Μια πόλη στη λογοτεχνία. Βόλος. Επιλογή κειμένων: Κώστας Ακρίβος

Μα πώς έστριψα έτσι λέει κι εννοεί τη ζωή του, πώς γλίστρησα πάνω στις μουσικές και βρέθηκα στο αντίθετο ρεύμα, τι την ήθελα εγώ την μετωπική σύγκρουση, έφαγα μια ζωή σε διαδρομές, απ’ τον Pachelbel προς τα κάτω, πάρ’ τε την από μπροστά μου, ποιος ξέρει πώς την λέν’ τη μουσική που θα με περιμένει κάπου, τι θα μου ζητήσει….και παίρνει τη στροφή κάπως πιο ανοιχτά, πιο ατημέλητα από άλλοτε, και τότε το βλέπει να ’ρχεται μ’ όλα τα φώτα του αναμμένα, κόρνα σε ντο μείζονα, καρδούλες στο παρμπρίζ, τι δουλειά έχει μες στο καλοκαίρι αυτό το χριστουγεννιάτικο δέντρο σκέφτεται, κι αφήνεται να βυθιστεί εκκωφαντικά στο πιο εκθαμβωτικό heavy metal.

… έγραφε στο «Μουσικό θέμα για Road Movie» ο Αχιλλέας Κυριακίδης, καθώς ο οδηγός έμπαινε με τα χίλια στο Βόλο, γιατί όπως άλλωστε λέει κι ο Κώστας Ακρίβος, γέννημα θρέμμα της ανθολογημένης μεσο-πολης, απαραίτητη προϋπόθεση μιας οδοιπορίας στις πόλεις είναι ακριβώς να ανακαλύψεις τα περάσματα που οδηγούν σ’ αυτές, τους δρόμους – εισόδους που υποδέχονται και τους δρόμους – εξόδους – πειρασμούς για αποκοπή του ομφάλιου λώρου. Γι’ αυτό και το εισοδιακό κείμενό του αποκαλύπτει διηγηματικώς έξι τρόπους εισχώρησης στον ιδιαίτατο Βόλο.

Και μετά την σκυτάλη παίρνουν τα γεννήματα / θρέμματα της πόλης όπως ο Μ. Μήτρας («είναι ο θόρυβος που φτάνει σε σημείο εκκωφαντικής σιωπής»), ο Λ. Παπαστάθης, η Λ. Διβάνη, η Σ. Σταυρακοπούλου (για έναν λίβα που κρατούσε τα παιδιά και τα μάθαινε διάφορους τρόπους για να χαίρονται) και ξανά ο ανθολόγος, οι ποιητές Θ. Κωσταβάρας και Β. Στεριάδης και άλλοι. Βέβαια οι πόλεις, οι ιστορίες των ανθρώπων που δεν έφυγαν, όσο κι αν «έφευγαν», εξ ου και το αφήγημα του Κίτσου Μακρή για τα ταξίδια ενός αταξίδευτου ζωγράφου του ταρσανά, που έγραψε την πιο σύντομη χειρόγραφη αυτοβιογραφία και που όλα του τα ταξίδια ήταν περίπατοι μέχρι τα κοντινά του Βόλου. Από την απέναντι ακτή ο Μιχάλης Δήμου ιστορεί ιστορίες που δε μάθαμε: για μια κοινή γυναίκα το όνομα της οποίας έπρεπε να χαραχτεί σε Μνημείο Εθνικής Συμφιλίωσης, προκαλώντας ιερή φρικίαση και διαλογικό αναβρασμό στην πόλη…

Από άλλο δρόμο καταφτάνουν οι αλλότοποι Φ. Δρακονταειδής, Θ. Βαλτινός, Γ. Πάνου, Μ. Κουμανταρέας, Μ. Δούκα, Μ. Τσιρογιάννη, κι όλη η παλιοσειρά του 30, ο Βασίλης ο Αρβανίτης, ο Θάνος Βλέκας, τα Παιδιά της Νιόβης, ο Ιάσωνας του Βασιλικού, η Τυφλόμυγα της Φακίνου και η Σκιά του Σκαμπαρδώνη ενώ από μια αγνή αφήγηση από το εργαστήρι προφορικής αφήγησης του Στέλιου Πελασγού βγαίνει ένα κορίτσι κοκαλωμένο με μια οβίδα καρφωμένη στο φόρεμά της, πίσω στις σκληρές εποχές. Δεν λείπουν φυσικά ούτε οι αλλοεθνείς πρεσβευτές: η Christa Wolf με την Μήδεια της, περιηγητές και ταξιδιώτες κι ο Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο με πολλές Αναμνήσεις, γιατί εδώ γεννήθηκε κι έζησε παιδικά – κι ίσως γι’ αυτό σα να ακούω τις μελωδίες του Κυπουργού απ’ το αφιερωμένο στον ζωγράφο Aenigma Est.

Μένω και ξαναμένω στα δυο κείμενα του εντόπιου Θανάση Νιάρχου: για τις του Δημοτικού δασκάλες του και για «Για όλα όσα τελείωσαν χωρίς ελπίδα πια», μια ελεγειακή λίστα ενθυμημάτων, βιβλίων, κειμένων, εικόνων και περιστατικών, με μαθήτριες εκπορνευόμενες, με περιπτερούχους και βοθροκαθαριστές αξιομνημόνευτους, με τον μόνιμο και μοναδικό επισκέπτη της βιβλιοθήκης και για όσους οφείλουμε να σπονδεύουμε κατά τον στίχο του Νίκου Φωκά: Μια τρυφερότητα για τους νεκρούς/Μιας άλλης Ιστορίας έστω/για τις χαμένες τις γενιές.

Εκδ. Μεταίχμιο, 2001, 2η εμπλουτ. έκδ. 2007, με παλαιότερες και σύγχρονες φωτογραφίες. 307 σελ.

Δημοσίευση σε συντομότερη μορφή εδώ. Οι φωτογραφίες από την εξαιρετική ιστοσελίδα του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου.

Σπύρος Λαζαρίδης, Ενδοσκεληδόν. Ανθολογία έργων της ελληνικής λογοτεχνίας με ήρωες μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές

 

Τώρα και χρόνια καίει σωρούς τα γλυκόλογα με καθαρή βενζίνη
τυλίγοντας απαλά τον έρωτα στον ξέφρενο θόρυβο
που κάνουν έξω στα μακρουλά κοκαλιάρικα γεγονότα
κάτι αιφνίδιες μοτοσυκλέτες και βλέποντας
τα υπέρτερα πουλιά σαν αντίδοτα
παντού μέσ’ στ’ ολοζώντανο και θυμωμένο δάσος
ωσάν αχόρταγες καρφίτσες της Ειρμαμένης…

Νίκος Καρούζος, Η πρώιμη κόλαση της Εύας Μπράουν, 1982

Σύμβολο ελευθερίας, περιπλάνησης, κοινωνικής πρόκλησης ή διαμαρτυρίας, φετίχ ή προστάδιο ερωτικής αφύπνισης, περιβεβλημένη με τον μύθο μιας νεότητας που αψηφά τον κίνδυνο ή και τον θάνατο, η μοτοσυκλέτα διάνυσε και διανύει μια παράλληλη πορεία στα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, προσφέροντας αφορμή για πλήρη ανθολόγηση. Αν το «Μοτοσυκλέτας εγκώμιον» (Γ. Ιωάννου) αποτελούσε το πρώτο υμνητικό κείμενο, ανοίγοντας τον κύκλο της στην λογοτεχνία της δεκαετίας του ’70, στην επόμενη δεκαετία θα αντικαθιστούσε ολοκληρωτικά το αυτοκίνητο ως το απόλυτο όχημα συναισθηματικής ή πραγματικής φυγής κι όχι μόνο.

Μέσα από δύο τμήματα (ποίηση – πεζογραφία), με δέκα κι εννιά ιδιότυπες θεματικές ενότητες αντίστοιχα, περνούν μοτοσυκλετιστές – «ιστιοπλόοι της εθνικής οδού» (Κ. Γκιμοσούλης), «προάγγελοι της άνοιξης» (Γ. Ρίτσος) κι «εξάγγελοι των νιάτων και των κινδύνων τους» (Ρ.Αποστολίδης). Η μοτοσυκλέτα γίνεται τόπος ερωτικού αγκαλιάσματος (Ν. Κάσδαγλης), μηχανή (οριστικής;) απόδρασης και λήθης (Α. Τσακνιά), μέσο ταξινόμησης προσωπικοτήτων (Γ. Κάτος) ή παράτασης της νεότητας (Η. Κουτσούκος), συντηρήτρια ψευδαισθήσεων (Ν. Νικολαΐδης) ή «άλογο με φτερούγες που δεν μπορείς να φορτώσεις τα όνειρά σου» (Γ. Βαφόπουλος), κομμάτι άλλης εποχής κι αλλοτινής δόξας (Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος), φόβητρο και ταφόπλακα του κακού (Τ. Καζαντζής), έμψυχο πάντως πλάσμα, ακόμα κι όταν αντιδιαστέλλεται με τον παλμό του ζωντανού οργανισμού (Ζ. Καρέλλη), εκθέτει ανεπανόρθωτα το σώμα (Μ. Φακίνος) και μετατρέπεται σε «εργαλείο επιστροφής στη ζεστή μήτρα του Τίποτα, του Ποτέ και του Πουθενά» (Κ. Μοσκώφ).

Εποχούμενοι όμως στα κείμενα των ανθολογούμενων (μεταξύ των οποίων οι Σ. Αντωνίου του οριακού «Leather Boy», Ν.-Α. Ασλάνογλου, Γ. Βαρβέρης, Γ. Βέης, Α. Δεληγιώργη, Τ. Καλούτσας, Μ. Κουμανταρέας, Χ. Λιοντάκης, Μ. Ξεξάκης, Γ. Πατίλης, Τ. Πίττας, Β. Ραπτόπουλος, Γ. Σκαμπαρδώνης, Σ. Σερέφας, Β. Στεριάδης, Α. Φωστιέρης, Ν. Χριστιανόπουλος – που προλογίζει το έργο κ.ά.), καταλήγουμε στους ποιητές που έδωσαν πολλάκις εμβληματικούς στίχους για δικυκλιστές που «φτερουγίζουν στην άσφαλτο τους πανικούς τους» (Ν. Καρούζος) και για τις μηχανές της καθημερινής μυθολογίας αλλά και μιας απόλυτης οικουμενικότητας – από την Ξάνθη και την Μάνη, στο Περού και το Καμερούν – (Γ. Χρονάς), και εν τέλει, επιστρέφοντας στον Ρίτσο, καθρέφτες μιας άγνωστης εσωτερικής ταχύτητας μέσα μας.

Εκδ. Ζήτρος, 2008, σελ. 550.

Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 543, 6.3.2009.

 Βλ. και πανδοχειακή ανάρτηση για σχετική μελέτη του Σ. Λαζαρίδη εδώ.  Στην φωτογραφία ο Νίκος Καρούζος.