Γκορ Βιντάλ – Μεσσίας

Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει την τυραννία. Περιμένουν από τις κυβερνήσεις να διεκδικήσουν τις ψυχές τους, κι έχουν παραιτηθεί από την ευθύνη της λήψης αποφάσεων σε πλείστα όσα επίπεδα, από αγάπη για την ασφάλεια. (σ. 181)

Βρίσκομαι στον πειρασμό να ομολογήσω πως η ιστορική αλήθεια είναι ανέφικτη – Μόνο η κρίση για την οποία θα κάνω λόγω υπήρξε αληθινή λέει στις πρώτες σελίδες o αφηγητής Ευγένιος Λούθερ, καθώς αντικρίζει την έρημο της άνυδρης Λιβύης απ’ το παράθυρό μιας πανσιόν στην Άνω Αίγυπτο. Οι μέρες του λιγοστεύουν κι εκείνος ετοιμάζεται να επιχειρήσει την σκιαγράφηση κάποιου που ντύθηκε με αληθοφάνεια στην ιερή ιδέα που ακόμα φέρει το ηχηρό και αρχαίο της όνομα: θεός. Έχουν περάσει πενήντα περίπου χρόνια από «τα συμβάντα», από την εποχή του Τζόν Κέιβ (aka J.C.). Η ήττα του φόβου είναι η μοναδική νίκη των γηρατειών του, κι ας συντρίβεται όταν μαθαίνει από κάποιον επισκέπτη πως δεν αναφέρεται καν στην Διαθήκη, που κάποτε είχε ο ίδιος γράψει, πως η ύπαρξή του έχει διαγραφεί κι είναι σαν να μην έχει ζήσει ποτέ.

Δυο πρόσωπα τον εισάγουν στον κόσμο του Κέιβ (πρώην βοηθό εργολάβου κηδειών στην Ουάσινγκτον): η φίλη του Κλαρίσα που ισχυρίζεται πως είναι χιλίων διακοσίων ετών και περιγράφει συναντήσεις με ακρίβεια, χωρίς καμία ικανότητα επινόησης και η συνομίληκή του Άιρις από την οποία ελκύεται σφοδρά. Παρά τις προκαταλήψεις τους για τους χιλιάδες προφήτες και σωτήρες που υπάρχουν σε κάθε χώρα κι εποχή, τους εν Αμερική μανιακούς με τη θρησκεία και τους ρήτορες υπνωτιστές, μπαίνει στο παιχνίδι. Δεν παραδέχεται την αυθεντία κανενός σ’ ένα επίπεδο όπου όλοι ανεξαιρέτως έχουν άγνοια, αν και γνωρίζει πως τα ανθρώπινα όντα μπορεί να πειστούν για το οτιδήποτε. Εκείνη την εποχή γράφει ένα βιβλίο για τον Ιουλιανό (ενδιαφέρον αυτοαναφορικό στοιχείο, εφόσον ο Βιντάλ λίγα χρόνια μετά εξέδωσε το συναρπαστικό ομότιτλο βιβλίο) και το τέλος των θεών, άσχετα αν μερικοί εξ αυτών επέστρεψαν στον Χριστιανισμό με διαφορετικά ονόματα – στοιχείο που θα παίξει τον ρόλο του στην ιστορία.

Όταν ο Κέιβ κηρύσσει, οι λέξεις φορτίζονται με νέα πνοή κι οι ακροατές αισθάνονται ως μέρος ενός όλου αντί για μεμονωμένα λογικά όντα. Ένας τύπος που έρχεται από τα βουνά μ’ ένα μήνυμα: ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό. Να συναντήσουμε τον θάνατο με την ίδια γαλήνη που συναντήσαμε τη ζωή. Να πεθάνουμε χωρίς φόβο, να υποδεχτούμε με χαρά τον μακρύ, ανονείρευτο ύπνο. Ο θάνατος και η ανθρώπινη αποδοχή του, ιδού ο πυρήνας της νέας θρησκείας. Αν ο Καντ, οι Γνωστικοί, οι ανατολικές θρησκείες ή άλλοι συγγραφείς το είπαν νωρίτερα, τότε ήταν κατά βάθος πραγματικοί Κεϊβίτες! Επιτέλους, έφτασε το τέλος του φόβου!

Ο Κέιβ αδυνατεί να γράψει οτιδήποτε και αρνείται να μαγνητοφωνούνται τα μηνύματά του. Στις ομιλίες του προσλαμβάνει κάτι απ’ αυτούς που τον ακούνε – σαν δυο λοβοί στον ίδιο εγκέφαλο. Μέσα στον καθένα υπάρχει κάτι που αφυπνίζεται και ξυπνά με το άγγιγμα του Κέιβ. Ο αφηγητής καλείται να συντάξει μια βασική ιστορική και θεωρητική Εισαγωγή κι εφόσον τα πάντα έχουν γραφτεί, απλώς μετασκευάζει τις γνώσεις του. Εφόσον δεν είναι ούτε μαρξιστής, ούτε χριστιανός ούτε φροϋδιστής έχει λιγότερες αποσκευές να ξεφορτωθεί (χε, ειρωνεία). Η εταιρεία ονομάζεται Κέιβιτ Α.Ε. και διευθύνεται από την τριάδα με τον άβουλο και περιορισμένης μόρφωσης Κέιβ στην κορυφή. Η ευρύτερη ομάδα περιλαμβάνει διαφημιστή, επικοινωνιολόγο και ψυχοθεραπευτή. Μια Ομάδα Πίστης αναλαμβάνει την ψυχολογική κατήχηση των μαζών. Ο αφηγητής βέβαιος για το γελοίο του πράγματος και την αποτυχία του εμπλέκεται βαθιά στην ιστορία. Πειραματισμός; Περιέργεια για τα όρια; Κρυφή γοητεία;

Πώς θα διαδοθεί η θρησκεία; Με μια ημίωρη εβδομαδιαία τηλεοπτική εκπομπή. Με την δημοσίευση της προσωπικής του ιστορίας σ’ ένα από τα περιοδικά του συρμού. Μερικοί δυνατοί σπόνσορες, αλληλογραφία της Ομάδας με τον κόσμο, αποφυγή συνέντευξης με δημοσιογράφο, για να μην στριμωχτεί. Και μια ευφυής ιδέα: όχι ανταγωνισμός με τις άλλες θρησκείες. Ο Κέιβ, μια φυλετική, λαϊκή πατρική φιγούρα θα αποδέχεται τους πάντες και θα γίνεται προϊόν των δικών τους μυστικών φόβων κι αναστολών. Οι μετοχές εξαφανίζονται αμέσως, οι εισφορές εκτοξεύονται στα ύψη. Κεϊβιτικά κέντρα ιδρύονται στις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ. Φυσικά η πολιορκία των δημοσιογράφων και η αντίδραση των εκκλησιών δεν αργούν, ούτε οι μαζικές αυτοκτονίες, η δημιουργία ιδανικών χώρων αυτοχειρίας, η πολιτική εμπλοκή, η θεοποίηση του ενός δια του θανάτου του. Η προκάτ θρησκεία θα περάσει σαν οδοστρωτήρας πάνω απ’ όλους.

Για άλλη μια φορά ο Βιντάλ θαυματουργεί. Βασισμένος σε μια περίφημη ιδέα, την βγάζει εις πέρας σ’ ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα (γραμμένο στα 29 του!), με αρχή, μέση, τέλος, χαρακτήρες, διαλόγους, εναλλάξ κινήσεις στο παρόν και στο παρελθόν, με φιλοσοφία για τα πάντα και απομυθοποίηση για όλα. Ένα ακόμα βιβλίο με το οποίο εδώ δεν ασχολήθηκε κανείς (αν κρίνω από την βάση δεδομένων του βιβλιονέτ αλλά και την προσωπική μου μνημονέτ) με εξαίρεση το ιστολόγιο του Librofilo.

Ο Βιντάλ εκφράζει από την αρχή την βεβαιότητα πως κάποια στιγμή όλα τα σύγχρονα έθνη θα λατρεύουν έναν αμερικανικό θεό, για το οποίο θα έχουν γραφτεί πολλά στις εφημερίδες, και τα εικονίσματά του δεν θα είναι παρά φωτογραφίες. Όπως λέει κι ένας χαρακτήρας του: Όλα εκείνα τα θλιβερά εκατομμύρια που καίγονται να πιστέψουν κάπου, θα τον βρουν ό,τι πρέπει για την περίπτωσή τους και αλλού: Οι λέξεις δεν αποτελούν ποτέ οικείο έδαφος για τη μεγάλη μάζα, η οποία προτιμά τις εύπεπτες εικόνες ακόμα και από το προσφυέστερο κείμενο.Και ήταν 55 χρόνια πριν….

Εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 2006, μτφ. Δημήτρης Ελευθεράκης, επιμ. Κώστας Βλησίδης, 316 σελ. (Gore Vidal, Messiah, 1954).

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης – Προς εκκλησιασμόν

Ο μύθος έπαψε να θεωρείται μόνο σαν κατάλοιπο του παρελθόντος και ερευνάται σαν ουσιώδες σημείο του καθενός (Τοπογραφία και δομή, σ. 143).

Το 1970 ήταν annus mirabilis για τον Πεντζίκη: ο αραιότατα εκδοθείς του παρελθόντος τώρα ξεφούρνιζε τέσσερα βιβλία σε ισάριθμους εκδότες – το ένα σε δεύτερη έκδοση, σε μια πλημμυριστή εκβολή της φρενήρους γραφής του από το 1969, οπότε και αποσύρθηκε από τον ελβετικό φαρμακευτικό οίκο όπου εργαζόταν (ως σύμβουλος προώθησης προϊόντων). Ένα εξ αυτών ευτυχεί τρίτη και οριστική έκδοση εδώ (Α΄ έκδοση: Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1970, Β΄ έκδοση: Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη 1986), κανονιστική και παγιωθείσα, προς ευκρινέστερη ακρόαση του πεντζίκειου λόγου. Πρόκειται για εννέα κείμενα δυο δεκαετιών (’50-’60) που ομιλήθηκαν ως διαλέξεις και έρευσαν ως ομιλίες – εξ ου και η αίσθηση της επικοινωνίας με ορατό ακροατήριο, η αποτύπωση μιας οικείας προφορικότητας και η αξία τους σαν μιας σπάνιας ζωντανής ηχογράφησης σύμφωνα με τον επιμελητή – επιμετρητή του τόμου Γαβριήλ Νικόλαο Πεντζίκη). Αυτές οι διαλογικής, σχεδόν σωκρατικής υφής εκφράσεις πρωτοδημοσιεύτηκαν σε Μορφές, Ταχυδρόμο, Νέα Πορεία, Διάλογο, αλλού, ή πρώτη φορά εδώ.

Αυτός που παραδεχόταν πως έγραφε έτσι απλά επειδή αδυνατούσε να συνθέσει λογοτεχνία, μη γνωρίζοντας τρόπους και μεθόδους, που στα γραπτά του προσκαλούσε πλήθος προσώπων χωρίς να φτιάχνει κανέναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, που σε σημειώσεις εκατό ημερών έγραψε το χρονικό της μεταμόρφωσής του σε κατώτερο εχινόδερμο, εδώ ξανά διαπερνά, διαπηδά και διασχίζει τον Όμηρο και τον Πίνδαρο (του υπεραρκούν απ’ την αρχαία φρουρά), τον Τζόυς, τον Kierkegaard, τον Παπαδιαμάντη, τον Σαραντάρη, τον Βιζυηνό, τους προσωκρατικούς και τους νεοπλατωνικούς, τους βυζαντινούς, τους Μπέκετ, Μαλλαρμέ και Ντοστογέφσκι, τις γριές ενορίτισσες της Υπαπαντής και της Παναγίας Δέξιας με τις πατερικές φυλλάδες.

Ας ευφρανθούμε λοιπόν ξανά για εκατοστή φορά με τον εσώτερο μονολογιστή, ρευματοφόρο της συνείδησης και εξπρεσιονιστή κύριο Πώς να τον πούμ’, τον μοντέρνο και μεταμοντέρνο πριν από εκείνους που φέρουν τον τίτλο, που «σχολείο πήγε μονάχα σε μια τάξη και μόνο του μέλημα ήταν η μυθική και παραμυθική ερμηνεία των εγκοσμίων», είτε καθώς διαλαλεί τον έρωτά του προς τα έμβια όντα και τα πράγματα είτε όταν πολεμά τους δαίμονές του στην προσπάθειά του να υπερβεί και να διαλύσει το ατομικό του εγώ. Που επιστρέφει συνεχώς στον παρά θιν’ αλός περίπατο που δεν έπαψε να επεξεργάζεται η ανθρώπινη ψυχή απ’ τον Όμηρο ίσαμε τον Τζόυς, συγκινείται περισσότερο στα προσκυνητάρια και στα εικονοστάσια των δρόμων παρά στις μεγάλες, σαν άδειες αποθήκες εκκλησίες, σκιρτά με την ανάποδα τοποθετημένη πινακίδα της Οδού Αετορράχης στην Αγία Τριάδα, ανεβαίνει στην στέγη των Δώδεκα Αποστόλων στο Βαρδάρι και λέει: Πέρα από κάθε φόβο, μ’ ενθουσίαζε στην Εκκλησία η καταξίωση του παραλόγου.

Για άλλη μια φορά με ελαχιστότατες εξαιρέσεις όλοι σιώπησαν και γι’ αυτό το έργο του: ο μεν δικτατορικός περίγυρος αλισβεριζόταν με παραεκκλησιαστικές οργανώσεις (που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις ευρύτατες πνευματικές του αναζητήσεις), διανόηση και αντιφρονούντες εν γένει αντιμετώπιζαν με υποψία οτιδήποτε «θρησκευτικό». Αν προσθέσουμε και τα στεγανά του αναγνωστικού κοινού τότε αντιλαμβανόμαστε γιατί σπάνια εκδότης και πολύ περισσότερο διευθυντής περιοδικού δεχόταν να δημοσιεύσει κείμενό του, ή, όταν συνέβαινε, οι αναγνώστες να το αγοράσουν. Φυσικά ο Πεντζίκης αν και βαθύτατα θρησκευθείς ουδόλως σχετιζόταν με εκκλησιαστικούς θεσμούς και σχετικά ιδεολογήματα (προτίμησε 94 επισκέψεις στο Άγιον Όρος), αδιαφορώντας πλήρως και για εθνικιστικούς διαχωρισμούς.

Δεν είναι τα πράγματα που γεμίζουν, ούτε τα μεγέθη που επιβάλλονται – γι’ αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκριθεί η Παναγία Κουμπελιδική στην Καστοριά με την Παναγία των Παρισίων – στον ατέρμονο πεντζίκειο πανοραμικό κόσμο. Είναι η Θεοτόκος σ’ ένα τζάμι καταστήματος, τα γεωλογικά στρώματα ως μνήμες συνουσίας, η επίκληση των ασκητών Φώτισόν μου το σκότος, οι λαϊκές ανδρικές και γυναικείες μορφές που μοιάζουν να σέρνουν καλαματιανό, πηδηχτές, πιασμένες με μαντήλια χρωματιστά σε τοιχογραφία στο μικρό εκκλησάκι του κοιμητηρίου της Ιεράς Μονής Γρηγορίου του Άθωνα.

Η στέγη της Αγίας Αικατερίνης έχει την μεθυστική ποικιλία μιας αμάραντης ανθοδέσμης…η ένθεση ων πλίνθων στις εξωτερικές πλευρές σχηματίζει έναν τέτοιο πλούτο διακοσμητικών θεμάτων, ώστε αισθάνεσαι σάμπως οι τοίχοι να είναι τάπητες, που μπορεί να τους σηκώσει ο άνεμος, και ολόκληρο το κτίσμα να μετεωριστεί στον ουρανό. (Άλλοτε και νυν, σ. 50)

Μιλάμε για μια έκδοση κατάσπαρτη και κατασυμπληρωμένη με: πρόλογο του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού (ηγούμενος της Μονής Βλαττάδων, συνεπώς πρώτος στο Ίδρυμα που τον εξέδωσε τότε), παρουσίαση των κομματιών που έκανε ο συγγραφέας στην εφημερίδα Νέα Αλήθεια της Θεσσαλονίκης, φωτογραφικό υλικό κι ένα τεράστιο επίμετρο με την εκδοτική ιστορία του έργου, τις πρώτες δημοσιεύσεις, ανάδραση [= επιστολές των Ζήσιμου Λορεντζάτου (Αείροε, πλειστόκαινε, μωσαϊκέ Νίκο!), Γιώργου Σεφέρη, Παπατζώνη, Δ.Γ. Κουτρουμπή και κριτικά σημειώματα], εργοβιογραφικό χρονολόγιο και με υπερεκατοντασέλιδα σχόλια «εφόδια, όχι εμπόδια» του προαναφερθέντος υιού, που γνωρίζει την παραμικρή εσοχή του έργου του και μας έχει καλομάθει σε παρόμοιες θεραπείες καταλήγοντας σε δοκιμιώδες κομμάτιο που αρχινά με παρομοίωση του βιβλίου με ναό αλλά και σταυρό, με κεραίες τις δυο διασταυρούμενους άξονες σκέψης του ΝΓΠ, τα δε κεφάλαια και ως βαθμίδες μιας μυητικής κλίμακας και καταλήγει στην αναδεξιμιά του Ζωή, σ’ ένα θαυμαστό κύκλο.

Καλά έκανες κι έφυγες κυρ Νίκο κι άσε μας εμάς εδώ να βολοδέρνουμε ανάμεσα Εγνατία 112 (νυν 106), εκεί που ήταν το Φαρμακείο σου (εκεί που συνεπαρμένος από τις δημοτικιστικές επιταγές έβγαλες το τελικό νι από την επιγραφή και σ’ επισκέφτηκε όργανο της τάξεως να διαπιστώσει αν επρόκειτο για ανατρεπτική ενέργεια ή που συνεπαρμένος από τις συζητήσεις έκλεινες την πόρτα κι έδιωχνες τον κόσμο) και Βασιλίσσης Όλγας 197 που οικείωνες οικία. Εσένα το εγώ σου ήταν κάθε φορά κι ένας άλλος ενώ εμείς παραμένουμε απελπιστικά οι ίδιοι.

Αργότερα πολλές φορές συσχέτισα την είσοδο εκείνη, εντός του ιδρύματος της εκ θείας αποκαλύψεως θρησκευτικής παραδόσεως, με την προσευχή του Κολοκοτρώνη, όταν έμεινε έρημος, πριν βγει στα βουνά και κράξει τους σκόρπιους από τον φόβο των Τούρκων Έλληνες, στην Εκκλησία του Χρυσοβιτσιού, ενισχυόμενος από το μεγάλο του ήρωος παράδειγμα. Μέσα ο ναός ήταν ακόμα ασυμπλήρωτος και ως μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι’ άκουγαν, τον κρυμμένο μέσα το ιερό παπά, μια μαυροφορεμένη γρηά, ένας τρελλός και εγώ. Τότε λοιπόν…αντιλήφθηκα ότι πολύ σωστά θα μπορούσαν να διακοσμηθούν οι τοίχοι του άδειου ναού με την απλή καταγραφή, από πάνω έως κάτω, όπως στα χαρτάκια που δίνουμε στον παπά για να τα διαβάσει, των ονομάτων όλων των προσφιλών μας νεκρών. (Έρως της Εκκλησίας, σ. 87)

Εκδ. Ίνδικτος, 2007, σελ. 397, επιμέλεια – σχολιασμός: Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Στις φωτογραφίες η Αγία Αικατερίνη στην πιο υποβαθμισμένη (καλύτερα εκεί) περιοχή της Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης  και η έκδοση των Αγροτικών Συνεταιριστικών Εκδόσεων. Συντομότερη και μεταμορφωμένη δημοσίευση του κειμένου, εδώ.