Χρήστος Χρυσόπουλος – Φανταστικό μουσείο

Είχε μια παράξενη γεωμετρία εκείνο το πρωινό. Τα σπίτια έμοιαζαν να σκύβουν με περιέργεια στο πέρασμά του. Οι σκιές συστέλλονταν έκπληκτες στην όψη του. (σ. 146)

Τι είναι το Φανταστικό Μουσείο; Οδηγός βασάνων της γραφής; Κατάλογος εκλεκτικών συγγενειών; Λεύκωμα ταλαιπωρημένων λογοτεχνών; Αρχείο συγγραφικών μυστικών; Φόρος τιμής προς ομότεχνους και καταδιαβασμένους; Ένα προσωπικό αφιέρωμα – καθρέφτισμα ενός δικού μας λογοτέχνη για την διασταύρωσή του με αντίστοιχους αγαπημένους του; Σταματάω το παιχνίδι με τις λέξεις, με παρέσυρε άλλωστε ο λεξικός στυλίστας Χ.Χ. αλλά συνεχίζω τις ερωτήσεις: Τι συμβαίνει παραπλεύρως της συγγραφικής διαδικασίας; Ποιοι κόσμοι ζουν και αναπνέουν παράλληλα με τους κόσμους που πλάθει ο συγγραφέας; Μπορεί η λογοτεχνική πραγματικότητα να σταθεί απέναντι στην υπαρκτή πραγματικότητα; Μπορεί να την γαληνέψει, να την ορίσει, να την μεταπλάσει; Ποιος το γνωρίζει, ποιος το ονειρεύτηκε, ποιος το προσπάθησε, ποιος το [α]πέτυχε;

Σε τούτα τα κομψο-καλλι–τεχνήματα / βιο-πεζο–γραφήματα ο Χ.Χ. γίνεται περιπατητής, ορειβάτης και κολυμβητής μέσα στον εγκέφαλο και τον ψυχισμό ορισμένων από τους εκλεκτότερους των συγγραφέων. Στο Φανταστικό Μουσείο (πινακίδα που συνομιλεί με το ομότιτλο έργο του Αντρέ Μαλρώ) φανταζόμαστε την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι συγγραφείς την ώρα που συλλαμβάνουν και πραγματοποιούν τη γραφή τους. Ειδικά όταν κάποιοι εξ αυτών πλησιάζουν επικίνδυνα την ίδια τους τη μυθοπλασία, απομακρυνόμενοι από την ζωή τους. Κατεβαίνουμε στα έγκατα των εγκαταστάσεων τους και ψάχνουμε τα γρανάζια και τους μοχλούς κίνησης του μολυβιού τους στο λευκό χαρτί.

Ο Φερνάντο Πεσόα (μιλώντας μέσα από «τον ποιητή που τον φιλοξενεί») μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι όπου δεν υπήρχε χώρος για λέξεις, αγκαλιασμένος από μια αμίλητη, μισοσκότεινη απραξία περιμένοντας τις πρώτες λέξεις για να ανακαλύψει εκ νέου τον κόσμο. Ο Μπόρχες ισχυρίζεται ότι έχει την ικανότητα να μυρίζει από απόσταση τις μασχάλες των κοριτσιών και μονολογεί: Τα ταξίδια μου είναι μια συλλογή από κασέτες μαγνητοφώνου. Είμαι τυφλός και γι’ αυτό καταδικασμένος να επισκέπτομαι μόνο ήχους. (σ. 252). Ορισμένοι προσπαθούν να πλοηγηθούν μέσω νεφών: Ο αρχειοφύλακας (και διαλεκτικός φιλόσοφος) Φεβρουάριος Μπλανσό μαζί με τους αντεστραμμένους κόσμους του, ο Εμμανουήλ Ροΐδης ενόσω υποφέρει πολλαπλώς εν έτει 1884, ο Νιζίνσκι προτού μεταμορφωθεί σε τρελή ιδιοφυΐα, ο Γιόζεφ Μπρόντσκι στο κέντρο ενός χαοτικού αστικού αρχιπελάγους που λέγεται Μόσχα, ο Περέκ, η Τσβετάγιεβα, ο Απολιναίρ, ο Χώθορν, ο Πιραντέλο (για τον οποίο και το απόσπασμα που παρατίθεται στην αρχή), άλλοι πολλοί, και κάποιοι που έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.

Ο μικρόσωμος κι άσχημος Μπρούνο Σουλτς ζει τον έρωτα μονάχα μέσα από παθιασμένες ερωτικές επιστολές που αντάλλαζε με κάμποσες γυναίκες ταυτοχρόνως και γράφει το τερατώδες ανέκδοτο μυθιστόρημα Μεσσίας προτού σκοτωθεί άξαφνα κι ανέλπιστα, προτού ο μουσειολόγος μας σκάψει τις σημειώσεις του. Ο Τζόζεφ Κορνέλ, παρθένος μέχρι το τέλος της ζωής του (παρά τον έρωτά του για πωλήτριες καταστημάτων και ταμίες κινηματογράφων) κι εγκλωβισμένος στο πατρικό του, προσπαθεί να δημιουργήσει όταν τον αφήνουν ήσυχο αργά τις νύχτες, στο τραπέζι της κουζίνας, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του αναμμένου φούρνου για ζεστασιά. Κι αυτός προτού πεθάνει κατάφερε με την μοντερνιστική του τέχνη να κάνει τον κόσμο από το υπόγειο του σπιτιού του να γυρίσει προς το μέρος του.

Ο Γιάννης Μπεράτης (προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα με έναν άλλο Γιάννη Μπεράτη που κατατρύχεται από την ιδέα πως η έμπνευση χάνεται) καταστρέφει κάθε έργο που γράφει, όχι όμως τον Μαύρο Φάκελο, ένα συνεχές εικοσαετές ημερολόγιο όπου κατέγραφε ιδέες, λέξεις, φράσεις, τα πάντα, ως μαγιά για την μεγάλη σύνθεση – κύκνειο άσμα, ως την τελευταία ελπίδα εμπνευσμένης αφήγησης – τον Σωσία. Κι όμως, ο διχασμένος αυτός συγγραφέας σε μια στιγμιαία παρόρμηση έγραψε ένα «διήγημα» που διαδραματίζεται στις αργεντίνικες κορυφές του Μάνο Βέρντε, ίσως ως διέξοδος στο πνιγηρό περιβάλλον του ναξιακού λατομείου όπου κάποτε έπρεπε να εργαστεί…

Σε τέτοια σκοτεινά νερά βουτάει ο Χρυσόπουλος, χρησιμοποιώντας κάθε αφηγηματικό τρόπο και πηγή που μπορεί κανείς να φανταστεί (αποσπάσματα βιβλίων, ημερολόγια, επιστολές, ανέκδοτα έργα, διηγήσεις, πληροφοριακό υλικό, ποίηση, δοκιμιακό και σχεδόν κάθε άλλη δυνατή μορφή γραπτού λόγου). Άλλωστε η ίδια η γραφή του είναι από μόνη της ένα εργαστήρι, και μάλιστα με παράθυρα προς τις τέσσερις πλευρές του, μονίμως ανοιχτά – γιατί ποτέ δεν μας απέκλεισε την πρόσβαση στις εμπνεύσεις του και τα διαβάσματά του. Εξαιρετικά δύσκολη και πολύτιμη δημιουργία.

Αποσπάσματα: Γονατίζω μπροστά του επειδή αισθάνομαι ότι είναι ανήθικο να στέκεσαι όρθιος μπροστά σε έναν άνθρωπο που είναι υποχρεωμένος να έρπει. Η επαιτεία είναι μια πράξη θρησκευτική, στην οποία τα δύο συμμετέχοντα μέρη (ελεήμων και ευεργετούμενος) ακολουθούν – έστω ασυναίσθητα – μια αρχέγονη τελετουργική χορογραφία γονυκλισιών και υποκλίσεων. Μέσα από αυτήν τη συναλλαγή ο επαίτης καθαγιάζεται. Σκέφτομαι ότι οι δυο μας συνιστούμε ένα ζευγάρι σχεδόν ντοστογεφσκικό. (Απέναντι στη Μαρίνα Τσβετάγιεβα, σ. 213)

Κάθε βράδυ, γυρνώντας στο διαμέρισμα της παρόδου Καζάρμενι Περεούλοκ με το απαρχαιωμένο ηλεκτρικό λεωφορείο, στεκόμουν για λίγο έξω από την αντικρινή μονοκατοικία. Ένα θεόκλειστο παλιό οίκημα, σκοτεινό σαν κενοτάφιο. Και όμως, από τα παράθυρά του, μπορούσες να διακρίνεις πλήθος πολύχρωμα λαμπιόνια να αναβοσβήνουν σαν χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Μου είπαν ότι ήταν ένας κρυφός σταθμός ελέγχου για τις πυρηνικές κεφαλές που βρίσκονται φυτεμένες βαθιά στην πόλη, έτοιμες να εκτοξευτούν μέσα από τα έγκατα της μοσχοβίτικης γης. (Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι αγαπά τη Μόσχα, σ.66)

Καρτέλα φιλοξενούμενου: Αθήνα, 1968. Έργογραφία: Ο βομβιστής του Παρθενώνα (1996), Οι συνταγές του Ναπολέοντα Δελάστου (1997), Ο μανικιουρίστας (2000), The black dress (δίγλωσσο artist’s book, N.J. 2002), Encounters (λεύκωμα, Reykjavik 2003), Περίκλειστος κόσμος (Καστανιώτης 2003), Σουνυάτα (1999/2004), Το γλωσσικό κουτί (2006).

Συντεταγμένες: Πλήρης τίτλος: Φανταστικό μουσείο. Παραλλαγές στο πρόσωπο του συγγραφέα [πεζογράφημα]. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005, σελ. 263.

Επισκεπτήριο: www.chrissopoulos-vivlia.blogspot.com/

Στις «άλλες» δύο εικόνες: Σουλτς – Πεσόα.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομευμένη μορφή: http://www.mic.gr/books.asp?id=15651

Μικρό κουτί μεγάλων εβδομάδων

Ό,τι κυνηγάς ανοίγει δρόμο σκοτεινό / σε τραβάει και σε κλείνει σε ψηλό γκρεμό.

Από κάποια παράδοξη συνήθεια συνδυάζω εδώ και χρόνια το Πάσχα (και ειδικότερα ένα ικανό χρονικό διάστημα πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα και μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή) με μια προσωπική πλοήγηση προς μια διαφορετική, εσωτερικότερη ζωή. Όχι από καμία αίσθηση θρησκευτικότητας, ούτε από τη γνωστή απεγνωσμένη προσπάθεια να βιώσουμε σώνει και καλά κατανύξεις, μετάνοιες και κοινές συμμετοχές στα «Θεία Πάθη». Απλώς αντιμετωπίζω εν στρατιά φαντάσματα και φαντασμαγορίες του παρελθόντος με τα οποία δεν έχω ξεμπερδέψει κι ούτε πρόκειται. Τα οδυνηρά πρώτα μου θυμίζουν όλα εκείνα που κυνήγησα και δεν κατάφερα, οι ελπιδοφόρες δεύτερες… λειτουργούν και πάλι σαν σειρήνες. Πιστός σε αυτές τις προσωπικές τελετουργίες, διατηρώ ένα κουτί μουσικής και βιβλίων που ακούω και διαβάζω μόνο τέτοιες ημέρες. Κυριολεκτώ. Οι δίσκοι δεν ξανακούγονται τον υπόλοιπο χρόνο, τα μυθιστορήματα μένουν στη μέση μέχρι την επόμενη χρονιά, μόνο τα διηγήματα ξαναδιαβάζονται (και ποτέ δεν είναι τα ίδια). Σας το ανοίγω:

ΔΙΣΚΟΙ
Βόρειοι βαλκανικοί γείτονές μας από μια χώρα που κάποτε λεγόταν Γιουγκοσλαβία, οι Αnastasia (Anastacuja) αποτελούν την ιδανικότερη μουσική για το κλίμα που επιθυμώ. Έχουν βγάλει τρεις συναρπαστικούς μεγάλους δίσκους και τέσσερις μικρότερους (Na Rekah Vavilonskih, Ikona/Mansarda, Face/Burn) κι έκτοτε έχασα τα ίχνη τους. Δεν έχω ξαναβρεί παρόμοιο χωνευτήρι βυζαντινών, βαλκανικών, τελετουργικών, dark και ροκ στοιχείων και στοιχειών. Σα να παρακολουθείς τα πάθη της φύσης, σα να βλέπεις βυζαντινές τοιχογραφίες σε κίνηση. Το Melourgia (1997) δίνει το βάρος στην παραδοσιακή πλευρά, τo Nocturnal (1998 ) στην ηλεκτρονική και το κορυφαίο όλων Before the rain (1994), σάουντρακ της ομώνυμης ταινίας του Milcho Manchevski, ενώνει τα παραπάνω σε μια κορυφαία επιτομή. Άσματα έμμονα τα Time never dies, Coming home Pt. 1 και Pt. 2, Pass Over, Death of Alexander – ηχητικές εκφράσεις του Αέναου Χρόνου, της Επιστροφής στο σπίτι, του Περάσματος και του Θανάτου αντίστοιχα.

Μερικά χρόνια νωρίτερα (1986) οι Paul Lemos and Joe Pappa, ένας μετασχηματισμός των Controlled Bleeding, είχαν κυκλοφορήσει το 12΄΄ Music for the stolen icon στη σειρά Myths της Sub Rosa Records, όπου για πρώτη φορά ορθόδοξες ψαλμωδίες μιξάρονταν με βιομηχανικούς πειραματισμούς. Ένα δεύτερο μέρος (Music for stolen icon ΙΙ) βγήκε το 1993. Απόκοσμο και συγχρόνως «μητροπολιτικό» άκουσμα αποτελεί το Jesus’ blood never failed me yet του Gavin Bryars (Point Records). O ανήσυχος αυτός μουσικός, που έπαιζε ηλεκτρονικά ένα μπουκέτο σαρακοστές νωρίτερα από τους σημερινούς «πρωτοπόρους» συνδυάζοντάς τα με συμφωνικά όργανα, δημιούργησε τούτο το έργο ύστερα μια πασχαλινή έμπνευση της στιγμής. Η φράση του τίτλου ακουγόταν μονότονα έξω από μια εκκλησία από έναν ζητιάνο τον οποίο και ηχογράφησε, βάζοντας σταδιακά πάνω της όργανα, ορχήστρες, λούπες και τη φωνή του Tom Waits.

O αδικοχαμένος Δημήτρης Λάγιος έντυσε μερικούς από τους ωραιότερους ψαλμούς του Δαβίδ με την αλλόκοτη επτανησιακή μουσική του, τραγουδισμένους από την Σαββίνα Γιαννάτου, τον Δώρο Δημοσθένους, το φωνητικό σύνολο «Διάσταση» Κύπρου και άλλους, γεμάτη μαντολίνα, υπέροχα οργανικά μέρη, ενώ το ίδιο το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» ακούγεται σαν μυρωμένη καντάδα (Ίνα Τι).

Πίσω στις πηγές, στη βυζαντινή μελουργία που άλλους ευφραίνει κι άλλους αποδιώχνει, οι κυκλοφορίες είναι πολλές. Προσωπικά το είδος πάντα με γοητεύει από μουσική άποψη κι επιλέγω πάντα από την σειρά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης με τίτλο Η Μεγάλη Εβδομάς, όπου ψάλλει Χορός Βατοπαιδινών Πατέρων. Εδώ περιλαμβάνονται όλες οι γνωστές συνθέσεις των μεγάλων μελοποιών που αναφέρονται στα Άγια Πάθη, ένας για κάθε μέρα της Μεγάλης Εβδομάδος και ψέλλονται κατά το παλαιό αγιορείτικο τυπικό (με αντιφωνήσεις, απηχήματα κλπ.). Το ίδιο τυπικό αφορά και τον υπολογισμό των ημερών (οι οποίες αρχίζουν από τη δύση του ηλίου της προηγούμενης), συνεπώς αν ενδιαφερθείτε να ακούσετε τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής πρέπει να πάρετε τον δίσκο του Μεγάλου Σαββάτου, στον όρθρο του οποίου και ανήκουν.

Από το κουτί συνεχίζω να βγάζω: πρώτα την αγαστή συνεργασία τριών ετερόκλητων εκλεκτών, της ρεμπέτισσας Μαριώς, του φωνωδού των Χαΐνηδων Δημήτρη Αποστολάκη και του πρωτοψάλτη και καθηγητή βυζαντινής μουσικής Μανώλη Δαμαρλάκη, το Κύματι Θαλάσσης. Από το Πάθος στην Ανάσταση. Ανεβαίνω ξανά προς το Όρος με την αέρινη/εαρινή φωνή του Χρίστου Τσιαμούλη (Άθως ο εμός) και στην ευρύτερη επικράτεια των βυζαντινών και μεταβυζαντινών οργάνων του αεικίνητου Χριστόδουλου Χάλαρη (Μελωδοί του Πάθους, Πάθη απόκρυφα).

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
«They say that God is in the detail lying and I’m sure that’s true…»

Σε δύο τραγούδια κάνω εξαίρεση: αδύνατον να περιορίσω αποκλειστικά σε σαρακοστιανή ακρόαση την κορυφαία συνθετική στιγμή του αισθαντικότερου φολκ ρόκερ των τελευταίων χρόνων, κυρίου Jackie Leven, το The Sexual Loneliness of Jesus Chirst. «Suddenly I realise I’m living a lie my father planned for me/with the sun beating on my back, I see I am a lonely man of Galilea…». Ξεφεύγοντας από το ίδιο του το στυλ, λαχανιάζει τα λόγια που σκορπίζω εδώ πιο πάνω και πιο κάτω, διανθισμένα με όργανα που χρησιμοποιεί για πρώτη και τελευταία φορά. «All kinds of power circle me, I raise my hand and the world goes boom/but I see no me in women’s eyes and I suffer like a child in an empty room«. Το άλλο είναι μια ανάλογη στιγμή του George Harrison που ποτέ δεν αρνήθηκε τις θεολογικές του αναζητήσεις ή αμφιβολίες (My lord, Devil’s Radio). Στο Awaiting for us all τελειώνει με το θέμα: δε χρειάζεσαι ναούς, δε χρειάζεσαι εκκλησίες για να λατρεύεις ένα θεό, ούτε και γραφές για να δεις πόσο χαμηλά έχεις πέσει. Τα ίδια λόγια επαναλαμβάνονται μέχρι το τέλος, με τη διαφορά ότι στο τελευταίο ρεφρέν προστίθεται μια φράση: ο Πάπας έχει το 51% της General Motors…

Συμπληρώνω με σκόρπια κομμάτια που διαλέγονται και συνδιαλέγονται με θεότητες και φύσεις, όπως κάποια θεατρικά του Νίκου Ξυδάκη, ειδικά από το Βουή του Πάθους (χοροθέατρο της Σοφίας Σπυράτου, από το οποίο και οι στίχοι στην αρχή), ο «Παντοκράτορας» του ιδίου, το φωνητικό δόσιμο του Rufus Wainwright στο Angus Dei, το γνώριμο πια κινηματογραφικό θέμα του Jesus from Nazareth του Maurice Jarre αλλά κι ένα άλλο ξεχασμένο σάουντρακ του Preisner, A play in the fields of lord, όπου στα χωράφια των Θεών ακούγονται και τελετουργικά κομμάτια ιθαγενών του Αμαζονίου.

ΒΙΒΛΙΑ
Για τους ίδιους λόγους ψάχνω στα βιβλία απέραντες ερήμους, απομονωμένες σπηλιές και στύλους ερημιτών, μοτίβα με πάλεις συνειδήσεων, γενναίες ή φοβισμένες ασκητείες, χαμένες ή «κερδισμένες» ζωές. Ένα από τα πιο όμορφα αφηγήματα του είδους είναι ένα μικρό βιβλίο που έβγαλε παλαιότερα ο Απόστολος Δοξιάδης, το Βίος παράλληλος. Κάθε φορά που διαβάζω την ιστορία της μοιχαλίδας Υακίνθης και του λυπημένου Μελάνιππου, που ανα-γίνεται ασκητής Αλύπιος την διαβάζω διαφορετικά. Ιδανικό ανάγνωσμα υπάρχει και για τις ιδιάζουσες σχέσεις αγίων, αγιοποιημένων, θαυματοποιών και τσαρλατάνων: η Αγιογραφία του Νίκου Παναγιωτόπουλου με ιδανικό σκηνικό τον ούτως ή άλλως ιδιαίτερο τόπο της Αρκαδίας.

Αλλά η μέγιστή μου συμπάθεια στο είδος «χορταστικό, σαρκαστικό και γεμάτο πλοκή μυθιστόρημα» είναι ο Gore Vidal και η προσωπική του Τριάδα: ο Ιουλιανός (με τις απολαυστικές, γεμάτες ειρωνία συζητήσεις των αφηγητών τόσο για την χριστιανική όσο και για τις προγενέστερες θρησκείες), η Δημιουργία (με την αντίστοιχη καταβύθιση στις Περσικές θρησκείες και στον πρόγονο του Ιησού Ζωροάστρη) και το διαδικτυακό, μεταμοντέρνο Σε ζωντανή μετάδοση από τον Γολγοθά που, με αφορμή ένα έξυπνο εύρημα, καγχάζει για τη σημερινή εικόνα των θρησκειών και τις τηλεοπτικές και άλλες επανα-γραφές τους.

Εξίσου μεταμοντέρνος και πάντα πιο σύνθετος ο Jose Saramangο, στο πυκνό και ελεγειακό Κατά Ιησού Ευαγγέλιο ανακαλύπτει τη θεότητα στις λεπτομέρειες αλλά και εκείνες ξέχωρα από αυτήν και παρακολουθεί αργά και φιλοσοφημένα τα βήματα ενός ανθρώπου σε ετεροκαθορισμένη τροχιά. Όπως ήταν ευνόητο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αντέδρασε κι ο συγγραφέας τής γύρισε την πλάτη, μετακομίζοντας στα απέναντι Κανάρια νησιά. Ένας άλλος «αιρετικός» Αμερικανός (Νorman Mailer) αναπτύσσει την ίδια ιδέα με σαφώς πιο βατή γλώσσα στο Κατά υιόν Ευαγγέλιο. Εδώ ο Ιησούς διηγείται σε πρώτο πρόσωπο και ο συγγραφέας δημιουργεί μερικές εικόνες που μας στέλνουν στα παιδικά αναγνώσματα αλλά με τη δική του ελαφρά παραμορφωτική κρούστα.

Κορυφαίο ανάγνωσμα στον τομέα της επιστημονικής (πλην ιδιαίτερα προσιτής και ευανάγνωστης) μελέτης είναι το εύχρηστο τομάκι του Δημήτρη Ι. Κυρτάτα, Απόκρυφες Ιστορίες. Μύθοι και θρύλοι από τον κόσμο των πρώτων Χριστιανών. Από τη μία ανακαλύπτεις τις ανθρώπινες πτυχές όλων των προσώπων της χριστιανικής μυθολογίας που γνωρίσαμε και παραγνωρίσαμε μικροί, από την άλλη έρχεσαι αντιμέτωπος με τις αμέτρητες αντιφάσεις, παρερμηνείες και αδυναμίες των ελάχιστων πηγών της εποχής. Ένα πλήρες επιστημονικό εγχειρίδιο, χωρίς κουραστικές υποσημειώσεις αλλά με τις απαραίτητες βιβλιογραφικές ενδείξεις.

Από την ταξιδιωτική λογοτεχνία δεν με συγκινούν οι γνωστές περιηγήσεις στους Αγίους Τόπους. Ειδικά η εικόνα των συνωστιζώμενων τουριστών, στρατιωτών, ρασοφόρων, κουτσών στραβών στον άγιο Παντελεήμονα έξω από τον Πανάγιο Τάφο μου προκαλεί απέχθεια. Αντίθετα το Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου του William Darlymple έχει πολύ περισσότερο ψωμί και ύδωρ απ’ ότι φαίνεται. Ο W.D. ακολουθεί από την Μέση Ανατολή ως την Άνω Αίγυπτο τα ίχνη ενός ιδιόρρυθμου μοναχού που έβαλε σκοπό να γράψει ένα «Λειμωνάριο» γεμάτο με τη σοφία των μοναχών της ερήμου. Μανιακός ιχνηλάτης, ο συγγραφέας μας έχει ήδη δώσει το εξίσου προτεινόμενο Στα βήματα του Μάρκο Πόλο. Από τον Πανάγιο Τάφο στο Παλάτι του Κουμπλάι Χαν (Ιn Xanadu. A quest) με πυρήνα την πορεία του Μάρκο Πόλο που μεταφέρει το Άγιο Μύρο στις άκρες της Ανατολής. Και τα δύο αυτά γραπτά σε κάνουν να ζηλεύεις τον ταξιδευτή καταγραφέα τους, κυρίως όμως βάζουν σε άπειρες σκέψεις σχετικά με τις θρησκείες που βλάστησαν και κορυφώθηκαν σε εκείνα τα μέρη, αλλά και στις καταστροφές που επέφεραν και ακόμα προξενούν. Διάβασα και τα δύο σε δόσεις, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων εορτών.

Σε μια φροντισμένη άκρη του κουτιού φυλάω διηγήματα και μικρά κομμάτια. Ο (κυρ) «συναξάριστής της μνήμης και νοσταλγός του μέλλοντος» Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης αποτελεί αναγνωστική εμπειρία από μόνος του και είναι ο ιδανικότερος για να σε βουτήξει σε πνευματική απόλαυση και βάσανα μαζί. Συνήθως ξεκινάω από το Προς Εκκλησιασμόν (πρόσφατα σε νέα καλαίσθητη έκδοση από την Ίνδικτο), διανθίζω από σκόρπια διηγήματά του (όπως το «Απ’ αφορμή το Πάσχα» από τη συλλογή Συνοδεία) και κάνω πάντα ένα πέρασμα από κάποιο από τα αφιερώματα που τον αφορούν (όπως το χορταστικό 18ο τεύχος της Ινδίκτου (αυτή τη φορά του περιοδικού) και παλαιότερα Το Παραμιλητό), καθώς ακόμα και οι ιστορίες που διηγούνται γι αυτόν ποιούν από μόνες τους λογοτεχνία.

Κατόπιν ξαναδιαβάζω το «Η ψίχα της μεταλαβιάς» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη (από την ομώνυμη συλλογή) για έναν «καμένο» άντρα που ανακαλύπτει μια κορώνα από κερήθρα μέσα σε μια κυψέλη του πρωί της Μεγάλης Πέμπτης και το «Πάσχα τ’ Απρίλη» του Σωτήρη Δημητρίου (από τη συλλογή Η φλέβα του λαιμού), με την υπέροχη στιγμή όπου ο αφηγητής, κατά τις πασχαλινές επισκέψεις πέρα από το παραπέτασμα, ακούει τον παραμικρό ήχο του χωριού χάρη στη θέση του σπιτιού του. Περνάω στον ταξιδιώτη Αναστάση Βιστωνίτη για «Τα ράκη του θανάτου» (από τα Φάσματα Φθοράς) και ξαναδιαβάζω την σκηνή της περιφοράς του Επιταφίου σε αμερικάνικη μεγαλούπολη, όπου Πορτορικανοί κι έτεροι αλλοεθνείς πλησιάζουν διστακτικά την πομπή ρωτώντας τους πιστούς για ποιο … λόγο διαδηλώνουν και ποια είναι τα αιτήματά τους και στον νεαρότερο όλων Χρήστο Αστερίου. «Η νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής» (από την συλλογή Το γυμνό της σώμα και άλλες παράξενες ιστορίες) περιλαμβάνει την σκοτεινότερη σκηνή της συλλογής μου: έναν κατεστραμμένο επιτάφιο στη μέση ενός έρημου δρόμου…

Τελευταία στάση στον πλέον αγαπητό όλων Γιώργο Ιωάννου, και στην δική του επιταφιακή περιφορά στα πέριξ της Ομόνοιας («Επιτάφιος Θρήνος», από την ομώνυμη συλλογή) και στην Θεοφανώ Καλογιάννη που δημοσιεύει σπάνια τις μαγικές της παραμυθίες, αλλά δεν γκρινιάζουμε, εφόσον η δεύτερη (και πολυαναμενόμενη τότε) σπορά της  ήταν γεμάτη Ιστορίες από τις Γραφές. Διαβάστε από εδώ τα «Ο Αϊ Γιώργης κι ο δράκος» και «Ο τρούλος», και θα τα βλέπετε εις το εξής τα θέματά τους με άλλα μάτια.

Το κουτί παραμένει ανοιχτό μέχρι την Κυριακή του Πάσχα, κατά την οποία, αν και εορτάζων, αποφεύγω οτιδήποτε σχετίζεται με φαγοπότια, συγγενολόγια, χοροδράματα και «γλέντια». Συνήθως νοιώθω (ξαφνικά; ) κενός, περιπλανιέμαι εκεί που δεν είναι κανείς, βρίσκω ευκαιρία να βρω επιτέλους άδεια την αυλή ενός αρχαίου, βυζαντινού ή οθωμανικού ναού (παραδόξως σε τέτοιες στιγμές οι θρησκείες εξομοιώνονται σιωπηλά) στην άκρη του πουθενά και αρχίζω να τακτοποιώ το κουτί για του χρόνου. Για λίγες στιγμές θα το αφήσω ανοιχτό, για να μου το εμπλουτίσετε με τις δικές σας προσωπικές συλλογές.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.