Μπάμπης Αργυρίου – Άλμπουμ διασκευών

Η άγραφη πρόζα του ροκ

Η ιδέα σιγοκαίει εδώ και χρόνια όλους όσοι από εμάς έχουν την τύχη να ζουν και ν’ αναπνέουν μέσα από την μουσική, πόσο μάλλον αν αφιερώσαμε τρισεκατομμύρια στιγμές στην προσπάθεια να την μεταγράψουμε σε κριτικά κείμενα μέσα σε περιοδικά, φανζίν και ραδιοσταθμούς: Να υπήρχε επιτέλους ένα βιβλίο που να μετέτρεπε σε πρόζα τα ίδια τα τραγούδια των συγκροτημάτων που αγαπήσαμε, τους στίχους τους, την πορεία της μπάντας, τις ίδιες τις ζωές των μελών της. Αλλά τίποτα! Ένα αχανές χρυσωρυχείο ιστοριών έμενε κλεισμένο μέσα στους δίσκους και την ιστορία του ροκ εν ρολ. Ίσως υπάρχει ένα τέτοιο βιβλίο σε μια άκρη του κόσμου, αλλά ψάχνοντας χρόνια δεν έχω πέσει πάνω του. Τώρα όμως…

Έτσι οι ιστορίες εδώ αναβλύζουν μέσα ή με αφορμή το ατόφιο ροκ των Ramones και των Clash ή το πανκ των Sex Pistols, τα σκοτάδια των Cure και τις αβύσσους του Nick Cave και των Dead Can Dance· εδώ «γράφουν» ή «γράφονται» αρχιμάστορες όπως ο Bob Dylan και ο Neil Young, διαχρονικοί ραψωδοί όπως οι Tim Buckley, Nick Drake και Leonard Cohen, αιώνιοι ρόκερς σαν τον Iggy Pop και τον Rory Gallagher κι όσοι άλλοι ενέπνευσαν (ενίοτε προκάλεσαν!) τα διηγήματα του βιβλίου: The Beatles, The Rolling Stones, Pink Floyd, Simon & Garfunkel, Bob Marley, The Go-Betweens, R.E.M.,The Walkabouts, Rage against the Machine/Magazine, Talking Heads, Tindersticks, Massive Attack, Radiohead, Nirvana, PJ Harvey, Bjork κι όσοι αναφέρονται εδώ πιο κάτω.

Κάθε κείμενο έχει τίτλο το όνομα του εκάστοτε καλλιτέχνη/γκρουπ μαζί με μια φράση σαν πρόγραμμα κι επίγραμμα μαζί. H ζωή σου μπορεί να επιδεινωθεί και χωρίς την κινητοποίησή σου, αναγράφεται στο δεκασέλιδο του αφηγητή Tom Waits και η ιστορία δεν θα μπορούσε παρά ν’ αρχίσει σ’ ένα μπαρ, που στην μια του γωνιά κάποτε άραζε η Λουσίντα· τώρα του έστειλε χριστουγεννιάτικη κάρτα απ’ τη Μινεάπολις, γράφοντας ότι ξεμπέρδεψε με τις καταχρήσεις, ζούσε μ’ έναν μουσικό που την αγάπησε, υιοθέτησε το παιδί της και την έβγαζε για χορό κάθε Σαββατόβραδο. Αλλά μπορεί όλα να είναι και ψέματα, να ξαναγύρισε στο Σαν Λεμέντε και να δούλευε πάλι σαν πουτάνα. Ο Τζωρτζ παραδίπλα ψελλίζει Μόνο όταν ονειρεύομαι είμαι αθώος, μέχρι την στιγμή που το ενδιαφέρον του αφηγητή πάει στην νεαρή Μέλανι, με την οποία αρχίζει ένας διάλογος πλημμυρισμένος από ιστορίες που ίσως εμείς οι πιστοί του Waits γνωρίζουμε καλά. Αποτυχημένες σχέσεις, ματαιωμένες φυγές, τα φιλιά που είναι πάντα σαν φιλιά ξένων.

Ο συγγραφέας μας αιφνιδιάζει με την θέση στην οποία βάζει κάθε φορά τον καλλιτέχνη του. Ο Lou Reed γίνεται ταξιτζής που μονολογεί στους πελάτες τους κατά τις κούρσες του – που αλλού; – στη Νέα Υόρκη. Η Αφροδίτη με τις Γούνες, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Μανχάτταν, εκείνοι που περπατούν στην άγρια πλευρά της πόλης και της ζωής, όσο έκαναν ό,τι ταπεινωτικό τους ζητήθηκε για να επιβιώσουν, είναι όλοι παρόντες στην λακωνική του πολυλογία. Και φυσικά η Κάρολιν, που την συγκρίνει με τον χρόνο, που ποτέ δεν είναι αρκετός, που είσαι ανήμπορος να τον κρατήσεις. Αλλά ο κόσμος χωρίς την αγκαλιά των γυναικών, μοιάζει μ’ ένα ανόητο παιδί. Αυτός ο τύπος πάντα αναζητούσε τα απλά και αυθόρμητα πράγματα, όσα φτιάχνουν μια perfect day· δεν θέλει άλλες ενοχές, αρνητικές σκέψεις, τους μονίμως σκυθρωπούς ανθρώπους που συζητάνε για τα στραβά του κόσμου – ή αυτούς που πάντα σε στήνουν λες και είναι ντίλερ! Δεν του αρέσει να μετανιώνει για τίποτα, αφού κάθε φορά έκανε αυτό που θεωρούσε σωστό. Κανείς δεν του δίδαξε την διαχείριση του θυμού ή την ομορφιά της λησμονιάς. Όμως σε ποιον πελάτη τα λέει όλα αυτά ο Lou και πότε; Αν φτάσουμε ως το τέλος και ξαναδιαβάσουμε την ιστορία, τότε όλα αλλάζουν.

Θα μπορούσε, λοιπόν, μια τέτοια σύλληψη να μείνει στα προφανή ή στα λιγότερο προφανή των τραγουδιών ή των ίδιων των καλλιτεχνών. Οι ιστορίες θα ήταν ποικίλες κι ατέλειωτες και δεν ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι. Αλλά γνωρίζουμε καλά τις γραφές του Αργυρίου: δεν ευχαριστιέται με μια ιδέα, θέλει να την σκάψει ακόμα παρακάτω. Κι έτσι σχεδόν «διήγημα» έχει μια ευφάνταστη σχέση με το τιμώμενο όνομα. Ενδεικτική η περίπτωση της Patti Smith που παραμερίζει στην άκρη για να δούμε τρεις βαθύτατα κινηματογραφικές και ροκ εντ ρολ ιστορίες. Η πρώτη έχει ως πρωταγωνιστή τον Τζο, καπετάνιο σε μαούνα στον Χάντσον της Νέας Υόρκης, με μια κρυμμένη γραφομηχανή στην καμπίνα του, ερημίτη ακόμα κι όταν βρίσκεται με παρέα, να συναντάει κάπου κάπου την Ζακλίν με το τεχνητό πόδι ή την Φέι, ιδανική παρέα για να «χτυπάνε» μαζί.

Η δεύτερη μοιράζεται σε περισσότερους χαρακτήρες που ζουν παραισθησιογόνες κι ερωτογόνες ζωές θυμίζοντας χαρακτήρες του Μπάρροουζ. Και η τρίτη πρωτοπρόσωπα ξεφυλλίζει κάτι σαν ημερολόγιο ενός κλέφτη ο οποίος δεν παύει να αναζητά τον αγνό έρωτα: Η περιπέτεια της ζωής μου ήταν ένα εκτεταμένο ζευγάρωμα, φορτισμένο και περιπλεγμένο από μια βαριά, παράξενη ερωτική τελετή. Το ερωτικό παιχνίδι αποκαλύπτει έναν κόσμο χωρίς όνομα, που φτιάχνεται από τη βραχνή γλώσσα των εραστών, η οποία ψιθυρίζεται στο αφτί και το πρωί ξεχνιέται [σ. 112]. Στην ουσία χαιρόμαστε τρεις συμπυκνώσεις ισάριθμων βιβλίων των Alexander Trocchi, William Burroughs και Jean Genet, αγαπημένα της Patti Smith, όλα με ήρωες χωρίς ηθική, χωρίς ιερό και όσιο, ισόβια παραδομένους στους εθισμούς τους. Άραγε τα βιβλία που διάβασε ένας καλλιτέχνης μέχρι που εισχώρησαν στα τραγούδια του;

Η ιστορία των Calexico αναπνέει μέσα από την σκόνη του ροκ εν ρολ της λατινικής ερήμου. Μια οικογένεια ξεκινάει από την χώρα της για να διασχίσει μέσω Γουατεμάλας το Μεξικό κι από εκεί να βρεθεί στην γη της επαγγελίας. Γνωστή και χιλιοπαιγμένη ιστορία αλλά εδώ είναι τα παιδιά που παρασύρουν τους γονείς, κι οι εικόνες του ταξιδιού ό,τι πρέπει για στίχους νότιας καυτής μουσικής. Μια σπάνια εναλλαγή συναισθημάτων και καταστάσεων, μια ιστορία που φτάνει μέχρι το σημείο που μπορεί κανείς να θυσιάσει τα πάντα για μια νέα ζωή. Και πώς μπορεί κανείς να βάλει σε νέες λέξεις την παλιά περίπτωση των Joy Division; Με διάλογο των δυο διαφορετικών φωνών που μαλώνουν μέσα σ’ ένα κεφάλι – υπέρ ζωής και υπέρ αυτοχειρίας, με τον αγώνα να βαίνει ισόπαλος στα επιχειρήματα αλλά μόνο εκεί. Τρεις αυτόχειρες πλαγιοκοπούν και τους Black Sabbath, στην πιο απρόβλεπτη ιστορία, ενώ οι Clash, αντίθετα, αφήνουν σπαράγματα της αλληλογραφίας τους να συνθέσουν την δική τους.

Η κατά David Bowie πρόζα τον βρίσκει τηλεπαρουσιαστή, από την ταπεινή αρχή ως την κορυφή της καριέρας του, να ονειρεύεται ένα πρόγραμμα που θα μεταδίδεται σ’ ολόκληρο τον πλανήτη κι ακόμα παραπέρα. Έχει πέσει κανείς ποτέ από το διάστημα στη Γη; Μπορεί κανείς, αντί να ακολουθεί την μόδα, να την διαμορφώσει; Ο Αστράνθρωπος και η Λαίδη Αστερόσκονη, οι πανικόβλητοι του Ντιτρόιτ, οι γυναίκες της Suffragette City, τα τραύματα που είναι τα παράσημά μας, ο Major Tom και Α lad insane, όλοι κάνουν ένα πέρασμα από εδώ, με τελευταίο τον ίδιο που χαίρεται «γιατί άνοιξε μια πόρτα που θα μείνει για πάντα ανοιχτή». Η ζωή είναι ένας λόφος που ανεβαίνεις βαδίζοντας ανάποδα. Τον ανέβηκα τρέχοντας, ήμουν άνθρωπος της δράσης. Η ζωή είναι μικρή αλλά χωράει όσα κι αν σκεφτείς να κάνεις. [σ. 279]

Όταν όλη αυτή η πρόζα έχει τόσες φανερές κι άλλες τόσες υπόγειες αναφορές, τι είδους αναγνώστες μπορούν να την χαρούν; Εκείνοι που γνωρίζουν καλά τα ονόματα και θα τις αντιληφθούν πίσω από κάθε σχεδόν λέξη; σίγουρα· όσοι ενδιαφέρονται να μπουν σ’ ένα υπέροχο διακειμενικό παιχνίδι και να ψάξουν σαν ερευνητές τους στίχους και τα δεδομένα που κρύβονται εδώ; οπωσδήποτε! Αλλά και οι ανίδεοι, εκείνοι που δεν έχουν βυθιστεί σ’ όλη αυτή την μουσική και δεν θέλουν να αναζητούν πρόσθετα πέρα από τις σελίδες, μπορούν να απολαύσουν τις ιστορίες ως πρωτότυπες και ευρηματικές. Δεν χρειάζεται καμία προϋπηρεσία εδώ, ούτε καν να έχει διαβάσει κανείς τον συγγραφεά στο φανζίν του Rollin Under (1985-1991) ή στο Mic.gr που συνδημιούργησε από το 2000 και μετά, ούτε να τον έχει ακούσει στον ραδιοσταθμό του Radio Free (1980 – 1987). Τα προηγούμενα δυο μυθιστορήματα του συγγραφέα εδώ κι εδώ.

Εκδ. Mic Books, 2019, σελ. 336

Δημοσίευση και σε: Mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο αρ. 232, υπό τον τίτλο Look back in hunger.

Στις εικόνες: Tom Waits, Lou Reed, δυο προφανής αφίσες, μια προφανής κασέτα, P.J. Harvey.

Οι ξυπόλητες των δίσκων, 2

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 8 (Αύγουστος 2019), εδώ

VIΙ. Οι ξυπόλητες των δίσκων, 2

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών συνεχίζει την μαθητεία του στις γυναίκες, αναζητώντας τις ξυπόλητες στα εξώφυλλα τον δίσκων.

Συνέχισα να περιπλανιέμαι στον θαυμαστό κόσμο των δίσκων, αναζητώντας  τις ξυπόλητες γυναίκες στα εξώφυλλα, έτοιμος να ανταποκριθώ σε κάθε τους κάλεσμα, βέβαιος με την ιδέα ότι πέρα από την πολυαισθητική μου ευχαρίστηση, μού γνώριζαν νέες ιδιότητες γυναικών στις οποίες σαφώς θα υπήρχαν όμοιές τους, εξίσου εκφραστικές μέσω των γυμνών τους ποδιών. Έπρεπε πρώτα να δω τι άλλο είχε να μου πει η Carly Simon που με είχε αποπλανήσει μ’ εκείνες τις δυο εμφανίσεις (δείτε προηγούμενο τεύχος) αλλά και με την φωτογραφία της στον δίσκο Another Passenger (1976), όπου τυλιγόταν με μια θαμπή, σόφτ φόκους αύρα, που την κάλυπτε από το πρόσωπό της μέχρι τα μακριά δάχτυλα των ποδιών της, έτσι όπως αποκαλύπτονταν από τα πέδιλά της, κι ας ήταν κι αυτά θαμπά από το καλσόν· η κλασικότητά του νάιλον θα έχει ως επιχείρημα και αυτές τις εμφανίσεις.

Ένας ολόκληρος παράλληλος κόσμος σπαρταρούσε στα μουσικά περιοδικά που μοσχομύριζαν στα περίπτερα και κοινωνούσαν πολύτιμες πληροφορίες για γυναίκες που ψαλίδιζα προσεκτικά για να τις αιχμαλωτίσω οριστικά στο δικό μου λεύκωμα, ένα μεγάλο λογιστικό τετράδιο όπου μπορούσα να καταγράφω κάθε δεδομένο απαραίτητο για την πλήρη μας γνωριμία. Σ’ ένα τεύχος του Rolling Stone διάβασα για τις φωτογραφίες του δίσκου Playing Possum, όπου η Simon συνδύαζε το πλημμυριστό της χαμόγελο με το τέντωμα του μεγάλου της δάχτυλου. Είχα εξαρχής την αίσθηση πως υπήρχε κάτι το αυθόρμητο σ’ εκείνες τις φωτογραφίες, πως κάποιες δοκιμαστικές πόζες υπεξαίρεσαν μια πηγαία διάθεση της στιγμής. Και πράγματι έτσι ήταν! Ο φωτογράφος Norman Seeff έλεγε πως εκείνη είχε σχεδόν τρομοκρατηθεί πριν την διαδικασία αλλά με τα πρώτα κλικ αφέθηκε χωρίς αναστολές στον φακό. Χόρεψε, δοκίμασε στάσεις διαλογισμού και στο τέλος κράτησε για το εξώφυλλο ακριβώς την στιγμή που το κεφάλι της έφευγε από το κάδρο. Ιδού λοιπόν το πρώτο μυστικό που μου κοινοποίησε η Καρλομάγνα του φολκ ροκ βασιλείου: μην καθοδηγήσεις τις φωτογραφούμενές σου σε στάσεις που επιθυμείς, μόνο άσε τις ελεύθερες μπροστά στο φακό, να λύσουν τα άκρα τους και να λυθούν ολόκληρες.

Το εξώφυλλο θεωρήθηκε από τα πλέον αισθησιακά της δισκογραφίας, σε σημείο να αρνηθούν να το διανείμουν ή να το πουλήσουν. Είχε όμως φτάσει, εις πείσμα των αναίσθητων, σ’ ένα ταπεινό συνοικιακό κατάστημα και στα τρεμάμενα χέρια μου. Τα άλλα καρέ, που τώρα έβλεπα αραδιασμένα στο τρισέλιδο, με μυρωδιά εφημερίδας άρθρο, ήταν πολύ ωραιότερα. Πόσες ακόμα εικόνες μένουν στα κόντακτ και τα αρνητικά των φιλμογράφων; Σκέφτομαι το ευφρόσυνο υλικό που θα υπάρχει στα αρχεία τους – όλες τις φωτογραφίες που απορρίφθηκαν για να προκριθεί η μία. Πού βρίσκονται λοιπόν; Ξεκίνησαν από έναν σκοτεινό θάλαμο κι επέστρεψαν σ’ έναν άλλο; Μήπως οι φωτογραφίες που αναζητώ, άσεμνες δεκαδάκτυλες πατούσες, βρίσκονται ατύπωτες ή καταχωνιασμένες σε ιδιωτικούς φακέλους και ψάχνω μάταια στους φωτεινούς θαλάμους των περιοδικών και των διαδικτύων;

Και ποια είναι η τύχη των κιτρινισμένων σελίδων των μουσικών και των άλλων περιοδικών όταν τελείωνε ο μήνας τους, έστω ο χρόνος τους; Πατάρια, αποθήκες, υπόγεια, πλημμύρες, υγρασίες, σκουπίδια, παλαιοπωλεία κι ίσως ξανά πίσω στον ήλιο. Τότε τα ξεφύλλιζα με βουλιμία περιμένοντας την έκπληξη ή ένα νεύμα κι ύστερα ξανά και ξανά, τελετουργικά, για να την συναντήσω σε φωτογραφίες όπως εκείνη από το φεστιβάλ No Nukes του 1979, όπου δεκάδες καλλιτέχνες συγκεντρώθηκαν στη Νέα Υόρκη για ένα μέλλον χωρίς πυρηνικά όπλα κι εκείνη οργίαζε στη σκηνή με μια ολόσωμη φόρμα με κάθετες ρίγες, απόλυτα ξυπόλητη και εκθαμβωτικά χαμογελαστή, βεβαιώνοντάς με πως οι αξιόψαχτες γυναίκες μάχονταν σε κάποιο πολιτικό αγώνισμα, κατηγορηματικές όπως κι εκείνη για το μέλλον που βρισκόταν στα χέρια μας.

Μπορεί η κάπως μαλακή ποπ τζαζ φολκ ροκ της να υπήρξε αρκετά ενήλικη για μένα, χωρίς εξάρσεις και ορμές, μα η Κάρλυ, συχνά με σανδάλια δετά (πώς θα ήταν το άγγιγμα στο αυλάκι από τα κορδόνια στις γάμπες της;), τόσο ασυνήθιστα στις ξένες ρόκισσες, μου γνώρισε την θεραπεία της μουσικής που στον καθένα λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο (όταν στα οκτώ της άρχιζε να τραυλίζει έντονα και καμία ψυχοϊατρική δεν κατάφερε να το σταματήσει, δοκίμασε να τραγουδάει και να γράφει τραγούδια και ως δια μαγείας το τραύλισμα εξανεμίστηκε), πως ακόμα κι ένα μικρό ποσό χαμένου χρόνου μπορεί να αντιστραφεί κι ότι η έμπνευση βρίσκεται παντού (έγραψε το κομμάτι Anticipation μέσα στα δεκαπέντε λεπτά που περίμενε τον Cat Stevens στο πρώτο ρομαντικό τους ραντεβού) και πως η αφαίρεση ενός στήθους όχι μόνο δεν στερεί κάτι από την θηλυκότητα μα την διατρανώνει, όπως επέμενε ο Χουάν Κάρλος Ονέτι, στην Σύντομη ζωή, όπου ο ήρωάς του ποθεί ακόμα περισσότερο την Γερτρούδη και επιθυμεί «να βυθιστεί στο ολοφώτιστο δωμάτιο, με το ξανανιωμένο πρόσωπό του από την λαγνεία στο ακρωτηριασμένο στήθος, να το φιλήσει και να χάσει εκεί πάνω το μυαλό του».

Η όρεξή μου γινόταν όλο και πιο μεγάλη· ήταν μια όρεξη βουλιμική για γυναίκες εξώφυλλες και δισκογραφημένες, ώστε να μπορώ να τις χαϊδεύω ανά πάσα στιγμή, έχοντας το προνόμιο να ακούω την φωνή τους και να μελετώ την ποίησή τους. Κάθε φορά ήθελα και κάτι νέο, που να πλησιάζει ακόμα περισσότερο στο γούστο μου. [Έτσι] μετά την καλσοντυμένη Κάρλυ με το αισθησιακό βλέμμα ήθελα μια αληθώς ξυπόλητη γυναίκα να με κοιτάζει ευθεία στα μάτια, ήρεμη και νοηματική.

Με περίμενε ένα κυριακάτικο μεσημέρι μέσα από την βιτρίνα του μοναδικού δισκοπωλείου της Φωκίωνος Νέγρη, σ’ ένα συναπάντημα που είναι αδύνατο να ξεχάσω: όσο πλησίαζα τόσο διέκρινα καθαρότερα την λευκότητα του ποδιού της στην άκρη του τζην (και σε αντίθεση με τα σκουρότερα ενδύματά της), το χαμογελαστό της πρόσωπο, τα μακριά μελιά μαλλιά. Ελαφρώς συνονόματη της πρώτης διδάξασας, μια Carole King κρατούσε στα χέρια της ένα εργόχειρο κι ονόμαζε τον δίσκο της Tapestry (1971). Καθισμένη σε πεζούλι μπροστά στο παράθυρο, με το εξώτερο φως να την αγγίζει διακριτικά, σε μια ανεπαίσθητα θαμπή λήψη, ήταν η πρώτη γυμνόποδη μελουργός αυτοπροσώπως σε εξώφυλλο· [μέχρι τότε ξυπόλητα κορίτσια κάθε τόσο πόζαραν ως μοντέλα σε συλλογές τραγουδιών, χωρίς να ανήκουν στους καλλιτέχνες].

Καθώς δεν είχα χρήματα να την κάνω δική μου, πήγαινα και ξαναπήγαινα για να κοιταζόμαστε, μέχρι που μια μέρα εξαφανίστηκε από την βιτρίνα. Την θέση της πήρε, σχεδόν ζηλότυπα, μια ηδυπαθής Debbie Harry που με περιγελούσε με τον τίτλο του δικού της δίσκου: Koo Koo. Δεν είχα παρά να ζητήσω το πρώτο δάνειο της ζωής μου, σπασμένο σε πολλά μέρη, εκατό δραχμές από δέκα φίλους και γνωστούς, και η εργοχειρίστρια έγινε δική μου. Και μπορεί να μην ευτύχησα να δω τα πέλματά της, μα έμαθα τι συμβαίνει κάτω από αυτά: στο πρώτο τραγούδι, I feel the earth move, με πληροφορούσε πως αισθάνεται την γη να σείεται κάτω από τα πόδια της και τον ουρανό να αναποδογυρίζει όταν κάποιος συγκεκριμένος είναι τριγύρω. Ιδού λοιπόν, μια απόλυτη αποκάλυψη των γυναικείων ποδιών: η αίσθηση του έρωτα εκδηλώνεται πρωτίστως σε αυτά!

Την έψαξα μανιωδώς στα τεύχη των περιοδικών και την βρήκα ως καλλιτέχνιδα που έπλαθε τα δικά της τραγουδοποιήματα ενώ είχε ήδη χαρίσει συνθέσεις της εδώ κι εκεί, όπως το (You Make Me Feel Like) A Natural Woman που τραγούδησε η Aretha Franklin. Πώς συμβάλλει λοιπόν κανείς ώστε να αισθάνεται μια γυναίκα φυσική; Η αφηγήτρια πάντως δήλωνε πως κάποιος βρήκε το κλειδί στην ειρήνη του μυαλού της και ότι δεν γνώριζε τι πήγαινε λάθος μαζί της μέχρι που το φιλί του την βοήθησε να το ονοματίσει. Η δε Κάρολ, πήρε τις συνθέσεις στην φωνή της κι άρχισε να βγάζει ολόδικούς της δίσκους· κι όταν κάποιος Neil Sedaka, αλλοτινός της συνοδός στις εξόδους των Σαββατόβραδων, αναστέναξε δημόσια Oh Carol!, εκείνη του αντέτεινε εξίσου τραγουδιστά το ειρωνικό της Oh Neil! Τα στοιχεία της πρότυπης ξυπόλυτης γυναίκας συμπληρώνονταν σιγά σιγά: οικεία και οικιακή, θαρραλέα στον αντίλογο, ακτιβίστρια της οικολογίας (έστω και στο Αϊντάχο, όπου εκδήλωνε τις περιβαλλοντικές της ανησυχίες). Μέχρι σήμερα κοιτάζω συχνά το εξώφυλλο και πάντα μου αντιτείνει το βλέμμα μαζί με τον γάτο της Τηλέμαχο, που είχε τιμητική θέση στο καρέ. Τυχερέ Τηλέμαχε, εσύ τριβόσουν ανενδοίαστα στα πόδια της, ενώ εμείς τα έλλογα αρσενικά μόνο τηλεπαθητικά παίρνουμε την θέση σου.

Όμως το αίμα μου έβραζε και προτιμούσα άλλα πιο αναστατωτικά είδη μουσικής συνεπώς αναζητούσα τις πιο παθιασμένες μουσικούς. Αλλά οι γυναίκες του ροκ έκρυβαν τα πόδια τους σε μπότες και μποτίνια! Για ποιο λόγο; Δεν μου φαίνονταν ιδιαίτερα ντροπαλές· ίσως υπερίσχυε ο κώδικας της ροκ εμφάνισης που θεωρούσε τα παπούτσια αδιάσπαστο στοιχείο του. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να τολμήσει η Chrissie Hynde των Pretenders να εκθέσει το πέλμα της «κατά πρόσωπον», στο εξώφυλλο του δίσκου Loose Screw (2002), επιβεβαιώνοντας πως μια ροκ ψυχή οπωσδήποτε θα έχει ενίοτε γκριζόμαυρες πατούσες και δεν θα διστάζει  να τετραγωνίσει τα πόδια της σε στάση βολική και για πολλούς πιστούς στα στερεότυπα «αναιδή».

Αλλά το 1979 υπήρξε ένα ιδιαίτερο εξώφυλλο που με χαμήλωσε σε απόσταση αναπνοής προς κάποια ροκ εντ ρολ δάχτυλα. Οι Kinks στο Low Budget ζούμαραν σε δυο πόδια με ψηλά κόκκινα τσόκαρα και καταπόρφυρα νύχια. Δεν ήταν οι πορφύρες που με εξέπληξαν, ούτε η επιμονή των ποδιών να σηκώνονται στο υψόμετρο των τακουνιών. Είχα ήδη παρατηρήσει ανάλογους συνδυασμούς στις ώριμες καλοντυμένες κυρίες που σύχναζαν στο Select της Φωκίωνος και στο Savoy της Πλατείας Βικτωρίας, όπου περνούσα ακατάπαυστα δήθεν αναζητώντας τους φίλους μου, μόνο και μόνο για να τις δω στα ερωτικά τους ραντεβού ή τις μοναχικές τους πάστες· τα ίδια προτιμούσαν και οι ρομαντικές εξοδούχοι στο Green Park της Μαυρομματαίων που λικνίζονταν στις διθέσιες ζευγαρίσιες κούνιες. Όλες εκείνες οι κοκέτες των απογευμάτων συνήθιζαν να κοκκινίζουν τα νύχια τους, σε αγαστή διχρωμία με τα λευκά ή μαύρα πέδιλα της εποχής, μαζί με τακουνάκια, λουριά και άλλα δεσμευτικά. Αλλά τώρα ήταν πρωτοφανής η επιλογή του ποδιού ως κυρίαρχου και αποκλειστικά εστιασμένου ειδώλου. Φυσικά η αποστολή δυσκόλευε ακόμα περισσότερο. Τα πόδια γυμνώνονταν μόνο σε ιδιωτικούς χώρους ή σε σκοτεινούς δρόμους; Δεν έβγαιναν στο φυσικό φως; [Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται]

Οι μεταγραμμένες φράσεις του Χουάν Κάρλος Ονέτι προέρχονται από το μυθιστόρημα Σύντομη ζωή, σελ. 30, μτφ. Αγγελικής Αλεξοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2003 [Juan Carlos Onetti, La vide breve, 1950]. Περισσότερα για το βιβλίο, εδώ.

Στις εικόνες: 1. Carly Simon, Another Passenger, 2. Carly Simon, Playing Possum [Contact Sheet], 3. Carly Simon, Playing Possum, ολόκληρη η φωτογραφία, 4. Carly Simon, No Nukes, 5. Carly Simon, δεμένη των κορδονιών, 6. Carly Simon, περιχαρής των σανδαλιών, 7 και 8. Carole King, 9. Chrissie Hynde, 10. Kinks [and a Queen], 11. Έχεις δίκιο, Carly.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.