Νίκος Καχτίτσης – Η ομορφάσχημη

Έρωτας και ζωή μετά το τραύμα

Mια συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία θησαυρίζεται μέσα στην επανέκδοση της Ομορφάσχημης. Δεν είναι μόνο το ούτως ή άλλως σπάνιο κείμενο, που περιδένεται με την γνωστή εκδοτική αισθητική της Κίχλης. Είναι το εκτενέστατο συμπλήρωμά του, που καλύπτει ένα μεγάλο μέρος των σελίδων. Και είναι ακριβώς αυτό το συμπλήρωμα που ερευνά κάθε πτυχή του έργου και, κυρίως, μας ωθεί να το ξαναδιαβάσουμε υπό από το φως ερμηνειών που ακόμα κι εμείς οι «υποψιασμένοι» των πολλαπλών στρωμάτων μιας γραφής δεν είχαμε καν διανοηθεί. Ας δούμε από την αρχή αυτή την συγγραφική και αναγνωστική περιπέτεια.

Η υπόθεση του κειμένου είναι σχετικά απλή: Μια γυναίκα, η Εβραία Γερτρούδη (ή Γκέρτα) Στάιν, έχοντας επιβιώσει από μια σειρά γεγονότων φυλετικής δίωξης από τους ναζί, μιλά για το παρελθόν της σε τυχαίους αλλά αδιάκοπα ανανεούμενους ακροατές, με τους οποίους στη συνέχεια συνάπτει εφήμερη ερωτική σχέση. Ένας από τους ακροατές της, ο αφηγητής του κειμένου, επιχειρεί με την σειρά του να μοιραστεί την εμπειρία της. Η Ομορφάσχημη έζησε με την αίσθηση ότι την παρακολουθούν, αναγκαζόταν να κρύβεται, συνελήφθη, ανακρίθηκε, φυλακίστηκε για δυο χρόνια, ελευθερώθηκε, βρήκε καταφύγια στην εξοχή από τα οποία αναγκάστηκε να φύγει, σχετίστηκε με απελευθερωτές στρατιώτες και κατέληξε στην Βιέννη.

Τι συμβαίνει λοιπόν με αυτό το δεύτερο από τα τρία μεσαίας έκτασης αφηγήματα που δημοσίευσε ο Καχτίτσης στην απαρχή της συγγραφικής του πορείας; Με την παραπλανητική απλότητα της δομής και την ιδιαιτερότητα του θέματός της, η Ομορφάσχημη εισάγει προγραμματικά ένα κομμάτι βίαιης Ιστορίας στο συγγραφικό του σύμπαν, καθώς η πρωταγωνίστρια διατηρεί μιαν αναπόδραστη τραυματική σχέση με την Ιστορία. Έτσι, μόλις δεκαπέντε χρόνια μετά την λήξη του πολέμου, ο συγγραφέας αντιδρά στη θεμελιώδη υπαρξιακή κρίση που πυροδότησε ο πόλεμος και η εβραϊκή γενοκτονία αλλά και τολμά να αποδεσμεύσει την αναπαράσταση του συμβάντος από την αναγκαιότητα της βίωσής του, αναδεικνύοντας σε τόσο πρώιμη εποχή την δυνατότητα της λογοτεχνικής φαντασίας να παράσχει μια εκδοχή εξίσου αυθεντική με εκείνη που παρέχουν οι μαρτυρίες των επιζώντων, συνεπώς και το δικαίωμα της λογοτεχνίας να μιλήσει για το αδιανόητο, όπως γράφει ο Ηλίας Γιούρης, στο σπάνιο επίμετρό του «Τραύμα και μαρτυρία στην Ομορφάσχημη», από το οποίο αντλούμε και όλα τα αναφερόμενα ερμηνευτικά σχήματα.

Ένα άλλο ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η αντινομική σχέση του έργου με ορισμένες ιδεολογικές θέσεις του συγγραφέα, που σε επιστολές του είχε εκφραστεί με την ρητορική των πιο διαδεδομένων αντιεβραϊκών κοινών τόπων. Πώς αποφάσισε λοιπόν να φιλοτεχνήσει το λογοτεχνικό πορτρέτο μιας Εβραίας και να στοχαστεί αφηγηματικά την εβραϊκή γενοκτονία; Σε αντίθεση με τον επιστολογραφικό του λόγο, η λογοτεχνία του διανοίγεται στο Άλλο και επιδίδεται στην ανασυγκρότηση της αλήθειας του. Έτσι η γραφή διεκδικεί το δικαίωμα της δυσαρμονίας, ακόμα και της ρήξης με τις ιδέες ή τις αντιλήψεις του δημιουργού.

Η μαρτυρία ως είδος λόγου περιορίζεται σε μεμονωμένα βιωματικά επεισόδια ή επιμέρους περιόδους. Εδώ σε πρώτη φάση η ηρωίδα θα συλληφθεί, θα ανακριθεί και θα φυλακιστεί· σε δεύτερη, μετά την απελευθέρωση, θα προσπαθήσει να επιστρέψει σε μια κανονική ζωή· και, τέλος, θα μεταμορφωθεί σε εμμονική αφηγήτρια της ιστορίας της. Η οργάνωση της πλοκής στη βάση αυτού του τριπτύχου δεν είναι τυχαία καθώς κάθε μέρος αντιστοιχεί σε ένα κομβικό επεισόδιο από την περιπέτεια του εβραϊσμού: ο εγκλεισμός στην εκτόπιση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η επιβίωση στο αντίστοιχο πρόβλημα της μεταστρατοπεδικής ύπαρξης και η επιμονή της εξομολόγησης στην ανάλογη ανάγκη των επιζώντων να κοινοποιούν την εμπειρία τους. Ο αναγνώστης δεν συναντά εδώ τους συνήθεις θεματικούς ή συμβολικούς δείκτες της λογοτεχνίας του Ολοκαυτώματος (τα στρατόπεδα, την μαζική εξόντωση, τους θαλάμους αερίων)· το κείμενο φαίνεται να κλίνει περισσότερο προς την επινόηση και την φαντασίωση παρά προς την αληθοφάνεια και την ιστορική πιστότητα.

Είναι λοιπόν η σύλληψη και ο εγκλεισμός της ηρωίδας που λειτουργούν ως ένα είδος αρνητικού θεμελίου πάνω στο οποίο οικοδομείται η μετέπειτα ζωή της. Η τραυματική εμπειρία (ιδιαίτερα επεξεργασμένη από την σύγχρονη θεωρητική σκέψη) αφήνει ένα απροσδιόριστο βιωματικό ίχνος από την συνάντηση του υποκειμένου με το ακραίο, με μια βία μη αφομοιώσιμη· δεν είναι κάτι που το υποκείμενο επεξεργάζεται γνωστικά αλλά μάλλον κάτι που το υφίσταται. Αυτή η φασματική δομή του τραύματος θέτει μια μείζονα πρόκληση στην αφήγησή του. Πώς να αναπαραστήσει η λογοτεχνία ένα τραύμα που παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση;

Αυτή ακριβώς η κρίση είναι εγγενής στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Καχτίτσης, που επιχειρεί να συλλάβει τη αλήθεια της γενοκτονίας όχι μέσα από τις συμβάσεις της ρεαλιστικής αναπαράστασης αλλά μέσα από την ρητορική διάθλαση της μεταφορικής γλώσσας. Το επεισόδιο του βίαιου εγκλεισμού σε έναν θάλαμο απομόνωσης οργανώνεται ως το μεταφορικό ισοδύναμο της στρατοπεδικής εμπειρίας, την οποία αφηγείται ως μια φανταστική ιστορία στα όρια του γκροτέσκου. Αυτή η μεταφορά του θαλάμου λειτουργεί σε επίπεδο έμμεσης αναφορικότητας αφού επιτρέπει στον συγγραφέα να μιλήσει για ένα βίαιο θέμα κάνοντας λόγο φαινομενικά για κάτι άλλο.

Η αναφορά μάλιστα στην αποστειρωμένη δομή του θαλάμου ανακαλεί στη μνήμη την μείζονα πρακτική της ναζιστικής εξόντωσης, που είναι ακριβώς η εξάλειψη της οσμής, τους ίχνους της ανθρώπινης παρουσίας και της ίδιας της τέλεσης του εγκλήματος. Πιθανώς το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της λαθραίας εισόδου του ιστορικού τραύματος στο κείμενο είναι η αναφορά του διαρκούς τεχνητού φωτισμού στο κρατητήριο, συγκρινόμενη με τα ιστορικά συμφραζόμενα των κρεματορίων. Έτσι το Ολοκαύτωμα έχει τη μορφή φάσματος, όπου κάτι απροσδιόριστα σημαίνον στοιχειώνει το κείμενο χωρίς να αρθρώνεται με ευκρίνεια. Ο συγγραφέας αξιοποιεί κι έναν τρίτο ρητορικό μηχανισμό, την καταχρηστική ιδιοποίηση άλλων λογοτεχνικών ειδών, τους κώδικες ενός αλλότριου πεδίου αναπαράτασης, της ερωτοτροπίας. Η ανάκριση δεν παρουσιάζεται σαν μια γραφειοκρατική διαδικασία αλλά ως εκδοχή μιας αδιόρατης ερωτοτροπίας για να εκφράσει αυτό που δεν έχει δικό του γλωσσικό τόπο, για να θεματίσει το άτοπο.

Συνεπώς εδώ παραβιάζεται το θεμελιώδες πρωτόκολλο των ειδολογικών συμβάσεων: ενώ μια από τις θεμελιώδεις συμβάσεις του είδους της μαρτυρίας είναι η πιστή αναπαράσταση των γεγονότων και η αποφυγή της επινόησης, εδώ δίνεται η εντύπωση μιας ατελούς ή ακόμα και εσφαλμένης ανάγνωσης της πραγματικότητας, σαν μια αχρονική εμπειρία με γνωρίσματα παραισθητικού εφιάλτη. Στη θέση της πιστότητας στα γεγονότα τοποθετείται η πιστότητα στο ίδιο το τραύμα κι εμείς γινόμαστε μάρτυρες της αποτυχίας της ηρωίδας του να εγγράψει το γεγονός στην συνείδησή της.

Σε αυτό το σημείο το κείμενο του Γιούρη εστιάζει ακριβώς στην σχέση τραύματος και ζωής. Το τραυματικό συμβάν δεν αντιμετωπίζεται ως στατικό γεγονός που συνέβη στο παρελθόν αλλά ως μια δυναμική συνάρθρωση αενάως επιδεινούμενων επιπλοκών. Ο γραμμικός χρόνος της αφήγησης είναι παραπλανητικός, καθώς η ηρωίδα αδυνατεί να διαχωρίσει την τραυματική εμπειρία από την ζωή της – το τραύμα έχει τον δικό το αντίχρονο. Είναι λοιπόν οι δυσκολίες της επιστροφής από το τραύμα σε μια ζωή αμόλυντη από αυτό που αποτελούν την ουσία της εμπειρίας της Ομορφάσχημης. Επιζώσα ενός αδιανόητου συμβάντος, επιστρέφει για να διαταράξει την γαλήνη της κανονικότητας των άλλων. Το γεγονός ότι βίωσε το «μέσα» και ότι ήρθε σε επαφή με το απολύτως Άλλο καθιστά και την ίδια ριζικά άλλη, ένα πρόσωπο με το οποίο κανείς δεν θέλει να έχει σχέση.

Χρησιμοποιώντας μια αντίστροφη ρητορική υπερβολή (την έντονα ρομαντική εικονοποιία ως μια ισχυρή διαλεκτική αντίθεση με το αρνητικό παρελθόν), το ασύνδετο (που εκφράζει την έλλειψη ουσιαστικής σύνδεσης με την φύση), τις διακοπές του λόγου (σαν μια δυσπιστία απέναντι στην συμβατικότητα τετριμμένων σκηνών) αλλά και άλλα ρητορικά σχήματα, ο συγγραφέας δείχνει ότι η απελευθέρωση της ηρωίδας δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή ενός νέου κύκλου δεινών. Η καθήλωση στην ατέρμονη ανακύκλωση του δράματος είναι αυτό που την καθιστά κατεξοχήν τραυματική ύπαρξη. Η πορεία της δεν μοιάζει με πορεία ωρίμανσης και διαμόρφωσης μιας ταυτότητας αλλά με μια αντίστροφη πορεία αργής αποδόμησης και διάλυσης της ταυτότητας.

Τα μυθοπλαστικά ευρήματα του συγγραφέα δεν σταματούν εδώ. Η ηρωίδα δεν μαρτυρεί απλώς αλλά αναλαμβάνει κατ’ εξακολούθησιν την θέση της μάρτυρος, δηλαδή επιδίδεται στην επίμονη αναζήτηση διαρκώς νέου ακροατηρίου, σα να αναζητά νέους τρόπους επικοινωνίας με τους άλλους. Η εμμονή στην απαρέγκλιτη επανάληψη του ίδιου αφηγηματικού κύκλου την καθιστά ένα εκκεντρικό, σχεδόν αλλόκοτο πρόσωπο που αδυνατεί να διαφύγει από την ζώνη της καταστροφής. Η αφήγηση είναι το παράδοξο δέλεαρ που χρησιμοποιεί για να προσελκύσει εραστές και να συνάψει μαζί τους εφήμερες ερωτικές σχέσεις· η μαρτυρία εντάσσεται σε μια στρατηγική σεξουαλικής αποπλάνησης. Σύντομα όμως διακόπτει κάθε σχέση μαζί τους και τους διώχνει. Η αδυναμία τους να συλλάβουν εις βάθος την ζοφερότητα της αφήγησης κινητοποιεί τα αμυντικά αντανακλαστικά της. Αυτοί επείγονται να την αποσπάσουν από τον ασφυκτικό κλοιό της ιστορίας της και προτιμούν να την συναντήσουν στην ασφάλεια ενός κοινού ρομαντικού πεδίου αλλά εκείνη είναι απρόθυμη να απαρνηθεί την μοναδικότητα της ιστορίας της για να συμμετάσχει σε μια τετριμμένη ερωτική ιστορία και δεν έχει άλλη επιλογή από το να διακόψει την επικοινωνία μαζί τους.

Αντιμέτωπος με ένα τέτοιο αινιγματικό πρόσωπο, ο αφηγητής θα επωμιστεί την ευθύνη μιας διαφορετικής στάσης απέναντι στην ιστορία της Ομορφάσχημης· θα επιλέξει, παίρνοντας με την σειρά του την θέση του αφηγητή, να της δώσει την δυνατότητα να ξαναγίνει υποκείμενο της ιστορίας της. Έτσι στο κείμενο υπάρχουν δυο αφηγητές σε ένα κυκλικό σχήμα αμοιβαίας ανταλλαγής αφηγηματικών ρόλων, σε μια αφήγηση για την οποία δεν υπάρχει τέλος, καθώς η διαδικασία της μαρτυρίας μεταπίπτει από το ένα πρόσωπο στο άλλο, χωρίς να εγκαταλείπεται ποτέ.

Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία αυτή διεκδικεί την ιδιότητα του κατεξοχήν ανοίκειου κειμένου. Η αποστασιοποίηση στην εκφορά του λόγου, η απάθεια, το ψυχρό ύφος της αφήγησης αφαιρούν από τον αναγνώστη τις προϋποθέσεις ταύτισης. Είναι ένα κείμενο που έρχεται αντιμέτωπο με τα όριά του: δεν αναπαριστά την εμπειρία της καταστροφής, αλλά την αδυναμία της γλώσσας να ιστορήσει ευθέως αυτή την καταστροφή. Γι’ αυτό και δεν διατυπώνει ένα τελικό συμπέρασμα ούτε κληροδοτεί κάποιο τελεσίδικο νόημα.

Πώς προσλαμβάνεται λοιπόν μια μαρτυρία στην ατομική και συλλογική συνείδηση; Γιατί αδυνατεί η μεταπολεμική κοινωνία να ανταποκριθεί στο μήνυμα που μεταφέρουν οι επιζώντες; Άραγε οι ακροατές θα κωφεύσουν στην έκκληση της μαρτυρίας ή θα την δεξιωθούν και θα αφήσουν το μήνυμά της να τους διαπεράσει; Δυο μοιάζουν να είναι τα ενδεχόμενα. Η μαρτυρία να ακολουθείται από την σιωπή. Οι περισσότεροι ακροατές, πράγματι, αποτυγχάνουν να ακούσουν την εξομολόγηση και η μαρτυρία παραμένει αν-ήκουστη, ένας λόγος που εκτυλίσσεται στο κενό, συνεπώς και η μάρτυς είναι ασύγχρονη με τον ακροατή της. Μπορεί όμως η μαρτυρία να τύχει μιας φιλοξενίας; Μπορεί να αξιώσει την υπέρβαση του ρόλου της ανάγνωσης και να οδηγήσει στην απροϋπόθετη αποδοχή της;

Το επίμετρο του Ηλία Γιούρη, από το οποίο αντλήθηκε μέρος από τις πλούσιες ερμηνευτικές του προτάσεις, δεν είναι το μόνο κείμενο που φωτίζει πλευρές του βιβλίου. Διαβάζοντας την Ομορφάσχημη μέσα από μια σειρά επιστολών του συγγραφέα (τις δημοσιευμένες προς τον Γιώργη Παυλόπουλο αλλά και τις αδημοσίευτες προς τον Τάκη Σινόπουλο και τον Ε.Χ. Γονατά)  η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη εξετάζει ακριβώς την γενεαλογία και την διαμόρφωση της αυτής της συναρπαστικής ηρωίδας. Πρώτα εντοπίζει δυο εκ πρώτης όψεως αντιφατικά στοιχεία στην προσωπικότητά της: την ανοίκεια ερωτική συμπεριφορά και το τραύμα που εγγράφεται στην ψυχή της και επανασημασιοδοτεί ολόκληρη την ζωή της, ενώ μια προσεκτικότερη ανάγνωση του κειμένου εντοπίζει και μια ψυχική διαταραχή που φαίνεται να προϋπάρχει του τραύματος.

Η βραχύβια ερωτική σχέση του Καχτίτση με την Αυστροεβραία Γερτρούδη Φίσερ που επιδεικνύει μιαν ιδιάζουσα ερωτική συμπεριφορά που αγγίζει τα όρια της υπερβολής, οι δημόσιες ερωτικές προκλήσεις αλλά και το τέλος της ηρωίδας του όπως παρουσιάζονται στο ψευδώνυμο κείμενο του Καχτίτση «Τι απέγινε η Γερτρούδη Στερν;» (που δημοσιεύεται εδώ στο επίμετρο), η διελκυστίνδα μεταξύ έλξης και απώθησης, η αντιδιαστολή πραγματικότητας και φαντασίας και πολλά άλλα στοιχεία αποκαλύπτουν αντιστοιχίες ανάμεσα στις γυναίκες των επιστολών και την ηρωίδα της Ομορφάσχημης και συνθέτουν, ένα πυκνό δίχτυ κοινών θεματικών στοιχείων αλλά και συμβολισμών.

Διαπιστώνεται εδώ ότι η προσωπική διαταραχή συμβαδίζει με μια ιστορικά έκρυθμη κατάσταση· χάρη σε αυτήν την παραλληλία η ψυχοπαθολογία της Γερτρούδης γίνεται το αντηχείο της ψύχωσης μιας εποχής. Ο συνεχής ερωτισμός της, λανθάνων ή μη (με μια φίλη της, με τον ανακριτή, με Ρώσους στρατιώτες, με τους ακροατές της), υπαρκτός ακόμα και στις πιο αταίριαστες περιπτώσεις, μοιάζει με μηχανισμό άμυνας καθώς υπερχειλίζει σε στιγμές μεγάλου φόβου και υπερκαλύπτει μια τραυματική πραγματικότητα, σα να λειτουργεί ως παραμορφωτικό κάτοπτρο που διαθλά με αλλόκοτο τρόπο τα γεγονότα, βυθίζοντας σιγά σιγά την ηρωίδα σε έναν παραισθητικό εφιάλτη.

Πράγματι, όσο επιβάλλεται η ματιά της Γερτρούδης στην ιστορία, η αφήγηση χάνει τα ρεαλιστικά της περιγράμματα και δημιουργείται μια ατμόσφαιρα διαθλάσεων και έντονης ρευστότητας. Μήπως τελικά, αναρωτιέται η Κριτσέλη, η ιστορία του εγκλεισμού της είναι προϊόν της παραμορφωτικής φαντασίας ενός κλονισμένου ανθρώπου που έχει εσωτερικεύσει και εκφράζει την ψύχωση της εποχής; Μήπως η απορρύθμιση της ατομικής συνείδησης εκδηλώνεται στον ερωτικό εκτροχιασμό και η υπερχείλιση του ερωτισμού τής χαρίζει μια σωτήρια απόσταση από τα πράγματα; Μπορεί, τέλος, ο αξεδιάλυτος δεσμός εξομολόγησης, ερωτισμού, διαταραχής και τραύματος να αποτελεί μια πορεία απεγκλωβισμού χάρη στη λυτρωτική δύναμη του λόγου;

Στο επίμετρο περιλαμβάνονται τα κείμενα: Γιώτα Κριτσέλη, Σημείωμα για την έκδοση, Μάρκος Εσπέρας [Νίκος Καχτίτσης], Τι απέγινεν η Γερτρούδη Στερν; (επιστολή που δημοσιεύθηκε στο αυτόγραφο περιοδικό του Νίκου Καχτίτση, Ουλή), Επιστολές του Νίκου Καχτίτση που σχετίζονται με την ηρωίδα της Ομορφάσχημης προς τον Γιώργη Παυλόπουλο, τον Τάκη Σινόπουλο και τον Ε.Χ. Γονατά, Επιστολές του Νίκου Καχτίτση και του Ε.Χ. Γονατά σχετικά με τη γραφή και τη γλώσσα της Ομορφάσχημης, Ηλίας Γιούρης, Τραύμα και μαρτυρία στην Ομορφάσχημη του Νίκου Καχτίτση, Γιώτα Κριτσέλη, Διαβάζοντας την Ομορφάσχημη μέσα από τις επιστολές. Η γενεαλογία και η διαμόρφωση της ηρωίδας.

Εκδ. Κίχλη, 2019, σελ. 229. Πρώτη έκδοση: Διαγώνιος, 1960. Επόμενες εκδόσεις, μαζί με άλλα κείμενα του συγγραφέα: Κέδρος, 1976 και Στιγμή, 1986.

Στις εικόνες, εκτός του συγγραφέα: 1. Εβραία που κρύβει το πρόσωπό της κάθεται σε παγκάκι με την επιγραφή Μόνο για Εβραίους [Αυστρία, 1938), 2. Ζωγραφιά παιδιού παιδιών από το Γκέτο του Terezín (1942-1944), το ιδιόμορφο γκέτο ναζιστικής προπαγάνδας, όπου χιλιάδες Εβραίοι καλλιτέχνες αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν έργα προς τιμήν του Γερμανικού κράτους, ώστε να πειστούν οι επισκέπτες του Ερυθρού Σταυρού και η παγκόσμια κοινή γνώμη για την ευνοϊκή μεταχείριση της εβραϊκής φυλής (από εδώ), 3. Η αντίληψη της Terezka που μεγάλωσε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για την έννοια του σπιτιού, 4. Ζωγραφιά παιδιού (βλ. αρ. 2), 5. Γυναίκα με τα υπάρχοντά της στην μεταπολεμική Βιέννη (1947, φωτ. Ernst Haas), 6. Ζωγραφιά παιδιού (βλ. αρ. 2), 7. Εβραίοι στην μεταπολεμική Βιέννη, 8. Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης από την Διαγώνιο, 9. Amedeo Modigliani, Portrait of Maude Abrantes, 1907 [Reuben and Edith Hecht Museum, Haifa], 10. Eric Taylor, Liberated from Belsen Concentration Camp, 1945.

Ο Εξώστης του Καχτίτση, από τις ίδιες εκδόσεις, εδώ.

Rodolfo Walsh – Επιχείρηση Σφαγή

Η λογοτεχνία της πραγματικότητας και της καθαρής συνείδησης

Δέκα χρόνια πριν το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε, ήταν ο Αργεντινός Ουόλς που επινόησε την «μη μυθοπλαστική πεζογραφία», την αφήγηση πραγματικών γεγονότων με την τεχνική και το δραματικό ύφος του μυθιστορήματος, ένα είδος «δημοσιογραφικής λογοτεχνίας» [1]. Το βιβλίο του είχε μεγάλη επίδραση στην κοινωνική ιστορία μιας χώρας, σώζοντας ανθρώπινες ζωές και συμβάλλοντας σε σημαντικές ανατροπές στην κοινωνική και την πολιτική ζωή.

Η πρώτη είδηση για τις μυστικές εκτελέσεις της 9ης Ιουνίου 1956 από την «Απελευθερωτική Επανάσταση», όπως ονομαζόταν η πραξικοπηματική κυβέρνηση του Αραμπούρου, βρίσκει τον συγγραφέα να παίζει σκάκι σε ένα καφέ της Λα Πλάτα. Έξι μήνες μετά κάποιος τον πληροφορεί πως «ένας εκτελεσμένος ζει» και τον βγάζει από τις κατά Έλιοτ «τρυφερές, ήρεμες εποχές». Δεν μπορεί πια να επιστρέψει στο αγαπημένο του σκάκι· είναι αδύνατο να κάνει πίσω.  Γράφει την ιστορία εν θερμώ, για να μην προλάβουν άλλοι την μοναδική δημοσιογραφική αποκλειστικότητα. Προς μεγάλη του έκπληξη, όμως, κανείς δεν ήθελε να την εκδώσει, ούτε καν να γνωρίζει οτιδήποτε. Ένας δηλωμένος νεκρός που μιλάει δεν είναι περιζήτητος στους εκδότες και αντιμετωπίζεται με την πιο μαζική αδιαφορία. Ήταν λες και αυτή η ιστορία δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά. Εντούτοις τυπώνεται ανυπόγραφα και φτάνει σε δέκα χιλιάδες ανώνυμα χέρια, ενώ αργότερα δημοσιεύεται στο περιοδικό Mayoria και εκδίδεται στο εν λόγω βιβλίο.

Η αφήγηση χωρίζεται σε τρία μέρη: τα πρόσωπα, τα γεγονότα, οι αποδείξεις. Τα πρόσωπα μοιράζονται σε δυο διαμερίσματα. Στο μπροστινό διαμέρισμα διαμένει ο ηλεκτρολόγος Οράσιο ντι Τσιάνο με την οικογένειά του και σύντομα έρχεται να του κάνει συντροφιά ο Γιούντα ή κύριος Λίντο, πωλητής σε υποδηματοποιείο. Στο πίσω διαμέρισμα μαζεύονται διάφοροι  άντρες για να παίξουν χαρτιά και να ακούσουν μαζί από το ραδιόφωνο έναν σημαντικό αγώνα. Είναι ο περονιστής Νικολάς Καράνσα, άνεργος και φυγόδικος «επειδή μοίραζε προκηρύξεις»· ο  σιδηροδρομικός Φρανσίσκο Γκαριμπότι «που βρέθηκε εκεί που βρέθηκε εξαιτίας της περιέργειας, της αδράνειας ή του ενδιαφέροντός του για την ζωή»· ο απόστρατος του Ναυτικού Ροχέλιο Ντίας· ο Καρλίτος Λισάσο, γόνος αντιπολιτευόμενης οικογένειας· ο Μάριο Μπριόν, προϊστάμενος σε ένα εμπορικό τμήμα· ο οδηγός λεωφορείων Χουάν Κάρλος Λιβράγα, ο Βισέντε Ροδρίγκες, αχθοφόρος στο λιμάνι, περονιστής· ο φυγόδικος πωλητής οικοπέδων Νορμπέρτο Γκαβίνο που περιμένει εναγωνίως να ακούσει την είδηση της επανάστασης από το ραδιόφωνο, μια είδηση που δεν έρχεται ποτέ, όπως και ο νοικάρης του διαμερίσματος Χουάν Κάρλος Τόρες, που περιμένει μια επαφή που δεν γίνεται. Είναι δύσκολο να βρεθεί μάρτυρας που να τους θυμάται όλους.

Κάπου αλλού φουντώνει η αληθινή εξέγερση. Ο ηττημένος περονισμός επιχειρεί να ξαναπάρει την εξουσία: στρατιωτικοί καταλαμβάνουν στρατόπεδα και σχολές, και ομάδες πολιτών τα κέντρα της τηλεφωνίας. Η διακήρυξη που υπέγραφαν οι στρατηγοί Βάγε και Τάνκο δικαιολογούσε την ανταρσία με μια επακριβή περιγραφή της κατάστασης (μια ωμή και ανελέητη τυραννία, διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες) και πρότεινε κριτική επιστροφή στον Περόν και διαφανείς εκλογές με την συμμετοχή όλων των κομμάτων. Σύντομα γίνονται ανακαταλήψεις και οι εξεγερμένοι χάνουν την μάχη με τον χρόνο.

Όταν φτάνει η αστυνομία κανείς δεν προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Ο διοικητής Φερνάντες Σουάρες, φορώντας την στολή του Στρατού της Αργεντινής, εισβάλει με ένα περίστροφο στο χέρι, χτυπώντας και ουρλιάζοντας «Πού είναι ο Τάνκο;» Είναι η πρώτη φορά που ακούν το όνομα του στασιαστή στρατηγού. Συλλαμβάνονται ακόμα ο αξιωματικός της αστυνομίας και αργότερα ιδιοκτήτης εργαστηρίου συστημάτων ψύξης Χούλιο Τρόξλερ και ο ιδιοκτήτης ενός συνεταιρικού εμπορικού Ρεΐνάλντο Μπεναβίδες που έρχονται να ψάξουν κάποιο φίλο. Τους στοιβάζουν μαζί με τρεις τυχαίους περαστικούς σ’ ένα λεωφορείο που επιτάχθηκε εκείνη την στιγμή, χωρίς να γνωρίζουν για ποιο λόγο τους έπιασαν και πού τους πάνε. Το πρώτο στάδιο της Επιχείρησης Σφαγή ήταν γρήγορο. Η ώρα είναι 23.30 και η Κρατική Ραδιοφωνία παίζει Ραβέλ και Στραβίνσκι.

Οι συλληφθέντες οδηγούνται στην Περιφερειακή Διοίκηση της Αστυνομίας όπου ο αρχηγός Μορένο τους παίρνει ό,τι έχουν πάνω τους και λαμβάνει εντολή για την εκτέλεσή τους. Στις 0:32 η Κρατική Ραδιοφωνία μεταδίδει το διάταγμα της κήρυξης του στρατιωτικού νόμου. Οι εκτελεστές χρησιμοποιούν ακατάλληλα όπλα και οι μισοί καταδικασμένοι αποφεύγουν τις σφαίρες. Τώρα ο συγγραφέας πρέπει να συγκολλήσει δώδεκα ή δεκατρία σπασμένα κομμάτια πανικού σε μια ενιαία αφήγηση. Ο Οράσιο μένει ακίνητος για ώρες, παριστάνοντας τον νεκρό, ο Γκαβίνο τρέχει σε χωματόδρομους σε σιδηροδρομικές γραμμές μέχρι να χωθεί σ’ ένα λεωφορείο, ο Γιούντα κρύβεται στον κήπο ενός σπιτιού και αργότερα φεύγει σ’ ένα τρένο, ο Τρόξλερ περπατάει για έντεκα ώρες στην περιφέρεια του Μπουένος Άιρες μέχρι να βρει ασφαλές κατάλυμα. Άλλοι σπεύδουν στην πρεσβεία της Βολιβίας για άσυλο.

Για τον τραυματισμένο Λιβράγα αρχίζει μια συνεχής εναλλαγή φόβου και σωματικού πόνου που σταδιακά ταυτίζονται. Ένας ευσυνείδητος αξιωματικός τον πηγαίνει στο νοσοκομείο όπου οι νοσοκόμες, ρισκάροντας την δουλειά τους, τον προστατεύουν με κάθε δυνατό τρόπο. Εντοπίζεται και φυλακίζεται χωρίς ιατρική περίθαλψη. Οι γονείς του στέλνουν τηλεγράφημα στον Αραμπούρου για να τον διαβεβαιώσουν για το λάθος αλλά εκείνος είναι ανένδοτος. Όμως ο Λιβράγα καταθέτει «μήνυση κατά παντός υπευθύνου» για απόπειρα δολοφονίας. Η αστυνομική απόδειξη παραλαβής των πραγμάτων του, που κρατούσε ως κόρη οφθαλμού, θα αποτελέσει βασικό τεκμήριο στη δίκη. Ο Γιούντα είναι ο δεύτερος επιζών που αποφασίζει να μιλήσει.

Η αναφορά του στρατηγού Σουάρες αποτελεί από μόνη της απόδειξη ενοχής: στις 9 Ιουνίου 1956, προτού τεθεί σε ισχύ ο στρατιωτικός νόμος, συνέλαβε μια ομάδα ανθρώπων, που δεν συμμετείχαν σε καμία εξέγερση ούτε αντιστάθηκαν στην σύλληψη, και χωρίς απαγγελία κατηγορίας και χωρίς υπεράσπιση και δίκη, διέταξε την εκτέλεσή τους, και παρά την συνταγματική κατάργηση της θανατικής ποινής για πολιτικούς λόγους. Τα παραπάνω γεγονότα η κυβέρνηση προσπάθησε συστηματικά να τα διαψεύσει ή να τα διαστρεβλώσει. Οι συγκεντρωμένες αποδείξεις όμως του συγγραφέα έπειτα από μήνες έρευνας του επέτρεψαν να κατηγορήσει τον Φερνάντες Σουάρες για δολοφονία. Η έρευνα του, περισσότερο λεπτομερής από εκείνη του εισαγγελέα, περιλάμβανε και υπογεγραμμένες μαρτυρίες τριών επιζώντων που βρίσκονταν στην Βολιβία, εκατοντάδες συνομιλίες με μάρτυρες και συγγενείς των θυμάτων και το φωτοαντίγραφο του Βιβλίου Εκφωνητών της Κρατικής Ραδιοφωνίας, όπου αποδεικνυόταν η ακριβής ώρα κήρυξης του στρατιωτικού νόμου.

Η κατάθεση του αστυνομικού διευθυντή Μορένο υποστήριξε ότι σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης το αρχηγείο υπόκειται ευθέως στις διαταγές του στρατού. Στριμωγμένος πλέον ο  Σουάρες ζήτησε την υποστήριξη του Αραμπούρου και οι εφημερίδες σίγησαν: η κοινή γνώμη ποτέ δεν πληροφορήθηκε για την ύπαρξη της δικογραφίας Λιβράγα. Η σωτηρία των ενόχων ήταν η ανάθεση της υπόθεσης στην αποκλειστική αρμοδιότητα ενός στρατιωτικού δικαστηρίου, παρά την επιμονή του δικαστή Λα Πλάτα. Τελικά το Ανώτατο Δικαστήριο του Κράτους το 1957 εξέδωσε μια από τις πλέον απαίσχυντες αποφάσεις της δικαστικής ιστορίας της Αργεντινής. Η υπόθεση παραδιδόταν στην στρατιωτική δικαιοσύνη, η οποία εξίσου συνένοχη και μεροληπτική, άφησε την σφαγή για πάντα ατιμώρητη.

Είναι η πραγματικότητα και η αλήθεια που ορίζουν τον τρόπο της γραφής του Ουόλς. Ο συγγραφέας αναζητά «την ιστορία που φυλακίστηκε στα σκουπίδια» θέλει να μοιραστεί την «η μεγάλη συγκίνηση που πάντα προηγείται της αποκάλυψης μιας αλήθειας». Η πρόζα του ενσωματώνει καταθέσεις, επίσημες αναφορές και επιστολές δικαστών. Τα γεγονότα δεν παρατίθενται ξερά αλλά ποτισμένα με την ατμόσφαιρα των σπιτιών των εμπλεκόμενων, των κακοφωτισμένων συνοικιών, του τόπου της εκτέλεσης, με την μυρωδιά της πυρίτιδας και του πανικού. Στο παράρτημα περιλαμβάνονται: το «υποχρεωτικό παράρτημα» και ο «προσωρινός» επίλογος της πρώτης έκδοσης (1957), ο επίλογος της δεύτερης έκδοσης (1964), και το τέλος του επιλόγου της τρίτης έκδοσης (1969), με «ένα πορτρέτο της κυρίαρχης ολιγαρχίας», η περίφημη «ανοιχτή επιστολή προς την στρατιωτική χούντα» και ένα επίμετρο του Οσβάλδο Μπάγερ.

Στον επίλογο της δεύτερης έκδοσης ο Ουόλς αναλογίζεται τι πέτυχε και τι όχι. Διαλεύκανε τα γεγονότα, επιβλήθηκε πάνω στον φόβο κι έκανε πολλούς ανθρώπους να μιλήσουν· αλλά δεν κατόρθωσε την αναγνώριση της βαρβαρότητας από την κυβέρνηση, ούτε την αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων – δεκαεφτά ορφανά, γυναίκες που είχαν τον θρήνο σαν συνήθεια, αδελφούς με την σφιγμένη γροθιά τους πάνω στο τραπέζι. Τρεις εκδόσεις και δεκάδες άρθρα έθεσαν το θέμα σε πέντε κυβερνήσεις που δεν απάντησαν ποτέ. Στο τέλος αναρωτιέται με σπάνια ειλικρίνεια αν άξιζε τον κόπο, εάν η κοινωνία όπου ζούμε θέλει πραγματικά να μαθαίνει τέτοιου είδους πράγματα.

Ας σημειωθεί ότι το 1970 μια ομάδα ανταρτών «Μοντονέρος» απήγαγε τον Αραμπούρου, του απήγγειλε κατηγορίες που περονιστής λαός είχε εγείρει εναντίον του και τον καταδίκασε σε θάνατο. Μια από τις κατηγορίες ήταν ακριβώς η Επιχείρηση Σφαγή. Η σφαγή του Ιουνίου δεν ήταν η μοναδική διαστροφή του καθεστώτος. Χιλιάδες άνθρωποι φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, ενώ η χώρα υπέστη μια άλλη μορφή αθέατης βίας, εκείνη της οικονομικής εξαθλίωσης των κατώτερων τάξεων.

Η «Ανοιχτή επιστολή ενός συγγραφέα προς την στρατιωτική χούντα» στάλθηκε ταχυδρομικώς στις 24 Μαρτίου 1977, έναν ακριβώς χρόνο μετά το πραξικόπημα του Βιντέλα, στις συντακτικές επιτροπές των εφημερίδων της Αργεντινής και σε ανταποκριτές ξένων εντύπων. Το γράμμα δεν δημοσιεύτηκε σε κανένα έντυπο της χώρας αλλά στάλθηκε χειρόγραφα σε αναρίθμητους παραλήπτες και κυκλοφόρησε σιγά σιγά στο εξωτερικό. Η επιστολή περιλαμβάνεται πλέον σε κάθε επανέκδοση του βιβλίου. Αναφέρει τους χιλιάδες νεκρούς, εξαφανισμένους, φυλακισμένους και εξόριστους· τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου δεν μπαίνει κανείς δικαστής ή δικηγόρος· τις νέες μεθόδους και συσκευές βασανιστηρίων· την άρνηση της χούντας να δημοσιεύει τα ονόματα των κρατουμένων, ενώ ακόμα και οι αναγνωρισμένοι κρατούμενοι αποτελούν στρατηγική εφεδρεία για αντίποινα· εκείνους που ρίχτηκαν αναίσθητοι στον Ρίο δε λα Πλάτα, αλλά και την οικονομική κτηνωδία που καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπους σε προμελετημένη εξαθλίωση και την μετατροπή της περιφέρειας του Μπουένος Άιρες σε μια παραγκούπολη.

Στο τέλος αντιστρέφει τις κατηγορίες των δικτατόρων και αναρωτιέται ποιοι είναι τελικά οι απάτριδες και ποια η ιδεολογία που απειλεί την εθνική οντότητα. Τους καλεί να συλλογιστούν σε ποια άβυσσο οδηγούν την χώρα και να αποδεχτούν πως ακόμα κι αν σκοτώσουν τον τελευταίο αντάρτη, ο πόλεμος απλώς θα ξανάρχιζε με νέες μορφές, γιατί οι αιτίες που κινούν την αντίσταση του αργεντίνικου πληθυσμού δεν έχουν εξαφανιστεί αλλά βαθύνει ακόμα περισσότερο. Γνωρίζει ότι θα τον καταδιώξουν αλλά μένει πιστός στην δέσμευση να καταθέτει την μαρτυρία του σε δύσκολους καιρούς. Η δικτατορία του Βιντέλα είχε ήδη δολοφονήσει την μία του κόρη. Την επόμενη μέρα ο συγγραφέας περικυκλώνεται από όργανα του καθεστώτος και για να μην πέσει στα χέρια τους (ο ένας εκ των τριών δικτατόρων, ο Εμίλιο Μασέρα, είχε διατάξει να του τον φέρουν ζωντανό) στρέφει το περίστροφό του εναντίον τους. Γαζώνεται από σφαίρες και το σώμα του εξαφανίζεται.

Η Επιχείρηση Σφαγή ήταν ο πρόλογος της νέας τραγωδίας του Βιντέλα· σε αυτές τις σελίδες υπάρχει όλη η κοινωνία της Αργεντινής, γράφει στο επίμετρό του ο Οσβάλδο Μπάγερ, καθώς ταιριάζει στον Ουόλς την φράση της Μαντάμ ντε Σταλ που αναφέρεται στον Σίλερ: «Η συνείδησή του είναι η μούσα του».

[1] Κώστας Βούλγαρης – Η μεταμυθοπλασία στην νεοελληνική λογοτεχνία, εκδ. Βιβλιόραμα, 2017, σ. 124, Ivan Jablonka, Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία. Μανιφέστο για τις κοινωνικές επιστήμες, εκδ. Πόλις, 2017, μτφ. Ρίκα Μπενβενίστε, σ. 261.

Εκδ.  Ακυβέρνητες Πολιτείες, Δεκέμβριος 2018, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, σελ. 255 [Rodolfo Walsh, Operación Masacre, 1957]

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί εκτενή μορφή (1685 λέξεις) ενός συντομότερου κειμένου (800 λέξεις) που δημοσιεύτηκε στις έντυπες Αναγνώσεις Κυριακάτικης Αυγής, Κυριακή 18 Μαΐου 2019. Η εκτενής μορφή δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση των Αναγνώσεων, εδώ.