Τζούλιαν Μπαρνς – Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια

Layout 1

Διαλεκτική πάνω στο άλεκτο

Πιο ενδιαφέρον και πιο απολαυστικό βιβλίο για το αναπόφευκτο δεν μπορεί να υπάρξει. Ο πνευματώδης Άγγλος συγγραφέας το κατορθώνει μ’ έναν φαινομενικά απλό τρόπο: το γράφει ταυτόχρονα ως προσωπικό αφήγημα και ως δοκιμιακή μελέτη. Το ένα είδος αναμειγνύεται με το άλλο και εμείς καταλήγουμε να διαβάζουμε ένα απολαυστικό βιβλίο για τον θάνατο χωρίς στιγμή να μας σκεπάζουν σκιές ή να σκιαζόμαστε.

Ο Μπαρνς επιδίδεται πρώτα σε μια μορφή …. επιλεγμένης αυτοβιογραφίας, διηγούμενος αμέτρητα περιστατικά από την ζωή του που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχετίζονται με το θέμα του: από τις απόψεις των μελών της οικογένειάς τους, μέχρι τις συζητήσεις με φίλους, τους εσωτερικούς προβληματισμούς, την επίδραση των γεγονότων. Φυσικά αυτό το μέρος προϋποθέτει και την ευρύτερη σκιαγράφηση προσώπων, τόπων και εποχής, που μαστορεύει με την γνώριμη συγγραφική του τέχνη. Από την άλλη καταγράφει και σχολιάζει μια μεγάλη ποικιλία σχετικών σκέψεων και απόψεων από λογοτέχνες, μουσικούς και φιλοσόφους. Η ιδέα του θανάτου, ο βασανιστικός φόβος του, η φθορά και η θνητότητα, η αθανασία και το ξεγέλασμά του, οι τρόποι της υπέρβασής του, οι φιλοσοφίες και οι τέχνες που επιχείρησαν να τον αντιμετωπίσουν, να τον αναλύσουν ή να τον αγνοήσουν, όλα έχουν την θέση τους σε αυτόν τον οδηγό για το αναπόφευκτο.

2

Αναμφίβολα η βασικότερη επικράτεια που οφείλει να διανύσει ο συγγραφέας είναι η θρησκεία. Ο Μπαρνς είναι απερίφραστα ειλικρινής: αν δήλωνε αθεϊστής στα είκοσι και αγνωστικιστής στα πενήντα και τα εξήντα, αυτό δεν οφείλεται στο ότι έχει αποκτήσει επιπλέον γνώσεις στο μεταξύ· απλώς με την πάροδο του χρόνου διαθέτει μεγαλύτερη επίγνωση της άγνοιας. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι διαθέτουμε αρκετή γνώση ώστε να ξέρουμε; Ως νεοδαρβινιστές υλιστές του εικοστού πρώτου αιώνα, γράφει, πεπεισμένοι ότι το νόημα και ο μηχανισμός της ζωής έχουν αποσαφηνιστεί από το έτος 1859 και έπειτα, θεωρούμε τον εαυτό μας σοφότεροι από εκείνους τους εύπιστους, δουλοπρεπείς που πίστευαν στον θείο σκοπό, και στην τελική κρίση. Παρότι όμως είμαστε περισσότερο ενημερωμένοι, δεν είμαστε περισσότερο εξελιγμένοι και σίγουρα δεν είμαστε ευφυέστεροι απ’ αυτούς. Τι μας πείθει ότι η γνώση μας είναι τόσο οριστική;

Τα μέρη εκείνα του κόσμου όπου η θρησκεία έχει στερέψει και υπάρχει μια γενική παραδοχή ότι αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα είναι το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας, δεν είναι, εν γένει, πιο σοβαρά μέρη από εκείνα όπου τα κεφάλια γυρίζουν ακόμη στο άκουσμα της καμπάνας του καθεδρικού ή του μουεζίνη στο μιναρέ. Εν γένει παραδόθηκαν σε φρενήρη υλισμό· αν και το πολυμήχανο ανθρώπινο ον είναι απολύτως ικανό να κατασκευάσει πολιτισμούς όπου η θρησκεία συνυπάρχει με τον φρενήρη υλισμό (όπου η πρώτη ενδέχεται ακόμα να είναι η εμετική συνέπεια του δεύτερου): παράδειγμα η Αμερική. [σ. 85]

montaigne

Παλιά οι άνθρωποι μιλούσαν πρόθυμα για το θάνατο και τον αφανισμό. Στο Παρίσι η παρέα των Φλωμπερ, Τουργκένιεφ, Γκονκούρ, Ντωντέ και Ζολά συζητούσαν το θέμα στα καθιερωμένα δείπνα τους. Ήταν όλοι αθεϊστές ή αγνωστικιστές που φοβόνταν τον θάνατο αλλά δεν τον απέφευγαν. Άνθρωποι σας εμάς, έγραψε ο Φλωμπέρ, θα έπρεπε να έχουν την θρησκεία της απελπισίας. Πρέπει να είμαστε ισάξιοι της μοίρας μας, δηλαδή απαθείς σαν εκείνης. Ο Σοστακόβιτς, μελαγχολικός στοχαστής του θανάτου, πίστευε ότι αν οι άνθρωποι άρχιζαν να συλλογίζονται τον θάνατο νωρίτερα, θα έκαναν λιγότερο ανόητα λάθη. Ο φόβος του θανάτου ίσως είναι το εντονότερο των συναισθημάτων. Οι απόψεις αυτές δεν εκφράστηκαν ποτέ δημοσίως, καθώς ο συνθέτης γνώριζε ότι ο θάνατος – εκτός αν ερχόταν με τη μορφή ηρωικού μαρτυρίου – δεν ήταν κατάλληλο θέμα για την σοβιετική τέχνη.

Ο σύγχρονος τρόπος σκέψης μας για τον θάνατο ξεκινάει από τον Μονταίν· αυτός είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στα σοφά πρότυπα του Αρχαίου Κόσμου και στην προσπάθειά μας να βρούμε μια σύγχρονη, ώριμη, άθρησκη αποδοχή του αναπόφευκτου τέλους μας. Για τον Μονταίν, ο θάνατος της νεότητας, που συχνά περνάει απαρατήρητος, είναι ο σκληρότερος θάνατος, αυτό που συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε «θάνατο» εν είναι παρά ο θάνατος του γήρατος. Το άλμα εδώ είναι πολύ ευκολότερο απ’ ό,τι η ύπουλη μετάβαση απ’ την παράτολμη νιότη στο γεμάτο δυστροπίες και πίκρες γήρας.

Jules Renard

Η θρησκεία πρόσφερε κάποτε παρηγοριά για τα βάσανα της ζωής και ανταμοιβή στο τέλος της για τους πιστούς. Αλλά και πέρα απ’ αυτά τα δώρα, προσέδιδε στην ανθρώπινη ζωή μια αίσθηση γενικότερου πλαισίου· …η χριστιανική θρησκεία δεν άντεξε τόσο πολύ στο χρόνο μόνο και μόνο επειδή την πίστεψαν όλοι οι άλλοι, επειδή την επέβαλαν ο κανόνας και ο κλήρος, επειδή ήταν ένα μέσο κοινωνικού ελέγχου, επειδή ήταν το μοναδικό παραμύθι που κυκλοφορούσε στην πόλη αι επειδή αν δεν το πίστευες μπορεί να έβρισκες πρόωρο θάνατο. Άντεξε στο χρόνο, επίσης, επειδή ήταν ένα όμορφο ψέμα, επειδή οι χαρακτήρες, η πλοκή, οι διάφορες ανατροπές, επιβλητική πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, όλα αυτά στοιχειοθετούσαν ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα…μια τραγωδία με αίσιο τέλος. Η ανάγνωση της βίβλου σαν να είναι λογοτεχνία, δεν πιάνει μια μπροστά στην αναγνωση της Βίβλου σαν να είναι αλήθεια…. [σ. 76 -77]

Ο σοβιετικός κομμουνισμός, το Χόλυγουντ και η οργανωμένη θρησκεία βρίσκονται πολύ πιο κοντά απ’ ότι γνώριζαν, καθώς τα εργοστάσια ονείρων παρήγαν πυρετωδώς την ίδια φαντασίωση.Η θρησκεία τείνει προς τον αυταρχισμό, όπως ο καπιταλισμός τείνει προς το μονοπώλιο. Με ποιον τρόπο διαχειρίζεται ή εμπορεύεται τον θάνατο; Γιατί χαρακτηρίζεται ως άσπλαχνη απάτη; Ποιους φυσικούς και μεταφυσικούς κανόνες γνωρίζει και τηρεί η νευρομηχανική της πίστης; Και, άραγε, όσοι πιστεύουν στον Θεό φοβούνται λιγότερο από τους άθεους;

4

Ο Φιλίπ Αριές παρατηρούσε ότι όταν ο θάνατος άρχισε πραγματικά να γίνεται αντικείμενο φόβου, έπαψε να συζητιέται· ο αγνωστικιστής Σώμερσετ Μωμ πίστευε ότι η καλύτερη στάση της ζωής ήταν η εύθυμη παραίτηση. «Περιμένοντας τον Θεό να αποκαλυφθεί, πιστεύω ότι η πρωθιέρειά του, η Τύχη, κυβερνά εξίσου αυτόν τον θλιβερό κόσμο» έλεγε ο Σταντάλ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο κόσμος μας δεν έχει γίνει σοφότερος. Οι μεσαιωνικές Αρχές έσερναν ζώα στα δικαστήρια και έκριναν με κάθε σοβαρότητα τα παραπτώματά τους· εμείς τα κλείνουμε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα παραγεμίζουμε με ορμόνες και τα πετσοκόβουμε, έτσι ώστε να μας θυμίζουν όσο το δυνατόν λιγότερο κάτι που κάποτε κακάριζε ή βελάνιζε ή μουγκάνιζε. Ποιος κόσμος είναι σοβαρότερος απ’ τους δυο; Ποιος είναι ηθικά ανώτερος; [σ. 84]

Είναι πάντα γοητευτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Μπαρνς συλλογίζεται πάνω στον θάνατο εκκινώντας από τις παιδικές του αναμνήσεις, με τα δεδομένα της τότε ζωής και τις μοναδικές πηγές πληροφόρησης (το ραδιόφωνο από βακελίτη, η πελώρια τηλεόραση – ντουλάπι, η οικογενειακή Βίβλος, τα σημειώματα των εφημερίδων για θεατρικά που δεν έβλεπε ποτέ και βιβλία που δεν έμπαιναν ποτέ στο σπίτι) και φτάνει μέχρι βαθείς φιλοσοφημένους προβληματισμούς. Το περίφημο Ημερολόγιο του Ζυλ Ρενάρ, κείμενα και σκέψεις συγγραφέων όπως οι Σαιν Σιμόν, Καίσλερ, Σίνγκερ, Γουίλσον, Λάρκιν, Γουώρτον, Μπερνάρ, Σάνδη, Φόκνερ, Ροθ, Στάυρον, Ντωντέ, Ναμπόκοφ, κ.ά, φιλοσόφων από τον Α Τζ. Άυερ μέχρι τον…Ρίτσαρντ Ντώκινς αλλά και απλών φίλων και συγγενών και εγκιβωτισμένες ιστορίες όπως η συναρπαστική περίπτωση του του Γιουτζήν Ο’ Κέλυ που παρά το γεγονός ότι γνώριζε τον θάνατό του έζησε με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια την ελάχιστη εναπομείνασα ζωή, όλα συγκροτούν μια αξιανάγνωστη επίτομη διαλεκτική πάνω στο πλέον άλεκτο της ζωής.

Εκδ. Μεταίχμιο, 2008, μτφ. – επίμετρο βιογραφικών: Αλεξάνδρα Κονταξάκη, σελ. 365 [Julian Barnes, Nothing to be frightened of, 2008].

Πρώτη δημοσίευση: mic. gr / Βιβλιοπανδοχείο, 177. (No) Fear is Man’s Best Friend.

Ίαν ΜακΓιούαν – Χαμένο παιδί

1

Η ουτοπία της παιδικότητας

Μια αφηρημάδα ελάχιστης διάρκειας αρκεί για να χάσει ο Στίβεν Λιούς, πετυχημένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων την τρίχρονη Κέιτ από τα μάτια του και η αδιανόητη απαγωγή της μέσα σ’ ένα σούπερ μάρκετ του Νότιου Λονδίνου είναι ήδη γεγονός. Όπως είναι ευνόητο, ο γάμος του με την μουσικό Τζούλι διαβρώνεται οριστικά και αμετάκλητα. Ανάμεσά τους εγκαθίσταται μια σιωπή που πυκνώνει ολοένα και περισσότερο· το παιδί που δεν βρίσκεται πουθενά βρίσκεται πάντα ανάμεσά τους. Εκείνη πηγαίνει να ζήσει στην εξοχή, εκείνος αφήνει την οθόνη της τηλεόρασης να απορροφήσει όλη του την προσοχή. Κι ύστερα αναμονή, ατέλειωτη αναμονή. Οι σκέψεις του ξεκινούν και τελειώνουν στις νοητικές προβολές της Κέιτ, στις εικασίες τι θα έκανε εκείνη την οποιαδήποτε στιγμή (ακόμα και τώρα, δυο χρόνια μετά), στις φαντασιώσεις της παρουσίας της. Χωρίς τη φαντασίωση ότι η ύπαρξή της συνεχιζόταν ήταν χαμένος, ο χρόνος θα σταματούσε. Ήταν πατέρας ενός αόρατου παιδιού.

Θα περίμενε κανείς την καταβύθιση του ήρωα σε αβύσσους θλίψης και απόγνωσης αλλά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο: όσο έκπληκτος κι αν είναι από την σκληρή στροφή της ζωής του, όσο κι αν αισθάνεται ότι «η κανονικότητα του κόσμου εξακοντίζει μια προσβολή καταπάνω του», όσο κι αν οι σκέψεις του μοιάζουν με «διάστημα διανοητικού λευκού θορύβου», συνεχίζει να ζει. Αντίστοιχα και το βιβλίο δεν μετατρέπεται σε μια ιστορία της μελαγχολίας, ούτε σε τηλεοπτικό οικογενειακό μελόδραμα. Ο Στίβεν αναισθητοποιεί τον εαυτό του μέσω της ακάματης δραστηριότητας σε συγκεκριμένο περιβάλλον υπό το συγκεκριμένο κράτος. Κι εδώ είναι ο δεύτερος άξονας της ιστορίας, η πολιτική. Πού συναντιέται όμως μια τόσο ιδιωτική ιστορία με την δημόσια μορφή της πολιτικής και μάλιστα στην χείριστη μορφή που επέβαλε το Θατσερισμός;

NPG x133005; Ian McEwan by Angela Gorgas

Ο Στίβεν συμμετέχει σε ειδική επιτροπή συγγραφής ενός σχολικού εγχειριδίου για την εκπαίδευση των νεαρών μαθητών, όπως τους επιθυμεί η Θάτσερ, που στο βιβλίο δεν κατονομάζεται αλλά είναι ηλίου φαεινότερη. Η Δημόσια Υπηρεσία Παιδικής Αγωγής, προσφιλής ασχολία της πρωθυπουργού, φιλοδοξεί να διαμορφώσει τον χαρακτήρα των αυριανών πολιτών. Οι δεκατέσσερις υποεπιτροπές της έχουν αρκετή δουλειά: από τον έλεγχο της βιομηχανίας των παιχνιδιών μέχρι τις προτάσεις για την οικογενειακή βία. Και φυσικά υπάρχει και ο τομέας Γραφής και Ανάγνωσης, συμφυής με την ειδικότητα του Στίβεν.

Αλλά η σπειροειδής πλοκή επιστρέφει, ή μάλλον εισχωρεί, στην παιδική ηλικία – όχι της χαμένης μικρής, αλλά των ίδιων των «πρωταγωνιστών». Η παιδική ηλικία σκεπάζει ως αδιόρατο πέπλο την μυθοπλασία: ανάμεσα στις σελίδες κινείται πρώτα ένα παιδί μέσα στον χρόνο – αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου [Child in time]· εκείνο που υπήρξε, εκείνο που κάπου υπάρχει τώρα, μα και το παιδί που ίσως αυτή τη στιγμή χάνει οριστικά την παιδικότητά του, εμβαπτιζόμενο σ’ έναν σκληρό, ενήλικο κόσμο. Ύστερα, υπάρχει το παιδί έξω από τον χώρο: απομακρυσμένο από τον φυσικό του περιβάλλον – τους οικογενειακούς κόλπους, αφήνει μια μαύρη τρύπα που χάσκει μέσα σε εκκωφαντική σιωπή· μια άφαντη παρουσία απέναντι στους ορφανεμένους γονείς. Και τέλος, σε κάθε γύρισμα της σελίδας, σιωπηρά φωνάζει το ερώτημα: πόσο διαρκεί η ζωή της παιδικής ηλικίας, πόσο υπάρχει μέσα μας ως κάτι οριστικά χαμένο, όχι επειδή τελείωσε αλλά επειδή δεν υπήρξε;

mcewan

Αυτό το τελευταίο ερώτημα απορροφάει ολικά τόσο τον Στίβεν, που επιχειρεί αλλεπάλληλες επιστροφές στην δική του παιδικότητα, όσο και τον φίλο του Τσαρλς Νταρκ, σκιώδες μέλος της συγγραφικής ομάδας, που εκπροσωπεί την σύγχρονη κυνική – συντηρητική πολιτική σκέψη. Ο Νταρκ, θα επιχειρήσει με τον δικό του τρόπο να απαρνηθεί το παρόν, σε μια εξωφρενική απόδραση από τον χώρο – επιστρέφει στην εξοχή – και από την ενηλικότητα – παραιτείται από τις επαγγελματικές του ευθύνες. Μπορεί κανείς να επιστρέψει στον ψυχισμό μιας ηλικίας χωρίς έγνοιες;

Το κρατικό Εγκεκριμένο Εγχειρίδιο Παιδικής Αγωγής επιχειρεί να ορίσει τον ρόλο των λέξεων, ή να τιθασεύσει τις αντίθετες φωνές – να διαλύσουμε τη μαγεμένη ταύτιση λέξης και πράγματος και δι’ αυτής, σημαίνει ότι θα προξενήσουμε μια πρώιμη αυτοσυνειδησία, μια σκληρή απομόνωση την οποία αρεσκόμαστε να νομιμοποιούμε, ονομάζοντας την ατομικότητα [σ. 136] / … η γραπτή λέξη μπορεί να είναι αυτό καθαυτό το μέσο με τα οποίο συνδέονται ο εαυτός και ο κόσμος και γι’ αυτό τα καλύτερα κείμενα για παιδιά διαθέτουν αυτήν ακριβώς την ιδιότητα της αορατότητας: σε πηγαίνουν κατευθείαν στα πράγματα που ονομάζουν, και μέσα από μεταφορές και εικόνες μπορούν να ανακαλέσουν αισθήματα, μυρωδιές, εντυπώσεις για τις οποίες δεν υπάρχουν καν λέξεις. [σ. 139]

2

Ο μυθιστορηματικός χρόνος κυλάει αργά, η γραφή του Μακγιούαν το ίδιο. Ο ρεαλισμός του πλημμυρίζει από εσωτερικές σκέψεις, οι ιστορίες εγκιβωτίζονται η μία μετά την άλλη, ο ρυθμός επιβραδύνει, η δράση ελαχιστοποιείται. Ιδού τυπικός ΜακΓιούαν: Εκείνη δεν είχε ξεπεράσει τη σύγχυση ή τον παραλογισμό όμως διέθετε έναν απαράβατα επωφελή τρόπο να κατανοεί και να αποκαλύπτει τα αδιέξοδά της επιδιδόμενη σε ένα είδος αισθηματικής ή πνευματικής αγωγής. Στη δική της περίπτωση, οι παλιές βεβαιότητες δεν εγκαταλείπονταν ακριβώς αλλά ενσωματώνονταν σε ένα νέο σχήμα, περίπου όπως οι επιστημονικές επαναστάσεις ανακαθόριζαν μάλλον παρά απέρριπταν όλη τη γνώση που είχε προηγηθεί. Ό,τι ο ίδιος έβλεπε πάνω της ως αντίφαση εκείνη υποστήριζε πως ήταν εξέλιξη. Δεν κατοικούσε απλώς την εσωτερική της ζωή, αλλά τη διαχειριζόταν, την κατεύθυνε, το πεδίο μπροστά της ήταν χαρτογραφημένο. [σ. 95]

Ο συγγραφέας γράφει ακριβώς όπως τον γνωρίζουμε: εκκινεί από ένα δραματικό γεγονός, που φαινομενικά μοιάζει να μετατρέπεται σε τραγικό επίκεντρο της ζωής των χαρακτήρων του, στην ουσία όμως δεν είναι παρά μια αφορμή για περισσότερους και βαθύτερους προβληματισμούς. Εδώ δεν επιθυμεί να περιοριστεί στα όρια ενός τυπικού οικογενειακού δράματος αλλά στοχάζεται πάνω στον χρόνο, τον αδιάσπαστο και τον καταδιασπασμένο, στην ιδέα της παιδικής ηλικίας, στην ουτοπία της επαναφοράς της.

Arthur_Rothstein,1942

Καθώς η οικογένεια του Στίβεν λύεται και οι δεσμοί της καταλύονται, εκείνος βρίσκεται στην κατάσταση που ευνοεί η σύγχρονη δυτική κοινωνία: στον θρίαμβο της ατομικότητας. Ο καθένας μόνος του. Σε αυτό τον κόσμο, το κέρδος αναγνωρίζεται ως η μόνη αξία, οι ζητιάνοι έχουν καθιερωθεί ως….θεσμός, τα παιδιά υποτάσσονται στο εκάστοτε τραγικό εκπαιδευτικό σύστημα (όπως εκείνο της Θάτσερ). Εκεί θέλει ιδιαίτερη προσοχή, ώστε τα σημερινά παιδιά να συνεχίσουν να κινούν τα νήματα του σημερινού πολιτικού κόσμου. Η διαμόρφωσή τους, έστω και ως παραμόρφωση, ξεκινάει ακριβώς από «τέτοια νομοθετήματα».

Αλλά και πέρα από αυτά, είναι τα παιδικά χρόνια τόσο ιδανικά ή εξιδανικεύονται; Πότε θεωρούνται πεπερασμένα; Έχουμε δυνατότητα με την ενήλικη ιδιότητά μας να επιχειρήσουμε μια δεύτερη παιδική ηλικία – όχι βέβαια με την ανώριμη και επιπόλαια μορφή αλλά ως μια συνειδητοποιημένη προσπάθεια συνύπαρξης αθωότητας και ωριμότητας; Τελικά που βρίσκεται η παιδική ηλικία και ποιες χρήσεις μπορεί να έχει σήμερα;

Ian McEwan 2

Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς χαρακτηρίζονται από παιδικότητα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο, από κάποια απλότητα στην προσέγγιση, όσο πολύπλοκα κι αν την εκφράζουν· είναι, λοιπόν, αναπόδραστο η ενήλικη ιδιοφυΐα να ταυτίζεται με την ανηλικιότητα. Και αντιστρόφως, τα σημαντικότερα «παιδικά» βιβλία είναι ακριβώς εκείνα που μιλούν τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους, στον αναδυόμενο ενήλικο μέσα στο παιδί και στο ξεχασμένο παιδί μέσα στον ενήλικο. [σ. 52]

Εκδ. Πατάκης, 2013, μτφ. Κατερίνα Σχινά, σελ. 400 [Ian McEwan, The child in time, 1987]

Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοπανδοχείο, 173 / Sweet child in time.