Καίτε Κόλλβιτς – Ημερολόγια και γράμματα

H χαράκτρια και γλύπτρια Καίτε Κόλλβιτς γεννήθηκε και μεγάλωσε στα χρόνια της νεοσύστατης αυτοκρατορικής Γερμανίας και της ευρωπαϊκής belle époque· είναι η αθώα φάση της γερμανικής πορείας, τότε που περίσσευε η περηφάνια για την υπεροχή του γερμανικού πνεύματος – «λαός στοχαστών και ποιητών» – απέναντι στην πολιτική κυριαρχία των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Τα χρόνια της πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο είναι δεμένα με το Καίνιγκσμπεργκ, το λιμάνι της Βαλτικής στην ανατολική Πρωσία. Οι βόλτες στο λιμάνι, οι ναυτικοί, οι λιμενεργάτες, οι ύποπτες ταβέρνες, η τυραννισμένη ζωή των ανθρώπων της βιοπάλης, θα γίνουν ο αυθεντικός κόσμος που προσπάθησε να εκφράσει με το έργο της. Εδώ έχει τις ρίζες του το έντονα νατουραλιστικό στοιχείο της τέχνης της, που δεν απαρνήθηκε ποτέ, και αποτέλεσε το έδαφος πάνω στο οποίο θα δουλέψει την δική της εκφραστική, τον εξπρεσσιονισμό.

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν σαράντα επτά ετών και είχε δυο παιδιά σε στρατεύσιμη ηλικία· ο ένας χάθηκε σύντομα στο μέτωπο. Η προσωπική belle époque έχει τελειώσει μαζί με μια ολόκληρη εποχή. Η τέχνη της θα γίνει ο μυστικός τρόπος επικοινωνίας με τον νεκρό γιο της, η δύναμή της να συνεχίσει να ζει. Η κληρονομιά της Ελεύθερης Κοινότητας που έζησε στην πόλη της αποτέλεσε ένα γερό πνευματικό παρελθόν αλλά και ενέπνευσε την αλληλεγγύη προς εκείνους που το έχουν ανάγκη. Το άλλο σκέλος της πνευματικής της κληρονομιάς ήταν η ατομικότητα και ανήκε στην ευρωπαϊκή παράδοση του φιλελευθερισμού, ενώ πλευρές της προτεσταντικής αγωγής της –ο βασανιστικός έλεγχος της συνείδησης  και η βαθειά δυσπιστία στις ιεραρχικές δομές κάθε πίστης– θα παραμείνουν σταθερό στοιχείο της προσωπικότητάς της.

Η Κόλλβιτς έζησε τον πόλεμο, την Ρωσική Επανάσταση, την πείνα στην Γερμανία, την αποτυχημένη εξέγερση των Σπαρτακιστών, τα αδιέξοδα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Στον μεσοπόλεμο υπέστη διώξεις από το ναζιστικό καθεστώς. Σ’ αυτούς τους καιρούς θέλω να ασκήσω επίδραση έγραφε στο ημερολόγιό της και στα γραπτά της επανέρχεται στην πάλη του καλλιτέχνη να μεταδώσει την συγκίνηση αδειάζοντάς την από τον εαυτό του στο έργο του, ώστε να μοιραστεί στους άλλους. Το τίμημα του να μην ενταχθεί σε κάποιο κόμμα ήταν η σιωπή των κομματικών εφημερίδων της αριστεράς για το έργο της.

Στην τέχνη της η ηθική διάσταση δεν επιτρέπει την αυτονόμηση της αισθητικής διάστασης· τα ουσιώδη να τονίζονται δυνατά και τα επουσιώδη να παραλείπονται, όπως τονίζει χαρακτηριστικά. Στις προσωπογραφίες και κυρίως στις αυτοπροσωπογραφίες της είναι φανερή η αίσθηση του δραματικού στοιχείου που χαρακτηρίζει τα γραπτά της. Όπως εκεί έχει κανείς συχνά την εντύπωση ότι διαβάζει αποσπάσματα ενός μυθιστορήματος, έτσι και στα πορτραίτα της βλέπει την ανάπτυξη ενός δράματος, όπως γράφει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του ο Ανδρέας Σπύρου, προσθέτοντας πως τα γραπτά της έχουν κάτι από την τέχνη της, χωρίς τίποτα το χειμαρρώδες, γραμμή χαραγμένη αργά και με προσπάθεια στο χαρτί.

Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο Αναμνήσεις, ανάμεσα στις καθοριστικές μνήμες της, γεμάτες αυλές και κήπους, ξεχωρίζει ένας γυψοποιός – ακόμα μυρίζει, γράφει, τον υγρό αέρα του γύψου στο χαμηλό του σπίτι. Τα φιλιά με τους φίλους της ήταν παιδικά και επίσημα και τα ονόμαζαν δρόσισμα. Στα ερωτικά αντικείμενα δεν έκανε διακρίσεις – καμιά φορά ήταν γυναίκες αυτές που αγαπούσε· αυτή την αμφιρέπεια καθώς και το αρσενικό στοιχείο μέσα της την θεωρούσε σχεδόν αναγκαίο θεμέλιο για την καλλιτεχνική πράξη και ωφέλησε το έργο της. Ο Γκαίτε έπιασε ρίζες μέσα της από πολύ νωρίς και δεν τον άφησε ποτέ. Χρωστά ευγνωμοσύνη στους γονείς της που τους άφηναν τα απογεύματα να περιπλανιούνται στην πόλη με τις ώρες. Αυτό το φαινομενικά άσκοπο σεργιάνι, επίσης ωφέλησε την καλλιτεχνική της εξέλιξη και ιδίως την θεματολογία της.

Έτσι άρχισε να αντλεί τα θέματά της, από τις σκοτεινές κάμαρες των εργατών ως τους δρόμους και τις πλατείες όπου ξετυλίγεται το δράμα των κοινωνικών εξεγέρσεων. Πριν αναπτύξει οποιαδήποτε κοινωνική συνείδηση, εκείνα τα μοτίβα της έδιναν απλά και απόλυτα αυτό που αισθανόταν ως ωραίο. Ωραίο είναι το άσχημο, σημειώνει στο ημερολόγιό της και με αυτή τη φράση του Ζολά εκφράζει την μεγάλη ανατροπή που έφερε η μοντέρνα τέχνη. Αργότερα που γνώρισε τις δυσκολίες και τις τραγωδίες που έκρυβε η ζωή τους, συνέλαβε, όπως γράφει, «με όλη του την δριμύτητα το πεπρωμένο του προλεταριάτου και τις διάφορες παραδηλώσεις του». Παρά την φασματική παρουσία του θανάτου, δεν υπάρχει στα έργα της η ατμόσφαιρα του πανικού που τον μετατρέπει σε έμμονη ιδέα. Εικονίζεται μια λύπη τόσο δυνατή ώστε να μη χάνεται στο κενό, αλλά αντίθετα, φαίνεται να λυτρώνεται από το αίσθημα της ανημπόριας και της ματαιοπονίας.

Ακολουθεί το κύριο σώμα του βιβλίου με τίτλο «Από τα ημερολόγια και τα γράμματα». Η γραφή της είναι ταυτόχρονα λιτή και φορτισμένη. Μεταφέρω ορισμένα αποσπάσματα που έχω την αίσθηση πως εκφράζουν τον ψυχισμό της ιδιαίτερης αυτής καλλιτέχνιδος. Χαρακτηριστική είναι η αντιπολεμική εγγραφή με ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 1914: Κρύος, συννεφιασμένος καιρός του φθινοπώρου. Αυτή η βαρειά διάθεση όταν ξέρεις: είναι πόλεμος, όμως δεν πετυχαίνεις τίποτα αιωρούμενος σε μια ψευδαίσθηση. Μονάχα η φρίκη της κατάστασης που έχουμε μαζί της εξοικειωθεί, είναι παρούσα. Σε τέτοιους καιρούς φαίνεται τόσο ηλίθιο να πηγαίνουν τα παιδιά στον πόλεμο. Όλο αυτό είναι τόσο άγριο και παράλογο. Κάπου-κάπου η ανόητη σκέψη: πως είναι δυνατόν να συμμετέχουν σε μια τέτοια τρέλα – και αμέσως σαν ψυχρολουσία: πρέπει, πρέπει! Όλα ισοπεδώνονται από το θάνατο… Μονάχα μια στάση τα κάνει όλα υποφερτά: η αποδοχή της θυσίας από τη βούληση. Πώς να τηρήσεις όμως μια τέτοια στάση; [σ. 77]

Δυο χρόνια μετά (27 Αυγούστου 1916) μεταγράφει στο ημερολόγιό της μια έξοχη αποστροφή του Λέοπολντ φον Βήζε από ένα δοκίμιο του για τον φιλελευθερισμό: «να είσαι θανάσιμος εχθρός κάθε θυσίας πλασμάτων ζωντανών στην άψυχη ιδέα». «Γιατί ένα ζευγάρι ευτυχισμένα μάτια αξίζουν περισσότερο απ’ ό,τι όλα μαζί τα δόγματα της παγκόσμιας σοφίας». [σ. 95]. Λίγες μέρες νωρίτερα (12 Αυγούστου 1916) θησαυρίζει μια άλλη γραφή: Η Λίλυ Μπράουν λέει στη διαθήκη της: «… ποτέ δεν έπαψα, σε πείσμα της πελώριας σκληρότητας της μοίρας μου, να καταφάσκω στη ζωή και, με την πιο αμείωτη πίστη, και στον πόνο. Για κάθε τι που δοκίμασα, όσο σκληρό κι αν ήταν, νιώθω ευγνωμοσύνη, γιατί εν τέλει το κάθε τι μεγάλωσε τη δύναμη μου, ενίσχυσε την ανάπτυξή μου… [σ. 92]

Τον Δεκέμβριο του 1910 έγραφε: Πού να είναι ο έρωτας; […] Πόσο συχνά έχω βλαστημήσει αυτή την παθολογική κατάσταση του έρωτα – είναι ωστόσο ξεκάθαρο πως ο άνθρωπος που δεν είναι ερωτευμένος στερείται, ακόμα κι αν ο ίδιος δεν το νιώθει πάντοτε. Τι του λείπει, το καταλαβαίνει μονάχα όταν ερωτευτεί και πάλι· σαν όλες οι φλέβες του μεμιάς να γέμισαν με αίμα… [σ. 63].  Τον Μάρτιο του 1928 υμνούσε την την ανθρώπινη αλληλεγγύη: Είναι από τις πιο ευγενικές χαρές της ζωής, οι χαρές μαζί με τους ανθρώπους, και το να συμπάσχεις μαζί τους.

Το Πάσχα του 1932 εξέφραζε την άφατη προσωπική ικανοποίηση από την καλλιτεχνική δημιουργία που αναγκάζεται να συνυπάρξει με την ζοφερή κατάσταση στον κόσμο: Για μια στιγμή έρχεται και πάλι το δυνατό αίσθημα, το αίσθημα της ευτυχίας που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο, ότι έβγαλες πέρα το έργο σου. Για πόσο καιρό οι κοπιαστικοί ελιγμοί πέρα-δώθε, οι αναστολές, οι παλινδρομήσεις, ξανά και ξανά. Όλα αυτά όμως νικήθηκαν τις εποχές που κατέκτησα την τεχνική και μπόρεσα να κατορθώσω το σκοπό μου. / Από την άλλη, η ανείπωτα δύσκολη γενική κατάσταση. Η αθλιότητα. Το βύθισμα των ανθρώπων στη σκοτεινή αθλιότητα. Η απαίσια πολιτική παρόξυνση. [σ. 185].

Η εξαιρετική αυτή έκδοση περιλαμβάνει δεκαπεντασέλιδη εισαγωγή του Ανδρέα Σπύρου, πεντασέλιδο κείμενο της Γιούττα Κόλλβιτς με τίτλο «Οι τελευταίες μέρες της Καίτε Κόλλβιτς», 64σέλιδο λεύκωμα σχεδίων και γλυπτών, επτασέλιδο κατάλογο ονομάτων και όρων και τρισέλιδο χρονολόγιο. Το έστω και περιορισμένο αυτό σώμα γραπτών, που εξέδωσε μετά τον θάνατό της ο γιος της, μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε ταυτόχρονα μια δημιουργό με ιδιαίτερη καλλιτεχνική και κοινωνική συνείδηση, που είχε επίγνωση των ορίων της και επιμονή να τα εξαντλήσει και μια συγγραφέα που έστω και μέσα από τα γράμματα και το ημερολόγιό της εξέφρασε τα γνήσια αισθήματα, τις σκέψεις και τον ψυχισμό ενός ανήσυχου ανθρώπου σε καιρούς ζοφερούς, ενός ανθρώπου που παρά την σκληρότητα της ζωής του δεν έπαψε να κοιτάζει μπροστά.

Εκδ. Ίντικτος, 2006, μτφ. Ανθή Λεούση, σελ. 317 [Kaethe Kollowitz, Ich will wirken in dieser Zeit].

Οι εθελοντές (1922-23), Για ένα καλύτερο Βερολίνο (Λιθογραφία, 1923), Ποτέ πια πόλεμος! (1924), Ερωτική σκηνή (1909-1910), Αυτοπροσωπογραφία (1891).

Γιάννης Ψυχοπαίδης – Ημερολόγια της φωτιάς

Ο τραγικός συμβολισμός της καταστροφής του πολιτισμού αποκάλυψε τη βαθύτατη κρίση της ελληνικής κοινωνίας και σημάδεψε προφητικά αυτό που θα ακολουθούσε, τη μνημονιακή ανθρωπιστική τραγωδία… Η σημερινή κρίση σηματοδοτήθηκε συμβολικά και κυριολεκτικά απ’ αυτό το περιβαλλοντικό και πολιτιστικό έγκλημα, που άγγιξε τα ακραία όρια της αρχαιοελληνικής ύβρεως. Ο τόπος που είχε επιλεγεί για να ενώσει τους απανταχού Έλληνες, το πνευματικό κέντρο καθολικής εμβέλειας του γνωστού τότε κόσμο, ως αντίβαρο του πολέμου, ως τόπος ιερής εκεχειρίας και εθνικής ομοψυχίας, εγκαταλείφθηκε στα χέρια των σύγχρονων πολιτικών διαχειριστών του πνευματικού και φυσικού  πλούτου της χώρας και παραδόθηκε στη φωτιά… 

γράφει ο συγγραφέας στο κείμενο που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, με αφορμή την φλεγόμενη Ολυμπία στην τραγική πυρκαγιά του 2007 και οι συνδέσεις με την τρέχουσα πραγματικότητα αλλά και τον ίδιο τον συμβολικό τόπο της Ανατολικής Αττικής είναι αναπόφευκτες. Η σύγχρονη ύβρις στην οποία αναφέρεται ο Ψυχοπαίδης υπήρξε αποτέλεσμα χρόνιων και συστηματικών προσπαθειών από τα κόμματα εξουσίας να αποδυναμώσουν τον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας και να ευτελίσουν την σχέση ευθύνης μεταξύ πολίτη και κράτους. Στο όνομα ατομικών ή μικροκομματικών συμφερόντων, καλλιεργήθηκε στην πρόσφατη νεοελληνική ιστορία ο ιδιοτελής ανορθολογισμός και ο επιθετικός αλαζονικός ατομικισμός, βασικά χαρακτηριστικά μιας ολόκληρης αρνητικής φιλοσοφίας ζωής που διαπότισε τις ανθρώπινες πράξεις και τις κοινωνικές δραστηριότητες. Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, χωρίς αξιακά και πνευματικά αναχώματα αντιλαμβάνεται και δημόσιο χώρο όχι σαν πλαίσιο συνευθύνης αλλά ως πεδίο λεηλασίας προς ίδιον όφελος.

Η καμένη Ολυμπία εμπνέει ένα ακόμα κείμενο της συλλογής. Στην «Εικαστική αντιπυρική προστασία», το ζητούμενο αναζητείται στην ίδια την τέχνη και σ’ ένα εργαστήριο εικαστικών τεχνών. Όταν οι θεοί φεύγουν κυνηγημένοι απ’ την φωτιά, οι πολίτες έχουν χάσει και τα τελευταία αυτόματα αντανακλαστικά του ορθού λόγου και οι υπόλοιποι μιλούν υποκριτικά για συλλογικές ευθύνες μιας κοινωνίας χωρίς πρόσωπο, τι μπορεί άραγε να κάνει ο πολιτισμός; Έχει ξεμείνει κι αυτός από κτηματολόγια ή γεννά νέους στοχασμούς και μια νέα συλλογική συνείδηση;

Αφού διασχίσουμε την «Επικράτεια του Θανάτου», που εδώ εκκινεί από το έργο Οι Πρεσβευτές, του Χανς Χόλμπαϊν (1533), βρισκόμαστε στις «Δυο πλευρές της ίδιας θάλασσας» όπου βρίσκονται ο Βάλιας Σεμερτζίδης και ο Ρενάτο Γκουτούζο, ο Έλληνας και ο Ιταλός ζωγράφος που με το έργο τους άφησαν βαθιά σημάδια στην πορεία του μαχόμενου μεταπολεμικού ρεαλισμού. Αμφότεροι σηκώνουν το βάρος μιας τέχνης της συμμετοχής και της πάλης, σημαδεμένοι από τις οδύνες μιας βάρβαρης αλλά μεγαλειώδους εποχής.

Ο Σεμερτζίδης υπήρξε ένας μαχόμενος δημιουργός, ένας αυθεντικός μαχητής, ένας αντιστασιακός στα βουνά της ελεύθερης Ελλάδας. Το Λαϊκό δικαστήριο, έργο του 1946, αποδίδει την συγκέντρωση μιας μικρο-κοινωνίας ανθρώπων που πραγματοποιούν την αρχέγονη πράξη της απόδοσης δικαιοσύνης στην απελευθερωμένη Ευρυτανία. Το πανάρχαιο δράμα συντελείται μέσα σ’ ένα κλίμα σκοτεινής ιεροτελεστίας, σ’ ένα κλειστό κύκλο σκοτεινού θεάτρου. Η φιγούρα του κατηγορουμένου με το λευκό ρούχο στο κέντρο της σύνθεσης, αντί να σηματοδοτεί μονόπλευρα και απλουστευτικά την ενοχή του προσώπου, αποκτά μια διάφανη ιερότητα. Ο ένοχος θύτης είναι μαζί και θύμα και η εικόνα εδώ αντί να καταγγείλει διδακτικά, αναδεικνύει το αμφιλεγόμενο της κρίσης δικαίου, το αβάσταχτο βάρος των μεγάλων ηθικών διλημμάτων και αποφάσεων.

Δεκατρία χρόνια αργότερα ο Ρενάτο Γκουτούζο ζωγραφίζει την Συνομιλία. Από τις υποβλητικές βουνοκορφές της Ευρυτανίας περνάμε στους κλειστούς, ατμοσφαιρικούς χώρους της ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην Ρώμη. Το σχήμα είναι τετράγωνο, το ουδέτερο σχήμα του απόλυτου ορθού λόγου και ο χώρος είναι η πόλη των μεγάλων προλεταριακών αγώνων και ιδεολογικών συγκρούσεων. Δυο ομάδες ανθρώπων στοχάζονται μαζί και χρόνια, το κάθε πρόσωπο εστιάζοντας σε άλλη κατεύθυνση. Εδώ είναι σα να συνυπάρχουν η κριτική, η αυτοκριτική, η περισυλλογή, η συλλογικότητα και τα αδιέξοδά της. Και τα δυο έργα ορίζουν με διαφορετικό τρόπο ένα κοινό πεδίο αισθητικής μετάπλασης μιας νέας αγωνιστικής υποκειμενικότητας, μιας μαχόμενης αξιοπρέπειας. Είναι μια τέχνη που συλλογίζεται πάνω στην συλλογικότητα, την αλληλεγγύη και τα μείζονα ηθικά προτάγματα.

Ανάμεσα στα 18 μικρά κείμενα, τα περισσότερα από τα οποία δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, περιοδικά και καταλόγους εκθέσεων, ο συγγραφέας αναζητά στην γειτονιά του Βύρωνα έναν λόρδο στην Κεφαλλονιά, την τέχνη της Χαρακτικής κατά την δεκαετία του ’60 και την σχέση της ποίησης με τις εικαστικές τέχνες· κρατά σημειώσεις πάνω σε βιβλία, γράφει σκέψεις για τον Καβάφη, για την έκθεση «Εξορίες», για τρεις νέους δημιουργούς, κ.ά. Μια φωτογραφία με μια βάρκα φορτωμένη μετανάστες ενεργοποιεί «Το ταξίδι στον Αχέροντα» και μια διευρυμένη συνομιλία του  στην Καθημερινή με αφορμή μια έκθεση στο Βερολίνο περιστρέφεται γύρω από τον άξονα «Πατριδογνωσία/Πατριδο-πληγή».

H συλλογή κλείνει μ’ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο που τιτλοφορείται «Ημερολόγια επιζωγραφισμένης μνήμης. Polaroids, 1977 – 2010». Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, όπου η φωτογραφία αποτελεί το ντοκουμέντο της καθημερινής του ζωής και δίνει τα ερεθίσματα να γεννηθούν στο έργο του ζωγραφικές εικόνες που σχολίαζαν αλλά και ενσωμάτωναν στην ζωγραφική φόρμα την φωτογραφική αισθητική, ο καλλιτέχνης προβληματίζεται πάνω στην διαλεκτική σχέση φωτογραφίας και ζωγραφικής. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’70 το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται προς τα μέσα, από τις εικόνες του δημόσιου / κοινωνικού χώρου προς τον ιδιωτικό· ο σημαντικός ρόλος της φωτογραφικής αντίληψης της στιγμιαίας Πολαρόιντ φωτογραφίας είναι δεδομένος. Και οι Πολαρόνιτ του Ψυχοπαίδη δεν είναι παρά ένα όχημα για ένα νέο επίπεδο πλαστικής και νοητικής αυτογνωσίας, και μικρές ψηφίδες μιας επιζωγραφισμένης μνήμης και αναστοχασμού πάνω στον χρόνο και στους ανθρώπους.

Εκδ. Κέδρος, 2015, σελ. 172, με μαυρόασπρες φωτογραφίες και σχέδια.

Στις εικόνες, ανάμεσα στις συνθέσεις του Γιάννη Ψυχοπαίδη, τα αναφερόμενα έργα των Βάλια Σεμερτζίδη- Λαϊκό δικαστήριο και Renato Guttuso – La discussione.