Πάμπλο Γκουτιέρεθ – Τα ανατρεπτικά βιβλία

Η λογοτεχνία της διέγερσης και της εξέγερσης

Πρόκειται κατά κυριολεξία για λογοτεχνία της διέγερσης και της εξέγερσης, εφόσον σ’ αυτό το απολαυστικότατο μυθιστόρημα η λογοτεχνία αλλάζει σταδιακά πλην ολοκληρωτικά την κεντρική ηρωίδα, την εβδομηντάχρονη Ρέμε: της αναστατώνει το πνεύμα και της ξεσηκώνει το σώμα· ανοίγει τους κρουνούς της ηδονής αλλά και της ίδιας της συνείδησης· της εμπνέει την σκέψη και την ωθεί στην πράξη. Κοινώς, την ξυπνάει παντοιοτρόπως. Η λογοτεχνία της μαθητείας και της αφύπνισης δεν αποτελεί πρωτότυπο εύρημα αλλά ο βασικός της χαρακτήρας, μια άσεμνη γριά, με λυτά μαλλιά σαν άγρια χόρτα, ντυμένη με κουρέλια, «που ήταν είκοσι χρονών πριν κλείσει τα εβδομήντα» και η δια της κατακλυσμικής λογοτεχνικής γραφής δραματοποίηση του συγγραφέα απογειώνουν το βιβλίο.

Πού, πώς γλίστρησε η ζωή της δόνα Ρεμέδιος; Πώς στέρεψε η αρχική της πλημμύρα; Από τα δεκαπέντε της η Ρέμε ένοιωθε την καταρροή να κυλάει στα πόδια της, ποθούσε τους άντρες, μα πώς να τα βγάλει πέρα με τα λόγια της γειτονιάς και τα χαστούκια των γονιών; Στα μέρη της ο έρωτας θεωρείται αμαρτία και ντροπή κι έτσι στα δεκαοκτώ της δεν της μένει παρά να διαλέξει κάποιον, κι ας συνεχίζει να μουσκεύει με την ιδέα των φιλιών ενός ωραίου ηθοποιού και με φαντασιώσεις που ξεκινούν ήδη  με τις αφίσες έξω από τον κινηματογράφο.

Η Ρέμε δεν ανήκει στους προνομιούχους της ισπανικής, φρανκικής κοινωνίας, άρα ζει εκτός των τειχών, εκεί που η Καθολική Δράση ιδρύει έναν νέο οικισμό και παραχωρεί για πενήντα χρόνια σπίτια μικρά σαν ποντικοφωλιές, καλύβες από λαμαρίνα, χτισμένες σ’ έναν ξερότοπο με αγκάθια. Οι εργολάβοι της νέας πατρίδας αναλαμβάνουν να βάλουν σε τάξη τους φτωχούς, έστω και ως τρωγλοδύτες των χαμόσπιτων. Όχι ιδιοκτησία και συμβόλαια: το κράτος κυριαρχεί και παραχωρεί, η οικογένεια ευγνωμονεί και κατοικεί. Πρώην καταδικασμένοι και νυν προσηλυτισμένοι προσήλθαν στην ελεημοσύνη και στο πρώτο συγκρότημα κτιρίων που ονομάστηκε Βασιλικό Ίδρυμα Εργατικών Κατοικιών. Τα νανόσπιτα με τα ακάλυπτα δοκάρια αυξάνονται και πληθύνονται στη άκρη του ξερού αυτοκινητόδρομου και φτιάχνουν τείχος από ομοιόμορφες οικοδομές σαν μια μασέλα. Η δεκαετία του ’60 αλλάζει τον ψημένο πηλό με το σκυρόδεμα, τα ατσάλινα πλέγματα και τον αμίαντο, που είναι εύκαμπτος κι αφήνει μόνο μια ελάχιστη σκόνη. Ο εργάτης σύζυγος βήχει, νοιώθει τα γυαλάκια στο στήθος, η ζωή με σκονισμένο πνεύματα αρχίζει την αντίστροφη μέτρηση.

Οι εκκλησιαστικές τελετές θα συμπληρώσουν περίτρανα αυτήν την ενοριακή δημοκρατία. Η συμμετοχή των νέων σε αδελφότητες για την λιτανεία της Μεγάλης Εβδομάδας αποτελεί χρέος τους, είναι άλλωστε μια τελετουργία της νομιμότητας και μια καλή ευκαιρία για στολές και μουσικά όργανα. Δεν είναι η θρησκευτική πίστη ή χριστιανική ηθική που ωθεί το κατεστραμμένο λούμπεν να σπεύδει στις παρελάσεις όσο το ίδιο το φετίχ της ομάδας, η φιγούρα της πομπής, και βέβαια η αρσενική επίδειξη για τους βαστάζους του άρματος. Για μια αλλά Μεγάλη Βδομάδα, γίνονται οι εθνικοί φύλακες του οικισμού, ενώ μαζί τους παρελαύνουν και οι φιλήσυχοι κλητήρες που παριστάνουν τους ιδιοκτήτες των δρόμων αλλά και οι τραυματισμένοι φαλαγγίτες του καθεστώτος, για να φανούν δοξασμένοι πολεμιστές. Και όπως πάντα «αυτοί που σέρνουν τους πιο βαρείς σταυρούς είναι αυτοί που δέρνουν πιο δυνατά τις γυναίκες τους».

Άλλωστε οι επιφανείς γνωρίζουν «πως κάποια πνευματικά δεσμά θα ήταν αναγκαία μόλις ολοκληρωνόταν η διαχείριση του τούβλου για να μη δραπετεύσουν τα ποντίκια όταν πια όλα θα ήταν βαρετά». Οι γυναίκες του οικισμού γεννούν παιδιά μιας προδιαγεγραμμένης πορείας, όπως είναι και τα παιδιά της Ρέμε που μεγαλώνουν σε χολερικά δωμάτια, γίνονται τεμπέλικα κι επιθετικά και σύντομα ζουν περισσότερο έξω από το σπίτι. Γύρω τους μαζεύονται, δεύτεροι χαρακτήρες του βιβλίου και πρώτοι αναλώσιμοι της συντηρητικής κοινωνίας οι συνομήλικοι φίλοι τους, οι μεγαλύτεροι των συμμοριών, οι νεαροί «βαρόνοι» της περιοχής, όλοι εθισμένοι στη χημεία και στην επιθυμία να ξεφύγουν από μια περιοχή που δημιουργήθηκε ως οχετός της απόμακρης πόλης.

Η δεκαετία του ’80 φέρνει κι άλλες καλύβες στις αλάνες, μαζί με την πανδημία της άσπρης. Οι νέοι που φυλακίζονται συχνά προτιμούν την άνεση ενός κελιού από το ξεροκόμματο του φτωχικού. Το πνεύμα του κιμπούτς έχει πεθάνει, τώρα κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, μόνο τον θεό των ναρκωτικών. Το ’90 έρχεται μαζί με την επέλαση της πορνογραφίας και τα αμέτρητα χάπια που κρατούν τους νέους σε συνεχή χορό κάτω απ’ τα στροβοσκόπια. Τα κορίτσια αλητεύουν μέχρι να μείνουν έγκυες και να συνεισφέρουν σε μια ολόκληρη αποικία χαμένων παιδιών που οι μητέρες έχουν για παιχνίδια, βασανισμένες κούκλες οι μεν για τους δε και αντίστροφα, όπως η Ανίτα κι ο Ρόμπε, δεύτερα πρόσωπα του δράματος: εκείνη ένα κορίτσι που καταδέχτηκε να πάρει την θέση της φεύγουσας κόρης της Ρέμε· εκείνος, ένας θετός εγγονός, που εθίζει δεκάδες χρήστες σε στρατηγικά βιντεοπαιχνίδια δικής του έμπνευσης, πουλώντας κουπόνια με κωδικούς εισόδου ενώ φτιάχνει σιγά σιγά ένα ολόκληρο ηλεκτρονικό βασίλειο, έχοντας ανακαλύψει «την μήτρα του καπιταλισμού για νέους».

Μέχρι που έφτασε η ημέρα όπου ένα κιβώτιο με βιβλία προορισμένα για έναν γείτονα παραδόθηκε από λάθος στην δική της πόρτα. Επρόκειτο να κλείσει τα εβδομήντα και τα βιβλία έφτασαν με πενήντα χρόνια καθυστέρηση αλλά ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Εκείνη που μέχρι τώρα έβλεπε μόνο τις μεσημεριανές τηλενουβέλες άρχισε να διαβάζει όλα όσα δεν ήξερε: πως είχαν σφετεριστεί την μισή και παραπάνω ζωή της. Βιβλία! Αυτά ξορκίζουν την μελαγχολία και την επανάληψη ολόιδιων ημερών και κάνουν την Ρέμε να γίνεται πολλές ηρωίδες και να βρίσκεται παντού και να μαθαίνει την ζωή. Φυσικά η αρχή είναι δύσκολη, το διάβασμα αργό, οι δύσκολες λέξεις συλλαβίζονται, το δάχτυλο σημαδεύει σειρά με τη σειρά. Δεν πηδάει καμία παράγραφο και συμπληρώνει με το μυαλό της ό,τι δεν καταλαβαίνει.

Το κλεμμένο κιβώτιο ήταν ένας θάλαμος θεραπείας, ένα πλατωνικό καταφύγιο. Τώρα η μοναξιά της είναι ανακούφιση κι ο χρόνος ατέλειωτος, να διαβάζει μέρα νύχτα κι ύστερα να παίρνει τους δρόμους και να κάθεται στα μπαρ όπου δεν αντέχει για πολύ χωρίς διάβασμα. Όλος ο χωροχρόνος είναι στην διάθεσή της, και τα μάτια της τώρα είναι ορθάνοιχτα μετά από τόσα χρόνια αυτοματισμού. Ατημέλητη και ρακένδυτη, η «τρελή» Ρέμε, διαβάζει τα βιβλία της παντού, στο παγκάκι της άδειας πλατείας ή στο ύπαιθρο, μέχρι να πονέσουν τα μάτια της. Οι γυναίκες του οικισμού, γειτόνισσες, νεαρές χήρες, παρατημένες, μητέρες μόνες ή νοσοκόμες ανάπηρων συζύγων του εμφυλίου ή του αμίαντου, απορούν για το μόνιμο χαμόγελό της. Δεν έχουν ποτέ τους καταφύγει στα βιβλία «για να σταματήσουν την αγωνία του χαμένου χρόνου»· προτιμούν την πάντα αναμμένη τηλεόραση και  προτιμούν να ξεφυλλίζουν ανόρεχτα τα περιοδικά ή να μαντάρουν την κάπα της Παρθένου. «Το αλέτρι της τηλεόρασης είχε αφήσει χέρσα τα κεφάλια τους, πενήντα χρόνια παραχώρησης συνέθλιψαν το ηθικό τους και το μισό τους ένστικτο ανταρσίας· η ενορία πήρε το άλλο μισό».

Τα απρόσμενα βιβλία έπεσαν στα χέρια της σαν μία θεραπευτική ιεροτελεστία για να επουλώσουν μια πληγή που δεν μάτωνε από την επερχόμενη μοναξιά αλλά από τη συνειδητοποίηση μιας σοβαρής αλήθειας: πως η ζωή της έσβηνε, πως όλα ήταν λάθος από την αρχή, πως τίποτα δεν είναι καίριο εκτός από το πέρασμα του χρόνου. [σ. 179]

Στο μεταξύ σ’ ένα τυπογραφείο του Δήμου γράφεται ένα άλλο, διόλου μυθιστορηματικό κείμενο: ένας κανονισμός που θα διανεμηθεί σε όλα τα γραμματοκιβώτια του οικισμού. Κι ο κόσμος της Ρέμε είναι έτοιμος να ανατραπεί για δεύτερη φορά. Απαγορεύεται το κρέμασμα της μπουγάδας γιατί ασχημαίνουν οι δρόμοι. Οι κάτοικοι διατάζονται να απλώνουν τα ρούχα μέσα στα σπίτια τους. Η Ρέμε βγαίνει από την έκστασή της και διαβάζει μεγαλόφωνα το χαρτάκι στις περαστικές, ένα «Ζερμινάλ στο ιδίωμα της καθημερινής πλύσης». Ποιος τολμάει να ζητάει κάτι τέτοιο;

Οι γυναίκες εξέρχονται από την κοσμική τους αποξένωση και συμφωνούν ν’ αδειάσουν τα συρτάρια τους σε σκοινιά σαν πανηγυρικές σημαίες. Προτού νυχτώσει κάθε μπαλκόνι του οικισμού είναι γεμάτο «αναρχικά ρούχα». Ανεβασμένες πάνω σ’ επικίνδυνες σκάλες οι γυναίκες τεντώνουν τα σκοινιά από την μια πλευρά του δρόμου στην άλλη, για να κατασκευάσουν ένα δάσος από κρεμασμένα ρούχα, σαν μοντέρνα τέχνη ενός οργισμένου γκέτο. Νυχτικά, σεντόνια, ρούχα, χιτώνες της Μεγάλης Εβδομάδας ανεμίζουν σαν πολεμικά λάβαρα στη μέση των δρόμων. Οργανώνονται βάρδιες επιτήρησης – η Ρέμε αναλαμβάνει την νυχτερινή φύλαξη με μια λάμπα κι ένα βιβλίο. Ο οικισμός ξεσηκώνεται μόνος του, χωρίς πολιτικές συγκεντρώσεις ή υψωμένες γροθιές. Ο Πίο Μπαρόχα και οι άλλοι συγγραφείς ήταν αρκετοί.

Η επανάσταση είχε αρχίσει αλλά χρειάζεται και η απαραίτητη προπαγάνδα. Σ’ ένα διαμέρισμα στην άλλη άκρη της πόλης ένας ακτιβιστής και η σύντροφός του, ο Λεάνδρο και η Ελοΐζα, ούτως ή άλλως ονειρεύονται την καταστροφή του σύμπαντος. Εδώ ψυχογραφούνται περίφημα οι μονομανείς με τις προλεταριακές φαντασιώσεις που αδυνατούν να χαρούν ακόμα και τον ίδιο τον έρωτα αλλά και αναζητούνται στις δικές τους βιογραφίες τα κίνητρα της εξέγερσης. Άλλωστε αυτές ακριβώς οι φαντασίες πυροδοτούν τα πρώτα βήματα της. Ο ακτιβιστής εκστασιάζεται: μια αληθινή λαϊκή επανάσταση μπορεί να ξεκινήσει από την πόρτα του σπιτιού του. Αυτός θα είναι ο διανοούμενος ταραχοποιός που έλειπε σε προηγούμενες καταστάσεις, αφού κάθε φορά περίσσευαν τα μπράτσα και οι πέτρες αλλά έλειπαν τα μυαλά και οι ιδέες. Δημοσιεύει τα δεδομένα σε μια σελίδα για κοινωνικές πρωτοβουλίες, ακολουθούν τα ειδικά έντυπα και μια βάση δεδομένων για διεθνή κινήματα αντίστασης.

Σε όλη τη χώρα αναδύεται ένα ρεύμα αλληλεγγύης – η πλατεία της Καταλωνίας περικυκλώθηκε με σεντόνια απλωμένα σε αυτοσχέδιες λόγχες, η Πουέρτα ντε Σολ είδε να ξαναφυτρώνουν οι σκηνές εκστρατείας του τότε – ενώ αντικαπιταλιστικά κινήματα σε άλλες χώρες τυπώνουν μπλουζάκια με το περίγραμμα ενός πουκάμισου απλωμένου στον ήλιο. Η είδηση διαρρέει στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, «ο οικισμός του Ιδρύματος επαναστατεί εναντίον της νέας διάταξης». Η τηλεόραση γνωρίζει καλά να μεγαλοποιεί τα γεγονότα, η ηθική της συμβαδίζει με την ακροαματικότητα. Μια τόσο μικροσκοπική και φωτογενής επανάσταση κι ένας αυτοδίδακτος διαφωτισμός δικαιώνει και διαφημίζει τον οικισμό. Η κοινωνική οργή ενώθηκε με την περιέργεια, ο οικισμός κυριεύτηκε από ένα εκστρατευτικό σώμα που μυρίστηκε εξέγερση: πανκς και ρέτρο-πανκς, Ινδιάνοι και πλείστοι οργανωμένοι ισοπεδώνουν την πλατεία για να κατασκηνώσουν, μια θορυβώδης στρατιά που τις νύχτες παίζει αφρικανικά τύμπανα σε γιορτές αδελφοποίησης.

Αλλά η υδροφόρα φυσιολογία της Ρέμε συνεχίζει να ρέει σαν ένα υδραυλικό κέντρο βαρύτητας. Αυτό που θα μπορούσε να της έχει προσφέρει αμέτρητους οργασμούς τώρα δεν βρίσκει τους απαραίτητους χειριστές, αλλά και πάλι τα βιβλία συνδράμουν και διεγείρουν τις ευαίσθητες ζώνες. Τα βήματα την οδηγούν μέχρι την δημοτική βιβλιοθήκη ακριβώς όπως οι τζάνκις οδηγούνταν στις αλάνες για την δόση τους. Αναζητά την ηδονή, επιθυμεί το σεξ που δεν είχε, μια ανάμνηση, μια δαγκωματιά, κάτι να έχει να θυμάται, δεν έχει καν για παρηγοριά το καταφύγιο ενός παρελθόντος με περιπέτειες σχεδόν παρθένα, όμοια με την κούκλα στο άρμα της αδελφότητας, δυο φορές παρθένα απ’ αυτήν και δυο φορές μητέρα δυο σταυρωμένων παιδιών [σ. 136]

Δυο πρόσθετοι ήρωες που μάλλον λειτουργούν παραπληρωματικά, ο Ντεβότο που βρίσκει παρηγοριά στην θρησκεία και ο Ρομάν ο Φερόμενος ταπεινωμένος ξυλουργός, ενδεικτικές μορφές για τον τρόπο που η εκκλησία διάβρωσε τις ψυχές στην φρανκική Ισπανία ή για την αιωνιότητα της μισογυνίας ή των κρυπτών ερωτισμών. Άλλοι δυο δικαιούνται μερικές σελίδες εφόσον άθελά τους τα ξεκίνησαν όλα: ο δημοτικός σύμβουλος που έγραψε την απαγόρευση και η «Μαινάδα» σύζυγός του, που αναζητούν κι αυτοί τον μέσω διαδικτύου πλουτισμό, εκθέτοντας στις οθόνες των υπολογιστών, φορώντας μάσκα φυσικά, τις ερωτικές περιπτύξεις ή διαστροφές που επιλέγουν οι χρήστες – θεατές.

Ο αγκιτάτορας διακαώς επιθυμεί να μετατρέψει το ξεχασμένο γκέτο σε προμαχώνα της πάλης των τάξεων, ακόμα και σε μια καινούργια προσοβιετική δημοκρατία. Αλλά φυσικά θέλει αυτός να εμφανιστεί ως νόμιμος εκπρόσωπος των εξεγερμένων, κι όχι η γριά μάγισσα, «ένα πέτρινο άγαλμα στις συνελεύσεις, ένα κλειστό στόμα Ινδιάνου αρχηγού». Ακολουθούν συναντήσεις, διαβουλεύσεις, ο δημοτικός σύμβουλος εκλιπαρεί ή προστάζει, η Ρέμε σιωπά, η εξέγερση είναι έτοιμη να μολυνθεί από έμπορους ναρκωτικών, κι εφόσον επανάσταση χωρίς πολιτοφύλακες δεν έχει νόημα, οι συγκρούσεις με τα μέσα καταστολής θα είναι σκληρές. Νεομαρξιστές και ιακωβίνοι, συνειδητοποιημένοι και ασυνείδητοι, όλοι συμμετέχουν με το μερίδιό τους στην «αναρχική φαντασίωση» και στο μυθιστόρημα του εξεγερμένου οικισμού. Δεν έχει σημασία αν η επανάσταση κινδυνεύει να εκτροχιαστεί στον λήθαργο της καθημερινότητας και στο ζεστό φαγητό ή αν οι ακτιβιστές θα αναζητήσουν άλλη μάχιμη αποικία. Ορισμένοι δεν εξαγοράζονται και επιλέγουν το τέλος που τους αξίζει.

Είναι σε κάθε σελίδα εμφανές πως ο συγγραφέας επιθυμεί να διηγηθεί την ιστορία του με την μέγιστη δυνατή λογοτεχνικότητα. Παίζει με τις λέξεις, τις ρίχνει σωρηδόν κάθε φορά, πρωτότυπες και αντι-κυριολεκτικές (οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις πράγματι κατακλύζουν την πρόζα του)· αλλάζει πρόσωπα και αφηγητές, βομβαρδίζει με επίθετα, εξαντλεί την παρατακτική σύνδεση. Ενίοτε μοιάζει να παραληρεί αλλά την ίδια στιγμή δεν βιάζεται καθόλου, καθώς ξεδιπλώνει με την ησυχία του τις ιστορίες του, τις διακλαδώνει, τους ξεφεύγει για να εστιάσει σε μικρο- και μακρο-περιβάλλοντα.

Το διακειμενικό του εύρημα σαφώς ενισχύει την πρόζα του, καθώς εντάσσει ανθολογημένα αποσπάσματα απολύτως ταιριαστά με όσα ήδη γράφονται, τα οποία δεν αποτελούν μόνο δείγματα των αναγνώσεων της Ρέμε αλλά και λειτουργούν ως διαλεκτική για την μαθητεία και την μεταμόρφωσή της. Πρόκειται για βιβλία των Πιο Μπαρόχα [ιδίως Ο διεστραμμένος αισθησιασμός, Κόκκινη αυγή, Κακό χορτάρι κ.ά.], Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ [Η εξέγερση των μαζών], Αντόνιο Μπουέρο Βαγιέχο [Ιστορία μιας σκάλας] αλλά και των Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Βισέντε Μπλάσκο Ιμπάνιεθ, Πέρεθ ντε Αγιάλα, Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός, Ρουμπέν Νταρίο, Αντόνιο Ματσάδο, Καλδερόν ντε λα Μπάρκα, Μιγέλ ντε Ουναμούνο κ.ά.

Κρατώντας στον βασικό κορμό την αδιανόητη ιστορία της αξιολάτρευτης Ρέμε, την εγκαταλείπει κάθε τόσο για να ασχοληθεί με τις παράπλευρες βιογραφήσεις των δεύτερων χαρακτήρων, ενίοτε με ιδιαίτερες και μάλλον άσχετες με την βασική ιστορία λεπτομέρειες, ώστε να γνωρίζουμε ολόκληρη την πορεία όλων όσοι πρόκειται ή νομίζουμε πως θα συμμετάσχουν στην τελική φάση της εξέγερσης. Το τέλος τους βρίσκει όλους εξουθενωμένους, νικητές ή νικημένους, ακόμα κι εμάς τους αναγνώστες, που διαβάσαμε μια ιστορία πλήρους αληθοφάνειας αλλά και απατηλής ουτοπίας. Σε κάθε περίπτωση ο έρωτας συνδιαλέγεται με την επανάσταση, την εμπνέει ή την ακυρώνει, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελούν τις μέγιστες εξεγέρσεις.

Κι αυτά τα βιβλία που διάβασες, τι λένε; – Εξηγούν πώς είναι η ζωή, η αληθινή ζωή που εμείς δεν γνωρίζουμε – Καταραμένα να ’ναι! [Πίο Μπαρόχα, Κόκκινη αυγή]

Εκδ. Καστανιώτη, 2017, μτφ. από τα Ισπανικά Κλαίτη Σωτηριάδου, σελ. 282, [Pablo Guttiérez, Los libros repentinos, 2015].

Στις εικόνες, εκτός από τα «ανατρεπτικά βιβλία» του βιβλίου, επέλεξα δυο ώριμες υπό ερωτισμό γυναίκες της Paula Rego ως απολύτως ταιριαστές με την μορφή της Ρέμε δυο έργα του Andre de Loba και δυο αφίσες των ελεύθερων γυναικών μιας παράλληλης με το μυθιστόρημα Ιστορίας.

Δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr / βιβλιοπανδοχείο, αρ. 220, με τίτλο Spanish Bombs, από άλλες διαχρονικές ισπανικές βόμβες.

Αναστάσης Βιστωνίτης – Κάτω από την ίδια στέγη

Ένοικοι της Γεωγραφίας, κάτοικοι της Ιστορίας

Εκτιμώ βαθύτατα την πρόζα του Βιστωνίτη, μια πρόζα που είναι απολύτως ανοιχτή στα είδη του λόγου, στον κόσμο των ιδεών και στην λατρεία της περιπλάνησης ανά τόπους, πόλεις και χώρες. Η θητεία στην ποίηση αλλά και στην ιδανική κριτική βιβλίου προφανώς προσθέτουν στην γραφή του που μας έχει πείσει οριστικά και αμετάκλητα για την συγγενική και αμφίδρομη σχέση του λόγου της τέχνης και της τέχνης του ταξιδιού. Έτσι ένας τόμος με πλήθος κειμένων σε πέντε ενότητες από το βάθος μιας εικοσαετίας είναι προφανώς ευπρόσδεκτος και απαιτεί δίπλα του, όπως πάντα, ένα ανοιχτό σημειωματάριο. Ας δούμε ορισμένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κείμενα κάποιων ενοτήτων.

Στην πρώτη ενότητα, που τιτλοφορείται Οι εποχές της στάχτης και εμπνέεται από την ατέλειωτη σκοτεινή ιστορία του εικοστού αιώνα, το κείμενο Ναζισμός και αποκρυφισμός ερευνά τις πηγές και την εξέλιξη της αριοσοφίας. Ο νεολογισμός αποδίδει τον συνδυασμό θεοσοφικών – αποκρυφιστικών αντιλήψεων και ρατσιστικών θεωριών για την υπεροχή της αρίας φυλής. Οι σχετικές θεωρίες βρήκαν πρόσφορο έδαφος ιδίως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια εποχή όπου οι θεωρίες του κοινωνικού διαρβινισμού ήταν ήδη εξαιρετικά δημοφιλείς ανάμεσα στους παγγερμανιστές ή μεγαλογερμανιστές της Βιέννης. Η επίδραση αυτού του ευρύτερου πολιτισμικού κομπογιαννιτισμού στους ναζιστές άρχισε σχετικά αργά να ερευνάται επισήμως. Από τις παροιμιώδεις κρανιομετρήσεις του Χίμλερ στο Θιβέτ προκειμένου να αποδειχτεί ότι εκεί υπήρξε το λίκνο της αρίας φυλής μέχρι τις πρακτικές λύσεις για το «φυλετικό πρόβλημα», και τα βιβλία της Σαβίτρι Ντέβι (μιας γυναίκας που αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ένα ευφυές άτομο μπορεί να ζήσει όλη του τη ζωή σε κατάσταση ημιπαραφροσύνης) οι τσαρλατάνοι του χιτλερισμού και του σύγχρονου νεοναζισμού προσπαθούν να κρατηθούν από μια ψευδοεπιστημονική κωμικοτραγική «γραμματεία».

Από την Οχράνα στην CIA, η απόσταση μοιάζει μεγάλη αλλά πιθανώς δεν είναι. Οι μέθοδοι της Οχράνα, στους οποίους βασίστηκε η λειτουργία και η δράση των κατοπινών σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, πρώτα της Τσεκά και κατόπιν της Γκε Πε Ου, της Νι Κα Βε Ντε και της Κα Γκε Μπε, ίσως είναι πια γνωστοί. Αυτό που ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι η Οχράνα συνέταξε και διέδωσε τα ψευδή Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, που λειτούργησαν ως καταστατικό κείμενο του αντισημιτισμού. Καμία μυστική υπηρεσία ως σήμερα δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα ψευδογεγονός αυτής της κλίμακας που να λειτουργήσει σε τέτοιο βάθος χρόνου· κι όχι τόσο εξαιτίας του άγριου αντισημιτισμού, όσο γιατί αναπτύσσουν μια θεωρία που μπορεί ο οποιοσδήποτε ευήθης να την προσαρμόσει στις φαντασιώσεις του. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όταν μελετήθηκε το ρωσικό πρωτότυπο των Πρωτοκόλλων, οι ερευνητές εντόπισαν επιδράσεις του ύφους του Ντοστογέφσκι. Πρόκειται για το σατιρικό έργο Διάλογος στην Κόλαση ανάμεσα στον Μοντεσκιέ και τον Μακιαβέλλι του Μωρίς Ζολύ, όπου ενσωματώνονται και επτά σελίδες ξεσηκωμένες από ένα μυθιστόρημα του Ευγένιου Σύη! Και τελικά η κληρονομιά της Οχράνα δεν είναι τα ίδια τα Πρωτόκολλα αλλά το ότι με βάση αυτά δηλητηριάστηκαν οι συνειδήσεις σε πλανητικό επίπεδο και αναπτύχθηκαν αμέτρητες θεωρίες συνωμοσιών που κρατούν μεγάλες μάζες του παγκόσμιου πληθυσμού σε κατάσταση μερικής παραφροσύνης.

Ο πόλεμος των ιδεών αναφέρεται στην εμπλοκή της παγκόσμια κουλτούρας σ’ έναν πόλεμο ιδεών που μαινόταν παράλληλα με τον ψυχρό πόλεμο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του Μέλβιν Λάσκι, που διηύθυνε το περίφημο περιοδικό Encounter από το 1958 έως το κλείσιμό του, το 1991, όταν οι New York Times αποκάλυψαν ότι το χρηματοδοτούσε η CIA. Ο ίδιος αργότερα το παραδέχτηκε με την αποστροφή: Και ποιος περιμένατε να μας δώσει τα χρήματα; Η γριούλα με τα αθλητικά παπούτσια από την Άιοβα; Ο τροτσκιστής στα νιάτα του Λάσκι υπήρξε δαιμόνιος ιδίως στην ικανότητά του να αποσπά συνεργασίες υψηλού επιπέδου (Φ. Τόυνμπη, Χ.Λ. Μπόρχες, Λέζεκ Κολακόφσκι, Τζορτζ Στάινερ, Ρόμπερτ Γκρέηβς, Ουίλλιαμ Τρέβορ κ.ά.) όπως και νωρίτερα με το βραχύβιο έντυπο Der Monat (Τζορτζ Όργουελ, Χάνα Άρεντ, Ρεϋμόν Αρόν, Ιγνάτσιο Σιλόνε, Μαξ Φρις, Χάινριχ Μπελ κ.ά.).

Ήδη από την εποχή των δικών της Μόσχας ο έλεγχος της κουλτούρας που είχε επιβάλει το σοβιετικό καθεστώς ήταν ασφυκτικός ενώ κατά την διάρκεια της σοβιετικής εποχής εκτελέστηκαν περί τους 2.500 συγγραφείς και διανοούμενοι. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο το 1990 λύθηκε το «μυστήριο» του τι συνέβη στον πεζογράφο Μπορίς Πιλνιάκ, πρόεδο για ένα διάστημα της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων και προσωπικό φίλο του Μαλρώ. Ο Πιλνιάκ εκτελέστηκε στις φυλακές της Λουμπάνκα το 1938, την χρονιά που χάθηκαν τα ίχνη του. Όλα αυτά δεν ήταν ευρέως γνωστά στη δύση αλλά και τα λίγα που είχαν διαρρεύσει ήταν αρκετά για να αποστασιοποιηθεί μεγάλος αριθμός δυτικών ριζοσπαστών και αριστερών διανοουμένων.

Όταν στην μεταπολεμική περίοδο η Σοβιετική Ένωση έγινε πανίσχυρη και πρωτοπορούσε στην προσπάθεια για την κατάκτηση του Διαστήματος οι Αμερικανοί κατάλαβαν ότι είχαν ήδη χάσει πολύ χρόνο και θα έπρεπε να διεξαγάγουν έναν σκληρό ιδεολογικό αγώνα. Μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ χρηματοδότησαν περιοδικά, εκδηλώσεις και συνέδρια, ενώ δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής, ιδίως του αφηρημένου εξπρεσιονισμού (Τζάκσον Πόλοκ, Μαρκ Ρόθκο), ακόμα και τζαζ συναυλίες. Η CIA επέλεξε να ενισχύσει οικονομικά την μοντέρνα τέχνη ως έκφραση ελευθερίας και ως αντίθεση στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό! Από τις διακηρύξεις του Ζντάνοφ, την τραγική περίπτωση του Παστερνάκ και τα κείμενα μνημειώδους μισαλλοδοξίας κατά συγγραφέων μέχρι τις αναζητήσεις του περίφημου Ιταλού εκδότη Τζιαντζιάκομο Φελτρινέλλι για εκδόσεις έργων Σοβιετικών συγγραφέων και την πορεία του Encounter, ο Βιστωνίτης εκθέτει μερικές από τις αμέτρητες μάχες του αγνώστου πολέμου των ιδεών ανάμεσα στους δυο κόσμους.

Η αδυναμία ακριβώς των δυτικών διανοούμενων να κατανοήσουν σε βάθος την οργανωτική δομή και τα προβλήματα του σοβιετικού πολιτικού και πολιτιστικού συστήματος αποτελεί το αντικείμενο του επόμενου κειμένου, Η μέθοδος του Στάλιν, που συνεχίζει να ανακαλεί τις περιπέτειες της ρωσικής κουλτούρας από την Οκτωβριανή Επανάσταση ως την πτώση του καθεστώτος. Η πολιτική σημασία της κουλτούρας αποτελούσε μείζον ζήτημα για τους Μπολσεβίκους επειδή απλούστατα συνιστούσε το σημαντικότερο μέσον νομιμοποίησης του καθεστώτος. Η επέκταση του κομματικού κράτους στο πεδίο της έκφρασης των ιδεών όμως δεν συνέβη όσο εύκολα πιστεύουν πολλοί. Η αμφιθυμία του Στάλιν απέναντι στον Αντρέι Πλατόνοφ, η περίπτωση του κομισάριου της κουλτούρας Ανατόλι Λουνατσάρκσι, η περίφημη δήλωση του Γεβγκένι Ζαμιάτιν για την ελευθερία του λόγου του, η συμμαχία Στάλιν και Γκόρκι (μέχρι να εξοριστεί κι αυτός στο Γκουλάγκ), η εφεύρεση του όρου σοσιαλιστικός ρεαλισμός από τον ίδιο τον Στάλιν, η αντίδρασή του στην αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι, οι ελιγμοί του Έρενμπουργκ είναι και πάλι ελάχιστες από τις πτυχές ενός ατέλειωτου πολιτισμικού πολέμου.

Η δεύτερη ενότητα, Η κατοικία και η εξορία, δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει κι ένα από τα καθαρόαιμα ταξιδιωτικά κείμενα του Βιστωνίτη. Η διαπασών του χρόνου γράφεται με αφορμή ένα ταξίδι στην Φεζ όπου ο συγγραφέας διαπιστώνει πως μια πόλη δεν είναι πραγματική σε κανένα κείμενο, αφού είναι εκείνη που γεννά τα κείμενα, απλούστατα επειδή τα περιέχει. Στην Φεζ, όπως και στο Μαρρακές (για να θυμηθούμε για άλλη μια φορά τον Ελίας Κανέτι), οι φωνές είναι εκείνες που πάλλονται στο στερέωμα αλλά εδώ είναι φωνές απόντων, «μια σύνοδος των ψυχών που τα πρωινά βρίσκονται φυλακισμένες στη μεγάλη μεντίνα, για την οποία είχαμε προειδοποιηθεί ότι αν προχωρούσαμε μόνοι στα έγκατά της υπήρχε κίνδυνος να χαθούμε». Αλλά αυτόν τον κίνδυνο δεν τον ένιωσε ποτέ: η φωνή του μουεζίνη τον κατευθύνει πάντα προς την έξοδο κι όσο για τον χρόνο, στην Ανατολή ακόμα τον υπολογίζεις με τον ήλιο που δεν κάνει ποτέ λάθος.

Οι πόλεις είναι απτές, όμως ο εσωτερικός τους κόσμος άυλος και η αφήγηση που λέγεται ζωή δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Αν στην καρδιά του Λαβυρίνθου, στο κέντρο μιας πόλης ενεδρεύει και σήμερα ο Μινώταυρος ή Μέδουσα ή κάποιο άλλο τέρας, αυτό δεν πρόκειται να το μάθουμε ποτέ. Γιατί τώρα το τέρας είναι πολυπρόσωπο κι αλλάζει ονόματα συνεχώς, γράφει ο συγγραφέας στο τρίτο από δέκα κομμάτια του κειμένου. Κι αν, συμπληρώνει στο τελευταίο, σε όποια πόλη βρεθούμε, το πρώτο που θέλουμε να δούμε είναι το κέντρο της, ο πυρήνας της, ίσως κατά βάθος αναζητούμε το σημείο αναχώρησης, όχι την καρδιά της πόλης. Αυτή μπορεί να χτυπάει αλλού και να μην το υποψιαζόμαστε.

Το κείμενο Κάτω από τη ίδια στέγη εστιάζει σε ένα άλλο διαρκές κέντρο της πρόζας του Βιστωνίτη: την ίδια την πολεοδομία και την αρχιτεκτονική αλλά και την σχέση τους με την λογοτεχνία. Οι αφηγήσεις χαρτογραφούν τις πόλεις, η λογοτεχνία τις υπομνηματίζει, γράφει εδώ ο Βιστωνίτης, που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του το πέρασε σε μεγάλες ή μικρές πόλεις, έτσι ήταν αναμενόμενο να συσχετίζει από νωρίς το κτίσμα με το κείμενο, τη δόμηση του χώρου με τη δομημένη γλώσσα τον κειμένων, ανάγοντας την φιλοσοφία της κατασκευής σε μείζονα προϋπόθεση της δημιουργίας. Είναι άραγε τέχνη η αρχιτεκτονική, κι αν ναι, πώς συνδέεται με την λογοτεχνία; Η πρώτη σκέψη αφιερώνεται στον Γιόζεφ Μπρόντσκι που ζώντας εξόριστος, μακριά από τη γενέθλια πόλη του, θα έπρεπε να ορίσει εκ νέου τον κόσμο μετατοπίζοντας την οπτική του γωνία και να ανακαλύψει κάποιαν άλλη Πετρούπολη. Είναι άραγε κάτι τέτοιο εφικτό; O συγγραφέας που ζει στις πόλεις διατηρεί μέσα του ισχυρά δυο πρωταρχικά αισθήματα: της καταγωγής και της ταυτότητας, του ανήκειν δηλαδή, μαζί με το αίσθημα της ορφάνιας, αφού παραμένει έκθετος στον περίγυρο.

Ο ένοικος, ένα μεγάλο εξομολογητικό κείμενο, εκκινεί από μια φωτογραφία που ο συγγραφέας έβγαλε μπροστά σε ένα από τα πολλά σπίτια των παιδικών του χρόνων στην Κομοτηνή.  Εδώ συλλογίζεται για την ανυπόφορη πεζογραφία της εφηβείας, για την οποία σπατάλησε, διαβάζοντάς την, πολύτιμο χρόνο σε κρίσιμες εποχές, για το ένα και μοναδικό τίμημα στον αγώνα για να εκφραστεί, την εξορία, για τις φωτογραφίες που δεν αποτελούν τεκμήριο ζωής αλλά αυταπάτες της αναβίωσης και κατασκευές του χρόνου, για τον εγκλεισμό του καλλιτέχνη: «Ο καλλιτέχνης είναι έγκλειστος. Το έργο του περιγράφει το ιστορικό της απόδρασής του, τον δρόμο προς τους άλλους. Το παλιό όνειρο στην τέχνη: να εξαπατήσουμε τον χρόνο, για να βρεθούμε στο κέντρο του κόσμου. Είναι όμως οδυνηρό να διασχίζεις αντίστροφα τον χρόνο». Η δημιουργία είναι αντίστροφη κίνηση· τρέχεις να προλάβεις πόρτες που κλείνουν πίσω σου. Το γράψιμο σου στερεί τη χαρά της ζωής γιατί είναι ζωή πολλαπλασιασμένη, μια ανυπόφορη τέχνη που απαιτεί συνεχώς να είσαι ο εαυτός σου, ακόμη κι αν μέσα από αυτόν ανασύρεις την άλλη σου πλευρά. Είναι μια πικρή και ακοινώνητη χαρά. Οι σημαντικοί δημιουργοί κατάφεραν να σωθούν μετατρέποντας το πάθος τους σε κοινή περιουσία.

Η ενότητα Τόποι, πόλεις, άνθρωποι συνεχίζει στην διαρκή πρόζα του συγγραφέα πάνω στην τριπλή αυτή θεματική. Αυτή τη φορά είναι το μεξικανικό Κογιοακάν, η Βιέννη, η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Βερολίνο, το Ντουίνο, το Μπουένος Άιρες, το Πεκίνο και το Παρίσι που τυγχάνουν μικρών πλην περιεκτικότατων συνόψεων μιας διαχρονικής πολιτιστικής φυσιογνωμίας. Τα Πάθη του Έρωτα θυμούνται τις κορυφαίες ερωμένες της κλασικής λογοτεχνίας, το Έρωτες και πάθη στο Παρίσι αναφέρεται μεταξύ άλλων στην συνάντηση του Έζρα Πάουντ με την Νάταλι Κλίφορντ Μπάρνεϋ, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια στην ιστορία του μοντερνισμού, ενώ η πόλη του φωτός δικαιώνει σε άλλο κείμενο την ιδιότητά της ως μιας «κινούμενης γιορτής».

Οι διαδρομές του καφέ, μια αυτόνομη πλην συγγενής ενότητα, μας ταξιδεύει σε πέντε σημαντικά καφέ του κόσμου που αποτελούν ήδη μυθολογημένους τόπους συνάντησης, μοναξιάς, γραφής και αφηγήσεων. Τέλος, Ο κόσμος αλλού, συμπυκνώνει σε σύντομα κείμενα ιδιαιτερότητες εποχών, μυθολογίες μηχανών, φυσιογνωμίες εορτών και κόσμους ιδεών. Διαβάζοντας όλα αυτά τα κείμενα διατηρούσα διαρκώς την αίσθηση πως όλοι αποτελούμε ενοίκους όχι μόνο του τόπου που ζούμε αλλά όλων των τόπων που επισκεφτήκαμε ή μας περιμένουν να επισκεφτούμε. Παραμένουμε όμως ένοικοι και της ίδιας της ανθρώπινης Ιστορίας, όσο κι αν επιθυμούμε να την ξεχάσουμε ή να την εξωραΐσουμε. Όπως βέβαια και της δικής μας προσωπικής ιστορίας. Ως προς αυτήν, ακούμε συνεχώς πόσα κερδίζει κάποιος μπαίνοντας στα χρόνια, αλλά αυτά δεν είναι παρά η επίγνωση της απώλειας. Κερδίζουμε τη γνώση του ποια πράγματα έχουμε χάσει, προχωρούμε συσσωρεύοντας, όμως το φορτίο είναι μεγάλο, κομμάτια του πέφτουν στην πορεία, στρώματα λήθης σωριάζονται στο νου… [σ. 193]

Τα περισσότερα από τα κείμενα δημοσιεύτηκαν στο Βήμα (άλλα στα ένθετα του Πολιτισμού και των Βιβλίων και άλλα στο ΒΗmagazino), ενώ κάποια δημοσιεύτηκαν σε παλαιότερα βιβλία του συγγραφέα, στο Φρέαρ, στον Αναγνώστη και σε ξένα περιοδικά.

Εκδ. Κίχλη, 2017, σελ. 481.

Πρώτη δημοσίευση: (δε)κατα, τεύχος 51, φθινόπωρο 2017.

Στο Πανδοχείο έχουμε παρουσιάσει την Λογοτεχνική Γεωγραφία και το Ex Libris. Κείμενα για την λογοτεχνία του εικοστού αιώνα. Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ (πάνε ήδη επτά χρόνια!).

Στις εικόνες: Stalin στα Αρχεία της Okrhana, Boris Pilnyak [Yuri Annenkov], Joseph Stalin – Maxim Gorky, 1931 [Pravda, 1940], Joseph Brodsky, Ezra Pound [αμφότεροι στην Βενετία], Cafe Gijon [Inma Serrano].