Δημήτρης Καλοκύρης – Παρασάγγες, τόμος Β΄. Ευρετήριο προσωπικών χρόνων

Είναι αδύνατο να βρω τίτλο

Μα μπορεί μια συναρμογή ετερόκλητων ειδών όχι απλώς να λογοτεχνήσει τον βίο και την πολιτεία ενός συγγραφέα, πολύπλευρου εικαστικού δημιουργού και αναγνώστη σαν πλήρης αυτοβιογραφική μυθιστορία αλλά και να διαθέτει όλα τα στοιχεία που κάνουν ελκυστικό ένα μυθιστόρημα: γλώσσα πλουτογραφημένη, στοχασμό κάθετο, ματιά λοξή (σωστό εξτρέμ), χιούμορ αλλά και τέτοια αίσθηση πλοκής ώστε να σπεύδεις να διαβάσεις τι συμβαίνει αλλά και πώς γράφεται το «παρακάτω»; Φαίνεται πως μπορεί, αν πηγάζει από έναν σεσημασμένο ύποπτο που, όπως γράφει στο «Σημείο Φυγής», η λογοτεχνία διαμορφώνεται από μια λανθάνουσα όψη της Ιστορίας η οποία μπορεί να εκληφθεί ως το (συχνά ανατρέψιμο) «σημείο φυγής» για την ερμηνεία του μέλλοντος.

Αλήθεια, όλων των ειδών τα κείμενα (διηγήματα, αφηγήματα, μυθιστορηματικά αποσπάσματα, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, προφορικές εξομολογήσεις, σημειώματα, κριτικές, εισαγωγές, ποιήματα, εκτενή μεταφράσματα, συνομιλίες, αναμνήσεις, μνήματα λόγου, σπαρταριστές ιστορίες, ορισμοί και αφορισμοί) εδώ τοιχογραφούν ενιαίο μυθοπλαστικό λόγο που πλάθεται σελίδα την σελίδα. Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, δεν υπάρχει ένα έστω απροκάλυπτο αυτοβιογράφημα εδώ; Φυσικά και υπάρχει και μάλιστα εκφωνήθηκε στο τελευταίο μέρος που θα περίμενε κανείς. Γράφει λοιπόν ο συγγραφέας στο «Παράδειγμα προς αποφυγήν»: Δεν μου το είπαν ποτέ κατά πρόσωπο, αλλά υποπτεύομαι ότι με προσκάλεσαν να μιλήσω στους φοιτητές της Φιλοσοφικής μάλλον ως παράδειγμα προς αποφυγήν,  προτού προχωρήσει εξομολογούμενος πώς αποφάσισε να γίνει τεχνολόγος της γλώσσας, τι δουλειά είχε σε μια εγκυκλοπαίδεια, πόσα βιβλία απέρριψε ως αναγνώστης εκδοτικού οίκου (άρα έγιναν μπεστ σέλλερ), πώς άρχισε να φτιάχνει εξώφυλλα για κακοφωτοτυπημένες ή πολυγραφημένες σημειώσεις, πώς διακονεί λόγο και εικόνα.

Όταν φτάνει στην φιλολογική ιδίως δια της μετάφρασης διαστροφή των μετασχηματισμών παραδέχεται ότι δεν προσπάθησε ποτέ να μάθει την γλώσσα των ξένων, απλώς να την καταλάβει. Για να μεταφράσεις λογοτεχνία σημασία έχει πόσο εμβαθύνεις στην δική σου γλώσσα. Το μεταφραστικό πέρασμα από τους αρχαίους στους νεότερους κλασικούς (Ροΐδη, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη) αποτέλεσε καίριο υπόβαθρο για την δική του λογοτεχνία, καθώς εκείνο που αποκόμισε είναι ότι «το κύριο μετάλλευμα αποτελεί η γλώσσα». Όσο για τις σπουδές, δεν έχει σημασία τι ακριβώς σπούδασες, εφόσον ο κόσμος είναι γεμάτος από ηλίθιους που όλο και κάτι έχουν σπουδάσει. Νόημα έχει να ανακαλύπτεις πηγές φωτός στην πληκτική καθημερινότητα, πηγές νερού στην έρημο του πλήθους.

Το παραπάνω κείμενο ευφυώς συμπληρώνεται με [τις] Υπεκφυγές, όπου μεταξύ άλλων αποκαλύπτει και τα περί εικονογραφίας που ασκεί ως αυτοδίδακτος, καθώς τον ενδιαφέρει εξίσου ένα σύμπαν όπου ο λόγος έχει δευτερεύουσα σημασία και προηγείται η αυτοδυναμία της εικόνες, που εκφράζει περισσότερα νοήματα χωρίς γλωσσικό ιδίωμα. Όσο για το ερώτημα ποιο θεωρεί το σημαντικότερο έργο του, το περίμενα πως θα απαντούσε ότι το ένα είναι χειρότερο από το άλλο…Όμως εδώ απολαμβάνει κανείς ερεθιστικότατες απαντήσεις ιδίως σε ερωτήματα πάνω στην διαφορά ενός μετρίου από έναν μεγάλο συγγραφέα, πόσο πρωτότυπος μπορεί να είναι σήμερα ένας συγγραφέας αν ο προβληματισμός και η στοχαστικότητα χαρακτηρίζουν ένα έργο σοβαρό ή μεγάλο και ποιες οι δοσολογίες πλοκής, γλώσσας και άλλων κριτηρίων.

Τι θα πει Τραμ· να το βγάζατε Ταΰγετο!

είπε κάποιος – Μοραΐτης προφανώς – καλοπροαίρετος ενωμοτάρχης στους διαδρόμους των δικαστηρίων όταν δικάζονταν από την Εκκλησία της χούντας τα πέντε τεύχη της πρώτης διαδρομής του Τραμ [1971 – 1972], για το τολμηρό λεξιλόγιο και περιεχόμενο των κειμένων τους. Το περιοδικό διώχθηκε ως φορέας ανηθικότητας σε μια εποχή που ανθούσε βέβαια η τσόντα στις συνοικιακές αίθουσες και στα περίπτερα, αλλά υπήρχε η ηθική του μαρκαδόρου, που μαύριζε τα επίμαχα σημεία στα σχετικά εξώφυλλα. Κι έτσι ο συγγραφέας πέρασε την πύλη των Δικαστικών Φυλακών της οδού Κασσάνδρου, στο πιο άχαρο επεισόδιο της μετεφηβικής του ζωής.

Η ναυμαχία της Ναυαρίνου, ήτοι της γνωστής θεσσαλονίκειας πλατείας με τα υπαίθρια  καφενεία, αφορά βέβαια την εποχή της «δεύτερης διαδρομής» του περιοδικού Τραμ, το οποίο εγκαταστάθηκε σε παρακείμενο ετοιμόρροπο κτίσμα και εστίασε, μεταξύ τόσων άλλων, στην σχέση φωτογραφίας και λογοτεχνίας, θέμα προσφιλέστατο στον συγγραφέα, που παρασύρεται σε σχετικό σύντομο διάγραμμα. Μερικά χρόνια αργότερα, μια άλλη συντροφία αποτελούμενη από έτερους νευρομάντεις της γραφής (Μίμη Σουλιώτη, Γιώργο Σκαπαρδώνη, Πάνο Θεοδωρίδη, Γιώργο Χουλιάρα κ.ά.) θαυματουργεί τις έξοχες περιοδικές, βιβλιακές, επετειακές και πάσης άλλης φύσεως εκδόσεις της «Θεσσαλονίκης του ’97», εξ ου και οι σχετικές εντυπώσεις από το μέτωπο.

Σε κάθε περίπτωση το ταξίδι μέσα στα κείμενα είναι συναρπαστικό και απρόβλεπτο. Όταν ας πούμε ξεκινάει με μια πυκνή συντομογραφία για τον Μυστρά, αναπόφευκτα θα καταλήξει στον Πλήθωνα, κι από εκεί σε μια θρησκεία του ορθού λόγου και κατόπιν σε κάποιο ιεροδιδασκαλείο της Αδριανούπολης, σε ένα λαϊκό κίνημα ανεξιθρησκείας και κοινωνικής ισότητας και στην απογοητευτική Ιστορία που χωρίζει τους ανθρώπους σε χάσματα συνεπώς Το Σχίσμα φαίνεται ότι διαιωνίζει ένα ανατομικό γεγονός θηλυκού γένους που αν ανάγεται στην εποχή της Εύας (αν εννοείται τι εννοώ). Το περίφημο Αμέρικαν Συντρίμ αφηγείται μια αληθινή οικογενειακή ιστορία ελληνικού συνδικαλισμού στην χώρα «των καλύτερων πραγμάτων και των χειρότερων ιδεών», Ο Δαρείος είναι ένα έξοχο διήγημα σύγχρονης ελληνοπερσικής πραγματικότητας, η Ιδιωτική οδός συνδέει σ’ ένα νήμα μια προσωπική του πρωτοβουλία, την ονοματοδοσία ενός δρόμου, μια ποιητική συλλογή με εικόνες και τον Οδυσσέα Ελύτη αυτοπροσώπως. Κατά τα άλλα, στα Χαρτογραφικά γίνεται εκ νέου συνέταιρος χαρτογράφος, μας προειδοποιεί Ιδού ο Γομφίος, έρχεται, μας γνωρίζει τους Κρητικούς του καθαρού λόγου, τοποθετεί τον Μιρό στο Μιρογνωμόνιο, συντάσσει σύντομα Πρακτικά στιχάρπαστου βίου.

Και τι μουσική παίζουν τα τρανζίστορ και τα στερεοφωνικά ενός τέτοιου κειμενογράφου; Ο Καλοκύρης αγανακτεί στο ερώτημα ως πότε θα μας απασχολεί η τύχη ενός καραβιού από την Περσία ή μια φασαρία στα Λεμονάδικα ή γιατί η Συννεφιασμένη Κυριακή αποτελεί μεγαλούργημα ποιητικού λόγου, ενώ αντίθετα τα τρία πρώτα μέτρα του Ruby Tuesday ή το Κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα έργο 61 του Μπετόβεν και σε κάθε περίπτωση προτίμησε να συμμετέχει σε αυτοσχέδιες ροκ μπάντες, αναπνέοντας ήχους ηλεκτρικούς με δωδεκάχορδες, τρικυμιώδη τύμπανα, κουιντέτα πνευστών και άλλα συναφή. Εγώ πάντως το είχα καταλάβει· είναι εμφανής ο συγκεκριμένος μουσικός προσανατολισμός στην γραφίδα του. Εδώ τρικυμιάζουν του κόσμου τα έγχορδα, οργιάζουν οι τζαζ αυτοσχεδιασμοί και κυρίως γεμίζουν τα πνευμόνια με τρόπο που μόνο το ροκ εντ ρολ, ορθόδοξο ή πειραματικό, μπορεί.

Όταν ο Καλοκύρης δεν λογοτεχνεί δική του πρόζα αλλά συγγράφει περί άλλων βιβλίων πραγματοποιεί ο ίδιος ακριβώς αυτό που γράφει κάποια στιγμή για ένα άλλο βιβλίο που μιλάει για άλλα βιβλία, «άρα πραγματεύεται εξ ορισμού τον αντικατοπτρισμό μιας ακολουθίας εννοιών στον αντίστροφο κόσμο της ερμηνευτικής, όπου αντιστρέφονται – όπως μέσω του φωτογραφικού φακού – τα είδωλα στον σκοτεινό θάλαμο της φαντασίας πριν επανεκτεθούν στο χάρτινο περιβάλλον τους». Αν αυτός δεν είναι ένας πλάγιος ορισμός της λογοτεχνίας, σίγουρα ορίζει τις γραφές του εδώ. Μιλάμε για ένα άλλο σώμα μελωμένων κειμένων που αφορά μια σειρά συγγραφείς με αφορμή την παρουσίαση του έργου τους ή κάποιου συγκεκριμένου βιβλίου. Θα περίμενε κανείς αυτά τα κείμενα να είναι τα περισσότερο προβλέψιμα και πάντως εκείνα με την λιγότερη πλοκή.

Αμ δε! Ο Καλοκύρης φτιάχνει πλήρες γράφημα της γραφής τους χρησιμοποιώντας τους τίτλους των βιβλίων τους, στίχους ποιημάτων, φράσεις κειμένων και πυκνογραφεί περίτεχνα τα έργα και τις ημέρες τους. Αν σκεφτούμε δε ότι μεταξύ των τιμώμενων και των προτιμώμενων είναι οι Γιώργος Βέης, Αναστάσης Βιστωνίτης, Πάνος Θεοδωρίδης, Νίκος Χουλιαράς, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Μάριος Ποντίκας, Κώστας Λαχάς και Νάνος Βαλαωρίτης, τότε έχουμε ορισμένους από τους πλέον εκλεκτούς συγγραφείς του εγχώριου μοντέρνου λόγου. Με τον ίδιο τρόπο ανασκοπεί και την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, τον Δ.Τ. Άναλι, τον Γιάννη Ευσταθιάδη, την Κλαίτη Σωτηριάδου και τον Θέμη Λιβεριάδη και νεκρολογεί τον Μένη Κουμανταρέα.

Τα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε παλαιότερες εκδόσεις του συγγραφέα, σε λογοτεχνικά περιοδικά [(δε)κατα, Δεσμός, Εντευκτήριο, Η λέξη, Ποίηση, Ποιητική] και εφημερίδες [Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Τα Νέα, Το Βήμα της Κυριακής, Τόλμη] ή αποτέλεσαν εισηγήσεις σε επιστημονικές συναντήσεις (σε μια εκ των οποίων διαπρεπείς βυζαντινολόγοι ζητούσαν βιβλιογραφία για τον Ευωδιανό και τον Βαθυάνθρακα τους οποίους είχε μόλις επινοήσει), ή εκδηλώσεις, ομιλίες, παρουσιάσεις βιβλίων, εισαγωγές σε εκδόσεις (όπως η εκτενής εισαγωγή του στο περίφημο ταξιδιωτικό πόνημα του Παναγιώτη Ποταγού), παλαιές μεταφραστικές ασκήσεις, σκηνικές αναγνώσεις, ζωντανούς μονόλογους, κριτικά σημειώματα και άλλα και άλλα. Αποδείγματα όλα πως όχι μόνο εδώ υπήρξαν συνομιλίες με συγγραφείς όπως ο Στερν, ο Μπόρχες, ο Κενώ, ο Κορτάσαρ, ο Μπέκετ, ο Εμπειρίκος, ο Θεοφίλου, ο Ζεμενός και σαφώς ο Βαθυάνθραξ, αλλά και ότι οποιοδήποτε υλικό μπορεί να γίνει λογοτεχνία. Αρκεί ο συγγραφέας να είναι σχεδιαστής, αρχιτέκτονας, μηχανικός, οικοδόμος, υδραυλικός και ηλεκτρολόγος του λόγου.

Εκδ. Άγρα, 2016, σελ. 228. Περιλαμβάνονται τρισέλιδο πρώτων εμφανίσεων (και τινά σχόλια) και επιλεκτικό και μάλλον ωφέλιμο ευρετήριο προσώπων.

Ο Α΄ τόμος (Ονομαστικόν) εδώ.

Στην βιβλιοθήκη του Πανδοχείου, στο ράφι με τα εργαλεία, βρίσκονται επίσης τα σύνεργα της πλοιαρχίας και μια μηχανή για κινούμενα τοπία. Παραπλεύρως στέκουν το παλιό και σύντομα το νέο χέρι του σημαιοφόρου.

Ηρακλής Παπαϊωάννου – Η φωτογραφία του Ελληνικού Τοπίου. Μεταξύ μύθου και ιδεολογίας

PAPAIOANNOU_FWTOGRAFIA_ELLHNIKOU_TOPIOU

Πρόκειται για ένα συναρπαστικό βιβλίο που σκιαγραφεί τα κυρίαρχα ιδεολογήματα που λανθάνουν πίσω από την φωτογραφία του φυσικού και πολιτισμικού τοπίου. Η εκτενής εισαγωγή ερευνά την ιστορική καθιέρωση του τοπίου ως εικονογραφικού θέματος. Η φωτογραφία κατέστησε την εικόνα του τοπίου δημόσια θέα, συμβάλλοντας όσο ποτέ στην μεταστροφή της θέασης του κόσμου: στον μετασχηματισμό των πραγματικών τοπίων σε εικόνες με αισθητικές αξιώσεις. Η εκλαϊκευμένη εικονογραφία επέδρασε ισχυρά στην διαμόρφωση του βλέμματος. Η φωτογραφία μετέφερε πληροφορίες για μακρινούς και δυσπρόσιτους τόπους δημιουργώντας μια αίσθηση οικουμενικότητας και ικανοποιώντας την όρεξη της επεκτατικότητας. Ταυτόχρονα ισχυροποίησε θέσεις για την εθνική ή ιστορική ταυτότητα ενός τόπου. Συνεπώς η φωτογραφία σε αυτή την σύνθετη εργασία θα εξεταστεί όχι απλώς ως αισθητικό αντικείμενο αλλά ως σύνθετο πολιτιστικό φαινόμενο με κοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες.

Hyperion-Hoelderlin

Το κεφάλαιο με τον τίτλο Ο ευλαβής ιδεαλισμός και η παράδοξη νεωτερικότητα της φωτογραφίας ερειπίων εξετάζει την περιηγητική περιπέτεια στην Ελλάδα και τον ρόλος του Κλασικισμού και του Ρομαντισμού στην ανάδειξη των τοπίων της. Αν ο Κλασικισμός υπήρξε κινητήριος μοχλός για την ανακάλυψη της Ελλάδας, ο Ρομαντισμός δεν την αγνόησε καθόλου, όπως φανερώνουν το μυθιστόρημα Hyperion του Hoelderlin, το ποίημα του Schiller Οι θεοί της Ελλάδος, το ενδιαφέρον του Goethe για τα δημοτικά τραγούδια, η δημοφιλής στην Ευρώπη ποίηση του Βύρωνα, το οδοιπορικό του Cheataubriand. Στην Ευρώπη καθιερώνεται η γραφικότητα του «τοπίου μετ’ ερειπίων» και το προσκύνημα στα ρωμαϊκά μνημεία, ενώ παρατηρείται η εμπορική επιτυχία ταξιδιωτικών βιβλίων και εικονογραφημένων εκδόσεων. H αρχαιολατρία και ο εξευρωπαϊσμός ορίστηκαν ως βασικοί πυλώνες του νέου κράτους· το τοπίο της χώρας ξυπνούσε, ο αρχαίος πολιτισμός εγειρόταν. 

timthumb

Στο υποκεφάλαιο Ο εξαγνισμός των μνημείων και ο ιθαγενής ρομαντισμός διαπιστώνεται μεταξύ άλλων ότι οι ανασκαφές και οι αναστηλωτικές επεμβάσεις στα αρχαία μνημεία είχαν ως κίνητρο την εξαγνισμό των ιερών μνημείων από ίχνη ενδιάμεσων πολιτισμικών περιόδων και την ανάπλαση του χώρου ως ιδανικής ετεροτοπίας. Η παράκαμψη ολόκληρων ιστορικών περιόδων καταδεικνύει ανάγλυφα την απόλυτη ιδεολογική επικράτησης της αρχαιολατρίας στις τάξεις της επίσημης νεοελληνικής κοινωνίας. Η απόπειρα «λεύκανσής» τους ενέχει συμβολικά τη σημασία ενός ηθικού εξαγνισμού. Καθόλου παράδοξα ακολούθησε τον 20ό αιώνα η «λεύκανση» της αρχιτεκτονικής του Αιγαίου. Και οι δυο παρεμβάσεις αγνόησαν την ζωηρόχρωμη αρχιτεκτονική παράδοση του ελλαδικού χώρου.

The Temple of Apollo Bassae - Edward Lear

Πίσω από τις πρακτικές «εξαγνισμού» υπήρχε αναμφισβήτητα ένα ρομαντικό αίσθημα. Αν ο Ρομαντισμός υπήρξε απόπειρα αντίδρασης απέναντι στην επελαύνουσα νεωτερικότητα σε έναν υλικό, ωφελιμιστικό και ορθολογικό κόσμο, αναμφίβολα συνδέθηκε με την εναγώνια αναζήτηση εθνικής ταυτότητας μέσα από την επιστροφή στις ρίζες και τις αξίες του παρελθόντος. Και ο Διαφωτισμός συνδέθηκε με την πνευματική ακτινοβολία των ερειπίων και φυσικά η φωτογραφία έπαιξε τον δικό της σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική επικράτηση της αρχαιολατρίας με την ευρεία διάδοση της εικόνας των ερειπίων.

Ανδρέας Εμπειρίκος Ελευσίνα 1955

Στο δεύτερο εκτενές κεφάλαιο (Η ανακάλυψη του τοπίου) ερευνάται μεταξύ άλλων Η ελληνική φύση ως «ιδανική εικόνα». Η τοπιογραφία εμφανίστηκε ως αυτόνομη καλλιτεχνική θεματογραφία κατά τον 20ό αιώνα, όταν είχε αρχίσει να εδραιώνεται μια στέρεα μορφή αστικής συνείδησης οδηγώντας σε αποξένωση από τη φύση και υποδεικνύοντας το τοπίο ως πηγή πνευματικής αναζωογόνησης και καλλιτεχνικής έμπνευσης. Ο Περικλής Γιαννόπουλος ανιχνεύει το πρότυπο της αρχαίας γλυπτικής, της βυζαντινής εικονογραφίας, του κυκλικού ελληνικού χορού και τις εκφράσεις και τις χειρονομίες των κατοίκων στην «διαυγή ελληνική γραμμή» και την «αιθέρια καμπυλότητα» του τοπίου. Εδώ εμπεριέχεται εν σπέρματι ο συσχετισμός του αρχαίου αγάλματος με τον σύγχρονο Έλληνα χωρικό, επιχειρώντας να θεμελιώσει βαθύτερα το ιδεολόγημα της εθνικής συνέχειας. Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσουν τριάντα χρόνια αργότερα οι φωτογραφίες της Nelly’s που επιχειρούν να καταδείξουν την ομοιότητα αρχαίων και σύγχρονων μορφών.  

Nelly

Βάθρο της υπεροχής που επικαλείται o Γιαννόπουλος δεν αποτελούν πλέον τα λαμπρά ερείπια αλλά το τοπίο, το οποίο βλέπει και αυτός, μετά τον Ροΐδη, ως «ιδανική εικόνα». Εδώ μπαίνει ο θεμέλιος λίθος στην ιδεολογική πρόσληψη του ελληνικού τοπίου που θα κυριαρχήσει αργότερα και στην φωτογραφία. Έκτοτε η αίσθηση υπεροχής του ελληνικού τοπίου και η υπερηφάνεια που αυτό προκαλεί δεν θα υποχωρήσουν ξανά. Πίσω του όμως λανθάνει πάντα η υπεροχή του ίδιου του λαού. Το 1908 ο Βιεννέζος ποιητής Hugo von Hofmannsthal σε ένα κείμενο που αποτέλεσε πρόλογο σε φωτογραφικό λεύκωμα ανήγγειλε την ελληνική μεταφυσική του τοπίου, ανακαλύπτοντας ένα φως βαθιά πνευματικό. Και ο φωτογράφος Frederic Boissonnas συνήψε συμβόλαιο με την ελληνική κυβέρνηση για ένα «ελληνικό πρόγραμμα» που έχει σκοπό να αναπαραστήσει φωτογραφικώς και να καταστήσει γνωστάς τα καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον

Boissonnas - Κηφισιά, 1920

Στο υποκεφάλαιο Σχέδιο για μιαν εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου, μέρος της ευρύτερης ενότητας με τίτλο Το αχειροποίητο τοπίο παρουσιάζεται το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα της «ανακάλυψης της παραλίας». Η θάλασσα ήρθε μεταπολεμικά στο προσκήνιο, με επίκεντρο το Αιγαίο. Ιστορικά, η ανακάλυψη της παραλίας ως δυνατότητα αναψυχής αλλά και ως τοπιογραφικό θέμα σημειώθηκε στην Αγγλία περίπου στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα· ο αναζωογονητικός ρόλος της σε λουτροπόλεις όπως το Μπράιτον ή οι αυξημένοι επισκέπτες της για ιαματικούς σκοπούς δεν εξαφάνισαν τον φόβο που γεννούσε μέχρι την αυγή του 20ού αιώνα. Η καθιέρωση της άδειας στην Ευρώπη ενίσχυσε το κύμα των παραθεριστών της θάλασσας που άρχισε να συνδέεται με την σωματική και ψυχική ευεξία. Η ελευθερία αναζητιόταν πλέον στην εξοχή και η εικόνα μιας ακτής άδειας λειτουργούσε ως προσκλητήριο για να κατακτηθεί.

Λουτράκι_

Στο πλαίσιο της ελληνικής τουριστικής στρατηγικής η νησιωτική εκδοχή του ελληνικού τοπίου κατέστη κορωνίδα του ιδεολογήματος στην εγχώρια συλλογική συνείδηση. Οι παραθαλάσσιες διακοπές κατά την δεκαετία του ’60 (οπότε και ανέβηκε το βιοτικό επίπεδο) εδραιώθηκαν σε εγχώρια πολιτισμική αξία. Η φωτογραφία ανέδειξε όλα τα παραπάνω σε δημοφιλή εικονογραφημένα έντυπα όπως οι Εικόνες και ο Ταχυδρόμος. Στην χώρα μας Φύση, Ιστορία και Μυθολογία συνεργούν για την ανάδειξη της συμβολής της θάλασσας και στους ελληνικούς αγώνες ενώ αποσιωπάται προκλητικά η αντίστοιχη του βουνού. Ας μην ξεχνάμε πως ήδη από την εμφάνιση του μεσοπολεμικού εθνικισμού, μέσα από την μεταφυσική του αιγαιακού ιδεαλισμού ανακουφιζόταν η οριστική ρήξη των δυο ακτών του πελάγους και η οριστική απώλεια της Ιωνικής και Αιολικής γης, συνεπώς η υποστολή της Μεγάλης Ιδέας.

Εικόνες_

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το τοπίο εισάγεται και στην διαφημιστική γλώσσα. Ο Έλληνας μετατοπίζεται από τον ιδεώδη κλασικό και αρκαδικό τόπο στα διαχρονικά ακρογιάλια. Η σχέση φωτός και αρχιτεκτονικής στο Αιγαίο προτείνεται ως ακλόνητο γεωμετρικό θεώρημα. Η λογοτεχνία λειτουργεί ως διάμεσο ανάμεσα στο νησιωτικό τοπίο και το γυναικείο κορμί. Η μεταστροφή του ενδιαφέροντος από το ορεινό στο θαλάσσιο τοπίο μπορεί να ερμηνευτεί και ως μετάβαση από ένα αντρικό σε ένα θηλυκό πρότυπο αντίστοιχα. Η έμφαση στο Αιγαίο ως πνευματικής μήτρας του ελληνισμού μετατρέπεται σε σημαντικό ιδεολόγημα που έχει την ρίζα του στην αναζήτηση της ελληνικότητας από τους λογοτέχνες και τους καλλιτέχνες της γενιάς του ’30.

Ναύπλιο Ξενία

Ο επίλογος του βιβλίου ανακεφαλαιώνει με εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η φωτογραφία του ελληνικού τοπίου λειτούργησε αφενός ως εικονογραφική επικύρωση των ιδεολογημάτων που επιχειρούσαν να αποσαφηνίσουν την εθνική ταυτότητα του νέου κράτους και αφετέρου ως διαφήμιση και εδραίωση της εμπορευματικής φύσης του τοπίου και της εικόνας του. Ο σύγχρονος Έλληνας αυτοπροσδιορίστηκε ως κληρονόμος του τοπίου αλλά και εργολάβος του, καθώς άρχισε να επεμβαίνει σ’ αυτό. Η κερδοσκοπία ευνοούσε το αξιοθέατο τοπίο, ενώ παράλληλα οδηγούσε στην σταδιακή ερήμωση το αναξιοθέατο. Η κυρίαρχη εικόνα της χώρας παρέμενε καρφιτσωμένη στην γραφικότητα.

Αιδηψός_

Η φωτογραφία στήριξε την «τοπιολατρία» και καθιερώθηκε ως ένα είδος ιδεαλιστικής αφήγησης που έμοιαζε περισσότερο ως εικονογράφηση του μεγάλου κειμένου της ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας μέσα από τον διάλογο με την αρχαιότητα. Έτσι έπαιξε μικρότερο ρόλο στον ελληνικό πνευματικό ορίζοντα ως τέχνη και περισσότερο ως γλώσσα μαζικής επικοινωνίας που συμπορεύτηκε με την επίσημη ιδεολογία και διέπλασε την συλλογική συνείδηση μέσα από εμπορικές εικόνες συχνά μικρότερων πνευματικών απαιτήσεων. Πρόκειται για ένα μοναδικό στο είδος του βιβλίο, που εμπλουτίζεται με παράρτημα 184 έγχρωμων και μαυρόασπρων φωτογραφιών σε γυαλιστερό χαρτί.

Εκδ. Άγρα, 2014, σελ. 432. Περιλαμβάνονται «αντί εισαγωγής» κείμενο της Κατερίνας Κοσκινά, βιβλιογραφία, γλωσσάρι τεχνικών όρων και ευρετήριο κύριων ονομάτων.

Στις εικόνες: Edward Lear – The Temple of Apollo Bassae, Ανδρέας Εμπειρίκος -Ελευσίνα [1955], Nelly’s, The Hungarian dancer Nikolska at the Parthenon [1929], Frederic Boissonnas – Κηφισιά [1920], Ξενοδοχείο Ξενία – Ναύπλιο