλλα για εκείνους που έχει μολύνει [σ. 42, 32]. Στο τέλος, και από ιδία πείρα, θα καταλήξει πως «αυτό που ονομάζουμε βίτσιο είναι από μόνο του ένα βασίλειο εξοπλισμένο με όλα τα χρειαζούμενα, χωρίς να του λείπει απολύτως τίποτα».

MISHIMA-MARKHSIA - F5BBDF79624F41EAB1EE44EB9DE3093DΟ Μισίμα αποτελεί μια σπάνια περίπτωση συγγραφέα: μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, αθλητής, υπήρξε ένα διαρκώς ανήσυχο πνεύμα και σώμα. Το τέλος του υπήρξε το ίδιο διάσημο με το έργο του: αυτοκτόνησε με χαρακίρι στο αρχηγείο του ιαπωνικού στρατού, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να ξεσηκώσει τους στρατιώτες σε επανάσταση ενάντια στο σύστημα διακυβέρνησης με σκοπό την αποκατάσταση της θέσης τους αυτοκράτορα και την αναβίωση του πνεύματος των σαμουράι.

Ανατρέχω στην εξαιρετική βιογραφία του Χένρυ Σκοτ Στόουκς – Γιούκιο Μισίμα. Η ζωή και ο θάνατός του [Εκδ. Καστανιώτη, 2009, μτφ. Μαρία Φακίνου, σελ. 211], σύμφωνα με τον οποίον στην Μαρκησία φαίνεται για άλλη μια φορά το ενδιαφέρον του Μισίμα για ζητήματα δομής παρά για πολιτικά ζητήματα, ενώ κατά τον Ντόναλντ Κιν, που έγραψε το πρώτο δοκίμιο για τον συγγραφέα που εκδόθηκε στη Δύση, στο συγκεκριμένο έργο ο κλασικισμός του Μισίμα δίνεται με την πιο ακραία έκφρασή του· εδώ υιοθετήθηκαν οι περισσότερες συμβάσεις του Ρακίνα για την θεατρική σκηνή: εμπιστοσύνη στο φιλιππικό για την αφήγηση γεγονότων και συναισθημάτων, περιορισμένος αριθμός χαρακτήρων με τον καθένα να εκπροσωπεί έναν συγκεκριμένο τύπο, απουσία φανερής δράσης επί σκηνής.

TELEVISION PROGRAMME.... Masters of Darkness: De SadePictured..Στην πρώτη από τις δημοσιευμένες εδώ επιστολές, που απευθύνεται προς την Κυρία ντε Σαντ [1783] ο μαρκήσιος παραμένει αδιάλλακτος και πιστός στις αρχές του: Λέτε πως ο τρόπος σκέψης μου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Και τι με νοιάζει; Τρελός είναι όποιος υιοθετεί έναν τρόπο σκέψης για τους άλλους! Ο τρόπος που σκέφτομαι είναι ο καρπός των στοχασμών μου. Είναι αποτέλεσμα της ύπαρξής μου, της εσωτερικής μου συγκρότησης. Δεν είναι στο χέρι μου να τον αλλάξω. Δεν θα είναι ποτέ και δεν θα το κάνω. Αυτός ο τρόπος σκέψης που κατακρίνετε αποτελεί τη μόνη παρηγοριά της ζωής μου. Ανακουφίζει όλους τους πόνους μου στη φυλακή, συνθέτει όλες μου τις απολαύσεις σ’ αυτόν τον κόσμο, και τον λογαριάζω πάνω και από τη ζωή. Δεν είναι ο δικός μου τρόπος σκέψης που ευθύνεται για τη δυστυχία μου, αλλά των άλλων. [σ. 165]

de sade_Ο ντε Σαντ διατηρεί ακλόνητη την πεποίθησή πως τα συστήματά του «στηρίζονται στη λογική», ενώ τα δικά τους «είναι μονάχα προϊόν βλακείας»· επικαλείται τα λόγια του καγκελάριου Ολιβιέ στο παρλαμέντο του Ερρίκου Β΄, σύμφωνα με τον οποίο «ένα κράτος πλησιάζει την καταδίκη του όταν τιμωρεί μονάχα τον αδύναμο, και ο νεόπλουτος κακοποιός μένει ατιμώρητος με το χρυσάφι του» και κραυγάζει: Αν, λοιπόν, όπως διατείνεστε, η ελευθερία μου εξαγοράζεται με θυσία των αρχών μου ή των ορέξεών μου, μπορούμε να αποχαιρετιστούμε για πάντα, γιατί στη θέση τους θα θυσίαζα χίλιες ζωές και χίλιες ελευθερίες, αν τις είχα. […]. Όσο συνεχίζουν τις διώξεις τους τόσο ριζώνουν στην καρδιά μου αυτές οι αρχές […]. Ούτε μπροστά στο ικρίωμα δεν θα αλλάξω γνώμη. [σ. 166]. Στην δεύτερη επιστολή, προς τον Γκοφρντί [1774] αναρωτιέται, μεταξύ άλλων, αν τιμωρούνται οι σκέψεις και ποιος έχει το δικαίωμα να το κάνει – σίγουρα όχι οι νόμοι.

3597647726_8edf25ff05Τελικά ο αναγνώστης – θεατής θα πρέπει να ακολουθήσει το νήμα των σκέψεων της Ρενέ, που απαιτούν ακριβώς το ξεδίπλωμα των ιδεών των υπόλοιπων προσώπων για να εκτεθούν. Εκείνη μετά την ανάγνωση της Ζυστίν θα παραδεχτεί: «τότε μου πέρασε απ’ το μυαλό πως ίσως έγραψε για μένα την ιστορία αυτής της γυναίκας, η οποία εξαιτίας της αρετής της προκαλεί τη μια δυστυχία μετά την άλλη». Και από την άλλη θα αναρωτηθεί μήπως είναι πιο σωστό να πει: Η Ζυστίν είμαι εγώ. Σε κάθε περίπτωση στα λόγια της μπορεί να κρύβεται η πιο αληθινή εικόνα του ντε Σαντ: Αυτός ο άνθρωπος δεν αρκέστηκε στη ματαιοδοξία των σαρκικών ηδονών που εξατμίζονται στη στιγμή της ολοκλήρωσής τους, αλλά προσπάθησε να οικοδομήσει τον καθεδρικό ναό του άφθαρτου βίτσιου. Αντί να σκηνοθετεί ατομικές διατροφές, θέλησε να διαμορφώσει, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, έναν κώδικα του κακού, τους νόμους του κι όχι τις πράξεις τους, μια τεράστια νύχτα προορισμένη να κρατήσει αιώνια αντί για μια βραδιά πρόσκαιρης ηδονής, το βασίλειο του μαστίγιου παρά έναν σκλάβο του. Αυτός που το μόνο που τον γοήτευε ήταν πληγώνει και να καταστρέφει κατέληξε να δημιουργεί. [σ. 145]

YukioMishima02Εκδ. Άγρα, 2011, μτφ. από τα ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, σελ. 172, με επίμετρο του συγγραφέα, σημείωμα του μεταφραστή («Ο Γιούκιο Μισίμα και το θέατρο»), κείμενο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ («Για την Μαρκησία ντε Σαντ», από το βιβλίο της Μισίμα ή Το όραμα του κενού) και Δύο επιστολές του Μαρκήσιου ντε Σαντ [Yukio Mishima, Sado Kōshaku Fujin, 1969].

To βιβλίο εκδόθηκε με την ευκαιρία της παράστασης στην Αθήνα των θεατρικών ομάδων Αρ. Πρωτ. 217 και Ρέον τον Μάιο και Ιούνιο 2011 στο Θέατρο Σφενδόνη.

Η προαναφερθείσα βιογραφία θα παρουσιαστεί στην επόμενη ανάρτηση.

Yôko Ogawa – Ο παράμεσος

0497 OGAWA-O PARAMESOS

Ο ερωτισμός της υποταγής και η λίμπιντο της αβουλίας

Όσο περιδιάβαζα τα δωμάτια κατεβαίνοντας τη σειρά των αριθμών τόσο τα πόμολα των συρταριών, οι ετικέτες των δοκιμαστικών σωλήνων, τα δείγματα και η ατμόσφαιρα που βασίλευε μέσα στους χώρους απέπνεαν παλαιότητα. Περπατώντας ανάμεσα στα ερμάρια είχα την αίσθηση ότι ο συσσωρευμένος χρόνος χόρευε απαλά κάτω απ’ τα πόδια μου σε στρόβιλους, σαν σκόνη από χιόνι. [σ. 84]

 Η αφηγήτρια εργάζεται σ’ ένα εργοστάσιο δειγμάτων εδώ κι ένα χρόνο. Προηγουμένως εργαζόταν σε εργοστάσιο αναψυκτικών ενός εξοχικού χωριού. Οι μέρες της ήταν ανέφελες, «λουσμένες στο γλυκό άρωμα της γκαζόζας» μέχρι την στιγμή που το δάχτυλό της πιάστηκε ανάμεσα στη δεξαμενή του αναψυκτικού και τον ιμάντα μεταφοράς. Η σιωπή κυριάρχησε παντού και το ανθρακούχο νερό βάφτηκε ρόδινο. Ο σοβαρός τραυματισμός αποφεύχθηκε αλλά μια λεπτή ισορροπία είχε για πάντα διαταραχτεί: το ακραίο κομμάτι σάρκας του παραμέσου δαχτύλου της είχε χαθεί. Έμενε μόνο η εικόνα της μαλακής, σαν φλούδα από κεράσι, σάρκας που χανόταν σε αργή κίνηση μέσα στον χυμό του αναψυκτικού, ανάμεσα στις φυσαλίδες. Η νεαρή γυναίκα έπαψε να πίνει αεριούχα ποτά και σταμάτησε την δουλειά της στο εργοστάσιο.

yoko3Η περιπλάνησή της στην πόλη την οδηγεί σ ένα παλιό και ερημωμένο κτίριο, σαν έτοιμο για κατεδάφιση και στο χαρτί της εισόδου: «Ζητείται υπάλληλος γραφείου. Βοηθός στην παραγωγή δειγμάτων». Ο κύριος Ντεσιμάρου την ξεναγεί στο εσωτερικό με τα αμέτρητα μικρά δωμάτια και τον εσωτερικό κήπο. Το αλλοτινό οικοτροφείο κοριτσιών έχει μετατραπεί σε εργαστήριο ταρίχευσης αναμνήσεων, που εσωκλείονται σε μπουκάλια με σκοπό την ασφαλή τους διατήρηση αλλά και την πλήρη απαλλαγή του μνήμονος. Το νόημα των δειγμάτων, λέει ο κύριος Ν., είναι να σφραγίζουν, να χωρίζουν και να δίνουν ένα τέλος.

4297575558_bfca5a49c9Οι επισκέπτες ζητούν την δημιουργία δειγμάτων κάθε είδους μνήμης, φέρνοντας μια απεριόριστη ποικιλία πραγμάτων. Ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι φέρνει μύκητες από τα ερείπια αποτεφρωμένου σπιτιού, για να σφραγίσει σ’ έναν δοκιμαστικό σωλήνα όλα όσα χάθηκαν στη φωτιά. Μια άλλη γυναίκα ζητά να φυλακιστεί η μουσική από μια παρτιτούρα του πρώην εραστή της, ώστε να ξεχάσει οριστικά τον ήχο της. Η νεαρή γυναίκα φέρνει εις πέρας το έργο της υποδοχής των επισκεπτών, της παραλαβής των στοιχείων και καταγραφής των δειγμάτων.

Τα παλιά δωμάτια ανάδιναν μια αλλόκοτη μυρωδιά. Ήταν μια οσμή καινούργια για μένα, μια οσμή που δεν μπορούσα να τη συγκρίνω με καμία απ’ αυτές που ήξερες, μια οσμή που δεν ήταν όμως δυσάρεστη. Σαν ένα μείγμα από ψήγματα το παρελθόντος που είχαν δραπετεύσει από τα δείγματα μέσα στα οποία ήταν φυλακισμένα και επέπλεαν τώρα σκόρπια στην ατμόσφαιρα. Σε κάθε βαθιά ανάσα, εκείνη η μυρωδιά μου γέμιζε τα πνευμόνια. [σ. 85]

Ένα απόγευμα ο κύριος Ν. οδηγεί την υπάλληλό του στην αίθουσα των λουτρών που βρίσκεται στα κατάβαθα του ισογείου. Η στεγνή επιφάνεια της μπανιέρας ένα αίσθημα ερήμωσης και μελαγχολίας ενώ οι αποξηραμένες βρύσες και ντουσιέρες μοιάζουν περισσότερο με κάποιου πρωτοποριακού ύφους yoko-ogawa_cred_tadashi-okochi_custom-7e82d95f698fbc7afc4f2a6b6cb01fef440e3697-s6-c10διακόσμηση παρά με λουτρικές εγκαταστάσεις. Εκεί της δωρίζει ένα ζευγάρι μαύρα δερμάτινα παπούτσια με μια κομψή καμπύλη στο μπροστινό μέρος κι ένα καλαίσθητο μαύρο λουράκι. Της βγάζει ο ίδιος τα παπούτσια και της τα φοράει με σχεδόν τελετουργικές κινήσεις.

Τα πόδια μου, γυμνά, βρίσκονταν τώρα μέσα στα χέρια του. Είχε αρπάξει τις γάμπες μου τόσο σφιχτά που δεν γινόταν να κουνήσω το κορμί μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο απ’ το να έχω το βλέμμα καρφωμένο στα παλιά μου παπούτσια που είχαν πέσει στον πάτο της μπανιέρας, με τα πόδια κρεμασμένα ν’ αγγίζουν τους αρμούς ανάμεσα στα πλακάκια. […] Τότε εκείνος άρχισε να μου βάζει τα καινούργια παπούτσια ξεκινώντας απ’ το δεξί μου πόδι. Έπιασε τη φτέρνα μου και έσπρωξε το πόδι μου να γλιστρήσει με μια μόνο κίνησης βάσει μέχρι το βάθος του παπουτσιού. […] Δεν υπήρχε κανένας κενός χρόνος στις κινήσεις των χεριών του, λες και προχωρούσε βάσει ενός προαποφασισμένου τελετουργικού… [σ. 42 – 43]

wsΌταν ελευθερώνει τα πόδια της από το σφιχτό του άγγιγμα της πετάει τα παλιά της παπούτσια και της ζητάει να φοράει τα καινούργια κάθε μέρα, συνέχεια, στον ηλεκτρικό και στη δουλειά, παντού, είτε την βλέπει είτε όχι. Αλλά οι φετιχιστικές του επιθυμίες δεν σταματούν εδώ: την κατεβάζει στην απόστεγνη μπανιέρα και την βάζει να περπατάει πάνω κάτω. Η αμήχανη νεαρή διαπιστώνει την τέλεια εφαρμογή των παπουτσιών στο πόδι της, λες και ο τεχνικός των δειγμάτων ακριβώς επιβεβαιώνει την ικανότητές του στην οπτική δειγματοληψία των ποδιών της. Ταυτόχρονα όμως, κάθε πρωί που τα φοράει, βιώνει στην αίσθηση των δαχτύλων του στην γάμπα της μια «παράδοξη αίσθηση ανελευθερίας».

Το ραντεβού τους στο δωμάτιο του μπάνιου γίνεται πλέον τακτικό. Περπατούν χέρι χέρι στην ψυχρή του ατμόσφαιρα, ανενόχλητοι στο άδειο κτίριο – οι δυο γηραιές κυρίες που ζουν στο οίκημα, έχοντας ξεμείνει από τα χρόνια του οικοτροφείου, δεν βγαίνουν από τα δωμάτιά τους – με την αίσθηση πως είναι οι μόνοι που αναπνέουν ανάμεσα στους νιπτήρες και τα μηχανήματα του εξαερισμού, με την αίσθηση ότι «ο ελαχιστότατος θόρυβος, και η παραμικρή φωνή αντηχούν στα πλακάκια των τοίχων χωρίς 9_legσχεδόν τίποτε να μπορεί να τα σβήσει». Όταν σκοτεινιάζει, ο αδύναμος πορτοκαλής φωτισμός τους βρίσκει αγκαλιασμένους στον πυθμένα της μπανιέρας. Ο αποπνικτικός του εναγκαλισμός την κάνει να αισθάνεται πως έχει γίνει κι εκείνη «ένα δείγμα, μέσα σ’ εκείνον». Ο κύριος Ν. ορίζει αποκλειστικά την συχνότητα των ραντεβού στα λουτρά τοποθετώντας την πλατιά του παλάμη στην πλάτη της.

Η εσωτερική ζωή του εργαστηρίου μοιάζει να κυλάει αργά αλλά σταθερά προς μια αναπότρεπτη πορεία. Μια επισκέπτης ζητάει ένα δείγμα από την ουλή στο μάγουλό της και ο κύριος Ν. χάνεται μαζί της στα έγκατα του εργαστηρίου. Ένας γεράκος με τα οστά ενός σπουργίτη της Ιάβας που του πέθανε μετά από δέκα χρόνια κοινής ζωής, νέας και προσκαλεί την υπάλληλο στο πόστο του κάτω από την γέφυρα για να της τα γυαλίσει και διαπιστώνει την ιδιαιτερότητα του ζευγαριού της. Εκείνη με τη σειρά της αδυνατεί να παραμείνει στο δικό της πόστο υποδοχής του εργαστηρίου· είναι θέμα χρόνου η εισχώρησή της στα έγκατά του, όσο και η σφοδρή της επιθυμία να αφεθεί στα χέρια του κυρίου Ν., να αποτελέσει η ίδια το δείγμα του.

AVT_Yoko-Ogawa_8079Στην υποβλητική, χαμηλότονη γραφή της Ogawa, γνώριμη, ιδίως από το Ξενοδοχείο Ίρις κυριαρχεί ο ερωτισμός της υποταγής και η λίμπιντο της αβουλίας. Ξανά ένα ζεύγος μεγάλης ηλικιακής διαφοράς αφήνεται στα αδιόρατα συμφραζόμενα μιας σχέσης που κάποιοι ονομάζουν νοσηρή και άλλοι διεστραμμένη –  όταν μια μέρα η ιαπωνική γραφομηχανή πέφτει από τα χέρια της γυναίκας και τα ιδεογράμματα σκορπίζονται στο πάτωμα, εκείνος, αδιόρατα υπεύθυνος για το ατύχημα, την αφήνει ταπεινωμένη να τα αναζητά «σαν γκρίζα έντομα που είχαν χάσει το δρόμο τους». Όμως πέρα από τις σαδομαζοχιστικές διακλαδώσεις η συγγραφέας αναζητά στο ημίφως των σιωπηλών ιστοριών της ακριβώς ιδεογράμματα για τον υποσυνείδητο ερωτισμό, τον βαθύτερο ψυχισμό και τα διανοητικά δεσμά που υφαίνονται και στην πιο απρόσμενη σχέση.

Εκδ. Άγρα, 2000, 2011, μτφ. από τα Ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, σελ. 122 [Kusuriyubi No Hyohon, 1994].

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή, υπό τον τίτλο Φαντάζιο: mic.gr.