Κώστας Θ. Καλφόπουλος – Φλίππερ

Η πρόζα που αξίζει στο αξέχαστο παιχνίδι

Ο συγγραφέας πρωτόπαιξε φλίππερ στην Γερμανία του 1974, όπου το συναντούσε κανείς παντού: σε σταθμούς, καφενεία, αίθουσες ψυχαγωγίες, λαϊκά εστιατόρια, φοιτητικές εστίες. Την ίδια εποχή ήταν απαγορευμένο στην Ελλάδα από την δεκαετία του ’60 για να επιστρέψει είκοσι χρόνια μετά (στην δική μου εφηβεία) για να απαγορευτεί οριστικά το 2000. Αλλά πώς και τι να γράψει κανείς για κάτι τόσο αγαπημένο; Ακριβώς την στιγμή που γεννήθηκε η ιδέα για ένα εκτενές κείμενο γύρω από την ιστορία, την μυθολογία και την φαντασμαγορία του φλίππερ, γεννήθηκαν και οι σχετικοί προβληματισμοί του συγγραφέα ως προς την κατάλληλη γραφή αλλά και την φόρμα. Η λογοτεχνία είχε δώσει ήδη εξαίρετα δείγματα με τον Μουρακάμι, τον Νικολαΐδη, τον Κουμανταρέα. Ο Πέτερ Χάντκε στο περίφημο Δοκίμιο για το τζουκ – μποξ έκανε το ίδιο από «μη μυθοπλαστική» άποψη.

Ο Καλφόπουλος θα ακολουθήσει άλλο δρόμο, πόσο μάλλον αν η σχέση του με το παιχνίδι στροβιλίζεται γύρω από μια γυναίκα: θα σταθεί στην άκρη και θα παρατηρήσει τον εαυτό του, σε τρίτο πρόσωπο, από την αρχή της ιστορίας μέχρι σήμερα. Θα τον δει νεαρό παίκτη να αφήνει στα μηχανήματα την highscore υπογραφή του με ονόματα εθνικο-απελευθερωτικών ή «τρομοκρατικών» οργανώσεων, θα προσπαθήσει να τα θυμηθεί στα μπιλιάρδα και στα σφαιριστήρια, ακόμα και στα λούνα παρκ. Σ’ ένα συνεχή διάλογο παρόντος και παρελθόντος, θα εκφράσει όλες τους τις επιθυμίες: να φτιάξει έναν χάρτη όπου κυκλώνει ή καρφιτσώνει όλες τις πόλεις με φλίππερ από τα οποία πέρασε, να ταξιδέψει ξανά για να εντοπίσει τα παλιά μηχανήματα σαν ένα είδος «βιομηχανικού αρχαιολόγου», να τα εντάξει στην Kulturindustrie.

Η είσοδος στον φαντασμαγορικό τους κόσμο ήταν μια σχισμή, μια άλλη «στενή πύλη», η σχισμή για το κέρμα, όπως στο παγκάρι που γεμίζει με τον οβολό του πιστού. Από τον ήχο του κέρματος που έπεφτε μπορούσες να καταλάβεις την συχνότητα των παικτών ή την αχρησία του μηχανήματος. Μόλις άνοιγε το κύκλωμα ο συγγραφέας παίκτης παρατηρούσε με προσοχή το μηχάνημα, άγγιζε τις πλευρές του, δεχόταν από το ίδιο να του δείξει τι ζητά από αυτόν. Η πείρα του έλεγε ότι ένα μηχάνημα ποτέ δεν μπορείς να το κερδίσεις ολοκληρωτικά – και ειδικά εδώ, πάντα θα υπάρχει ένα κλάσμα δευτερολέπτου που η μπίλια θα ξεφύγει από τον έλεγχό σου.

Ο συγγραφέας συνομιλεί με τα γραπτά του Χάντκε και του Μπένγιαμιν (άλλωστε το παιχνίδι ως μεταφορά, το αυτόματο ως αναπαράσταση, η φαντασμαγορία των στοών, όλα αποτελούν μοτίβα όπου περιπλανήθηκε ο σπουδαίος φιλόσοφος), εμπνέεται από τις σύντομες σημειώσεις των Αντόρνο και Χορκχάιμερ, αναζητά αναφορές στα βιβλία και ιδίως στα αστυνομικά, όπως του ύστερου Σιμενόν, ο οποίος κάποτε έγραψε για Όλα αυτά τα μηχανήματα που βάζεις κέρματα για ν’ ακούσεις μουσική ή να εκσφενδονίσεις μπίλιες, όλα όσα μπορεί να επινοήσει μια πόλη για να ξεγελάσει την ανθρώπινη μοναξιά.

Ακολουθούν οι κινηματογραφικές ταινίες όπως του Μελβίλ, εντοπίζει μια αποθήκη γεμάτη από φλίππερ στην Συμμορία των Σικελών του Ανρί Βερνέιγ [1969], αλλά και εκείνα που κατέστρεψαν οι πιστοί στο Tommy του Κεν Ράσσελ [1975]. Ταξιδεύει από την μια σειρά στην άλλη στην μεταπολεμική Γαλλία μέχρι τον Μάη του ’68 όπου δεν υπήρχε στο Παρίσι Café – tabac που να μη διέθετε ένα μηχάνημα και τα αναζητά οπουδήποτε υπήρχαν, από το πορθμείο του Ντόβερ και την Οστάνδη μέχρι την Ιαπωνία και φυσικά στην Αθήνα, την Πλατεία Βικτωρίας, τα Εξάρχεια, το Μουσείο, τα ζυθεστιατόρια του κέντρου.

Το φλίππερ, συνειδητοποιεί ο ήρωας, σχετίζεται άμεσα με την πόλη και την περιπλάνηση (μέσα στην πόλη και μέσα στον «κόσμο του φλίππερ»). Κάθε φλίππερ αφηγείται μια ιστορία που είναι πάντα συνδεδεμένη με ένα σύστημα κυρώσεων και αμοιβών κι όλα μαζί συγκροτούν μια μεγάλη αφήγηση με πολλαπλές αναγνώσεις  και αλλεπάλληλα μοτίβα: το μοτίβο του American Dream (πριν το αποδομήσει ο Μπρωντριγιάρ την δική του Αμερική), της τεχνολογίας, της περιπλάνησης στην ζούγκλα των πόλεων αλλά και σε εξωτικά μέρη, του χρόνου, της διακόσμησης, της σύγκρουσης και της συμφιλίωσης.

Η ορολογία είναι χαώδης: από το αγγλοσαξονικό Pinball μέχρι τα δικά μας μηχανάκια, φλιπεράκια ή φιμπεράκια (έτσι τα έλεγε και ο γυμνασιάρχης μας στην Κυψέλη, όταν μας προέτρεπε να τα αποφεύγουμε, εννοώντας τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που το αντικατέστησαν!) οι δεκάδες παραλλαγές των μηχανημάτων του ονείρου, οι κατηγορίες, οι μάρκες και τα μοντέλα, περνούν εδώ ταχύτατα αλλά σε πλήρη σειρά. Κάποια στιγμή το φλίππερ πέρασε από την φάση του επιτραπέζιου αυτόματου στην εξέλιξη που το σήκωσε στα τέσσερα, όπου ο παίκτης το ταρακουνούσε ολόκληρο· κι αυτό μαζί με την ηλεκτροδότηση, την καινοτομία της ρακέτας και την προσθήκη της «βιτρίνας» με τους μετρητές αποτέλεσαν μια τομή στην ιστορία, από εκείνες που υμνούν οι ιστορικοί.

Κάπου ανάμεσα σ’ αυτά γνώρισε μια από την καλύτερες παίκτριες που έκανε το παιχνίδι δικό της, ενώ εκείνος παρατηρούσε τις κινήσεις και τις αντιδράσεις της. Εκείνη που την είδε να παίζει εκεί διατρέχει όλο το βιβλίο, από την στιγμή που την αντίκρισε μέχρι την άφιξή τους ξημερώματα στο βροχερό Παρίσι. Ακόμα κι εδώ αποφεύγεται κάθε θρηνητική διάθεση, άλλωστε οι έρωτες εμπεριέχουν, τολμώ να γράψω, το ίδιο τους το τέλος. Ένα παράπονο μένει μόνο, που δεν σκέφτηκαν καν να παίξουν μια τελευταία παρτίδα. Ή όπως τραγουδούσε ο Lou Reed στο Love is here to stay: He loves to play pinball, She wants to play next…

Θα επρόκειτο εκτός των άλλων για ένα βαθιά νοσταλγικό κείμενο, που θα μπορούσε να προστεθεί στην βιβλιογραφία της νοσταλγίας του βινυλίου, της γραφομηχανής, των παλαιών τηλεφώνων. Αλλά όσο φορτισμένος κι αν είναι ο συγγραφέας, αποφεύγει μια «post – ζαχαρωμένη νοσταλγία» και χειρίζεται με μαεστρία την απολύτως προσωπική του συγκίνηση· άλλωστε αυτό που τον ενοχλεί δεν είναι τόσο η σταδιακή του εξαφάνιση όσο το γεγονός ότι συνοδεύτηκε από την εγκατάστασή του στους υπολογιστές. Αντίθετα αφήνεται σ’ ένα πυκνό, ασθματικό κείμενο, με μακριές δαιδαλώδεις προτάσεις και μια σπάνια γλωσσική μεταχείριση ενός αντικειμένου που υπήρξε γι’ αυτόν ένας ολόκληρος κόσμος. Και γι’ αυτό το τελευταίο τον ζηλεύω.

Αυτό το μικρό, μόλις εβδομήντα δυο σελίδων, βιβλίο δεν είναι μόνο η οριστική λογοτεχνική τίμηση του φλίππερ, ούτε μια πολυπρισματική προσέγγιση του κόσμου του. Είναι ένα υποδειγματικό δοκίμιο για έναν άνθρωπο που αγάπησε το φλίππερ κι έναν συγγραφέα που πασχίζει να γράψει τόσο γι’ αυτό όσο και για έναν έρωτα που άνθησε πάνω από το φλίππερ.

Εκδ. Gramma, σ. 72, με τέσσερις μαυρόασπρες φωτογραφίες (μια συντροφιά, μια διαφήμιση, ένα εξώφυλλο δίσκου, ένα απόκομμα εφημερίδας). Περιλαμβάνεται δισέλιδο με υποσημειώσεις, όπου και όλες οι προηγούμενες διαδρομές του βιβλίου.

Στις εικόνες: Fast Company [1953], Joe Strummer, Catherine Deneuve, Le clan des Siciliens [1969], Debbie Harry [NYC, 1977], Bruce Springsteen & The E Street Band.

Δημοσίευση και στο mic.gr, στο Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 217, εδώ.

Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ.

Θωμάς Λιναράς – Κινηματογραφικά δεινά. Από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου

cover

Εκεί που ζήσαμε αμέτρητες ζωές

Γράφω και στα Περί του Πανδοχείου πως πάντα αναζητούσα κείμενα αξιανάγνωστα, ενίοτε λογοτεχνικά και κατ’ ευσεβή πόθο συναρπαστικά σε μια πληθώρα πηγών εκτός των βιβλίων. Ακριβώς μια τέτοια πηγή υπήρξαν τα κινηματογραφικά περιοδικά και αργότερα οι εξαιρετικές εκδόσεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από το 1992 κι έπειτα, όταν άνοιξε σε Νέους Ορίζοντες και γενικώς διέσπειρε το βλέμμα του στον κόσμο. Αγόραζα με το υστέρημά μου εκείνα τα αφιερωματικά τομίδια, αναζητώντας με μανία όχι μόνο την γνωριμία με σκηνοθέτες, ταινίες και κινηματογραφικές σχολές αλλά και μια σιωπηρή ανταλλαγή απόψεων με όσους ήδη γνώριζα, την ταύτιση και την διαφορά στις ματιές μας.

Anna Karina in Jean-Luc Godard's ALPHAVILLE (1965). Courtesy: Rialto Pictures

Υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο σε αυτά τα γραπτά: σε έφερναν σε επικοινωνία με τον εκάστοτε ιδιαίτερο σελιλόιντ κόσμο αλλά και πάσχιζαν να μεταδώσουν και μια υποκειμενική ματιά, συνήθως συνεπαρμένη, προβληματισμένη, σε κάθε περίπτωση ταραγμένη. Αποτελούσαν την ίδια στιγμή λήμματα σε ένα αχανές λεξικό κινηματογράφου και ταυτόχρονα ημερολογιακές καταγραφές όπου συναντιούνταν δυο θεατές: ο «κριτικός» και ο απλός θεατής. Η ιδιαίτερη φύση τέτοιων σημειωμάτων τα περιόριζε στα ειδικά περιοδικά· κι όπως κάθε μορφή περιοδικής έκδοσης, ήταν συνήθως καταδικασμένα να μένουν εκεί, σε εξειδικευμένα έντυπα, άρα λιγότερο χρηστικά «ράφια». Το ίδιο ισχύει άλλωστε και για τις εκτενείς κριτικές λογοτεχνικές των λογοτεχνικών περιοδικών, όπως επίσης έχω αναφέρει με διάφορες αφορμές.

Έτσι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, κάθε συγκεντρωτική έκδοση παρόμοιων κειμένων είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και πολύτιμη. Δεν έχουμε μόνο την ευκαιρία να (ξανα)διαβάσουμε για ταινίες που είδαμε και να δούμε εκείνες που χάσαμε αλλά και να ξανατρέξουμε προς τα πίσω την διαδρομή της δικής μας κινηματογραφικής εμπλοκής. Μια ρετροσπεκτίβα όλη δική μας! Εδώ έχουμε κριτικές και δοκίμια (απορώ γιατί αρνούμαστε τον όρο σε κατεξοχήν δοκιμιακές γραφές, που μπορεί να υπολείπονται σε έκταση, συμπυκνώνουν όμως πλήρως έργα και ημέρες δημιουργών) ενός γνώριμού μας ειδικού, που δημοσιεύτηκαν στα κινηματογραφικά περιοδικά Σύγχρονος Κινηματογράφος, Οθόνη, Καθρέφτης, στους καταλόγους και τα έντυπα του προαναφερθέντος Φεστιβάλ, στον Ετήσιο κινηματογραφικό οδηγό της Π.Ε.Κ.Κ, στα λογοτεχνικά περιοδικά Εντευκτήριο και Το Δέντρο και αλλού.

wenders-alice

Δεν μπορούμε να γυρίσουμε σπίτι, έλεγε ο Νίκολας Ραίη μέσω του τίτλου της τελευταίας, ανολοκλήρωτης ταινίας και ο Βέντερς μοιάζει να κληρονόμησε την φράση ως ολόκληρη κοσμοθεωρία. Πράγματι, οι ήρωές του δεν μπορούν να γυρίσουν σπίτι και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ταξιδεύουν, όχι για να φτάσουν απαραίτητα κάπου αλλά για να συναντηθούν με τον εαυτό τους, χωρίς κι αυτό να είναι σίγουρο. Αυτοί οι ήρωες τρέφονται από την κίνηση με την μορφή της περιπλάνησης η οποία γίνεται τρόπος ύπαρξης, μια δυνητική αναζήτηση ταυτότητας. Στην διάρκεια αυτού του ταξιδιού, τα πάντα (ή και τίποτα) μπορούν να μετασχηματιστούν: μια στιγμή αλήθειας να παγιδευτεί στο πλάνο, μια σειρά από φωτογραφίες του ίδιου θέματος να μην είναι ίδιες, μια χειρονομία να μείνει μετέωροι. Οι απομαγευμένοι χαρακτήρες καταλήγουν σχεδόν πάντα στην πικρή συνειδητοποίηση της ρήξης ανάμεσα στο άτομο και στον κόσμο, γι’ αυτό και τα σύνορα είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να τους μαγέψει.

Ο συγγραφέας διατρέχει όλες τις ταινίες του Βέντερς αλλά είναι Η Αλίκη στις πόλεις [1973] εκείνη που εκφράζει περισσότερο τα παραπάνω κι είναι ίσως η μόνη που με συνεπήρε στο ταξίδι της. Εδώ είναι όλα εμφανή: η περιπέτεια του βλέμματος, η ανάγκη της αποχώρησης και πολύ λιγότερο της άφιξης, ο φόβος του φόβου, το φάρμακο – πανάκεια της μουσικής. Οι μόνες αποσκευές του Φίλιπ είναι ένα σημειωματάριο και μια πολαρόιντ· της Αλίκης μια βαλίτσα με τα απολύτως απαραίτητα. Εκείνος στο μπλοκ περισσότερο ξεγράφει παρά γράφει, γι’ αυτό και προτιμά να φωτογραφίζει, δυσανασχετώντας όταν διαπιστώνει πως το πραγματικό ποτέ δεν ταυτίζεται ακριβώς με την αναπαραγωγή του. Θυμάμαι την σκηνή που η Αλίκη παίζει κρεμάλα με τον Φίλιπ και αρνείται να κρεμάσει τη λέξη όνειρο. Η περιπλάνησή τους είναι μια νιοστή κινηματογραφική παραλλαγή του πανάρχαιου μύθου και φέρνει τον ένα κοντά στον άλλον, ευτυχισμένοι πλάνητες αφού δεν τους τρώει το σαράκι του νόστου.

Kieslowski - Magda

Η εκτενής ενότητα για τον Κριστόφ Κισλόφσκι περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και κείμενα για τον Δεκάλογο αλλά διασώζει και την πολύτιμη εξομολόγηση του ίδιου του σκηνοθέτη, ο οποίος δεν πιστεύει πως οι Εντολές είναι ο θεμελιώδης νόμος της ιουδαιοχριστιανικής θρησκείας αλλά δέκα καλογραμμένες φράσεις που προσπαθούν να ρυθμίσουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι κανόνες απλοί, στοιχειώδεις και ενδιαφέροντες, γιατί ποτέ καμία ιδεολογία δεν τους αμφισβήτησε. Κι ενώ όλοι είμαστε σύμφωνοι πως είναι σωστές, την ίδια στιγμή όλοι τις παραβιάζουμε. Αυτό ακριβώς προσέλκυσε το ενδιαφέρον του: η δισυπόστατη φύση του ανθρώπου, η φύση τους ως ψυχικών και πνευματικών κανόνων.

Ο σκηνοθέτης ομολογεί την γέννηση Δεκαλόγου ακριβώς στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παρατήρηση και την συμπάθεια για τους ήρωες. Το να παρατηρείς σημαίνει να κατανοείς την συμπεριφορά και το να καταλαβαίνεις σημαίνει να συγχωρείς. Τα άτομα υποκρίνονται όχι επειδή είναι κακά, αλλά από φόβο. Το θέμα είναι ν’ αναγνωρίσουμε αυτές τις υποκρισίες μ’ έναν τρόπο γενναιόδωρο, χωρίς διαχωρισμούς ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Στο τέλος μας φιλοδωρεί με τις δικές του δέκα κινηματογραφικές εντολές, στην τρίτη από τις οποίες διαβάζω: Να μην πιστεύεις στη δική σου οπτική γωνία περισσότερο από εκείνη του θεατή.  

moretti-bianca

Από το μπουκέτο των οκτώ Ιταλών σκηνοθετών έσπευσα σε δυο αγαπημένους, ιδίως στην πρώιμη φάση τους, στον Νάνι Μορέτι και τον Μάρκο Μπελόκιο. Ο Μορέτι μας χάρισε μερικές από τις «ωραιότερες κωμικά και ηθικά ανήσυχες» ταινίες, ταινίες που έκανε ακριβώς όπως ήθελε σε μια εποχή πλήρους παρακμής της ιταλικής πολιτικής ταινίας ή κωμωδίας. Επρόκειτο για έργα αυτοβιογραφικής εξομολόγησης, που δεν του χρησίμευαν όμως για να φανερωθεί αλλά για να κρυφτεί. Και στην ουσία μόνο κωμικός δεν ήταν: το κωμικό του δεν ήταν παρά ήταν ένα περίβλημα του τραγικού. Θυμάμαι σαν τώρα το αφιέρωμα στο Φεστιβάλ του 1995, ιδίως την ταινία Θα συμβεί αύριο [Domani Accadra] – ακόμα την ψάχνω, παρακαλώ βοηθήστε  – και την δύστροπη Bianca, όπου ο γνωστός μας Μικέλε βασανίζεται από την ηθική δίψα για το απόλυτο, την μανία για την τελειότητα και την ίδια την Μπιάνκα.

Ο Μπελόκιο παίχτηκε λιγότερο στη χώρα μας, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, αν και έσπευσα να τον δω χάρη σε μερικά περίφημα σάουντρακ. Από το I pugni in tasca [Οι γροθιές στην τσέπη] με το ανελέητο βλέμμα απέναντι στην «ιερή αγελάδα» της ιταλικής κοινωνίας, την οικογένεια και το σπάσιμο κάθε δεσμού με το νεορεαλιστικό σινεμά στο περίφημο Nel nome del padre [Εν ονόματι του πατρός], την σκληρή ματιά στην Καθολική Εκκλησία και μια από τις πιο εξπρεσιονιστικές ταινίες ιταλικού κινηματογράφου o Μπελόκιο εξέφρασε τις αγωνίες του για τον άνθρωπο και τα πάσης φύσεως δεσμά του.

bellocchio-giulia

Πόσο προφητικά ήταν το Sbatti il mostro in prima pagina [Βιασμός στην πρώτη σελίδα] ή το περίφημο ντοκιμαντέρ του για τα ψυχιατρικά ιδρύματα, Nessuno o tutti / Matti da slegare [Όλοι ή κανένας / Τρελοί για λύσιμο]! Πόσο μαγικός ο τσεχωφικός Γλάρος [Il gabbiano], πόσο αληθινό το Salto nel vuoto [Πήδημα στο κενό], εκείνη η ταινία η εξ ολοκλήρου γυρισμένη στο ημίφως ενός διαμερίσματος, όπου η τρέλα κατοικεί στην φυσιολογικότητα, εικόνα όλων μας των διαμερισμάτων σήμερα σπεύδω αυθαίρετα να προσθέσω. Και βέβαια η ίδια η τρέλα υπήρξε χρήσιμο προσωπείο και έσχατο καταφύγιο απέναντι στην υποκρισία της πραγματικής ζωής στον Ερρίκο τον Δ΄ όπως και απαραίτητο καύσιμο στην απελευθερωμένη σεξουαλική ενέργεια των εραστών στο Ο διάβολος στο κορμί της, για να αναφέρω και δυο ταινίες της δεκαετίας του ’80.

Πολυσέλιδα κείμενα για τους Αντρέι Ταρκόσφκι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Καρλ Ντράγιερ, Βέρνερ Χέρτσογκ, Γέρζυ Σκολιμόφσκι, Οτάρ Ιοσελιάνι, Ζεκί Ντεμίρκουμπουζ, Σάρα Ντράιβερ, Σταύρο Τορνέ, Μάικ Λη, Κέν Λόουτς, Άκι Καουρισμάκι, Τζων Σαίηλς, Μπέλα Ταρ, Αλεξάντρ Σοκούροφ, Σεργκέι Λοζνίτσα και Γιασουχίρο Όζου, διαδέχονται μικρότερα κριτικά σημειώματα για δεκάδες ταινίες αλλά και μικρά ή λιγότερο μικρά δοκίμια για την Οθόνη που λέγεται Μεγάλη επειδή μας χωράει όλους. Και μπορεί η υπ’ αρ. 2 «εντολή» του Κισλόφσκι να μας λέει «Να μην πιστεύετε στο σινεμά περισσότερο απ’ ό,τι σε οτιδήποτε άλλο», εμείς σε αυτό εκτός από περισσότερα ψέματα βρήκαμε και περισσότερες αλήθειες από οπουδήποτε αλλού.

wong-kar-wai-su-li-zhen_

Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2015, σελ. 464. Με πληθώρα μαυρόασπρων φωτογραφιών και πολυσέλιδο ευρετήριο κυριότερων ελληνικών και εξελληνισμένων ονομάτων και τίτλων έργων καθώς και μη εξελληνισμένων τίτλων έργων.

Στις εικόνες, ηρωίδες που λατρέψαμε και περνάνε για λίγο από εδώ: η Νατάσα του Γκοντάρ, η Αλίκη του Βέντερς, η Μπιάνκα του Μορέτι, η Τζούλια του Μπελόκιο, η Μάγκντα του Κισλόφσκι, η Su Li-zhen του Γουονγ Καρ Γουάι.

Δημοσίευση και σε: mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 213, με τίτλο Cinematic cinemanic, με τίτλο εμπνευσμένο από το κατεξοχήν σινεματικό τραγούδι.