László Krasznahorkai – Πόλεμος και πόλεμος

Ουδέν νεότερο από το γλωσσικό μέτωπο

Η στρατηγική μιας Οδύσσειας

Σ’ έναν πόλεμο που μαίνεται εδώ και απροσμέτρητο καιρό η γλώσσα επιχειρεί να σταθεί στο ύψος των σκέψεων που πασχίζει να εκφράσει και να φανεί αντάξια των γεγονότων που επιχειρεί να αναπαραστήσει. Ο Ούγγρος συγγραφέας μοιάζει να έχει ξεχυθεί στην πρώτη γραμμή αυτής της τιτανομαχίας, με μόνη του σκευή τι άλλο από την πρόζα ενός μυθιστορήματος. Ο ήρωάς του κατάγεται από την πυρηνική σχέση της λογοτεχνίας με την μορφή του αρχειονόμου (όπως στον Μπόρχες ή τον Καλβίνο) ή την τραγική φιγούρα ενός παράφρονα, με πολλά εισαγωγικά (όπως στον Μπέκετ ή τον Μπέρνχαρντ). Η επιλογή του τόπου δεν ήταν δύσκολη: σε μια εποχή όπου οι δυτικές μητροπόλεις και τα αντίστοιχα άκρα ανατολικά τους απαιτούν να είναι τα μοναδικά επίκεντρα της δράσης, εκείνος εκκινεί από την «ενδιάμεση» πατρίδα του, την Ουγγαρία, που παραμένει στα προάστια του ευρωπαϊκού κόσμου, με βεβαρημένο παρελθόν και αβέβαιο παρόν. Το πολύτιμο εύρημα της ιστορίας του είναι, για άλλη μια φορά, η ανακάλυψη ενός χειρογράφου που πρέπει να φτάσει ως το κέντρο του μοντέρνου κόσμου για να διασωθεί ή να διαχυθεί ή να δικαιωθεί, ποιος ξέρει. Κι έτσι ξεκινάει η μανιασμένη σταυροφορία του ενός, η οδύσσεια του Γκιόργκι Κόριμ, με τερματική Ιθάκη την Νέα Υόρκη.

Απόπλους από μια πεζογέφυρα

Η Οδύσσεια είναι ήδη από την αρχή οδύσσεια. Εφτά παιδιά τον περικυκλώνουν στο μέσον μιας πεζογέφυρας, έτοιμα να τον ληστέψουν. Εκείνος ανταπαντά μ’ έναν ανιαρό μονόλογο που τα αφήνει έκπληκτα να ακούνε για το μεγάλο του ταξίδι, με όλο και πιο προσωπικές λεπτομέρειες. Παντού η ναρκωμένη σιωπή του βιομηχανικού τοπίου, διαποτισμένη με την μυρωδιά της πίσσας και τα κατάλοιπα της αιθάλης και του καπνού που αφήνουν πίσω τους χιλιάδες τρένα που περνάνε από κάτω στις λιγδιασμένες τραβέρσες. Κι αυτός να υποδύεται τον χαρούμενο που βρίσκεται εκεί, για να μην αποκαλυφθεί ο φόβος του μπροστά στους επτά επίδοξους ληστές. Κι εκείνοι να κινδυνεύουν να χάσουν το τραίνο που περιμένουν να χτυπήσουν με πέτρες και να αναρωτιούνται πώς να διαφύγουν από τον ακατάσχετο χείμαρρο του.

Η περιπλοκότητα των πραγμάτων

Πως βρέθηκε εδώ πάνω, στην στροφή των σαράντα τεσσάρων χρόνων του ο Κόριμ; Τι τον έκανε να συνειδητοποιήσει έντρομος ότι δεν είχε ιδέα από τίποτε, πως επί τόσα χρόνια πίστευε πως κατανοούσε τον κόσμο ενώ δεν είχε κατανοήσει απολύτως τίποτα; Τι τον ώθησε να αρχίσει να διαδίδει πως θα χάσει το κεφάλι του και να απομονώνεται σταδιακά από τις κοινωνικές του σχέσεις; Ποια έκλαμψη του εμφύσησε την ιδέα της περιπλοκότητας των πραγμάτων κι ενός αδιαίρετου όλου; Πότε έδωσε μια νέα ερμηνεία σ’ αυτό που γνώριζαν οι Αρχαίοι, ότι δηλαδή ο κόσμος ήταν και υφίστατο χάρη στην πίστη για την ύπαρξή του και ότι, αν χανόταν αυτή η πίστη, θα αφανιζόταν κι αυτός;

 Κεφάλαιο πρώτο, αριθμός 20, σταθμοί αναρίθμητοι

Οκτώ κεφάλαια τεμαχίζονται σε αριθμημένα κείμενα, σα να καθρεφτίζουν ένα παράλληλο ιδιαίτερο αρχείο σκέψεων και πράξεων. Ένα ακόμη, ακροτελεύτιο, τιτλοφορείται Η έλευση του Ησαΐα, που όπως βλέπω σε διάφορες εργοβιογραφίες του αναφέρεται ως αυτοτελές διήγημα που εκδόθηκε το 1968, ένα χρόνο πριν από την έκδοση του μυθιστορήματος. Εδώ ο Κόριμ πρέπει να φύγει το συντομότερο· πουλάει το διαμέρισμα και τα υπάρχοντά του, καταστρέφει τα συσσωρευμένα αρχειοθετημένα έγγραφα και τις σημειώσεις του, απαλλάσσεται από κάθε περιττό βάρος και πανικόβλητος αναζητά ένα μέρος να περάσει την νύχτα. Όλα έμπαιναν σε τάξη μπροστά του και όλα κατέρρεαν πίσω του, όπως συνήθως συμβαίνει πιθανώς μ’ αυτού του είδους τα «μεγάλα ταξίδια».

 Αλλά κάθε βήμα πριν την αναχώρηση μοιάζει από μόνο του ένα αγωνιώδες ταξίδι. Στο «ξέθωρο κόκκινο των αναρίθμητων σηματοφόρων» που είναι διάσπαρτοι στις σιδηροτροχιές, στο γραφείο ταξιδιών της MALEV, στο γκισέ της υπαλλήλου που τον εμπνέει με μια αίσθηση συνενοχής, είναι όμως λυπηρό, συναντάμε κάποιον τυχαία, συζητάμε μαζί του, αρχίζουμε να τον γνωρίζουμε λίγο, δεν μας αφήνει αδιάφορους, και μετά τον χάνουμε από τα μάτια μας, και δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ πια, παρ’ όλα όσα λέμε, είναι λυπηρό, είπε, γελώντας, και η ίδια με την καρδιά της, πραγματικά λυπηρό.

Μάτια ερμητικά ανοιχτά

Μέσα στον ακατάσχετο καταιγισμό συλλογισμών ο Ερμής παίρνει θέση της αφετηρία του κόσμου. Είναι «ο δωδέκατος από τους δώδεκα», η μυστηριώδης πλευρά, ο διφορούμενος χαρακτήρας, οι πολλαπλές όψεις, εκείνος που καταργούσε τους νόμους. Όταν όλα έμοιαζαν να εξελίσσονται σύμφωνα με το σχέδιο του Δία, εκείνος ψιθύριζε στο αυτί των υπηκόων ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι και τους έφερνε αντιμέτωπους με το τυχαίο, το απρόβλεπτο και το αβέβαιο. Όμως σε ποια γλώσσα ψιθύριζε ο Ερμής; Και ποια τύχη έχει σήμερα ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα που επιθυμεί να πάει στο κέντρο των απάτριδων χωρίς να γνωρίζει αγγλικά;

 Ιστορία της πολιορκίας της Νέας Υόρκης

Η πρώτη φορά που διάβασα μια γλώσσα τόσο ασθματική, που να πασχίζει με ατέλειωτες περιόδους χωρίς τελεία, χωρίς στίξη και χωρίς τέλος να αποδώσει την καταιγιστική σκέψη ενός χαρακτήρα ήταν η Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας του Ζοζέ Σαραμάγκου. Έτσι κι εδώ, κι ενώ προηγήθηκαν και ακολούθησαν δεκάδες άλλοι συγγραφείς, ο Ούγγρος συγγραφέας δεν έχει παρά μια τέτοια γλώσσα για να εκφράσει τον χαώδη, παραληρηματικό κόσμο του ήρωά του: συνεχή και αδιάκοπη, επιληπτική και επαναληπτική. Μπορεί να διαβαστεί αργά αργά, όπως κάθε ατόφια λογοτεχνία ή μπορεί να διαβαστεί με την μέγιστη ταχύτητα, όπως κάθε βιωματική τέχνη. Είναι η ίδια η γλώσσα του μετα-μεταμοντέρνου ανθρώπου που βρίσκεται σε ένα συνεχές τράνζιτ, σπεύδει προς τις μητροπόλεις που τον έχουν ήδη καθορίσει, μιλάει του κόσμου της γλώσσες χωρίς να τον καταλαβαίνει κανένας, τρεκλίζει ανάμεσα σε πολιτισμούς που μοιάζουν αλλά τους χωρίζει άβυσσος. Οι προτάσεις του είναι μεγάλες, οι λέξεις στριμώχνονται ασθματικά η μια με την άλλη, εδώ διαβάζουμε σκέψεις όχι λέξεις.

Ιστορία χωρίς τέλος, ιστορία ενός κόσμου τελειωμένου 

Αν ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε είχε μια από τις αφετηρίες του στην Εγγύς Ανατολή, αν ο ελληνικός πολιτισμός γνώρισε μια από τις ανθήσεις του στην μινωική Κρήτη, αν ο ρωμαϊκός κόσμος αναπνέει ακόμα κάτω από την Δύση, αν η Βενετία άλλαξε τον ρου της Μεσογείου, αν η αρχιτεκτονική αποτέλεσε την μόνη γλώσσα των πόλεων, τότε «το εκπληκτικότερο κείμενο που έχει γραφτεί ποτέ πάνω στη γη» κινδυνεύει να αναταράξει τον ίδιο τον κόσμο κι ο άνθρωπος που το φέρει μαζί του βιάζεται να το πετάξει από πάνω του.

Αν το ταξίδι του Κόριμ καθρεφτίζει ή εξορκίζει την «παγκοσμιοποιημένη» κοινότητα, αν η συνεργασία του συγγραφέα με τον Μπέλα Ταρ σε πέντε ταινίες μάς παραδίδει μερικά κλειδιά, αν η περιπλάνηση αποτελεί την μονόδρομη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, αν η γλώσσα του δεν μπορεί παρά να έχει εκατομμύρια θραύσματα άλλων γλωσσών εθνών, πολιτισμών, μηχανημάτων ή προγραμματισμών, αν οι διερμηνείς, οι μεταφραστές, οι οδηγοί και οι μεταφορείς είναι απολύτως απαραίτητοι για τα ελάχιστα βήματά του στο νέο κόσμο, που όλο νέος είναι, με αποτέλεσμα ο χθεσινός νέος να είναι πεπαλαιωμένος, όλα βρίσκονται κάτω από τις λέξεις που βρίσκονται πάνω από άλλες λέξεις. Ο πόλεμοι του τίτλου βράζουν σε πολλά μέτωπα, υπαρκτοί ή συμβολικοί, αλλά ο πόλεμος της γλώσσας και της αναπαράστασης είναι άνισος. Μπορεί η γλώσσα να αποδώσει την υπερταχεία των σκέψεων; Έχω την αίσθηση ότι αυτός ο αξέχαστος χαρακτήρας έφυγε χωρίς να κοινωνήσει ούτε το ένα εκατοστό απ’ όσα κόχλαζαν μέσα του. Η γλώσσα έχει να επιδείξει μερικές λαμπρές σελίδες δόξας, που αρκούν για να σκεπάσουν τους ατέλειωτους τόμους ήττας. Μια τέτοια περίπτωση είναι η πρόζα του Λάσλο Κρασναχορκάι.

Εκδ. Πόλις, 2015, μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου, σελ. 376, με 74 σημειώσεις της μεταφράστριας [László Krasznahorkai, Háború és háború, 1999]

Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 215, υπό τον τίτλο The power of words, από το αξέχαστο Untitled κομμάτι των Mecano [1980], σε ποίηση Μαγιακόφσκι και κάτι λόγια για την τοξίνη των λέξεων. Στο διαδίκτυο υπάρχει μόνο η διασκευή των Complot Bronswick, εδώ.

 

Μαρίνα Τσβετάγιεβα – Η ιστορία μιας αφιέρωσης

Tsvetaeva 1

με τίποτα δεν μπορώ να κάψω λευκά χαρτιά. Για να καταλάβει εμένα ο άλλος, πρέπει απλά αυτός ο άλλος να φανταστεί ότι αυτό το χαρτί είναι νόμισμα. Και όταν χαρίζω λευκό χαρτί, η καρδιά μου σκιρτά, όπως σκιρτά η καρδιά άλλων όταν χαρίζουν χρήματα. Είναι σαν να μην χαρίζω ένα τετράδιο, αλλά και όλα εκείνα που θα μπορούσα να γραφτούν σ’ αυτό. Στην κυριολεξία δεν δωρίζω ένα άγραφο τετράδιο, αλλά ένα γεμάτο – το πετάω στην φωτιά! [σ. 17]

«Η ιστορία μιας αφιέρωσης» αρχίζει με την περιγραφή μιας μοναδικής σκηνής. Μια φίλη της ποιήτριας φεύγει για μακρινό ταξίδι και επί ολόκληρα μερόνυχτα σκίζουν και καίνε χαρτιά, επιστολές, συμβόλαια, χειρόγραφα, λευκώματα με αφιερώσεις. Όταν κάποιο έγγραφο κρινόταν πως δεν έπρεπε να καεί, δινόταν στην ποιήτρια και όλη αυτή η διαδικασία της ενέπνευσε σκέψεις για την καταστροφή και την διαφύλαξη της δημιουργίας, για το λευκό που γίνεται γκρίζο και κατόπιν μαύρο, για το σώμα του συγγραφέα που γίνεται στάχτη, για τα ολόκληρα χρόνια δουλειάς που μετατρέπονται σε τέφρα.

Marina_Tsvetaeva_1914

Κι ύστερα η συγγραφέας θυμάται την δική της πείνα για το λευκό χαρτί, που έχει τις απαρχές της στην προσχολική της ηλικία. Ολόκληρη η παιδικότητά της υπήρξε ως μια διαρκής κραυγή για το λευκό χαρτί, που συνήθως δεν της δινόταν, καθώς προοριζόταν για μουσικός και όφειλε να εγκαταλείψει τα άσχημα γραπτά της. Κάποτε ολόκληρη η οικογένεια στο τραπέζι διάβασε αδιάκριτα ένας της ποίημα και όλοι γέλασαν, ενώ εκείνη ντροπιασμένη τους μίλησε για την δική τους ντροπή να κλέβουν το τετράδιό της και μετά να γελάνε.

Μα εκείνη δεν έπαψε να αισθάνεται τον «ιερό ψίθυρο» κάθε φορά που έβλεπε μια λευκή σελίδα, άσχετα με τον όγκο όσων έχουν ήδη γραφτεί. Αν υπάρχει τετράδιο, θα γραφτούν στίχοι· δεν μπορούν να μην γραφτούν. Και το ίδιο το τετράδιο είναι ένας ζωντανός ψόγος, μια διαταγή. Η λατρεία του χαρτιού δεν αποτελούσε μόνο την φυσική εξέλιξη εκείνου που υπήρξε από παιδί. Η σκέψη της πήγαινε στο χαρτί αυτό καθεαυτό, ως αγαθό που κάποιος κόπιασε να φτιάξει, μια αξία που δεν πρέπει να καταστραφεί.

Tsvetaeva~

Κι έτσι προτρέπει εμάς τους αναγνώστες της, τότε και τώρα, να δωρίζουμε τετράδια. Και όχι τετράδια όμορφα, πολύχρωμα και δερματόδετα! Η πολυτέλεια προκαλεί παράλυση, ένα συναίσθημα αναξιότητας. Κι έτσι και τότε, η στοίβα των απλών, μπλε τετραδίων της μεγαλώνει. Στην προεπαναστατική Ρωσία είχε τετράδια ταχυδρομικά, από χοντρό χαρτί, με περιθώρια για σημειώσεις. Στην Σοβιετική Ένωση είχε αυτοσχέδια τετράδια, φτιαγμένα με κλεμμένο χαρτί από την υπηρεσία και με επίσης κλεμμένη κόκκινη αγγλική μελάνη. Κι έτσι, στον ζοφερό εκείνο καθεστώς η Τσβετάγιεβα ήταν ήδη προετοιμασμένη, γιατί θα έκανε ό,τι και στην παιδική της ηλικία: θα έκλεβε και θα έφτιαχνε μόνη της.

Η ποιήτρια σχημάτισε μαζί με τον Μαντελστάμ ένα ιδιόμορφο ποιητικό ζευγάρι αμοιβαίας έμπνευσης, αφιερώνοντας ο ένας στον άλλον τα ποιήματα που μόλις είχαν σμιλεύσει από το άυλο υλικό εκείνης της σχέσης. Ταξίδεψαν μαζί ως θερμοί φίλοι και αποχωρίστηκαν όταν εκείνη εγκατέλειψε την νεαρή σοβιετικη Ρωσία για το Βερολίνο, την Τσεχία και το Παρίσι. Η επιστροφή της δεκαοκτώ χρόνια μετά βρήκε την χώρα χωρίς τον ποιητή – τον είχε εξαφανίσει σ’ ένα στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων στην Σιβηρία. Στα χρόνια της αυτοεξορίας της ασχολήθηκε δυο φορές με τον Μαντελστάμ και αυτά ακριβώς τα πολύτιμα κείμενα εκδίδονται στο βιβλίο.

Μαρίνα Τσβετάγιεβα

Το κείμενο Πόλη Αλεξαντρόφ. 1916. Καλοκαίρι αποτελεί μια μορφή ημερολογίου όπου καταγράφονται, μεταξύ άλλων, οι περίπατοι με τον ποιητή, που ήταν όπως πάντα εκτός τόπου και χρόνου, με τα μάτια του διαρκώς χαμηλωμένα (σεμνότητα; το βάρος των αιώνων; αναρωτιόταν εκείνη), να μην θέλει ούτε περιπάτους να κάνει, να επιθυμεί μόνο να γράφει στίχους. Η Τσβετάγιεβα θυμάται το κατακόκκινο φως του ήλιου, να αποτελεί το μοναδικό αποδεκτό στολίδι των μαλλιών της. Το κείμενο Υπερασπίζοντας το παρελθόν αφορά την απάντησή της στην βιογραφία του Μαντελστάμ και ιδίως στα σημεία που αναφέρονται στην σχέση τους και στην ζωή στο Κοκτεμπέλ – Κι αν ποιητής ήταν πεινασμένος – ένοχος δεν ήταν ο «κακός σπιτονοικοκύρης» Μαξιμιλιάν Βολόσιν, αλλά η κοινή μας σπιτονοικυρά, η γη. Εδώ – στην γη της Ανατολικής Κριμαίας, όπου δεν πάτησε ποτέ το πόδι σας, συγγραφέα των απομνημονευμάτων.

Monument to Marina Tsvetaeva on ArbatΗ απάντησή μου στον Οσίπ Μαντελστάμ ολοκληρώνει την σύνθετη τοιχογραφία αυτής της δύσκολης σχέσης με την οποία συνδέθηκαν αυτοί οι δυο τραγικοί ποιητές, που έγραψαν τέτοια ποίηση μέσα στο σκοτάδι της ζοφερής σταλινικής πραγματικότητας. Η ποιήτρια επιθυμεί να μην αποσιωπηθεί το γεγονός ότι ο ποιητής έμεινε καθαρός στα χρόνια της Επανάστασης· ο Μαντελστάμ δεν υπήρξε επαναστάτης ούτε πριν το 1917 ούτε μετά το 1917· δεν είχε, γράφει η Τσβετάγιεβα, την γενναιότητα να παραδεχτεί τον πολιτικό του μικροαστισμό μέχρι την επανάσταση, ενώ προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ήρωα και εκ προφήτη των υστέρων. Η αμφιθυμία της είναι απόλυτη: από την μια αναρωτιέται πώς μπορεί ο μεγάλος ποιητής να είναι μικρός άνθρωπος και από την άλλη γράφει ότι η πρόζα του διέσωσε την θεϊκότητα και την ανθρωπιά μαζί.

Εκδόσεις s@mizdat, 2014, εισαγωγή – μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, 103 σελ., με 64 σημειώσεις του μεταφραστή.

Και η μετάλλαξη μιας μνήμης, ενός ύμνου, ενός οράματος.