Το έρμα, τεύχος 02 (Ιούνιος 2017)

Αναρωτιέμαι τι με τράβηξε περισσότερο στο δεύτερο τεύχος του νέου εξαιρετικού περιοδικού (το πρώτο κυκλοφόρησε το 2016, βλ. εδώ). Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεματολογία (από την πολιτική, την φιλοσοφία και την επανάσταση μέχρι την θεολογία, την εσχατολογία και τον έρωτα), οι υπογραφές σύγχρονων Ελλήνων στοχαστών και δοκιμιογράφων ή τα παλαιά αλλά αδιάβαστα μεταφρασμένα διηγήματα από δυο εκ των αγαπημένων μου συγγραφέων, του ελάχιστα μεταφρασμένου στη χώρα μας Χουάν Κάρλος Ονέτι και του Ιασαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ. Σε κάθε περίπτωση, όλα προτάσσονται και προτείνονται στο εξώφυλλο,  – μια επιλογή που θεωρώ ιδανική, όχι μόνο λόγω αισθητικής αλλά και αποκάλυψης της ταυτότητας του εκάστοτε τεύχους – συνεπώς υπήρξαν απόλυτα θέλγητρα.

Ο Νίκος Κατσιαούνης ανοίγει το ερεθιστικότατο θέμα της εσχατολογικής προσδοκίας και των θεολογικών διαστάσεων του πολιτικού, που άλλωστε επανέρχεται συνεχώς στις σύγχρονες κοινωνίες. Το «ποθεινό» ενός άλλου κόσμου υπήρξε πάντοτε μια σταθερή ιστορική συνθήκη και η υπέρβαση υφιστάμενη τάξη του Είναι αποτέλεσε και την κινητήρια δύναμη των κοινωνικών αλλαγών και της ανθρώπινης δημιουργίας. Όταν πριν περίπου δυο αιώνες η ανθρώπινη σκέψη διακήρυξε τον θάνατο του Θεού και τοποθέτησε τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου η διάβρωση της θεολογίας έπρεπε να καλυφθεί από νέες θεωρήσεις ολικής αντίληψης για τον κόσμο. Η κατά Βολταίρο καθοδηγητική αρχή δεν είναι πλέον η θεία βούληση και πρόνοια αλλά η ανθρώπινη βούληση και ο Λόγος. Η Ιστορία τώρα συγκροτείται στη βάση ενός τελεολογικού και εσχατολογικού οχήματος και αποκτά ένα νόημα κι έναν σκοπό.

Ο συγγραφέας εδώ προβαίνει σε μια επισκόπηση των σχετικών αντιλήψεων, αρχής γενομένης από τον κύκλο των αρχαίων Ελλήνων και το έσχατον των Χριστιανών, ο Θεός των οποίων κατευθύνει την ιστορία της ανθρωπότητας προς έναν τελικό σκοπό. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος προσπάθησε να συνθέσει μια παγκόσμια ιστορία στην οποία ενυπήρχε ένα τέλος, ένας σκοπός. Η ιδέα της χιλιετούς βασιλείας του Θεού επί της γης αποτέλεσε ένα συχνό μοτίβο στη σκέψη πολλών θεολόγων και πιστών, ενώ το αίτημα για την αλλαγή του κόσμου θα αποτελέσει στον Ύστερο Μεσαίωνα κοινό τόπο σε μεγάλες μερίδες του ευρωπαϊκού πληθυσμού μέσα από την «ουτοπική συνείδηση» των χιλιαστικών ρευμάτων. Μπορεί η ιδέα της επανάστασης των νεωτερικών χρόνων να απέχει από αυτές τις οργιαστικές και εκστατικές δυνάμεις, όμως πρόκειται για μια πρώτη εμφάνιση της «συνειδητής σύμπραξης» για την διαμόρφωση του κόσμου. Έτσι η «τόλμη και η δύναμη για το αδύνατο», κατά την φράση του Τόμας Πίντσερ μετασχημάτισε τον ποθεινό χρόνο σε χώρο πραγμάτωσης των ανθρώπινων επιθυμιών.

Μπορεί η πίστη στην υπερβατική θεία πρόνοια σταδιακά να αντικαθίσταται από την πίστη σε μια εμμενή πρόοδο, όμως πολλά δομικά στοιχεία της παλιάς μεταφυσικής μετουσιώθηκαν στις ορθολογικές θεωρήσεις που αντιμάχονταν τον παλαιό κόσμο. Το εσχατολογικό φιλοσοφικοϊστορικό σχήμα του χριστιανισμού εξακολουθεί να υφίσταται στον αθεϊστικό ανθρωπισμό της εποχής των επαναστάσεων. Με τον Χέγκελ η θεολογία της ιστορίας μετατρέπεται σε φιλοσοφία της Ιστορίας στην οποία η κοσμικότητα της ιστορίας ιεροποιείται και η ιερή ιστορία υποβιβάζεται. Στην θεωρία του Μαρξ αλλά και πολλών αναρχικών στοχαστών είναι έκδηλος ένας μεσσιανισμός για την εκπλήρωση του βασιλείου της ελευθερίας. Ο ιδεαλισμός του Χέγκελ βρήκε τη υλική του πραγματοποίηση στην μαρξιστική θεωρία, γράφει ο Κατσιαούνης, ανάμεσα σε πολλά άλλα ενδιαφέροντα.

Ο Γιώργος Μερτίκας ερευνά την αισθητική της επανάστασης στον Εμανουέλ Σεγιές, η σκέψη του οποίου, με αποκορύφωμα την συνταγματική θεωρία του περί συντακτικής και συντεταγμένης εξουσίας, όχι απλώς υπερβαίνει τον ζουρλομανδύα του κοινοβουλευτισμού αλλά έχει ως λογική απόληξη τον εσχατολογικό μοντερνισμό μιας διαρκούς επανάστασης. Ο ιδεολόγος αβάς Σεγιές υπήρξε μέτοχος όλων των μεγάλων στιγμών της γαλλικής επανάστασης και άφησε ως πνευματική κληρονομιά μια σειρά επαναστατικών φυλλαδίων που διεύρυναν την θεωρία της λαϊκής και της εθνικής κυριαρχίας Σε αντίθεση με τον μηχανιστικό ορθολογισμό του Χομπς, για τον οποίο ο Λεβιάθαν / το κράτος είναι ένας θνητός θεός και μια τεχνητή μηχανή, ο Σεγιές υποστηρίζει στρέφεται στην αισθητική του κράτους ως έργου τέχνης και υποστηρίζει ότι υπόδειγμα της πολιτικής είναι το μυθιστόρημα που στόχο του έχει να ταιριάξει τα γεγονότα στις επιθυμίες και στα γούστα μας. Αυτή η πρωτοκαθεδρία της ανθρώπινης βούλησης στην πολιτική, η αναπλήρωση της θεϊκής παντοδυναμίας με την ανθρώπινη είναι ιδρυτικό γνώρισμα όχι μόνο του ρομαντισμού αλλά και της νεωτερικότητας εν γένει.

Ο Αλέξανδρος Κιουπκολής στο κείμενό του Ο παλιός και νέος κόσμος των κοινών: ζητήματα εναλλακτικής πολιτικής στρατηγικής, παρουσιάζει αρχικά μια σειρά παραδειγμάτων συλλογικής αυτοδιαχείρισης και μοιράσματος συλλογικών πόρων. Εκατοντάδες ανά τον κόσμο κοινότητες διαχειρίζονται, παράγουν και διανέμουν αγαθά από κοινού μέσα από την συλλογική συμμετοχή και εκτός λογικής της ατομικής ιδιοκτησίας και του κέρδους. Οι κοινότητες αυτές με άξονα τα κοινά ανασυστήνουν κοινωνικούς δεσμούς και παράγουν την δημοκρατική συμμετοχή στην οικονομία, την πολιτική και άλλα πεδία· ανοικοδομούν συλλογικές δράσεις και συνεργασίες ανοιχτές στην ετερότητα, χωρίς εθνικές, φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις και εφαρμόζουν τρόπους υλικής επιβίωσης και ευζωίας που συμβιώνουν με τα τοπικά και παγκόσμια οικοσυστήματα.

Πρόκειται, ωστόσο, για διάσπαρτες και περιορισμένες κινήσεις που δεν αθροίζονται σε έναν διευρυμένο «τρίτο πόλο» παρά παραμένουν μειονοτικοί μικροχώροι, άγνωστοι στους πολλούς. Συχνά μάλιστα αφομοιώνονται από τα κυρίαρχα ρεύματα μέσα από «συμπράξεις και χρηματοδοτήσεις που υπονομεύουν την πραγματική αυτοδιαχείριση και το πρόταγμα μιας άλλης οικονομικής λογικής πέραν την κερδοσκοπίας και του ανταγωνισμού. Στο ακανθώδες αυτό ζήτημα συνεισφέρει ο συγγραφέας τους προβληματισμούς αλλά και τις προτάσεις του, με αφορμή αλλά και με πλείστες ενδιαφέρουσες διαφωνίες με το βιβλίο του Γ. Λιερού, Κοινά, κοινότητες, κοινοκτημοσύνη, κομμουνισμός.

Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν στα Στοιχεία για μια θεωρία της αποσυντάσσουσας δύναμης, κείμενο μιας διάλεξης του 2013 με αφορμή πρόσφατες κατοχές και εξεγέρσεις από το Κάιρο και την Ισταμπούλ μέχρι το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, εμπλουτίζει και επεκτείνει την αρχαιολογία της πολιτικής που πρότεινε στο μείζον έργο του Homo Sacer) και ο Στέφανος Ροζάνης επανέρχεται στο προσφιλές του θέμα Φαντασία και δημιουργία, με μια άλλη, πλαγιότερη ματιά σε ένα θέμα ενός βιβλίου του που θα παρουσιάσουμε σύντομα.

Περιλαμβάνονται ακόμα τα κείμενα των Φιλήμονα Πατσάκη Το σύνταγμα δεν μεταρρυθμίζεται, Χρήστου Μαρσέλλου Παναγιώτης Κονδύλης ΙΙ, Αλέξανδρου Σχισμένου Σημειώσεις για τον ερωτικό χρόνο και Ορέστη Τάτση Το Εγώ και η Ετερότητα αλλά κι ένας εκτενής διάλογος για την Λογοτεχνία, ιδίως για την γραφή και την ανάγνωση ως δυνατότητες της ελευθερίας, μεταξύ των Άρη Μαραγκόπουλου, Δημοσθένη Παπαμάρκου και Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, ενώ ο τελευταίος καταθέτει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο με τίτλο Σαλτιμπάγκοι και νευρόσπαστα, όπου και τυπολογεί τις αποτυπώσεις ποιητών, συγγραφέων, καλλιτεχνών και διανοούμενων σε παλαιότερες και νεότερες ελληνικές ταινίες. Οι Χρήστος Νάκος, Μαρία Μάζη και Πελαγία Φυτοπούλου καταθέτουν τα ποιήματά τους, ενώ ο Αχιλλέας Χρηστίδης «ζωγραφίζει» στο εικαστικό αφιέρωμα του τεύχους.

Τα διηγήματα των Σίνγκερ και Ονέτι είναι απλά αριστουργήματα (σε μετάφραση από τον Σπύρο Γιανναρά και την Έφη Γιαννοπούλου αντίστοιχα). Ιδίως ο προσφιλέστατός μου Ονέτι λογοτεχνεί για άλλη μια φορά μια πρόζα όπου ένα πολυγραφημένο τεύχος, η τυραννία ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, «η παμπάλαια συνήθεια του ψεύδους και της ωραιοποίησης», η εξαφάνιση μιας γυναίκας, η ανάθεση σε έναν ντέτεκτιβ – του έδωσα την φωτογραφία χωρίς θλίψη, εν μέρει με μια παράλογη αίσθηση απελευθέρωσης και η μνήμη μιας ερωτικής ιστορίας συνθέτουν μια καθαρά ονετική σύλληψη.

[Εκδ. Εξάρχεια, σελ. 215]

Στις εικόνες: Ιερός Αυγουστίνος [έργο του Antonio Rodríguez], Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Emmanuel Joseph Sieyès, Giorgio Agamben, Juan Carlos Onetti.

Γιώργος Χρονάς – Μια στιγμή Πιέρ Πάολο Παζολίνι

«Καταβροχθίζω την ύπαρξή μου με μια βουλιμία άπληστη…»

Συγγραφέας, ποιητής, κινηματογραφιστής, θεωρητικός, δημοσιογράφος, πολιτικός, με μια διαγραφή από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και πολίτης με τριάντα τρεις δικαστικές διώξεις, ο Παζολίνι υπήρξε ένας πολλαπλώς αιρετικός δημιουργός και μια ασυμβίβαστη, θυελλώδης προσωπικότητα· ένας τραγικός που, αιώνες μετά τους αρχαίους τραγικούς, ετοιμαζόταν να γυρίσει την Ορέστεια στην Αφρική με χορό τους γηγενείς της. Η έκδοση περιέχει πολλά είδη κειμένων – πεζά και ποιήματα του Γιώργου Χρονά, σύντομα γραπτά άλλων πάνω στον Παζολίνι και σύντομες λογοτεχνικές και δοκιμιακές καταθέσεις του ίδιου του Παζολίνι.

Ο Παζολίνι δημιούργησε μια εντελώς καινούργια κινηματογραφική γλώσσα. Τα παγκόσμια θύματα της βιαστικής αισθητικής δεν μπορούν εδώ να πάρουν την δόση τους, γράφει ο Χρονάς. Οι Θρύλοι του Καντέρμπουρυ, οι Χίλιες και μια Νύχτες, το Δεκαήμερο, η Μήδεια ήταν «όστιες τέχνης» για όλους έτσι ώστε το Σαλό ή Οι 120 μέρες των Σοδόμων να είναι το οριστικό τέλος του ονείρου. Το φθινόπωρο του 1975 τελείωσε το γύρισμα και άρχισαν οι απαγορεύσεις της προβολής, λίγο πριν την άγρια δολοφονία του στο λιμάνι της Όστιας, σ’ ένα τοπίο όπως στις ταινίες του· «ένα βιαστικό σκηνικό του τέλους». Κανείς δεν πίστευε πως πραγματικά δολοφονήθηκε από έναν δεκαεφτάχρονο νεαρό. Οι κυριακάτικες εφημερίδες είχαν ήδη τυπωθεί, κι έτσι η είδηση περίμενε τον τύπο της Δευτέρας. Ο επίσημος δολοφόνος του είπε πως έσωσε την Ρώμη από ένα περίεργο και χυδαίο υποκείμενο· ο χωροφύλακας που σκότωσε τον Λόρκα στα χωράφια της Γρανάδας λέγεται πως είπε σκότωσα τον ομοφυλόφιλο ποιητή· το ίδιο και οι δολοφόνοι του αρχαίου ποιητή Ίβυκου στην Κόρινθο, το ίδιο και το γκαρσόνι που σκότωσε τον αρχαιολόγο Βίνκελμαν.

Ο Χρονάς επιστρέφει στο Ακατόνε – πρώτη του ταινία αλλά και συνοικία όπου έζησε, καθώς η μουσική του Μπαχ σκεπάζει τα πλινθοκεραμένια σπίτια. Βλέπει τριγύρω παντού μικρά παιδιά, ενώ στις αρχαίες τραγωδίες μόνο στον Ευρυπίδη ο μικρός Αστυάναξ στις Τρωάδες και τα παιδιά της Μήδειας εμφανίζονται στην σκηνή. Εδώ κυριαρχούν παντού. Ο Ακατόνε ιερουργεί μέσα στην καταστροφή του χαμόσπιτου. Όταν ο Παζολίνι έφτιαξε την ταινία ήταν ήδη ένας συγγραφέας πολλών ποιητικών συλλογών και ενός πεζού. Κι αν η Μάμα Ρόμα είναι η Μεγάλη Παρασκευή, ο Ακατόνε είναι η Μεγάλη Πέμπτη του.

Και πώς βρέθηκε ο Παζολίνι στην Θεσσαλονίκη; Σε ένα όνειρο του Χρονά, την εποχή του μεγάλου σεισμού, έμειναν μόνοι να ανεβαίνουν στα κάστρα κι εκείνος του είπε καλύτερα να ήμουνα δάσκαλος σε κάποιο άγνωστο χωριό, στα περίχωρα της Πεσκάρας. Μόνος, σ’ ένα γυμνό ενοικιαζόμενο δωμάτιο με Πλάτωνα κι Αριστοτέλη στο κομοδίνο και Δάντη στο πάτωμα. Όταν έφτασαν στον Όσιο Δαυίδ του εξομολογήθηκε ότι πολλοί τον αγάπησαν αλλά κανείς δεν τον κατάλαβε. Του είπε κι άλλα και στο τέλος του ζήτησε έναν «ειδικό» κινηματογράφο· άλλωστε οι πεθαμένοι δεν θέλουν πολυτέλειες.

Σε άλλο κεφάλαιο επανέρχεται στον θάνατό του, μια υψηλής ποιότητας ταινία φρίκης. Από μια άποψη, έπεσε θύμα ενός από τους χαρακτήρες που δραματοποίησε στις ταινίες του, είπε ο Αντονιόνι, για την «τέλεια τραγωδία». Για τον Ίταλο Καλβίνο η δολοφονία ήταν η επιβεβαίωση της νέας και χωρίς οίκτο βίας που ο Παζολίνι έβλεπε στα μάτια της νέας γενιάς.  Λίγο αργότερα ανοίγουμε τις μεγάλες σελίδες της μιας Παέζε Σέρα του 1962. Ο Παζολίνι συνομιλεί με την Άννα Μανιάνι· για τα πλάνα που την δυσκόλεψαν, για την πλάσιμό της στα χέρια του σκηνοθέτη· του εξομολογείται ότι στο Μάμα Ρόμα ένιωσε σαν μια καινούργια ηθοποιός που όμως έχασε την ισορροπία της. Εκείνος επιμένει για μια σκηνή: δεν ήθελα να υπάρχει, πριν εκραγεί η τραγωδία σου, η παραμικρή θλίψη ή μελαγχολία στο γέλιο σου.

«Η ιδεολογική διαθήκη» του Παζολίνι είναι η ομιλία που θα έκανε στο Συνέδριο του ιταλικού Ριζοσπαστικού Κόμματος στην Φλωρεντία, ένα κείμενο που έγραψε στην γραφομηχανή του λίγες ώρες πριν δολοφονηθεί, μια συνοπτική παρουσίαση όλων των θαρραλέων μαχών που έδωσε από πολλές διαφορετικές επάλξεις – και από τις σελίδες των περιοδικών και των εφημερίδων. Περιλαμβάνονται ακόμα άλλα δυο κείμενά του (Ναρκωτικά και κουλτούρα, Μια κραυγή που θα διαταράξει και θα ερεθίσει). Η Sandra Petrignani γράφει για το Petrolio, το τελευταίο μυθιστόρημα του Pier Paolo Pazolini, ένα μεγαλειώδες σχέδιο δύο χιλιάδων σελίδων όπου άφηνε ξέχειλη την οργή του για τις παρεκκλίσεις της εξουσίας και τα καταστρεπτικά λάθη μιας εκφυλισμένης χώρας. Η αποφυγή της μεταθανάτιας έκδοσης κρίθηκε ότι θα συγκέντρωνε όλη την προσοχή κι αφήνει ακόμα ανοιχτό ερώτημα τι θα μπορούσε να ήταν στα χρόνια του ’70 αυτό το βιβλίο. Και ο Σέρτζιο Τσίτι δακτυλογραφεί για την «ευρηματικότητα του Παζολίνι, που κάποτε είπε «καταβροχθίζω την ύπαρξή μου με μια βουλιμία άπληστη…».

Σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο [Π. Π. Παζολίνι: Η Πολιτική (θεωρία) της Αίρεσης] ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος εστιάζει στο επεισόδιο της επίσκεψής του Παζολίνι στο Πανεπιστήμιο Βενσέν (1974), το οποίο ενσάρκωνε τις αξίες του Μάη του 1968. Εκεί ο συγγραφέας αντιμετώπισε την αισχρή συμπεριφορά των μαοϊκών, όταν τόλμησε να υπενθυμίσει ότι ο φασισμός υπάρχουν παντού, υπάρχει ακόμα, υπάρχει σε όλους. Εκείνο που ενοχλούσε γενικότερα ήταν η απόλυτη «αιρετικότητά» του. Στο πρόσωπό του συνυπήρχαν τέσσερις αιρέσεις: η αποκάλυψη των φασισμού και νεοφασισμού του τότε παρόντος, η καταδίκη της εθνικιστικής καταδίκης των τοπικών ιταλικών διαλέκτων προς όφελος μιας «εθνικής» τηλεοπτικής γλώσσας, η θρησκευτική του ελευθερία, ο κομμουνισμός του που διαλογιζόταν μόνο με την σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι.

Από άλλη σκοπιά, ο  ψυχαναλυτής Ροζέ Νταντούν ξεχώρισε τρεις χώρους αίρεσης στην ζωή και το έργο του Παζολίνι: την πολιτική (πρώτα την εγγραφή του στο κόμμα, ύστερα την κριτική του στάση και το πλησίασμα του αναρχισμού κ.ά.), την σεξουαλική (η σεξουαλικότητα είναι αφ’ εαυτής αίρεση, πόσο μάλλον η ομοφυλοφιλία) και την καλλιτεχνική αίρεση (η ίδια η τέχνη του, με την εκρηκτική παρουσία του σώματος, τις τοπικές διαλέκτους, την κουλτούρα των ορίων και του ερωτισμού). Σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως οτιδήποτε νέο και διαφοροποιό φέρει αναγκαστικά την σφραγίδα της αίρεσης

Ο Παζολίνι δεν έπαυε να ενοχλεί και τότε και μετά τον θάνατό του. Ο συγγραφέας Φιλίπ Σολλέρς θεωρεί ότι η ιταλική κοινωνία ήταν συνυπεύθυνη για το μεταθανάτιο λιντσάρισμα του Παζολίνι: το εξογκωμένο πτώμα του χρησιμοποιήθηκε στα μέσα ενημέρωσης. Όταν μια κοινωνία δίνει στον εαυτό της την αναπαράσταση ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές της σαν υπερεκτεθειμένο πτώμα, υποστηρίζει, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε πάνω στην συμβολική εκδίκηση που αυτό αντιπροσωπεύει….Τριάντα έτη μετά την δολοφονία του ο φάκελος Παζολίνι άνοιξε ξανά. Η περίπτωσή του παρουσιάστηκε επισήμως ως «υπόθεσις ηθών» αλλά δεν αποκλείστηκε και το ενδεχόμενο πολιτικού εγκλήματος: λίγο καιρό πριν δολοφονηθεί είχε δεχτεί απειλές από την άκρα Δεξιά για τον Σαλό, όπου κατήγγειλε με σφοδρότητα τον ιταλικό φασισμό στην τελευταία φάση του (1943 – 45)

Ο Χρονάς είναι από τους ελάχιστους που «δικαιούται» να μιλά και να γράφει για τον Αφρικανό και ανατολίτη Ιταλό, όπως ονομάζει τον Παζολίνι· και το κάνει με τον απόλυτα δικό του αισθαντικό και απροκάλυπτο τρόπο, με την τρυφερότητα ενός φίλου, την γραφή ενός ποιητή και την σκληρότητα ενός φίλου, την άγρια κατανόηση ενός μακρινού συγγενή. Γράφει πεζά σαν ποίηση και αφήγηση σαν ρεπορτάζ. Άλλωστε από τις δικές του εκδόσεις τον πρωτοδιαβάσαμε, δεκαετίες πριν. Τώρα τον αποχαιρετά για άλλη μια φορά με ένα πολύ ιδιαίτερο ποίημα (Ο Παζολίνι στη Ραφήνα), αφού νωρίτερα πεζογράφησε την αγαπημένη του Μαρία Κάλλας στη Ραφήνα και τους Πεταλιούς. Το βιβλίο κλείνει με το κινηματογραφικό και λογοτεχνικό του έργο.

Εκδ. Οδός Πανός, 2016, B΄ έκδ.  με προσθήκες, αλλαγές, διορθώσεις [Α΄ έκδ. Μπιλιέτο, 2004], σ. 143.

Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο αρ. 216, εδώ.

Στις εικόνες: με την Άννα Μανιάνι στα γυρίσματα του Mamma Roma το 1962, με την μητέρα του Susanna Colussi το 1963, με την Μαρία Κάλλας το 1970.