Enzo Traverso – Η ιστορία ως πεδίο μάχης. Ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ού αιώνα

Πώς γράφεται η Ιστορία στο πέρασμα του αιώνα; Το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, από το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ (1975) μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 2001 υπήρξε καθοριστικό για μια ολοκληρωτική αλλαγή οπτικής. Λέξεις όπως επανάσταση και κομμουνισμός πήραν διαφορετική σημασία στον χώρο της κουλτούρας, των νοοτροπιών και του συλλογικού φαντασιακού: αντί να ορίζουν προσδοκία και δράση για χειραφέτηση ανακαλούν στο εξής ένα ολοκληρωτικό σύμπαν. Αντίθετα, λέξεις όπως αγορά, επιχείρηση, καπιταλισμός ή ατομικισμός έκαναν την αντίστροφη διαδρομή: δεν χαρακτηρίζουν πια ένα σύμπαν αλλοτρίωσης αλλά τα «φυσικά» θεμέλια των μεταολοκληρωτικών φιλελεύθερων κοινωνιών. Η δεκαετία του 1980 στάθηκε το όχημα αυτής της ανατροπής. Στον δυτικό κόσμο η συντηρητική επανάσταση των Ρέιγκαν και Θάτσερ άνοιξε τον δρόμο· στην Γαλλία ο μιτερανισμός οδήγησε στον πολιτικό κομφορμισμό και την ανακάλυψη των αρετών του καπιταλισμού· στην Ιταλία η ήττα των εργατικών απεργιών δημιούργησε συνθήκες παλινόρθωσης που οδήγησαν στον μπερλουσκονισμό· στην Λατινική Αμερική η δημοκρατία επέστρεφε διατηρώντας το οικονομικό μοντέλο που είχαν δημιουργήσει οι δικτατορίες.

Η τομή του 1989 άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και γράφουμε την ιστορία του 20ού αιώνα. Πρώτα απ’ όλα, η εξαφάνιση του διπολισμού ευνόησε την γέννηση μιας πλανητικής ιστορίας. Στην θέση των προηγούμενων προσεγγίσεων που περιόριζαν ολόκληρες ηπείρους σε «σφαίρες επιρροής», στερημένης από δική τους ιστορία, ο κόσμος μπόρεσε να θεωρηθεί με νέες προοπτικές. Το να γράψεις πλέον μια πλανητική ιστορία του προηγούμενου αιώνα δεν σημαίνει μόνο να αποδώσεις μεγαλύτερη σπουδαιότητα στον εξωευρωπαϊκό κόσμο αλλά κυρίως να αλλάξεις προοπτική, να πολλαπλασιάσεις και να διασταυρώσεις τα σημεία παρατήρησης. Το παρελθόν εξετάζεται ως ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων, ανταλλαγών και πολιτισμικών μεταφορών που δομούν τα διάφορα μέρη του κόσμου σε ένα σύνολο δικτύων. Η ιστορία αυτή μελετά τον ρόλο που παίζουν οι μεταναστεύσεις, οι διασπορές και οι εξορίες τόσο στην επεξεργασία των ιδεών ή την επινόηση νέων πολιτισμικών πρακτικών. Ο τερματισμός του ψυχρού πολέμου απομάκρυνε την ιστορία από τις ντετερμινιστικές αιτιότητες και αποκατέστησε το συμβάν, με την αυτονομία του και την βαρύτητά του.

Για άλλη μια φορά ο Τραβέρσο γράφει ένα συναρπαστικό βιβλίο, που αποτελείται από μια σειρά αυτόνομων αλλά και απόλυτα συνδεδεμένων (ως μέρη ενός συνόλου) κειμένων, που δημοσιεύτηκαν στους γνωστούς ιστοριογραφικούς «τόπους» (επιστημονικά και άλλα περιοδικά, συλλογικούς τόμους, ειδικότερα βιβλία κ.ά.). Το ένα κεφάλαιο είναι πιο ενδιαφέρον από το άλλο: Ο 20ός αιώνας κατά Έρικ Χόμπσμπαουμ, Οι επαναστάσεις του 1789 και του 1917 μετά το 1989 (με επίκεντρο τους Φρανσουά Φυρέ και Άρνο Τζ. Μάγερ), η ιστοριογραφία του φασιμού με επίκεντρο τις διαφορετικές απόψεις των Τζορτζ Λ. Μος, Ζέεβ Στέρνχελ και Εμίλιο Τζεντίλε, μια περί ναζισμού συνομιλία των Μάρτιν Μπρόστσατ και Σαούλ Φριντλέντερ, η σύγκριση μεταξύ των γενοκτονιών, πρότυπο των οποίων αποτελεί πλέον η (Εβραϊκή) Σοά, η συνεισφορά των Μισέλ Φουκό και Τζόρτζο Αγκάμπεν στην ανάλυση των σύγχρονων βιαιοτήτων, η σχέση ανάμεσα στην μνήμη και την ιστορία (ένας μόνιμος προβληματισμός του συγγραφέα).

Το κείμενο που διάβασα και ξαναδιάβασα ήταν εκείνο που συνδέει την εξορία με την βία και επιχειρεί να συντάξει μια ερμηνευτική της απόστασης. Η μετανάστευση, η διασπορά και η εξορία άφησαν βαθιά ίχνη στην διανόηση του 20ού αιώνα. Όλες αυτές οι εμπειρίες εκτόπισης στάθηκαν εξαιρετικές πηγές πνευματικής παραγωγής. Έπλεξαν δεσμούς ανάμεσα σε γλώσσες και λογοτεχνίες, δίνοντάς τους κοσμοπολίτικα και υπερεθνικά χαρακτηριστικά. Ευαίσθητοι σεισμογράφοι των συγκρούσεων και των αντιφάσεων, χάρη στην αστάθεια και την αβεβαιότητα της θέσης του «αουτσάιντερ» οι εξόριστοι διανοούμενοι υπήρξαν οι πρώτοι αναλυτές, και πιθανώς οι πιο οξυδερκείς, της «εποχής των άκρων». Σαν μέλη μιας στιγματισμένης μειονότητας, που αποτελούνταν από διωκόμενους και αποκλεισμένους, ήταν περισσότερο αποκλεισμένοι στις αλλαγές του πολιτικού κλίματος και γίνονταν στόχοι της ξενοφοβίας και της πολιτικής καταστολής, αλλά η ίδια η ξενότητά τους αποτελούσε ένα προνομιακό παρατηρητήριο των κατακλυσμών που συγκλόνιζαν τον κόσμο. Πώς μπορεί λοιπόν μια ιστορία κριτικής σκέψης να αγνοήσει την συνεισφορά τους; Ο Τραβέρσο τους αφιερώνει το έβδομο και ίσως πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου του.

Η πρώτη αναφορά γίνεται, και δικαίως, στον Κάρλο Γκίντζμπουργκ που ανέλυσε τις πολλαπλές συνέπειες της απόστασης, η οποία μπορεί να αναδείξει την πραγματικότητα κάτω από ένα άλλο πρίσμα, να αλλάξει την προοπτική και να υπογραμμίσει ή να εξουδετερώσει την ενσυναίσθηση και τον  κριτικό βλέμμα των παρατηρητών. Ο συγγραφέας παρουσιάζει περιπτώσεις όπου η ιταλική, γερμανική και ισπανική ιστοριογραφία (των τριών δηλαδή χωρών που γνώρισαν τον φασισμό άρα και χιλιάδες εξόριστους) θεωρείται συνειδητή συνεισφορά στον αντιφασιστικό αγώνα.

Ερευνώντας την σχέση της εξορίας με την βία, παρατηρείται το εξής παράδοξο: τα γεγονότα που σήμερα θεωρούμε εμβληματικά της βίας του 20ού αιώνα, όταν συνέβαιναν αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία, αγνοήθηκαν ή θεωρήθηκαν κοινότοπα. Οι ιστορικές τομές των Γκουλάγκ, του Άουσβιτς και της Χιροσίμα καταγράφηκαν από την κριτική σκέψη με μεγάλη καθυστέρηση. Οι μαρτυρίες του Βικτόρ Σερζ και του Γκούσταβ Χέρλινγκ για τα Γκουλάγκ έγιναν δεκτές με αδιαφορία. Ο δυτικός κόσμος άργησε να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα των σοβιετικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Για δεκαετίες οι εκτοπισμένοι στη Σιβηρία παρέμεναν άγνωστοι και ανύπαρκτοι. Ο δυτικός τύπος που σίγουρα δεν συμπαθούσε το σοβιετικό καθεστώς, σχολίαζε την κολλεκτιβοποίηση της γης χωρίς να αναφέρει τα εκατομμύρια των νεκρών που την είχα συνοδέψει. Η αντίληψη ότι ο σταλινισμός ήταν ένα εγκληματικό σύστημα κυριαρχίας, θεμελιωμένο πάνω στη βία σε μαζική κλίμακα, ήταν σαφώς πιο ύστερη και χρονολογείται ίσως στις αρχές της δεκαετίας του 1970 όταν δημοσιεύτηκε Το αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν.

Τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για χρόνια συμβολίζονταν από το Μπούχενβαλντ, ένα από τα βασικότερα κέντρα για πολιτικούς κρατουμένους, ενώ τα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Ο ίδιος ο Σαρτρ ανέλυε τον αντισημιτισμό σα να μην είχε υπάρξει γενοκτονία. Ο ναζισμός έμοιαζε με παρένθεση, μια ασθένεια από την οποία η μεταπολεμική Ευρώπη θεραπευόταν. Η περιοριστική εικόνα του φασισμού σαν ηθικής αρρώστιας της Ευρώπης αναδύεται από τα γραπτά του Τόμας Μαν και των φιλοσόφων Καρλ Γιάσπερς και Μπενεντέντο Κρότσε. Όσον αφορά την Χιροσίμα, ο δυτικός τύπος χαιρετούσε το ατομικό μανιτάρι σαν «επιστημονική επανάσταση», σαν τον θρίαμβο της φυσικής που έδινε τέλος στον πόλεμο. Όσοι έγραφαν για την απανθρωπιά της εξουσίας και την επιστημονική οργάνωση του μαζικού θανάτου αντιμετωπίζονταν ως μίζεροι. Οι πρώτες εκδόσεις των Πρίμο Λέβι και Γκούσταβ Χέρλινγκ έγιναν δεκτές με αδιαφορία και οι επιζώντες βρίσκονταν κυκλωμένοι από διακριτική σιωπή. Το ίδιο και τα θύματα της ατομικής ακτινοβολίας, θεωρούνταν ζωντανή μαρτυρία ενός ενοχλητικού παρελθόντος, που οι πάντες ήθελαν να ξεχάσουν. Όσοι αναγνώρισαν αυτές τις τομές, όπως η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόιμαν χαρακτηρίστηκαν δημόσια ψεύτες.

Τα κείμενα του Βικτόρ Σερζ, που κατήγγειλε τον σταλινισμό ως ολοκληρωτικό κράτος, μεθυσμένο από την εξουσία, για το οποίο ο άνθρωπος δεν έχει καμία σημασία, δημοσιεύονταν σε μικρά ελευθεριακά περιοδικά ή καθόλου, καθώς ήταν αγνοημένος τόσο από την αριστερά, που τον θεωρούσε αιρετικό ή προδότη, όσο και από την συντηρητική διανόηση. Σε ένα μικρό εβραιοαμερικανικό περιοδικό η Χάνα Άρεντ περιέγραφε τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, τις διοικητικές σφαγές στο όνομα ενός σχεδίου φυλετικής καθαρότητας σαν κάτι που ξεπερνούσε τις κατηγορίες της σκέψης και της πολιτικής δράσης, ενώ λίγο αργότερα χαρακτήριζε τα «εργοστάσια θανάτου» σαν την «θεμελιακή εμπειρία της εποχής μας». Οι Τέοντορ Β. Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ, δημοσίευσαν την Διαλεκτική του Διαφωτισμού, που αναγνωρίζεται σήμερα σαν ένα από τα κλασικά έργα φιλοσοφίας του 20ού αιώνα,  σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο γερμανών εμιγκρέδων, και έμεινε στην αφάνεια για σχεδόν είκοσι χρόνια. Εκεί το Άουσβιτς παρουσιάζεται σαν μεταφορά της βίας που γέννησε ο νεότερος πολιτισμός. Ο Γκύντερ Άντερς συνέλαβε την απόλυτη καινοτομία της ατομικής βόμβας ως σύμπτωμα μιας τρομακτικής ανθρωπολογικής μετάλλαξης: της έλευση της τεχνικής πάνω στους ανθρώπου, εκθρονισμένους στο εξής από την θέση των ιστορικών υποκειμένων. Και άλλοι εμιγκρέδες διανοούμενοι όπως ο Ζαν Αμερί, ο Πάουλ Τσέλαν, ο Άρθουρ Κέσλερ, ο Μανές Σπέρμπερ, έδωσαν γραπτά με εξίσου βαθιές και διορατικές ιδέες και αναλύσεις.

Κι εδώ έρχεται η κρίσιμη ερώτηση του Τραβέρσο: μπορούμε λοιπόν να διατυπώσουμε την υπόθεση μιας ερμηνευτικής της απόστασης, ενός επιστημολογικού προνομίου της εξορίας; Στο υποκεφάλαιο Η εξορία σαν παρατηρητήριο η απάντηση είναι σαφής. Η εξορία αποτελεί το θεμέλιο ενός γνωσιακού μοντέλου που συνίσταται στην παρατήρηση της ιστορίας και στην διερεύνηση του παρόντος από την σκοπιά των νικημένων και αποτελεί, συνεπώς, προϋπόθεση μιας γνώσης διαφορετικής από εκείνη που προκύπτει από τις κυρίαρχες ή επίσημες εκδοχές. Η ζωή του διανοούμενου στην εξορία σημαδεύεται από την οδύνη, από ένα βαθύ τραύμα που τον αποκόβει από την γλώσσα του, τους αναγνώστες του, το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον του, το επάγγελμά του, από έναν οικείο τόπο που στηρίζεται ένας τρόπος σκέψης.

Τα παραδείγματα των προαναφερθέντων δείχνουν ότι η βαθύτητα της ματιάς τους και του στοχασμού τους είναι η άλλη πλευρά της δημόσιας αφάνειάς τους. Ελάχιστοι είχαν την όρεξη να τους ακούσουν τις περιγραφές και τις ερμηνείες τους για την ανεπίτρεπτη ρήξη της ιστορίας. Μια ήπειρος απασχολημένη να επουλώνει τις πληγές της δεν ήθελε ν’ ακούει ότι μια Ευρώπη χωρίς Εβραίους ήταν ακρωτηριασμένη, ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν τάφος των ελπίδων για χειραφέτηση εκατομμυρίων ανθρώπων, ότι η ατομική βόμβα αποτελούσε αμετάκλητη απειλή. Το τέλος του πολέμου βρήκε τους εξόριστους να συνειδητοποιούν οδυνηρά και αμετάκλητα ότι δεν είχαν πια πατρίδα. Κι έτσι απάτριδες, έβλεπαν τα τραγικά γεγονότα όχι μόνο ως εθνικές τραγωδίες αλλά σαν πληγές του ανθρώπου που άλλαζαν την εικόνα του ανθρώπου· ξέφευγαν από τα εθνικά στερεότυπα και αντιδρούσαν σαν πολίτες του κόσμου.

Ένα υπόδειγμα στοχαστικής γραφής πάνω στην ιστορία και την ιστοριογραφία, γραμμένο με τον εξαιρετικό, λεκτικά πλούσιο λόγο του Τραβέρσο, του οποίου ένα άλλο βιβλίο, το Αριστερή μελαγχολία. Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (από τον 19ο στον 21ο αιώνα) παρουσιάσαμε στις Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής εδώ, με αναδημοσίευση στο Πανδοχείο εδώ.

Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, 351 σελ. Περιλαμβάνεται εννιασέλιδο ευρετήριο ονομάτων.

Στις εικόνες: Pionerkalender 1976 (τυπική κομμουνιστική εικονογραφία), Niels Ackermann (Looking for Lenin series), Gustaw Herling, Gulag [by linalightning], Hannah Arendt, Max Horkheimer, Guenther Anders, Δίκη Ναζιστών.

Συλλογικό – Οι λύκοι επιστρέφουν. Διηγήματα της «γενιάς των ερειπίων»

Πώς βίωσαν σημαντικοί γερμανόφωνοι συγγραφείς (ορισμένοι και Εβραίοι) την ήττα και τα συντρίμμια του ναζιστικού καθεστώτος; Πώς μετέβησαν από την συσσωρευμένη σιωπή μιας δεκαετίας στην έκφραση της νέας εφιαλτικής πραγματικότητας; Με ποιους τρόπους βρήκε την φωνή της η γερμανόφωνη μεταπολεμική λογοτεχνική γενιά και πώς πραγματεύτηκε θέματα όπως η ομολογία της ενοχής και το σχετικό ψυχικό άλγος, η απεικόνιση της καθημερινής αθλιότητας, η ειδικότερη ενοχή για τον κατατρεγμό των Εβραίων και η ανικανότητα για εξιλέωση, ακόμα και ο αναστοχασμός για όσα πέρασαν οι Εβραίοι; Αυτή η «Λογοτεχνία των Ερειπίων» (ερειπίων όχι μόνο των πόλεων αλλά και της κοσμοαντίληψης και των ιδεών της προπολεμικής εποχής) ανθολογείται ιδανικά εδώ σ’ έναν τόμο με είκοσι εννέα διηγήματα.

Ας δούμε ορισμένα εξαιρετικά κείμενα από αυτή την πλούσια συλλογή. Σπεύδω στην πρώτη γυναίκα της συλλογής, την εξαιρετική Ίλζε Άιχινγκερ (Ilse Aichinger), που έχουμε ήδη απολαύσει στο βιβλίο Επίκαιρη συμβουλή (βλ. παρουσίαση στο Πανδοχείο, εδώ). «Από χθες κατοικώ έναν όροφο πιο κάτω», ξεκινά η αφηγήτρια την συγκλονιστική της διήγηση στο κείμενο «Όπου κατοικώ». Πράγματι, επιστρέφοντας από μια συναυλία διαπιστώνει πως το διαμέρισμά της βρίσκεται στον τρίτο και όχι στον τέταρτο όροφο. Πώς συνέβη αυτό, εφόσον δεν μετακόμισε; Από τη στιγμή εκείνη μένω ξάγρυπνη και συλλογίζομαι τι θα συμβεί αύριο. Πότε πότε νιώθω ακόμη τον πειρασμό να σηκωθώ και να τρέξω στον πάνω όροφο, για να διαπιστώσω τι πράγματι συμβαίνει. Όμως αισθάνομαι πάρα πολύ αδύναμη, κι άλλωστε θα μπορούσε κάποιος εκεί πάνω να ξυπνήσει από το φως του διαδρόμου, να βγει έξω και να με ρωτήσει: «Τι γυρεύετε εδώ;».  Κι αυτή την ερώτηση από έναν από τους μέχρι τώρα γείτονές μου τη φοβάμαι τόσο πολύ, που προτιμώ να παραμείνω ξαπλωμένη…

Δεν της απομένει, λοιπόν, παρά να κάνει σαν να είχε ζήσει όλη της την ζωή ένα πάτωμα πιο κάτω. Αναρωτιέται τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε πάει στην συναυλία. Και καθώς δεν θέλει να κλειστεί σπίτι και συνεχίζει να πηγαίνει σε συναυλίες, βρίσκεται πλέον να κατοικεί στο υπόγειο. Το μόνο που φοβάται πλέον είναι μη βρεθεί στον υπόνομο, αν και σιγά σιγά εξοικειώνεται και με αυτή την ιδέα. Οι λίγες σελίδες του διηγήματος αποδίδουν με εξαιρετικό πλην εφιαλτικό τρόπο την διαδικασία πλήρους υποταγής του ατόμου στην αυθαιρεσία οποιουδήποτε απολυταρχικού καθεστώτος, όπως τονίζει στο ειδικό του σχόλιο ο μεταφραστής. Η γυναίκα υφίσταται άβουλα όσα συμβαίνουν γύρω της χωρίς να κατανοεί τους λόγους και δεν τολμάει όχι μόνο να αντιδράσει στην πρώτη καταπάτηση των αυτονόητων δικαιωμάτων αλλά ούτε και να απευθυνθεί σε κάποιον του περιβάλλοντός της. Φτάνει στο σημείο να αυτοενοχοποιείται για τις απλές καθημερινές χαρές και εξαναγκάζεται στην προσαρμογή.

Οι καλαμιές της εξίσου εξαίρετης συγγραφέως Άννα Ζέγκερς (Anna Seghers) έχουν ως πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που φροντίζει μόνη της ένα μικρό οικογενειακό αγρόκτημα, καθώς τα αδέλφια της πολεμούν στο μέτωπο, και δουλεύει σκληρά για να ξεχνάει την μοναξιά της. Όταν μαθαίνει πως ο αρραβωνιαστικός της «έπεσεν εις το πεδίον της μάχης» νιώθει εγκαταλειμμένη και σχεδόν απελπισμένη. Έτσι όταν ένας ξένος, ένα πρόσωπο άγνωστο (λες και μπορούσε ποτέ ένα πρόσωπο ν’ αποτελεί εγγύηση για τον κάτοχό του), της ζητά να κρυφτεί στο σπίτι της, εκείνη δέχεται χωρίς ερωτήσεις. Εκεί του έφτιαξε μια μικρή κρυψώνα· και δεν άνοιξε καν το στόμα της, λες και ήταν δυνατόν να μείνουν ανυπόστατες οι πράξεις της εάν δεν μιλούσε. Σταδιακά ξεθαρρεύει και κατεβαίνει στο υπόγειο για να ακούει τις διηγήσεις του και για κάποια που γνωρίζει μόνο την δική της ύπαρξη, όλα φαίνονται παραμύθια και θρύλοι. Δένονται και πλαγιάζουν μαζί, όμως η απελευθέρωση σημαίνει και την φυγή του. Αυτός που «μπορούσε να της εξηγήσει τα πάντα επί της γης» τώρα με αγνώριστη φωνή της εκφράζει την ανυπομονησία του να επιστρέψει στην ζωή του. Δεν ξεχνάει ποτέ την σωτηρία του και της τονίζει σε κάθε του επίσκεψη την ευγνωμοσύνη του, όμως εκείνη έκανε διαφορετικά όνειρα για τους δυο τους.

Το εξίσου συναρπαστικό κείμενο του πολύπλευρου συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κλούγκε (Alexander Kluge) περιγράφει με την μορφή «επιστημονικών» ερωταποκρίσεων ένα ερωτικό πείραμα που πραγματοποιείται σε έναν άντρα και μια γυναίκα, που τους φέρνουν για πρώτη φορά σε επαφή σε κοινό κελί για την διαπίστωση της αποτελεσματικότητας των ακτινών Ρένγκεν στην στείρωση. Όσο και να προσπαθούν οι υπεύθυνοι να επηρεάσουν το περιβάλλον (κρύο για να ευνοήσει το πλησίασμά τους, ρομαντικό για τους ίδιους λόγους), τίποτα δεν οδηγεί στην διέγερσή τους. Φοβόντουσαν άραγε την ελευθεριότητα στην οποία έβλεπαν να έχουν εκτεθεί; Νόμιζαν άραγε πως αυτό ήταν μια δοκιμασία κατά την οποία έπρεπε να δείξουν το ήθος τους; Μήπως η δυστυχία του στρατοπέδου ορθωνόταν σαν ψηλός τοίχος ανάμεσα τους; […] Μήπως τούτο σημαίνει πως σε κάποιο ορισμένο σημείο της δυστυχίας ο έρωτας δεν γίνεται πια να ολοκληρωθεί;

Ένα άλλο ζευγάρι σε μια γερμανική πόλη ετοιμάζεται να ζήσει την απελευθέρωση, που ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για την προγενέστερη ζωή τους (Ρόλφ Μπέκερ (Rolf Becker), Η λευκή σημαία). Πρόκειται για έναν επιτυχημένο συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής και την εβραϊκής καταγωγής σύζυγό του την οποία διέσωζε επί δώδεκα χρόνια. Όταν το 1932 έμαθε πως τον απατούσε ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, της ζήτησε διαζύγιο αλλά πήρε πίσω την απόφασή του λόγω της νέας πολιτικής κατάστασης. Γιατί πιθανότατα να μη ζούσες πια σήμερα. Θα ’πρεπε να φοράς το κίτρινο άστρο, και θα σε είχαν σκοτώσει, όπως και τους γονείς σου.

Η μεταξύ τους συνομιλία είναι γεμάτη χάσκοντα ερωτήματα και δραματικές διαπιστώσεις. Έμεινε μαζί της μόνο από ευπρέπεια και επειδή μισούσε τους Ναζί; Για ποιο λόγο δεν γνώρισε άλλη γυναίκα; Την τιμώρησε μένοντας δίπλα της χωρίς να την αγγίξει ποτέ; Έπρεπε να είμαι ευχαριστημένη που παρέμενα σε τούτο το σπίτι απρόσβλητη. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Για μια γυναίκα; Ήταν η κόλαση για μένα. […] Καμιά φορά σκέφτομαι πως ήταν η τέλεια εκδίκηση επειδή δε σου στάθηκα πιστή. Εκείνος δεν αρνήθηκε μόνο την αγάπη της αλλά και της εκφράζει πλέον την απέχθειά του για οτιδήποτε εβραϊκό. Ο διάλογος είναι από ψυχρός έως σπαρακτικός και διόλου τυχαία από το διήγημα προέκυψε ένα ραδιοφωνικό θεατρικό έργο.

Με ανάλογο τρόπο βάσισε ο σπουδαίος Μαξ Φρις (Max Frisch) το αριστουργηματικό του κομμάτι Ο Ανδορριανός Εβραίος στο θεατρικό του έργο Ανδόρρα. Στην Ανδόρρα ζει κάποιος νέος που όλοι περνούν για Εβραίο. Δυσπιστούν απέναντι στον ψυχισμό του, τον επιτιμούν για την οξύνοιά του. Ο Εβραίος έχει πατρίδες που τις επιλέγει, που τις αγοράζει, αλλά δεν έχει μια πατρίδα όπως εμείς από γεννησιμιού μας. Η πατρίδα ανήκει άπαξ και δια παντός στους άλλους, και δεν αναμένεται από αυτόν ότι θα μπορούσε να την αγαπάει, ούτε κι αυτή την ίδια την λέξη. Όσο για την ζέση του πάθους του, αυτή εκλαμβάνεται ως το μυστικό όπλο της εκδικητικότητάς του. Σα να μην φτάνουν αυτά, περιφέρει την διαφορετικότητά του μ’ ένα είδος ισχυρογνωμοσύνης. Ακόμα κι όταν υποκλινόταν, το έκανε σαν ένδειξη μομφής, λες κι έφταιγε ολόκληρο το περιβάλλον του που ήταν Εβραίος. Από την βαθιά αντιπάθεια μέχρι την θανάτωσή του, ο Εβραίος, που τελικά δεν είναι παρά ένας από εκείνους, απορροφά την ιδεολογία κάθε ρατσισμού και φασισμού.

Εκτός από τους συγγραφείς το έργο των οποίων γνωρίζουμε λιγότερο ή περισσότερο, όπως οι Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν (Ingeborg Bachmann), Χάινερ Μίλερ (Heiner Muller), Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boll), Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ (Wolfgang Borchert), Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht), Βόλφντιτριχ Σνούρε (Wolfdietrich Schnurre), περιλαμβάνονται ακόμα κείμενα των Άλμπρεχτ Γκες (Albrecht Goes), Μαρί Λουίζε Κάσνιτς (Marie Luise Kaschnitz), Ελίζαμπετ Λάνγκεσερ (Elisabeth Langgasser), Γιόζεφ Μίλμπεργκερ (Josef Muhlberger), Βάλτερ Μπάουερ (Walter Bauer), Χανς Μπέντερ (Hans Bender), Ούλριχ Μπέχερ (Ulrich Becher), Πέτερ Ροζίνσκι (Peter Rosinski), Στέφαν Χέρμλιν (Stephan Hermlin).

Όπως είναι ευνόητο, τόσο η θεματολογία (που συστηματοποιεί ο μεταφραστής στην εισαγωγή) όσο και το ύφος ποικίλουν από διήγημα σε διήγημα – ένας παραπάνω λόγος που καθιστά την συλλογή μια ιδανική περίπτωση γνωριμίας με την συγκεκριμένη γερμανόφωνη πεζογραφία. Αν κάτι όμως φαίνεται να συνδέει τα κείμενα ως προς την μορφή, αυτό είναι η απλή, κοφτή, χωρίς πολύπλοκες διατυπώσεις γραφή, ένας ρεαλισμός που χαράσσει πολύ βαθιά την αφήγηση, μια απογύμνωση από κάθε συναίσθημα. Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους το διήγημα υπήρξε το πλέον πρόσφορο είδος, και, σε συνδυασμό με την επίδραση από το αντίστοιχο είδος του αγγλοσαξονικού κόσμου, αλλά πάνω απ’ όλα εμπνευσμένο από την πραγματικότητα και σμιλεμένο από τον γερμανικό ψυχισμό, δημιούργησε αυτή την θαυμάσια λογοτεχνία.

Τα χρήσιμα βιογραφικά σημειώματα των συγγραφέων (οι οποίοι εκπροσωπούνται, με ένα έως και τέσσερα κείμενα) είναι ενδεικτικά του πολύπλευρου έργου τους (οι περισσότεροι έχουν δοκιμαστεί σε πλείστα είδη γραφής, ορισμένοι και στον κινηματογράφο) αλλά και της τύχης που επιφύλαξε το Τρίτο Ράιχ στα βιβλία τους, καθώς, είτε τα οδήγησε στην πυρά, είτε απαγόρευσε την έκδοση και την κυκλοφορία τους. Πρέπει, τέλος, να τονιστεί για άλλη μια φορά αυτό που εδώ στο Πανδοχείο γράφουμε συνεχώς: η μέγιστη συμβολή των λογοτεχνικών περιοδικών στην επαφή μας με αυτό το παραμελημένο πλην ζωογόνο λογοτεχνικό είδος και με συγγραφείς που συχνά δεν είναι δυνατό να διαβάσουμε αλλού. Έτσι διόλου τυχαία τα εδώ διηγήματα έχουν κάποτε δημοσιευτεί στα περιοδικά Πόρφυρας, Νέα Εστία, Νέα Πορεία, Εντευκτήριο, Το Δέντρο, Δοκιμασία, Πάροδος, Το κοράλλι και Ακτή.

Εκδ. Gutenberg [Aldina, 13], 2018, μτφ. Φοίβος Π. Πιομπίνος, σελ. 365. Περιλαμβάνονται πρόλογος του συγγραφέα και βιογραφικά σημειώματα των συγγραφέων.

Στις εικόνες οι Anna Seghers, Alexander Kluge, Max Frisch και Ingeborg Bachmann, καθώς και έργα των: Jeff Wall, Robert Bluj και Konrad Klapheck [Landscape with ruins (1950)]. Στην τελευταία φωτογραφία: Επανένωση ζεύγους στο Dessau μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο (από εδώ).

Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 233, εδώ.