Albert Schweitzer – Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού

Βιβλία περί του ιερού, 1 (2024)

To εν λόγω βιβλίο μου πρόσφερε μέγιστη αναγνωστική απόλαυση χωρίς να με εξαντλήσει με τις οκτακόσιες και παραπάνω σελίδες του. Καταρχήν, πώς να μην έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα έργο στο οποίο συγκεντρώνονται και ερευνώνται όλοι οι μυθιστορηματικοί βίοι του Ιησού μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, από έναν συγγραφέα  ο οποίος έχει διαβάσει όλα τα σχετικά συγγράμματα σημαντικών θεολόγων, φιλοσόφων και συγγραφέων, παρουσιάζει όλες τις θέσεις τους και κατόπιν αντιπαραθέτει την δική του κριτική; Είναι, όμως, κυρίως το περιεχόμενό του αυτό καθεαυτό που ανανεώνει ακατάπαυστα το ενδιαφέρον, καθώς οι απόψεις των δεκάδων συγγραφέων αποτελούν μια συνεχή ωδή στο πνεύμα και μια διαρκή πρόκληση στην σκέψη. Από όποια θρησκευτική πίστη, δυσπιστία ή απιστία και αν ερχόμαστε, είναι αδύνατο να μην σαγηνευτούμε από ετούτη την ατέλειωτη σειρά των συλλογισμών που διαβάζονται, ανάλογα με την περίπτωση, ως φιλοσοφικά δοκίμια, θεολογικές πραγματείες, ιστορίες πίστης, μυθολογικά κείμενα, ιστορικές μελέτες, μυθιστορήματα που βασίστηκαν σε πηγές ή δοξασίες, καταγραφές προφορικών δοξασιών, επιστημονικές ερμηνείες. Ακόμα κι αν τα διαβάσουμε ως παραμύθια ή λογοτεχνία του φανταστικού, ή, στον αντίποδα, ως ορθολογικές ερμηνείες κατά τις οποίες αναζητείται ένα σημείο όπου ο λόγος και η θρησκεία μπορούν να συνυπάρξουν και να συνομιλήσουν, και πάλι μιλάμε για συναρπαστικές αφηγήσεις αυτού που κάποτε ονομάστηκε (και παραμένει) η ωραιότερη ιστορία του κόσμου, ο βίος του ιστορικού ή μη Ιησού.

Αποτελεί βεβαίως πρόσθετη έκπληξη το γεγονός ότι ο συγγραφέας αυτού του αδιανόητου πονήματος είναι ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, που στα καθ’ ημάς έχει συνδεθεί με την δράση του ως γιατρού στην Αφρική και για τους αγώνες του για την παγκόσμια ειρήνη, ενώ αγνοείται το γεγονός ότι υπήρξε μεγάλος θεολόγος και συγγραφέας ενός από τα κυριότερα και επιδραστικότερα θεολογικά βιβλία του 20ού αιώνα, το οποίο, λοιπόν, επανεκδίδεται ύστερα από την εξαντλημένη πρώτη ελληνική έκδοση (Άρτος Ζωής, 1982) σε νέα διορθωμένη και συμπληρωμένη μορφή. Ακόμα και αν έχει περάσει παραπάνω από ένας αιώνας και η έρευνα έχει σαφώς διανύσει αναρίθμητους νέους δρόμους, ένα αφετηριακό έργο σαν κι αυτό μένει πάντα απροσπέραστο και συνεχίζει να αποτελεί πολύτιμη πηγή μιας αστείρευτης θεολογικής, φιλοσοφικής αλλά και λογοτεχνικής σκέψης. Θα προσπαθήσω εδώ να εστιάσω σε κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα σημεία ορισμένων κεφαλαίων, τονίζοντας όμως ότι δεν πρόκειται παρά ένα πολύ μικρό μέρος, ελάχιστα αποσπάσματα από ένα ογκώδες έργο που μου διήγειραν την σκέψη. Οι τίτλοι των μικρών ενοτήτων με τα έντονα γράμματα αποτελούν και τίτλους των αντίστοιχων κεφαλαίων του βιβλίου.

Το πρόβλημα. Στο σχετικό πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εξαίρει την γερμανική θεολογία ως ένα από τα ύψιστα και μοναδικά φαινόμενα της πνευματικής ζωής της εποχής του, καθώς χαρακτηρίζεται από την συνύπαρξη και αλληλεπίδραση φιλοσοφικής σκέψης, κριτικής αίσθησης, ιστορικής εποπτείας και θρησκευτικού συναισθήματος, ενώ το μέγιστο κατόρθωμά της είναι ακριβώς η έρευνα του βίου του Ιησού.  Αδιαφορώντας για τον ιστορικό Ιησού, ο αρχέγονος χριστιανισμός έζησε αποκλειστικά στον μέλλοντα κόσμο με την προσδοκία της έλευσης του Χριστού, ενώ από τον ιστορικό Ιησού κράτησε μόνο τα αποφθέγματα, μερικές θαυματουργικές πράξεις, τον θάνατο και την ανάσταση. Η συνέχιση όμως της ύπαρξης του κόσμου διέλυσε αυτή την ενότητα και ταύτισε βίαια τον υπερκόσμιο Ιησού με τον ιστορικό Ιησού από την Ναζαρέτ. Στις πηγές ο Ιησούς μάς παρουσιάζεται αδιαμεσολάβητα, καθώς περιγράφεται από χριστιανούς χωρίς λογοτεχνικό ταλέντο. Ο ιστορικός όμως θα βρεθεί μπροστά σε μια πλήρη ασυμφωνία των ιστορικών δεδομένων, ιδίως των τριών πρώτων ευαγγελίων που είναι γραμμένα από την ιουδαϊκή σκοπιά και του τέταρτου, που είναι γραμμένο από ελληνική. Επιπρόσθετα οι πηγές χαρακτηρίζονται από έλλειψη συνοχής του υλικού, μια σειρά επιλογές από γεγονότα και λόγους, με κραυγαλέα κενά. Κάθε υπόθεση εργασίας οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη κάποιων μαρτυριών των πηγών.


Χέρμαν Σάμουελ Ραϊμάρους. Ο Χέρμαν Σάμουελ Ραϊμάρους [Hermann Samuel Reimarus] ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να καταπιαστεί ιστορικά με την Ιησού. Ορισμένα αποσπάσματα από το έργο του αποτελούν αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και σπάνια το μίσος έχει υπάρξει τόσο εύγλωττο και σπάνια η ειρωνεία τόσο μεγαλοπρεπής, γράφει ο Σβάιτσερ. Κατά τον Ραϊμάρους η βασιλεία των ουρανών πρέπει να νοηθεί ως «μια ιουδαϊκή έκφραση», καθώς ούτε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ούτε ο Ιησούς δεν εξηγούν πουθενά την εν λόγω έννοια, αφού την θεωρούν γνωστή και δεδομένη. Έτσι ο Ιησούς στέκεται απολύτως εντός της ιουδαϊκής θρησκείας και προϋποθέτει τις μεσσιανικές προσδοκίες χωρίς να τις διορθώνει. Περαιτέρω αναμορφωτής της θρησκείας γίνεται μόνο όταν διακηρύσσει την εγγύς πραγματικότητα εκείνου του κόσμου των ιδεών που αποτελούσε ζωντανό στοιχείο για χιλιάδες ανθρώπους.

Ο Ιησούς ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι, αν ο λαός πίστευε τους απεσταλμένους του, θα γύρευε έναν επίγειο λυτρωτή και με αυτήν την βλέψη θα στρεφόταν σε αυτό. Δεν θέλησε λοιπόν να καταργήσει σε κανένα σημείο την ιουδαϊκή θρησκεία και να βάλει στην θέση της μια νέα. Το νέο στοιχείο της διακήρυξής του είναι η δικαιοσύνη στη βασιλεία του Θεού· ότι η δικαιοσύνη του Νόμου δεν αρκεί, αλλά πρέπει να φανερωθεί μια βαθύτερη ηθικότητα. Πρόκειται για το μοναδικό σημείο της διδασκαλίας του που υπερβαίνει τις αντιλήψεις της εποχής. Η νέα αυτή ηθικότητα παρουσιάζεται ως μια συμπλήρωση των παλαιών εντολών. Οι μαθητές τους αργότερα διέρρηξαν κάθε σχέση με τον Νόμο, αυτό όμως δεν έγινε κατ’ εντολήν του Ιησού, αλλά υπό την πίεση των περιστάσεων, όταν υποχρεώθηκαν να κινηθούν έξω από το ιουδαϊκό περιβάλλον και να θεμελιώσουν μια νέα θρησκεία.

Ο Ιησούς έκανε θεραπείες οι οποίες κατά την αντίληψη των συγχρόνων του ήταν θαύματα, ενώ άλλα θαύματα δεν στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα αλλά εμφανίζονται στα κείμενα επειδή ορισμένες παλαιοδιαθηκικές ιστορίες περί θαυμάτων έπρεπε να επαναληφθούν στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Ιησούς πίστεψε στην έκρηξη ενός λαϊκού κινήματος που όμως μάταια περίμενε. Στην Ιερουσαλήμ, ιδίως, θεώρησε πως μπορούσε να αψηφήσει τις εντολές των αρχών, στον Ναό σφετερίστηκε την εξουσία και κάλεσε σε ανοιχτή εξέγερση εναντίον του Μεγάλου Συνεδρίου. Ο λαός όμως της Ιερουσαλήμ τήρησε αρνητική στάση απέναντι σε αυτό, όπως είχαν κάνει οι Γαλιλαίοι με την αποστολή των Δώδεκα. Επομένως σκοπός του δεν ήταν να πάθει και να πεθάνει, αλλά να ιδρύσει ένα εγκόσμιο βασίλειο και να λυτρώσει τους Εβραίους από την υποδούλωση.

Για τους μαθητές η τροπή που πήραν τα πράγματα σήμαινε την διάψευση των ονείρων για χάρη των οποίων τον ακολουθούσαν – ήταν προετοιμασμένοι για όλα εκτός από αυτό που έγινε. Για τον θάνατο και την ανάσταση ο Ιησούς δεν τους είχε πει ούτε λέξη. Αν τους είχε προετοιμάσει δεν θα έδειχναν τόση δειλία απέναντι στον θάνατό του ούτε τόση κατάπληξη απέναντι στην «ανάσταση». Τα τρία τέσσερα λόγια που αναφέρονται σε αυτά τα γεγονότα τα έβαλαν στο στόμα του αργότερα, με σκοπό να υποδείξουν ότι αυτά τα συμβάντα είχαν προβλεφθεί στο αρχικό του σχέδιο. Οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού και διέδωσαν σε όλο τον κόσμο ότι αναστήθηκε, είχαν όμως τη σύνεση να μην προβούν σε αυτή την αναγγελία προτού περάσουν πενήντα μέρες, προκειμένου το σώμα του να μην μπορεί να αναγνωριστεί πλέον από την σήψη, σε περίπτωση που κάποιος θα το εντόπιζε. Σε κάθε περίπτωση, η Δευτέρα Παρουσία είναι η θεμελιώδης ελπίδα του αρχέγονου χριστιανισμού, ο οποίος είναι προϊόν αυτής της προσδοκίας και όχι τόσο της διδασκαλίας του Ιησού.


Ο βίος του Ιησού στον παλαιότερο ορθολογισμό. Για τον Ράινχαρντ [Franz Volkmar Reinhard] o Ιησούς ήταν ένας κοινωνικός αναμορφωτής που ένωσε για πάντα θρησκεία και ηθική και επιθύμησε να καταρρίψει τις δεισιδαιμονίες και να εγγράψει την θρησκεία στο πεδίο του Λόγου, ο οποίος εντός της πρέπει να διατηρεί την ελευθερία του. Κανένας μεγάλος άνδρας της αρχαιότητας πριν από τον Ιησού δεν παρουσίασε ένα τόσο ευεργετικό σχέδιο για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος· κανείς δεν σεβάστηκε και δεν προστάτευσε τα δικαιώματα του ανθρώπινου Λόγου περισσότερο από τον Ιησού, που θέλησε να επικρατήσει βασιζόμενος αποκλειστικά στη λογική. Σύμφωνα με τον Χέρντερ [Johann Gottfried Herder] το τέταρτο ευαγγέλιο δεν αποτελεί μια πρωτογενή ιστορική πηγή αλλά μια διαμαρτυρία εναντίον της στενότητας του «παλαιστινιακού ευαγγελίου». Στο ευαγγέλιο αυτό εκφράζονται οι ελληνικές ιδέες και η περιγραφή του Ιησού όχι ως Εβραίου Μεσσία αλλά ως λυτρωτή του κόσμου. Από  το σχετικό κείμενο απουσιάζουν οι θεραπείες δαιμονισμένων, καθώς δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Οι πρώτοι μυθιστορηματικοί βίοι του Ιησού. Οι μυθιστορηματικοί βίοι των Μπαρτ και Βεντουρίνι [Karl Friedrich Bahrdt, Karl Heinrich Venturini] στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν οι πρώτοι που επιχείρησαν μια αφήγηση της ιστορίας των θαυμάτων που παρουσιάζονται στα ευαγγέλια η οποία απέκλειε κάθε υπερφυσικό στοιχείο. O Μπαρτ εστιάζει στο τάγμα των Εσσαίων και στον ρόλο που διαδραμάτισε, ιδίως μέσω του Νικόδημου και του Ιωσήφ από την Αριμαθαία στ ην ζωή του Ιησού.  Για να απελευθερώσει τον λαό από μια πίστη που περιοριζόταν στην εθνικότητα και η οποία τον παρέσυρε σε στάσεις και εξεγέρσεις, έπρεπε να βρει έναν Μεσσία ο οποίος θα ανασκεύαζε την ψευδή μεσσιανική προσδοκία. Έτσι μυστικά μέλη του τάγματος εξηγούν στον Ιησού την απάτη του ιερατείου και τις αιματηρές θυσίες στο Ναό και τον φέρνουν σε επαφή με την σκέψη του Σωκράτη και του Πλάτωνα.

Ο ιατρός Λουκάς έθεσε στην διάθεσή του όλες του τις γνώσεις, ενώ η κοινότητα των Εσσαίων ανέλαβε την υποχρέωση να σκηνοθετήσει τα θαύματα, έτσι ώστε ο Ιησούς να παρουσιαστεί στο ρόλο του Μεσσία τον οποίο ανέμενε ο λαός. Οι απόστολοι δεν υποψιάστηκαν τα παραμικρό από τους μυστικούς μηχανισμούς· ήταν απλώς ενθουσιώδεις κομπάρσοι. Ο Ιησούς είχε δυο τρόπους διδασκαλίας: ένα εξωτερικό και απλό, προορισμένο για τον λαό και έναν εσωτερικό και μυστικό, προορισμένο για τους μυημένους. Τα μέλη του τάγματος συναντιούνταν σε καθορισμένες ημέρες στις σπηλιές των βουνών, γι’ αυτό και στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο αναφέρονται συχνές επισκέψεις του Ιησού σε κάποιο βουνό για να προσευχηθεί. Μετά τον Σταυρό αναζωογονήθηκε από τον Λουκά και συνέχισε αθέατος να κατευθύνει τις τύχες της κοινότητες μέχρι το τέλος του.

Ο Βεντουρίνι εστιάζει, μεταξύ άλλων, στην επένδυση της πνευματικής διδασκαλίας του Ιησού με αισθητές παρατάσεις ικανές να κεντρίσουν την φαντασία του Ανατολίτη. Ο Ιησούς ποτέ δεν θεράπευσε κανέναν χωρίς φάρμακα καθώς είχε πάντοτε μαζί του ένα «φορητό φαρμακείο». Οι Εσσαίοι γνώριζαν πως μόνο μέσα από μια πνευματική αναγέννηση μπορούσε ο λαός να φτάσει στην εξέγερση. Το σχέδιό τους για μετάβαση του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, ώστε να παρουσιαστεί δημόσια ως Μεσσίας, αρχικά φαινόταν να ευοδώνεται, αν κρίνει κανείς από την υποδοχή του, αλλά όταν θέλησε να αντικαταστήσει την σχετική εικόνα που είχαν τα πλήθη με μια άλλη, τότε άρχισαν να τον αμφισβητούν, με αποτέλεσμα την απρόσμενη σύλληψη και την καταδίκη του σε θάνατο, ο οποίος τελικά υπήρξε απατηλός, καθώς «παρέδωσε νωρίς το πνεύμα του» και ανένηψε μετά στον ταφικό κτίσμα.


Ο διαμορφωμένος ορθολογισμός. Πάουλους. Σύμφωνα με τον Πάουλους [Heinrich Eberhard Gottlob Paulus] ο Ιησούς στις διάφορες θεραπείες του ενήργησε με την δύναμη του πνεύματος στο νευρικό σύστημα των ασθενών, ενώ για την θεραπεία των δαιμονισμένων χρησιμοποιούσε διάφορα καταπραϋντικά μέσα. Από την άλλη, τα θαύματα που σχετίζονται με τα φυσικά φαινόμενα έχουν πάντα κάποια προφανή εξήγηση. Το περπάτημα του Ιησού στα νερά της λίμνης, για παράδειγμα, ήταν ένα όραμα των μαθητών, καθώς ο Ιησούς βάδιζε κατά μήκος της ακτής και μέσα στην ομίχλη. Ως προς τον θάνατό του ενισχύει την προαναφερθείσα άποψη περί νεκροφάνειας ή μιας ακαμψίας που έμοιαζε με θάνατο και υποστηρίζει ότι υπήρχαν ενέργειες που σκόπευαν να αποτρέψουν έναν πρόωρο ενταφιασμό.

Ο Ιησούς συνέχισε αδύναμος να ζει και φανερωνόταν λίγες στιγμές στον κύκλο των οικείων του. Ποτέ δεν έμαθαν πότε ακριβώς πέθανε, γι’ αυτό αφηγούνται τον αποχαιρετισμό τους ως μια ανάληψη στους ουρανούς. Και πώς έγινε ο Ιούδας προδότης; Πίστευε στην μεσσιανικότητα του Ιησού και ήθελε να τον υποχρεώσει να φανερωθεί ως Μεσσίας. Πίστευε, επίσης, ότι η σύλληψή του θα ήταν το καλύτερο μέσο για να ξεσηκώσει τον λαό που είχε εκφραστεί υπέρ του. Όλα όμως έγιναν πολύ γρήγορα, η είδηση διαδόθηκε πολύ αργά εξαιτίας της γιορτής και το πρωί προτού ξυπνήσουν οδηγήθηκε στον σταυρό, έτσι ο Ιούδας απελπισμένος κρεμάστηκε.


Ντάβιντ Φρήντριχ Στράους. Ο Στράους [David Friedrich Strauss] έγραψε ένα έργο που προκάλεσε μεγάλη πολεμική εναντίον του και τον κατέστρεψε για πάντα. Δεν επρόκειτο για ένα σχέδιο του βίου του Ιησού όσο για ένα σχέδιο μιας ιστορίας των ιδεών του αρχέγονου χριστιανισμού, ως μέτρου για την εκκλησιαστική διδασκαλία. Επρόκειτο για μια αρνητική εγελιανή θεολογία σύμφωνα με τον πυρήνα της οποίας. η θρησκεία δεν αφορά εξωκοσμικά όντα ή κάποιο θεϊκό μέλλον, αλλά παρούσες πνευματικές πραγματικότητες. Ο πρώτος Βίος του Ιησού από τον Στράους αποτελεί ένα από τα «αρτιότερα δημιουργήματα της παγκόσμιας επιστημονικής γραμματείας», έκτασης χιλίων τετρακοσίων σελίδων. Η έλλειψη τεκμηρίων που να πιστοποιούν ότι κάποιος από τους ευαγγελιστές ήταν όντως αυτόπτης μάρτυρας ή είχε στενή σχέση με αυτόπτες μάρτυρες είχε ως αποτέλεσμα την κορύφωση ενός θρύλου, όπως πάντα συμβαίνει μετά τον θάνατο των μεγάλων προσωπικοτήτων. Άλλωστε ο μύθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επένδυση των θρησκευτικών ιδεών με ένα είδος ιστορίας. Είναι, λοιπόν. αδιαμφισβήτητο ότι θα συναντήσουμε τον ιστορικό Ιησού υπό το ένδυμα των παλιαοδιαθηκικών μεσσιανικών ιδεών και των πρωτοχριστιανικών προσδοκιών. Η μυθική του ερμηνεία γεννιέται μέσα από την αντιπαράθεση υπερφυσικής και ορθολογικής ερμηνείας, από την, σύμφωνα με την εγελιανή μέθοδο, σύνθεση μιας θέσης και μιας αντίθεσης.

Ας δούμε την εφαρμογή της παραπάνω ερμηνείας σε ενδεικτικά παραδείγματα. Οι αφηγήσεις για την παιδική ηλικίας του Ιησού είναι στο σύνολό τους μυθικές· υπήρξε μια περίοδος της ευαγγελικής Ιστορίας κατά την οποία ο Ιησούς θεωρείτο ακόμα απλώς γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, γιατί αλλιώς δεν θα καταπιανόταν κανείς με τέτοιες γενεαλογικές μελέτες. Παρομοίως στην αφήγηση της βάπτισης δεν έχει ιστορικό χαρακτήρα η αποκάλυψη του μεσσιανικού αξιώματος στον Βαπτιστή, διαφορετικά ο τελευταίος δεν θα αμφέβαλλε αργότερα γι’ αυτό. Μένει ως ιστορικός πυρήνας το γεγονός ότι ο Ιησούς βαφτίστηκε από αυτόν και, όταν στην συνέχεια απέκτησε μεγαλύτερη φήμη από τον Πρόδρομο, δεν έπαψε ποτέ να τον αντιμετωπίζει με ειλικρινή σεβασμό. Με ανάλογα επιχειρήματα ο Στράους θεωρεί ως μυθικές αφηγήσεις τα θαύματα, την ανάληψη κ.ά.

Όπως οι ιωάννειοι έτσι και οι συνοπτικοί λόγοι (ενν. των άλλων τριών ευαγγελίων) αποτελούν συνθέσεις τις οποίες δημιούργησε η μεταγενέστερη παράδοση από λόγια που απέχουν χρονικά και θεματολογικά, συγκροτώντας μεγαλύτερες ενότητες ώστε να αποτελέσουν λόγους, ενώ δεν μπορεί να καθοριστεί επακριβώς σε ποιον βαθμό οι λόγοι αυτοί που αποδίδονται στον Ιησού είναι στην πραγματικότητα επηρεασμένοι από την πρωτοχριστιανική προσδοκία. Η ιστορική προσωπικότητα που αναδύεται μέσα από τον μύθο φέρεται να είναι ένας Ιουδαίος που ζούσε σε έναν κόσμο αμιγώς εσχατολογικών αντιλήψεων πιστεύοντας για τον εαυτό του ότι ήταν ο Μεσσίας.


Μπρούνο Μπάουερ. Ο πρώτος βίος του Ιησού από τη σκοπιά του σκεπτικισμού. O Μπάουερ [Bruno Bauer] αναρωτιέται μήπως σε τελική ανάλυση τα πάντα αποτελούν μόνο μια φιλολογική επινόηση, όχι απλώς τα γεγονότα και οι λόγοι, αλλά και η ίδια η προσωπικότητα που αποτελεί την αφετηρία του όλου κινήματος. Μήπως η ευαγγελική ιστορία δεν είναι παρά η μεγάλη αφήγηση μιας υψηλής ιδέας, και αυτή η τελευταία είναι το μοναδικό ιστορικό στοιχείο; Για παράδειγμα, η αποστολή των δώδεκα είναι ως ιστορικό γεγονός τελείως ακατανόητη. Ο μαθητές δεν μαθαίνουν ποτέ τι έπρεπε να διδάξουν και με ποιον τρόπο. Ο λόγος με τις οδηγίες είναι στην ουσία ο λόγος για τον αγώνα της κοινότητας εναντίον του κόσμου και για τις οδύνες τις οποίες θα υπομείνει. Έτσι εξηγείται το μοτίβο του πάθους που επανέρχεται σε όλους τους λόγους, ενώ βέβαια είναι αποδεδειγμένο πως οι οπαδοί του δεν υπέφεραν τίποτα κατά την αποστολή τους και φυσικά, όταν τους έστειλε ο Ιησούς στις γύρω περιοχές, δεν μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με ηγεμόνες και βασιλιάδες. Ορισμένοι λόγοι δεν είναι παρά δέσμες ετερογενών λογίων και δεν διαρθρώνονται κινούμενοι με βάση την λογική ανάπτυξη μιας ιδέας αλλά πρόκειται για σκέψεις που απλώς συρράπτονται μεταξύ τους. Οι παραβολές από την άλλη αποτελούν πνευματικές ασκήσεις προορισμένες μόνο για τους μαθητές, τις οποίες δεν καταλάβαινε ο λαός. Ο Ιησούς είναι σε κάθε περίπτωση το προϊόν των ιδεών της αρχέγονης κοινότητας.

Ποιο ήταν όμως το υπόβαθρο αυτών των ιδεών;  Καταρχήν ο στωικισμός, που προσπάθησε να μεταμορφώσει τον κόσμο αλλά απέτυχε, καταλήγοντας στο πνεύμα της αποξένωσης και της παραίτησης. Όταν όμως στην συνέχεια απέκτησε βάθος με την εισαγωγή των νεοπλατωνικών ιδεών ήταν έτοιμος να μετατραπεί σε ευαγγέλιο. Στον στωικισμό ήρθε να προστεθεί ο ιουδαϊσμός που απομακρύνθηκε από τους περιορισμούς του εθνικού εδάφους. Τυπικό δείγμα αυτού του νέου ρωμαϊκού ιουδαϊσμού υπήρξε ο Ιώσηπος και ο προηγηθείς Φίλωνας, ο οποίος δεν επιχείρησε απλώς να συγκεράσει τις ιουδαϊκές ιδέες με τον ελληνικό στοχασμό αλλά αξιοποίησε συγχρόνως και την ενότητα του κόσμου την οποία εγκαθίδρυσαν οι Ρωμαίοι, για να θεμελιώσει σε αυτήν τον πνευματικό του κόσμο. Έτσι προέκυψε η νέα θρησκεία. Το πνεύμα της καταγόταν από την Δύση, το εξωτερικό της περίγραμμα το πρόσφερε ο ιουδαϊσμός. Κανείς ως τότε, γράφει ο Σβάιτσερ, δεν είχε συλλάβει με τέτοια πληρότητα την ιδέα ότι ο αρχέγονος χριστιανισμός και πρώτη Εκκλησία δεν ήταν άμεσο αποτέλεσμα του κηρύγματος του Ιησού, ούτε απλώς η πρακτική εφαρμογή μιας διδασκαλίας, αλλά πολύ περισσότερο «μια αντανάκλαση του βιώματος της ψυχής του κόσμο κατά τις πρώτες γενιές της χριστιανικής χρονολογίας».


Νέοι μυθιστορηματικοί βίοι του Ιησού. Ο Γκφαίρερ [August Friedrich Gfroerer] χαρακτηρίζει τον χριστιανισμό φαινόμενο που επιβιώνει σήμερα μόνο χάρη στη δύναμη της συνήθειας, αφού συγκροτήθηκε στην αρχαιότητα με βάση «την ελπίδα στη μυστική βασιλεία του μέλλοντος κόσμου και κυριάρχησε κατά τον Μεσαίωνα με τον φόβο αυτής ακριβώς της βασιλείας». Η ιστορία του Λαζάρου είναι συνυφασμένη από μια αληθινή υπόθεση νεκροφάνειας και μια πολεμική μεγαλοποίησή της, ώστε να εμφανιστεί ως θαύμα απέναντι στους Ιουδαίους. O Ιησούς υπηρέτησε χωρίς να το ξέρει τους σκοπούς του τάγματος των Εσσαίων, από τους οποίους ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία δωροδόκησε τους Ρωμαίους να εκτελέσουν μια φαινομενική σταύρωση, μαζί με δυο άλλους ώστε να αποσπάσουν την προσοχή από αυτόν. Στην συνέχεια τον τοποθέτησε σε ένα τάφο κοντά στον σταυρό, λαξευμένο ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό, όπου τον επανέφερε στην ζωή. Η χριστιανική Εκκλησία γεννήθηκε από την κοινότητα των Εσσαίων, τις ιδέες της οποίας ανέπτυξε περαιτέρω χωρίς τους κανόνες της οποίας θα ήταν ανεξήγητη η οργάνωσή της.

Ο Γκιλλάνυ [Friedrich Willhelm Ghillany] έκρινε ότι ο Χριστιανισμός πρέπει να κατανοηθεί από την σκοπιά ενός ιουδαϊσμού που έχει δεχτεί ανατολικές επιδράσεις. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την επίδραση της μιθραϊκής λατρείας, στην οποία υπάρχουν η εκ παρθένου γέννηση, το άστρο, οι μάγοι, ο σταυρός και η ανάσταση. Όλος ο κόσμος της Ανατολής συγκλονιζόταν εκείνο τον καιρό από γνωστικιστικές ιδέες με επίκεντρο την αποκάλυψη του θείου στο ανθρώπινο. Ο ίδιος ο χριστιανισμός είναι μια τάση του γενικότερου εκείνου γνωστικιστικού ρεύματος. Ο Ιησούς ήταν το όργανο μιας συγγενικής με τους Εσσαίους μυστικής κοινότητας, της οποίας αρχηγός ήταν ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, που τόσο ξαφνικά και εντυπωσιακά εμφανίζεται στην ιστορία των παθών. Η κοινότητα αυτή ήθελε να «επισπεύσει» την έλευση της βασιλείας των ουρανών με μυστικιστικά μέσα και ανακάλυψη στον κήρυκα της πνευματικής βασιλείας των ουρανών, που ήταν αποφασισμένος να πεθάνει για την υπόθεσή του, τον γιό του Ιωσήφ και θεώρησε τον θάνατό του αναγκαίο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του επουράνιου διανιήλειου Μεσσία. Φαίνεται ότι ακόμα και στον σταυρό, ο Ιησούς ήλπιζε σε ένα θαύμα· η κραυγή Θεέ μου, Θεέ μου ινατί με εγκατέλιπες; συνηγορεί υπέρ αυτού. Ο Ιησούς τελικά δικαιώθηκε απέναντι στη «μυστική κοινότητα» που τον χρειαζόταν ως πρώτο Μεσσία.

Ο συγγραφέας αφιερώνει εκτενή κεφάλαια και στον Ερνέστ Ρενάν, στους φιλελεύθερους βίους του Ιησού, στο εσχατολογικό ζήτημα, στις αραμαϊκές, ραββινικές και βουδιστικές πηγές, στην έρευνα του βίου του Ιησού στις αρχές του 20ού αιώνα, στην κριτική στη σύγχρονη-ιστορική θεώρηση από τον Βρέντε και τη συνεπή εσχατολογία, στην παρουσίαση και κριτική της θεωρίας του Βρέντε, στην νεότερη διαμάχη σχετικά με την ιστορικότητα του Ιησού, στην συζήτηση για την ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού, αλλά και στα έργα που εκδόθηκαν κατά την πενταετία ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη έκδοση του βιβλίου του.

Εκδ. Άρτος Ζωής, 2022, σελ. 820, μτφ. Παναγιώτης Ανδριόπουλος, Ιωάννης Γαλάνης, Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, Βασίλης Στογιάννος, Πολυξένη Αντωνοπούλου, Θοδωρής Δρίτσας, Κώστας Σπαθαράκης [Geschichte der Leben-Jesu-Forschung, 1906/1984]. Περιλαμβάνονται: Εκδοτικό σημείωμα για την παρούσα πλήρη και αναθεωρημένη ελληνική έκδοση, πρόλογος στην πρώτη έκδοση της ελληνικής μετάφρασης, εισαγωγή του Τζέιμς Μ. Ρόμπινσον, οι πρόλογοι του συγγραφέα στην πρώτη [1906], δεύτερη [1913] και έκτη έκδοση [1950], βιβλιογραφία, συντομογραφίες και ευρετήριο.

Στις εικόνες, έργα των: 1. Albert Decaris, 3. Oleksandr Antoniuk, 4. Αγνώστου, 6. Bruno Bramanti, 8 Αγνώστου, 9. Hans Erni, 10. Nikolai Nikolajewitsch, 11. Γιάννη Κονταράτου, 12-13. Αγνώστου. Στην κινηματογραφική φωτογραφία (αρ. 5) Ο κατά Pier Paolo Pasolini Ιησούς (Il Vangelo second Matteo, 1964). Η τοιχογραφία (αρ. 7): Η Θεραπεία της Αιμορροούσας [από την Κατακόμβη των Μαρκελλίνου και Πέτρου, Ρώμη].

Colm Toibin – Η διαθήκη της Μαρίας

H διήγηση ξεκινάει από ένα μεταγενέστερο των γεγονότων παρόν. Δυο άνθρωποι επισκέπτονται την Μαρία όλο και πιο συχνά τελευταία, τώρα που δεν την κυνηγάει κανείς· ένας μαθητής του κι ένας μεταγενέστερος πιστός, πιθανώς ο Ιωάννης και ο Παύλος, προστάτες και δεσμοφύλακές της. Μοιάζουν ακόμα εγκλωβισμένοι στα κατάλοιπα του τρόπου που τότε όλοι τους νιώσανε· αλλά αυτό ακριβώς τους συνδέει, η ιστορία που όλοι τους ζήσανε. Ο ένας γράφει λέξεις που εκείνη δεν μπορεί να τις διαβάσει, αλλά είναι βέβαιη ότι γράφει πράγματα που ούτε εκείνος είδε ούτε εκείνη. Αλλά συνεχίζει να γράφει, φροντίζοντας να έχουν βάρος οι λέξεις, να καθηλώνουν όσους τις ακούνε. Και ο δεύτερος γράφει και είναι υποχρεωμένος να την ακούει, γι’ αυτό βρίσκεται εδώ. Εκείνη ζώντας πια στην Έφεσο νοιώθει μεγάλη και δεν της κολλάει ύπνος. Μπορεί να μην έχω πια την ανάγκη να ονειρευτώ ή να ξεκουραστώ.

Η Μαρία αδυνατεί να ξεστομίσει το όνομα του, νοιώθει πως θα σπάσει κάτι αν το προφέρει. Τον αποκαλεί «εκείνος», «αυτός που ήταν εδώ», «ο γιος μου». Θυμάται όταν τον παρατηρούσε που μπορούσε άνετα να περνάει ώρες μόνος του ή να κοιτάζει μια γυναίκα σαν να ήταν ισότιμή του. Μετανιώνει γιατί θα έπρεπε να έχει δώσει μεγαλύτερη προσοχή το διάστημα προτού φύγει από το σπίτι, στο ποιος έμπαινε στο σπίτι και τι συζητιόταν στο τραπέζι της. Αλλά συχνά βαριόταν εκείνες τις κουβέντες και αποτραβιόταν στην κουζίνα. Τώρα στο δωμάτιο υπάρχει μια καρέκλα όπου δεν έχει καθίσει ποτέ κανείς. Ανήκει στη μνήμη, σ’ έναν άνθρωπο που δεν θα γυρίσει, που το σώμα του είναι πια χώμα αλλά που κάποτε διαφέντευε το σύμπαν.

Μέχρι τότε δεν είχα ακούσει κανέναν  να μιλάει για το μέλλον, εκτός κι αν μιλούσαν για την επαύριον ή για κάποιο γλέντι όπου πήγαιναν κάθε χρόνο. Πάντως όχι για κάποια εποχή που θα έρθει, όπου όλα θα είναι διαφορετικά και καλύτερα. Αυτή η ιδέα σάρωνε εκείνα τα χρόνια τα χωριά σαν το λίβα κι έπαιρνε μαζί του όποιον είχε κάποια αξία, πήρε και τον γιό μου… [σ. 21] / Εκείνες τις ημέρες του Σαββάτου, όταν πια οι προσευχές είχαν αναπεμφθεί αργά και μονότονα, περίσσευε πάντα χρόνος για να αναρωτηθεί κανείς τι υπάρχει πέρα και πάνω από εμάς στον ουρανό ή τι κόσμος βρίσκεται θαμμένος στις τρύπες της γης. [σ. 29]

Στον γάμο της Κανά πήγε για να δει αν θα μπορέσει να τον φέρει πίσω στο σπίτι. Είχε ετοιμάσει προειδοποιήσεις και απειλές σε περίπτωση που δεν έφταναν οι υποσχέσεις. είχε ξεγελάσει τον αυτό της ότι θα γύριζε κοντά της, ότι περιπλανήθηκε όσο ήταν να πρειπλανηθεί. Όταν έφτασε στην Κανά, οι μόνες κουβέντες που άκουγε ήταν γι’ αυτόν, και το γεγονός ότι αυτή ήταν η μητέρα του σήμαινε ότι και την πρόσεξαν και θέλησαν να την πλησιάσουν. Οι δρόμοι ήταν ανεξήγητα άδειοι, με μια σιγαλιά παντού, σαν να κρατούσαν όλοι την αναπνοή τους. Άλλη κουβέντα δεν άκουγες εξόν για τη δύναμη και τα θαύματα. Κανείς όμως δεν πίστευε ότι γίνεται να αναστηθεί νεκρός. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι εν έπρεπε καν να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο,  ότι ήταν σαν να κορόιδευες τους ουρανούς. Ο θάνατος χρειάζεται χρόνο και σιωπή. Οι νεκροί πρέπει να μένουν μόνοι με το καινούργιο δώρο τους, με την καινούργια απαλλαγή από τη στέρηση.

Όταν κατέφθανε «το τσούρμο, κάτι σαν καρνάβαλος με τον κάθε πικραμένο και μισότρελο προφήτη στην σειρά» η Μάρθα πήρε τους δρόμους να τον βρει και να του πει ότι ο αδελφός της Λάζαρος πέθανε. Η ίδια του τόνισε ό,τι του έλεγαν και οι άλλοι, ότι δεν είναι θνητός αλλά ο γιος του Θεού. Μόλις φάνηκε ο νεκρός σώπασαν τα πουλιά και αποτραβήχτηκαν. Η Μάρθα μάλιστα πίστεψε ότι ακόμα και ο χρόνος έμεινε μετέωρος, ότι μέσα σ’ αυτές τις δυο ώρες τίποτα δεν μεγάλωσε, τίποτα δεν γεννήθηκε. Ήτανε λες κι η γη έσπρωχνε προς τα επάνω τον Λάζαρο, κι εκείνος, φασκιωμένος με τα σάβανα, έκανε μια στροφή σαν το παιδί στην υγρή μήτρα, ξέροντας ότι ο χρόνος του εκεί τελείωσε και πρέπει να παλέψει να βρει τον δρόμο του για τον κόσμο. Μαζί με την οικογένειά του χάθηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού κι  έκλεισαν τα παντζούρια να μην μπαίνει ο καυτός ήλιος. Τώρα κανείς πια δεν περνούσε ούτε απέξω από το σπίτι του.

Η Μαρία σκέφτεται πως ο Λάζαρος ζει με ένα μυστικό που κανείς τους δεν γνωρίζει. Το πνεύμα του πρόφτασε να ρίξει ρίζες στον άλλο κόσμο κι οι άνθρωποι φοβούνται ν’ ακούσουν αυτά που μπορεί να βγουν απ’ το στόμα του. Βλέπει ότι την έχουν πια συνδέσει με αυτό που συνέβη και επιθυμούν να την αγκαλιάσουν και να την ευχαριστήσουν, σαν να έχει παίξει κι εκείνη κάποιο ρόλο στο γεγονός ότι ο αδελφός τους ήταν ζωντανός. Όταν τον συναντάει θέλει να τον ρωτήσει γι’ αυτό το σπήλαιο με τις ψυχές απ’ όπου είχε περάσει. Ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι που τα καταπίνει όλα, ή μήπως υπήρχε φως; Άκουγε φωνές ή υπήρχε απόλυτη σιγή ή ίσως κάποιος άλλος ήχος, όπως νερό που στάζει, αναστεναγμοί ή αντίλαλοι; Συνάντησε την μητέρα του, θυμόταν όσους άφησε, υπήρχε πόνος, υπήρχε φόβος; Αλλά η ευκαιρία γλιστράει από τα χέρια της, για να μην ξανάρθει ίσως ποτέ. Έβλεπε πως ο Λάζαρος πέθαινε κι αν ξαναγύρισε στη ζωή, το έκανε μόνο και μόνο να τους πει ένα τελευταίο αντίο. Κατείχε πια μια γνώση που φαινόταν ότι τον είχε πτοήσει, κάτι που του προκαλούσε άκρατη οδύνη. Ήταν μια γνώση που δεν μπορούσε να τη μοιραστεί με κανέναν, ίσως γιατί δεν υπήρχαν λέξεις γι’ αυτήν.

Θυμάται πως την ορδή πλέον ακολουθούσε ένα ακόμα μεγαλύτερο καραβάνι από πραματευτάδες, νερουλάδες, έμπορους τροφίμων, μέχρι και πυροφάγους. Πολλοί έσπευδαν για να είναι οι πρώτοι που θα διαδώσουν το μαντάτο ενός καινούργιου θαύματος, μιας νέα παραβίασης της ρωμαϊκής τάξης. Εκείνη ήταν έτοιμη να κλείσει τον γιο της σε μια πίσω κάμαρα, ώσπου να καταλαγιάσουν τα πράγματα, να βρούνε όλοι κάτι καινούργιο ν’ ασχοληθούνε. Η Μαριάμ έλεγε ότι μπορεί να γίνει μια επανάσταση ενάντια σε όλα όσα ξέρουμε από παλιά, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του θανάτου, γι’ αυτό είχε μαζευτεί τόσος κόσμος εκεί και τους άκουγαν να φωνάζουν μες στη νύχτα.

Όταν κατέφτασε το πλήθος ο γιος της φορούσε βαρύτιμα ρούχα, έναν μπλε χιτώνα που δεν είχε ξαναδεί· σηκώθηκε να τον σφίξει στην αγκαλιά της αλλά ήταν σαν ξένος, επιβλητικός, με μια τυπικότητα ασυνήθιστη. Τον προειδοποίησε πως διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, πως τον παρακολουθούσαν αλλά αυτός την αποπήρε κι έπιασε με άλλους κουβέντες βαρύγδουπες και γριφώδεις. Και μετά ο χρόνος έπλασε τον άντρα που δεν με πήρε στα σοβαρά, που δεν άκουγε κουβέντα από κανέναν, τον άντρα που ήταν γεμάτος δύναμη, μια δύναμη χωρίς μνήμη, που δεν θυμόταν  τα χρόνια που είχαν περάσει, τότε που είχε ανάγκη το γάλα από το στήθος μου, το χέρι μου για στήριγμα τότε που μάθαινε να περπατάει… [σ. 58]

Πίσω στο σπίτι της η Μαρία προτιμούσε τις σκιερές γωνιές του σπιτιού. Πλέον γνώριζαν πού μένει και την παρακολουθούν ακόμα και την ώρα που φρόντιζε τα ζώα. Εκείνες οι μέρες ήταν ημέρες τέλους και αρχής. Ήταν σα να ζούσαν μια καινούργια εποχή, μια διαρκή φρενίτιδα υπήρχε στον αέρα, στον ίδιο αέρα όπου οι νεκροί ζωντάνευαν και το νερό γινόταν κρασί. Η μεγάλη αναταραχή τρύπωνε σαν την υγρασία στα δωμάτια όπου ζούσε. Ο κόσμος ήθελε σαν τρελός να τους ακολουθήσει ή έστω να μάθει πού βρίσκονταν. Υπήρχε η αίσθηση πως όλα τα αστέρια θα σταματήσουν να λάμπουν, ότι στον κόσμο θα γίνει τεράστια αλλαγή αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι μπορεί η αλλαγή να γινόταν μόνο σ’ εκείνη.

Δεν τον έβλεπε πια σαν παιδί αλλά σαν μια δύναμη παγιωμένη, γνήσια, κάτι που έδειχνε να μην έχει πίσω του ιστορία, να μην προέρχεται από κάπου. Όσο εκείνος μιλούσε, τόσο εκείνη ονειρευόταν ότι δραπέτευαν μαζί για κάπου, οπουδήποτε. Οι Ρωμαίοι και οι Πρεσβύτες τον ήθελαν νεκρό αλλά και οι μεν και οι δε φοβούνταν να το δηλώσουν ανοιχτά.  Μετά την σύλληψή του, στις ώρες που πέρασε με τους μαθητές του σχημάτισε την εντύπωση πως οι πάντες πίστευαν ότι αυτό ήταν μέρος ενός σχεδίου, της μεγάλης απελευθέρωσης που θα βίωνε η ανθρωπότητα. Αλλά μιλούσαν και πάλι με έναν κυκεώνα γρίφων. Είχα γυρίσει ξανά στον κόσμο των ζαβών, των σπαστικών, των στενόκαρδων και των τραυλών, που όλοι τους τώρα σε κατάσταση υστερίας κοντοανάσαιναν από την έξαψη προτού καν ανοίξουν το στόμα τους [σ. 70-71]

Ένας μαθητής του την οδήγησε μέσα από στενά δρομάκια σε έναν τεράστιο υπαίθριο χώρο γεμάτο κόσμο. Όταν τον είδε να κοιτάζει τον κόσμο με φόβο και απορία, κατάλαβε πως ήταν η μόνη που συντηρούσε την ελπίδα να αφεθεί ελεύθερος. Όλοι οι υπόλοιποι γνώριζαν ότι αυτό που παιζόταν θα παιζόταν μέχρι τέλους εν ονόματι του μέλλοντος. Αργότερα καθώς το ίδιο πλήθος άνοιγε δρόμο για την ζοφερή πομπή, πάσχιζε να μην χαθεί από τους μαθητές του, αγωνιώντας μην τους ξεφύγει κάποια λέξη, μην γίνουν κι αυτοί θύμα τους. Όταν αντίκρισε τον σταυρό στον δρόμο για τον Γολγοθά της κόπηκε η ανάσα. Εκείνος σήκωσε προς στιγμήν το κεφάλι του τα μάτια του έσμιξαν με τα δικά της. Ήταν το παιδί που είχε βγει από τα σπλάχνα μου και τώρα ήταν πιο ανυπεράσπιστος από ποτέ. Ήθελε να ουρλιάξει αλλά της ψιθύρισαν πως έπρεπε να συγκρατηθεί, αλλιώς θα την αναγνώριζαν. Διατηρούσε την κρυφή ελπίδα ότι είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο σωτηρίας και διαφυγής. Τον προσπέρασαν και περίμεναν στην κορυφή παραπάνω από μια ώρα.

Το σταύρωμα, το πρόσωπό του παραμορφωμένο, ματωμένο, αγνώριστο. Τριγύρω το πλήθος χασκογελούσε, φρόντιζε τα άλογά του, έπινε. Ήταν σαν κανονικό παζάρι. Άναβαν φωτιές για να μαγειρέψουν κι ο καπνός μπούκωνε τον λόφο κι έκανε τα μάτια να τσούζουν. Δεν γύρισε να κοιτάξει την μορφή του σταυρωμένου και ξεγλίστρησε από την πίσω μεριά του λόφου για να σωθεί, κάνοντας ότι ψάχνει κάποιον. Όταν αργότερα την φυγάδευσαν πανικόβλητοι στις ερημιές διαπίστωσε πως δεν υπήρχε κανένα σχέδιο διαφυγής, πως όλα ήταν τυχαία και αβέβαια.

Αυτή είναι η φωνή της άφωνης ως σήμερα Μαρίας, ένας μονόλογος μιας θεϊκής μορφής που γίνεται ανθρώπινη γιατί ποτέ δεν ένοιωσε θεϊκή. Όπως κάθε γυναίκα και κάθε μητέρα που θα είχε ζήσει αυτά που έζησε, είναι γεμάτη οργή, αδυνατεί να ξεχάσει τον φόβο, παραμένει καχύποπτη και απείρως τεθλιμμένη. Μπορεί ακόμα και να φτάσει μέχρι τον σαρκασμό και την μνησικακία. Ύστερα πάλι, να πετρώνει από τα βαριά συναισθήματα, να ανακτά την ψυχραιμία της και να αποστασιοποιείται. Και δεν παύει να δυσπιστεί όταν της λένε πως όσα καταγραφούν θα αλλάξουν τον κόσμο. όταν την διαβεβαιώνουν πως ήταν ο γιος του Θεού.

Μεγάλος μέρος όσων διηγείται είναι από άλλων διηγήσεις· είναι ακριβώς η μυθιστορία μιας εποχής αλλεπάλληλων και αντιφατικών αφηγήσεων· μιας ταραγμένης εποχής που η λιτή και ποιητική πρόζα του συγγραφέα (μεταπλασμένη και σε θεατρικές διασκευές και παραστάσεις) αποδίδει με τρόπο έξοχο, χαραγμένο με σιωπές, όσες και της Μαρίας μπροστά στον λεκτικό καταιγισμό του περιβάλλοντός της. Μεγαλωμένος σε σπίτι γεμάτος σιωπή, λόγω της εμπλοκής μελών της οικογένειάς του στον IRA, ο συγγραφέας γνωρίζει καλά ότι αυτός ο λόγος ταιριάζει σε οποιαδήποτε μητέρα χάνει τον μαχητή γιο της για έναν ευρύτερο σκοπό, όπως επίσης γνωρίζει πως ακριβώς αυτή τη σιωπή οφείλει να σπάει η λογοτεχνία και να δραματοποιεί το διάστημα ανάμεσα σε κάτι που έχει ειπωθεί κατ’ επανάληψη και σε κάτι που δεν έχει αρθρωθεί ποτέ, όπως έχει δηλώσει.

Υπάρχουν τόσες συγκλονιστικές στιγμές σε αυτό το υπέροχο κατά Μαρίαν Ευαγγέλιο. Όταν η Μαρία σταδιακά διαπιστώνει την αδυναμία της να τον προστατεύσει· όταν από την αίσθηση ότι μπορεί να κάνει κάτι περνάει στην συνειδητοποίηση ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ήταν παράξενο που μπορέσαμε να μείνουμε ως απλοί παρατηρητές. […] Πώς μπόρεσα να παρακολουθώ βουβή και ασάλευτη. Όταν την ώρα «της δημόσιας έκθεσης της ήττας του» ενώ ως τότε λαχταρούσε απελπισμένα να έρθει γρήγορα το τέλος, τώρα δεν θέλει να τελειώσει, να χαθεί. Μετά, η ντροπή και η ενοχή της όταν άφησε να θάψουν άλλοι τον γιό της, χωρίς μάλιστα να γνωρίζει αν τελικά τον έθαψαν. Κι ύστερα η σφοδρή επιθυμία της αυτά που συνέβησαν να μην είχαν συμβεί, να είχαν πάρει άλλη πορεία· εκείνος να τους κοιτούσε και να αποφάσιζε όχι τώρα, όχι σ’ αυτούς. Ήταν εύκολο να τον βοηθήσει, έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο. Η απόλυτη πεποίθησή της πως δεν άξιζε τον κόπο.

Θέλω να ζήσω πάλι στα χρόνια πριν από το θάνατο του γιου μου ή πριν φύγει από το σπίτι […] Θέλω μία από εκείνες τις χρυσές ημέρες του Σαββάτου, τις ημέρες χωρίς ανέμους, τότε που […] πήγαινα και έψαλλα τα λόγια της ικεσίας προς το Θεό για να απονείμει δικαιοσύνη στον αδύνατο, να υπερασπιστεί τον ταπεινό […]. Τότε που έλεγα αυτά τα λόγια στο Θεό, είχε σημασία ότι ο άντρας μου και ο γιος μου βρίσκονταν κάπου εκεί κοντά και ότι σε λίγο, θα άκουγα τα βήματά τους να πλησιάζουν […] ύστερα από μια ημέρα στην διάρκεια της οποίας είχαμε ανανεωθεί ως άνθρωποι και η αγάπη του ενός για τον άλλον, για τον Θεό και για τον κόσμο είχε γίνει ακόμα πιο μεγάλη, ακόμα πιο βαθιά. [σ.100-101]

Εκδ. Ίκαρος, 2014, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, σελ. 115. Περιλαμβάνεται επτασέλιδο επίμετρο της μεταφράστριας [The testament of Mary, 2014]

Στις εικόνες έργα των: 1. Henry Ossawa Tanner [The Annunciation], 2. Αγνώστου, Ο γάμος στην Κανά, 4. Pedro de Mena [Dolorosa Mater], 5. Παιδική ζωγραφιά [Stewart School.org], 6. Patricia Boyer σε μια από τις θεατρικές παραστάσεις του έργου, 7. Theodore Gericault [Mater dolorosa], 8. Μιχάλης Βασιλάκης [Σταύρωση], 9. John Scott [Annunciation], 10. Moise Madon [Mater Dolorosa]