Ο Αντόνιο Ταμπούκι και η διπλή φύση μιας θαυμαστής γραφής

Κείμενο δημοσιευμένο στην εφημερίδα Δρόμος της αριστεράς, [Στήλη: Προσωπογραφίες], Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Μια μέρα συνειδητοποίησα, λόγω κάποιων απρόβλεπτων γεγονότων της ζωής, πως ένα πράγμα που ήταν «έτσι» ήταν παράλληλα και αλλιώς, είπε κάποτε ο Αντόνιο Ταμπούκι, εκφράζοντας ένα ενδεχόμενο που κυριαρχεί μόνιμα στην πρόζα του. Ο σημαντικός Ιταλός συγγραφέας (1943-2012) έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα ενώ ταυτόχρονα ήταν ένας πολιτικοποιημένος δοκιμιογράφος με άρθρα σε εφημερίδες. Η παράλληλη περιπλάνηση σε δυο διαφορετικά είδη και περιεχόμενα γραφής, στην ιδιαίτερη, εσωστρεφή και συχνά συγκινησιακά φορτισμένη μυθοπλασία και στην σαφή, ρεαλιστική πολιτική συλλογιστική αποτελεί την πρώτη από τις σαγηνευτικές ιδιότητες του έργου του.  Η γραφή του μας εισάγει βαθειά στον κόσμο των χαρακτήρων του, στις μικρές, επαναλαμβανόμενες συνήθειές τους, στις λεπτομέρειες μιας καθημερινότητας συχνά αβάσταχτης, στις περιπλανήσεις τους στις πόλεις που βράζουν αλλά σιωπούν. Αυτή η αφήγηση κατορθώνει να εμπλέξει τον αναγνώστη στον εκάστοτε κόσμο της, παρασύροντάς τον στην δίνη των λέξεων και σε μια ανεπαίσθητη συνύπαρξη με τους χαρακτήρες.

Σε μια προσωπική συνομιλία με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη, στην ερώτηση τι τον έθελξε περισσότερο στον Ταμπούκι, εκείνος απάντησε: «Οι βουβές πλοκές των έργων του. Η εκπληκτική του γλώσσα που μοιάζει ένα τίποτα κι είναι τα πάντα. Η ηθική του στάση απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα. Και η άποψή του ότι το καθετί σέρνει πίσω του και το αντίστροφό του» [1]. Άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας, είχε πει στον Χρυσοστομίδη ότι η λογοτεχνία προσφέρει «αυτό το κάτι περισσότερο σε σχέση με αυτά που η ζωή μας παραχωρεί – εδώ συμπεριλαμβάνεται η ετερότητα, το μικρό θαύμα που μας επιτρέπει να βγούμε από τον εαυτό μας και να γίνουμε “άλλοι”. Μας βάζει να ταξιδεύουμε στον κόσμο, στις ζωές των άλλων, στον ίδιο μας τον εαυτό» [2]. Έλεγε ακόμα πως πατρίδα του είναι η γλώσσα του· πως ένας συγγραφέας ζει μέσα στη γλώσσα του κι αυτός κατοικεί μέσα στη ιταλική γλώσσα, αλλά η αγάπη του για την Πορτογαλία τον έκανε να γράψει το βιβλίο του Ρέκβιεμ στα πορτογαλικά [3]. Κι ότι μ’ αυτό το εξαγνιστικό γεγονός ξαναβαφτίστηκε, ότι ένοιωσε σα να διέσχισε ένα ποτάμι και να πέρασε στην άλλη όχθη.

Στην Πορτογαλία άλλωστε διαδραματίζεται το μυθιστόρημά του Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα. Μια μαρτυρία [4]. Στην Λισαβόνα του 1938 ο Περέιρα, υπεύθυνος για την πολιτιστική σελίδα της μικρής απογευματινής εφημερίδας Λισμπόα, περιφέρει το ταλαίπωρο σαρκίο του ανάμεσα σ’ ένα άθλιο δωματιάκι, στο καφέ Ορκίντεα και σ’ ένα γραφείο όπου εξαργυρώνει την αγάπη του για την λογοτεχνία. Όταν ο νεαρός Μοντέιρο Ρόσσι του στέλνει κείμενα για τον Λόρκα «που δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους ενώ όλος ο κόσμος αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν να συμβεί μια μέγιστη βαρβαρότητα» ή για τους «εχθρούς της δημοκρατίας» Μαρινέττι και Ντ’ Αννούντσιο, ο Περέιρα αναστατώνεται.

H χώρα βρίσκεται υπό την δικτατορία του Σαλαζάρ και ο Περέιρα γνωρίζει καλά ότι ολόκληρη η χώρα σιωπά, άνθρωποι χάνονται, η πόλη αναδίδει θάνατο αλλά αυτός έχει επιλέξει τη σιωπή. Η ζωή του τάχθηκε στη λογοτεχνία, άλλωστε συχνά μεταφράζει διηγήματα σπουδαίων συγγραφέων για την εφημερίδα, που τα αισθάνεται ως μηνύματα σε μπουκάλι που κάποιος θα μαζέψει· το καθήκον του ολοκληρώνεται εκεί. Αλλά δεν μπορεί να ησυχάσει και η πορεία των πραγμάτων θα είναι δεδομένη και αναπότρεπτη: θα προσφέρει κατάλυμα στον Ρόσσι, θα αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια τους φύλακες του φασισμού, θα ηττηθεί αλλά θα φυλάξει ένα τελευταίο ευφυές σχέδιο, μια ύστατη νίκη με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει, ένα συγκλονιστικό δημοσίευμα που θα δημοσιευτεί στην εφημερίδα εξαπατώντας τους λογοκριτές.

Στο σημείωμά του στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας μας εξομολογείται πως ο ίδιος ο Περέιρα τον επισκέφτηκε ένα βράδυ ως ένα πρόσωπο σε αναζήτηση ενός συγγραφέα. Τότε θυμήθηκε έναν δημοσιογράφο που κάποτε δημοσίευσε σε μια πορτογαλική εφημερίδα ένα σκληρό άρθρο κατά του καθεστώτος και ύστερα από ταλαιπωρίες αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της εξορίας. Όταν μετά το 1974 επανήλθε η δημοκρατία, είχε ξεχαστεί απ’ όλους. Τώρα στη θέση του πιθανώς ήρθε ο Περέιρα για «να περιγράψει μια επιλογή» και να αφηγηθεί την ιστορία εκείνων που έχασαν την Ιστορία, που δεν μπήκαν ποτέ στα επίσημα εγχειρίδια.

Ο Ταμπούκι υπήρξε ένας από τους σημαντικούς μελετητές και μεταφραστές του έργου του Φερνάντο Πεσσόα. Στο βιβλίο του Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα. Ένα παραλήρημα [5] ένας άντρας οδεύοντας προς το νοσοκομείο περνάει από τον κήπο όπου πριν χρόνια έδινε ραντεβού στην Οφέλια Κεϊρός, τον μοναδικό του μεγάλο έρωτα και ψιθυρίζει: Συγχώρεσέ με Οφέλια, αλλά εγώ έπρεπε μονάχα να γράφω, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο… Ετοιμοθάνατος σ’ ένα νοσοκομείο της Λισσαβώνας ο Πεσσόα δέχεται την επίσκεψη των ετερωνύμων του, των ποιητών που ο ίδιος έπλασε με τη φαντασία του χαρίζοντάς τους μια «πραγματική» ζωή. Τα περίφημα ετερώνυμα του Πεσσόα δεν ήταν μια σειρά από απλά ψευδώνυμα, από αυτά που χρησιμοποιούν οι λογοτέχνες για να διαχωρίσουν την λογοτεχνική τους ιδιότητα από την κοινωνική τους υπόσταση. Ήταν πρόσωπα αυθύπαρκτα, με τη δική τους ζωή, τις δικές τους σκέψεις, τα δικά τους ενδιαφέροντα, τον δικό τους διαφορετικό τρόπο γραφής. Σε μια επιστολή προς κάποιον υπαρκτό φίλο του, ο Πεσσόα περιέγραψε τον πρώτο του ετερώνυμο ως τον «πρώτο ανύπαρκτο γνωστό» του. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι, δίπλα στους οποίους ο αληθινός Πεσσόα, το ορθώνυμο, ήταν κι αυτός ένα είδος ετερώνυμου του ίδιου του εαυτού του.  

Άλλωστε η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή, όπως συνήθιζε να τονίζει ο Ταμπούκι. Η συλλογή Το παιχνίδι της αντιστροφής [6] επιχειρεί ακριβώς αυτήν την διαρκή μετάπλαση της καθημερινής ζωής. Στο διήγημα Η Ντολόρες Ιμπαρούρι χύνει πικρά δάκρυα μια γυναίκα θυμάται τον Ροντόλφο, που έλεγε ότι μέσα σε κάθε βιβλίο κρύβεται πάντα ένας άνθρωπος αλλά και το παιχνίδι που εκείνος έκανε με τον γιο τους, να διαβάζουν βιβλία και ύστερα να γράφουν ο ένας στον άλλο γράμματα σαν να ήταν ο καθένας τους ένα πρόσωπο από τα βιβλία που είχαν διαβάσει. Υπάρχουν όμως και επιστολές που όλοι σκεφτήκαμε να γράψουμε αλλά αναβάλαμε για την επόμενη μέρα. Μια τέτοια σειρά γραμμάτων αποτελεί τον κορμό του βιβλίου Είναι αργά, όλο και πιο αργά. Μυθιστόρημα σε επιστολική μορφή [7]. Πρόκειται για δεκαεπτά ερωτικές επιστολές από άντρες προς γυναίκες και μια ακόμα με άγνωστο παραλήπτη.

Αυτό το διακεκομμένο μυθιστόρημα γράφει για τον αδύνατο πια έρωτα αλλά κυρίως για ένα αναπόσπαστο στοιχείο του, εκείνο που τον επισφραγίζει οριστικά: το τέλος του, σαφές ή αιωρούμενο, παρελθόν ή επερχόμενο. Οι επιστολογράφοι βρίσκονται στην ηλικία κατά την οποία η νεότητα έχει παρέλθει· έχουν γευτεί τον έρωτα στα αλήθεια ή στα ψέματα και τώρα τρεκλίζουν μεταξύ μοναξιάς και μοναχικότητας. Οι αποστολείς κάποτε μοιάζουν με περσόνες του ίδιου του συγγραφέα: είναι στοχαστικοί, αυτάρκεις, αναλυτές των συμβάντων, ημερολογιογράφοι του ενστίκτου. Είναι και αναγνώστες, στο βαθμό που σκέφτονται φράσεις που κάποτε διάβασαν στα βιβλία και που τώρα εκφράζουν απόλυτα αυτό που ζουν ή τους δημιούργησαν πλάνες για πράγματα που δεν συνέβησαν ποτέ.

Στην συλλογή διηγημάτων Ο μαύρος άγγελος [8] η πρόζα εμποτίζεται με μεταφυσικά στοιχεία, ενώ ένας ακόμα παράδοξος τίτλος επιφυλάσσεται για το πιο εφιαλτικό κείμενο Μπορεί το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στη Νέα Υόρκη να προκαλέσει τυφώνα στο Πεκίνο; Ο «ντυμένος στα γαλάζια κύριος» ανακρίνει «τον άντρα με τα γκρίζα μαλλιά» πιέζοντάς τον να ομολογήσει όλα τα αδικήματα που διέπραξε στο όνομα μιας διαστρεβλωμένης άποψης για την δικαιοσύνη. Οι ενθουσιασμοί πληρώνονται και τριάντα χρόνια μετά, αναφωνεί χαιρέκακα ο ανακριτής, δημιουργώντας την εντύπωση πως ο ανακρινόμενος υπήρξε πολιτικός τρομοκράτης. Αλλά εκείνο που βυθίζει αυτές τις σελίδες σε ζοφερό μελάνι είναι η ατμόσφαιρα και ο σχεδόν παιγνιώδης τρόπος με τον οποίο ο ανακριτής εκμαιεύει την ομολογία με ένα παιχνίδι διαδοχικών υποθέσεων και έμμεσων παραδοχών.

Κοσμοπολίτης συγγραφέας που ταξίδευε συνεχώς, ο Ταμπούκι συγκέντρωσε τα ταξιδιωτικά του κείμενα στον τόμο Ταξίδια και άλλα ταξίδια [9]. Ένας τόπος δεν είναι ποτέ «ένας» τόπος: εκείνος ο τόπος είμαστε λιγάκι κει εμείς. Εξαρτάται από το πώς τον διαβάζουμε, από τη διαθεσιμότητά μας να τον δεχτούμε στα μάτια και στην ψυχή μας, από το αν είμαστε εύθυμοι ή μελαγχολικοί, σε ευφορία ή όχι, νέοι ή γέροι, αν νιώθουμε καλά (…) από το ποιοί είμαστε τη στιγμή κατά την οποία φτάνουμε σ’ εκείνον τον τόπο… έγραφε στο κείμενο «Οι δικές μου Αζόρες» εκφράζοντας το πνεύμα της προσωπικής του περιπλάνησης.

Για τον συγγραφέα ο κάθε ταξιδευμένος τόπος αποτελεί ένα είδος ραδιογραφίας του εαυτού μας· οι φωτογραφίες που βγάζουμε δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση ότι παίρνουμε κάτι μαζί μας, ενώ στην ουσία όσα μας προκαλεί είναι αδύνατο να φωτογραφηθούν, όπως συμβαίνει και με τα όνειρα που επιθυμούμε να διηγηθούμε αλλά δεν μπορούμε να μεταδώσουμε τη συγκίνησή τους. Καθώς ο Ταμπούκι ξεφυλλίζει τον παλιό αγαπημένο του άτλαντα Ντε Αγκοστίνι είναι βέβαιος: κάθε απεικόνιση του κόσμου είναι σχετική, τα χρώματα των γεωγραφικών χαρτών αλλάζουν, τα μεγέθη των χωρών μεταβάλλονται, οι μεθοριακές γραμμές μετατοπίζονται. Τα μόνα «σύνορα» που δεν θα αλλάξουν ποτέ είναι εκείνα του ανθρώπινου σώματος και αυτό που αισθάνονται όταν παραβιάζονται ή βασανίζονται.

[1] Συνομιλία με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, ιστοσελίδα Πανδοχείο, https://pandoxeio.com/2010/03/01/aithrio26chryssostomides/

[2] Ανταίος Χρυσοστομίδης – Οι κεραίες της εποχής μου. Ταξιδεύοντας με 33 διάσημους συγγραφείς σ’ ένα δωμάτιο, εκδ. Καστανιώτη, 2012, σελ. 79 – 102.

[3] Αντόνιο Ταμπούκι – Ρέκβιεμ. Μια παραίσθηση, εκδ. Άγρα, 2008, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σελ. 186 [Antonio Tabucchi – Requiem: uma alucinação, 1991].

[4] Αντόνιο Ταμπούκι – Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα. Μια μαρτυρία, εκδ. Άγρα, 2010, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, σελ. 215 [Sostiene Pereira, 1994]

[5] Αντόνιο Ταμπούκι – Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα. Ένα παραλήρημα, εκδ. Άγρα, 1999, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, σελ. 91 [I tre ultimi giorni de Fernando Pessoa. Un delirio, 1994]

[6] Αντόνιο Ταμπούκι – Το παιχνίδι της αντιστροφής, εκδ. Άγρα, 2005, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, σελ. 213 [Il gioco del rovescio, 1988]

[7] Αντόνιο Ταμπούκι – Είναι αργά, όλο και πιο αργά. Μυθιστόρημα σε επιστολική μορφή, εκδ. Άγρα, 2002, [Β΄ έκδ.: 2003] μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σελ. 304 [Sti sta facendo sempre più tardi, 2001]

[8] Αντόνιο Ταμπούκι – Ο μαύρος άγγελος, εκδ. Άγρα, 2014, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σελ. 197 [L’ angelo nero, 1991]

[9] Αντόνιο Ταμπούκι – Ταξίδια και άλλα ταξίδια, εκδ. Άγρα, 2011, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σ. 307 [Viaggi e altri viaggi, 2010]

Φωτογραφία του συγγραφέα: Daniel Mordzinski

Πρώτη δημοσίευση: Δρόμος της αριστεράς, [Στήλη: Προσωπογραφίες] Σάββατο 19 Μαΐου 2018. Το κείμενο στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας εδώ. Όλη η σειρά των Προσωπογραφιών εδώ.

https://www.e-dromos.gr/antonio-tampouki-i-dipli-fysi-mias-thavmastis-grafis/

Εντευκτήριο, τεύχος 114 (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2016, κυκλοφορία 20 Μαρτίου 2018)

Αν η Αναγνωστάκη θα παραμείνει θεατρολογικά ένα διαρκώς διερευνήσιμο υλικό, είναι κυρίως γιατί η ίδια ήταν εντελώς ακατάλληλη (είτε γιατί το αγνοούσε είτε γιατί δεν την ενδιέφερε) να επισημάνει ανάμεσα στα θεατρικά της έργα περιόδους ή συγγένειες, σε σχέση με το εκάστοτε πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που είχε εμπνεύσει το καθένα τους – ό,τι υπάρχει είχε προκύψει από μόνο του, λόγω του ταλέντου της. Σε τέτοιο βαθμό ώστε, παρά την ποικιλία των προσώπων σε όλα της τα έργα και την ένταση της ιστορία που τα κινεί – καθώς πρόκειται για πρόσωπα σε τόπο και χρόνο ορισμένο -, η πιο αναμενόμενη αντίδρασή τους να ηχεί ως απρόβλεπτη, αποκαλυπτική…

… γράφει ο Θανάσης Θ. Νιάρχος στο κείμενο Εκ γενετής μυστική, σε μια από τις δεκάδες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες καταθέσεις που περιλαμβάνονται στο πλήρες αφιέρωμα του περιοδικού στην Λούλα Αναγνωστάκη. Λίγο πιο κάτω ο Τάκης Σπετσιώτης στα πάντα ωραία μνημονικά του κείμενα θυμάται το ασπρόμαυρο δισέλιδο του περιοδικού Γυναίκα, τεύχος 447, 1-14 Μαρτίου 1967 και την αξέχαστη για εκείνον φράση της Αναγνωστάκη: Πιστεύω ότι ο θεατρικός συγγραφέας δεν γράφει βιβλία, αλλά κείμενα για παράσταση. Ένας πραγματικός συγγραφέας δεν είναι λογοτέχνης. Δεν είναι δηλαδή «τεχνίτης του λόγου».  Παρ’ όλον ότι σ’ αυτόν, όπως και στους άλλους συγγραφείς, ο λόγος είναι το μέσον του, δεν τον απασχολεί πρωταρχικά.

Σε μια ενδιαφέρουσα αναδημοσίευση από το βιβλίο του Μάνου Καρατζογιάννη Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη ο συγγραφέας ταξινομεί την δραματουργία της σε τέσσερις ενότητες και συνοψίζει τα στοιχεία που επαναλαμβάνονται ως μοτίβα στα δώδεκα έργα της. Συνοψίζω με την σειρά μου την εκτεταμένη του παρουσίαση:  πρόκειται λοιπόν για ένα δημόσιο γεγονός που επηρεάζει τις ζωές των ηρώων και εισβάλλει στην καθημερινότητά τους, εντείνοντας την αγωνία τους αλλά και την ανάγκη για επικοινωνία, για την ύπαρξη ενός εξιλαστήριου θύματος που απορροφά όλη την ένταση του μύθου, για την αναζήτηση εκ μέρους των ηρώων μιας Μεγάλης Πράξης που θα τους κάνει να ξεχωρίσουν και να δραπετεύσουν από την πλήξη της καθημερινότητάς τους και την ασφυξία του κοινωνικού περιγύρου.

Επιπρόσθετα, ο έρωτας εκφράζεται με έναν τρόπο «εξαρτητικό», το πρόσωπο της μητέρας εμφανίζεται ως κυρίαρχο ακόμα και στις πιο ευάλωτες στιγμές του, η έννοια της ετερότητας είναι συχνά παρούσα, οι πραγματικές δραματικές καταστάσεις συνυπάρχουν με τις ψευδαισθητικές, ενώ ίδια ορίζει τις σκηνικές οδηγίες αλλά και την μουσική των παραστάσεων. Όσο για την παραδοσιακή λύση, αυτή δεν επέρχεται ποτέ, αφού δεν αποκαλύπτεται μία και μοναδική αλήθεια αλλά το έργο μένει ανοικτό στις υποκειμενικές ερμηνείες του εκάστοτε αναγνώστη – θεατή.

Η πρώτη μου γνωριμία με το θέατρο της Αναγνωστάκη ήταν στον Ήχο του όπλου, το 1987. Ανατρέχω στις σκέψεις του Δημήτρη Καταλειφού από το κείμενό του εδώ με τον τίτλο Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Για τον ίδιο το έργο αποτελεί τραγωδία και μιλάει για την δύναμη, ενώ οι ήρωες είναι όλοι τόσο αδύναμοι, πληγωμένοι και αβοήθητοι. Το εύρημα της Αναγνωστάκη τους τοποθετεί τσακισμένους μέσα σε μία μέρα, στον ίδιο ουσιαστικά χώρο, όπως η τραγωδία, περικυκλωμένους από κούφια πολιτικά συνθήματα, ψεύτικες υποσχέσεις και διασπορά αντιθέσεων και διχασμού που δεν έχει κανέναν απολύτως νόημα.

Τα υπόλοιπα κείμενα: Νικηφόρος Παπανδρέου – Τρεις φορές Παρέλαση, Βίκυ Μαντέλη – Η Λούλα της καρδιάς μου, Δηώ Καγγελάρη-  Ο άγγελος της Ιστορίας πάνω από την Πόλη, Βίκτωρ Αρδίττης – Τα μαύρα γυαλιά της Λούλας. Αναδρομικές σκέψεις για το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, Γιώργος Αρμένης – Καθαρά προσωπικό, Σπύρος Βραχωρίτης – Κάθοδος στον Άδη του έρωτα, Βασίλης Κατσικονούρης – Βραδάκι…, Άκης Δήμου – Love Me or Leave Me, Λάκης Δόλγερας – Ο ήχος της σιωπής, Μάρω Δούκα – Από εικόνα σε εικόνα τα χρόνια, Ζυράννα Ζατέλη – «Το γελεκάκι που φορείς…», Μάνος Καρατζογιάννης – Η Λούλα στον ουρανό, Λυδία Κονιόρδου – Πάντοτε ο Άλλος, Όλια Λαζαρίδου – Αχ!, Παύλος Μάτεσις – Αντόνιο ή Το μήνυμα, Θανάσης Θ. Νιάρχος – Εκ γενετής μυστική, Λεωνίδας Προυσαλίδης –  Αποχαιρετισμός κι ένα υστερόγραφο, Σύλβια Σολακίδη – Ρόζα, Μαρία Στασινοπούλου – Αλαβάστρινη, αερική κι ανάλαφρη, Κωνσταντίνος Χατζής – «Δεν είμαι έτσι από κοντά», κ.ά.

Το αφιέρωμα περιλαμβάνει ακόμα μια απομαγνητοφώνηση ηχογράφησης μιας συνομιλίας με την Λούλα Αναγνωστάκη σε εισαγωγή και επιμέλεια Γιώργου Ζεβελάκη ενώ ο Μάνος Καρατζογιάννης συμπληρώνει με μια πλήρη Παραστασιογραφία Λούλας Αναγνωστάκη με τις επαγγελματικές παραστάσεις έργων της στην Ελλάδα (1965-2017). Η καθιερωμένη ύλη και οι γνωστές στήλες συμπληρώνουν το τεύχος, μαζί με έναν ωραιότατο φάκελο της Camera Obscura, με την Οικογενειακή υπόθεση, σειρά φωτογραφιών της Κατερίνας Τσακίρη. Στα αυτοπορτραίτα της (μια σύγχρονη συστηματική καλλιτεχνική αναζήτηση) η φωτογράφος σκηνοθετεί εαυτήν σε μοναχικές τελετουργίες  όπου η παραλλαγή της ομοιότητας ευνοεί την εμβάθυνση στις αποχρώσεις της ιδιαιτερότητας, όπως επισημαίνει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου.

Το τεύχος συνοδεύεται από cd όπου η Λούλα Αναγνωστάκη διαβάζει τον μονόλογό της Ο ουρανός κατακόκκινος. Πρόκειται για τη μοναδική διαθέσιμη ηχογράφηση της φωνής της, που την έκανε η ίδια σε φορητό κασετόφωνο.

Στις εικόνες: το αναφερόμενο τεύχος της Γυναίκας (από το αρχείο του Τάκη Σπετσιώτη) / Η παρέλαση σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μάρκελλου και Ελένης Στεργίου στο θέατρο Αυλαία Θεσσαλονίκης [συνεργασία This Famous Tiny Circus theatergroup και ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων] και μια από τις Οικογενειακές υποθέσεις της Κατερίνας Τσακίρη.

[σ. 160]