(δε)κατα, τεύχος 50 (καλοκαίρι 2017)

Τα (δε)κατα συμπληρώνουν πενήντα τεύχη, το καθένα από τα οποία βλάσταινε πιστά σε κάθε εποχή του χρόνου κατά την παλιά τετραμερή διάκριση: χειμερινή, εαρινή, θερινή και φθινοπωρινή. Δεν πρόκειται όμως για εορταστικό τεύχος εφόσον κάθε φορά οι σελίδες τους μοιάζουν με μια γιορτή της λογοτεχνίας, γεμάτη από κεράσματα και προσφορές όλων των ειδών του λόγου από ξένους και Έλληνες συγγραφείς, γνωστούς αλλά και άγνωστους, εφόσον το περιοδικό αποτελεί και φυτώριο νέων λογοτεχνικών φωνών.

Η είσοδος καλύπτεται με Πλέξιγκλας, όπως τιτλοφορείται ένα μόλις περσινό διήγημα του Don DeLillo. Εγκλωβισμένοι σ’ ένα ταξί στην μποτιλιαρισμένη Νέα Υόρκη, ένας άντρας και μια γυναίκα πολεοδομούν τον νέο τους έρωτα ανάμεσα στην αυτοκρατορία του χρήματος και στον εκκωφαντικό θόρυβο, ενώ το υιοθετημένο της αγόρι από την Ουκρανία επινοεί μια γλώσσα συνεννόησης με τον Αφρικανό ταξιτζή που αποκαλύπτει την ιδιότητα ενός τρομοκράτη. Αλλά όλα αυτά δεν είναι παρά ένα φόντο στη νέα τους ζωή, στην υιοθεσία ως «ένα στοίχημα υπό μορφή σάρκας και οστών» και στα «ασήμαντα πράγματα που τους ορίζουν»· και αντιλαμβάνονται ότι ακριβώς αυτές οι στιγμές είναι ο σπόρος της κοινής τους συναίσθησης, καθώς «το σχήμα του έρωτά τους θα διατηρεί τη σφραγίδα των πρώτων ημερών και νυχτών».

«Όποιος λέει όλη την αλήθεια, ψεύδεται ελάχιστα» γράφει στην δική του πινακίδα ο κλασικός Βραζιλιάνος João Guimarães Rosa, σ’ ένα σύγχρονο γουέστερν αγροτικής δικαιοσύνης, με ήρωα έναν άνθρωπο που έχει χρόνια να κοιμηθεί. Η Zadie Smith σχεδιάζει ιδιαίτερους γυναικείους χαρακτήρες καθώς προσπαθούν να ζήσουν σε κλειστούς χώρους που ορίζονται από μεσίτες ή από τυχαίους επισκέπτες που κατέβηκαν σε λάθος όροφο. Η ιστορία του Σωτήρη Δημητρίου δικαιώνει τον τίτλο της («Η σύμπνοια της διχόνοιας»), καθώς ένα ζεύγος ενός υδραυλικού με μια λυρική τραγουδίστρια λογομαχεί με αντίθετες απόψεις τις παραμονές του δημοψηφίσματος μέχρις εσχάτων, δηλαδή μέχρι ενός απρόσμενου επιλόγου, ενώ μια από τις πέντε πικρές «μικρές ιστορίες» της Μαργαρίτας Μανώλη αναρωτιέται πάνω σε μια πιθανή χρόνια παρεξήγηση: Έρως ανίκατε μάχαν ή Έρως ηττημένε;

Ποτέ δεν λείπει και ο φάκελος με την ταξιδιωτική πρόζα· σύμφωνα, άλλωστε με τον Κλαούντιο Μάγκρις «ένα ταξίδι είναι πάντα και μια αποστολή διάσωσης, η συλλογή στοιχείων για κάτι που βρίσκεται σε πορεία εξάλειψης και σε λίγο θα χαθεί» όπως τον αποδελτιώνει, μαζί με άλλα αποκόμματα ο Γιώργος Βέης στο γνώριμο στοχαστικό του ημερολόγιο. Στον Πειραιά βρίσκεται η Αντιόπη Αθανασιάδου αλλά δεν σαλπάρει παρά στέκει στον ναό του Αγίου Διονυσίου συντάσσοντας εκ πείρας μια τυπολογία επαιτών, ενώ απέναντι, από την Αίγινα ως το Μόναχο η Δανάη Μπασαντή αναζητά μια «άφαντη θεά». Ο Γιάννης Τζώρτζης φτάνει μέχρι «την πόλη των νεκρών ποιητών», την ρουμανική πρώην αυστροουγγρική Μπουκοβίνα και ο Διαμαντής Μπασαντής ακούει βυζαντινούς ύμνους από μια παράξενη εκκλησία καταμεσίς της διαδρομής 66 από Αριζόνα για Νεβάδα. Συμμετέχουν ακόμα ως καταγράφοντες επιβάτες οι Maé Ait Bayahya, Mark Greif κι ένας σαλός περιπλανώμενος των βυζαντινών ναών.

Πολλοί άλλοι συγγραφείς καταθέτουν την πρόζα τους (Cecilia Davidsson, Raul Manrique, Κώστα Αλεξόπουλος, Κατερίνα Παπαντωνίου, Λίλη Μιχαηλίδη, Θανάσης Γ. Μίχος, Ευδοκία Σταυρίδου κ.ά.), οι ποιητές είναι πάντα παρόντες ((Νάνος Βαλαωρίτης, Νίνα Ναχμία, Alex Silberman, Rafael Cadenas κ.ά.), οι  μαγνητοταινίες περιλαμβάνουν συνομιλία του Δημήτρη Νόλλα με τον Ρωμανό Κοκκινάκη, η μαρτυρία της Κατερίνας Μυστακίδου αφορά τον σημαντικό ποιητή Robert Lowell και την σχέση του με την συγγραφέα και μια από τους ιδρυτές του New York Review of Books Elizabeth Hardwich, οι σελίδες για το βιβλίο μαρτυρούν ευλαβικές αναγνώσεις των υπό κρίση έργων που πρώτα διαβάζονται και μετά αξιολογούνται, η σχολιογραφία και οι στήλες των ύστερων σελίδων καταμαρτυρούν τα αξιόγραφα της σύγχρονης πραγματικότητας.

Πολύτιμο μαργαριτάρι του τεύχους αποτελεί ένα παλαιό διήγημα του Γερμανού, απαγορευμένου από τους Ναζί Kurt Tucholsky, Αναμνήσεις από το σπίτι του κρεμασμένου, που καταγράφει ο αφηγητής καθώς παραμένει δίπλα σ’ έναν αυτόχειρα, έχοντας ο ίδιος δικαιολογήσει την επιθυμία του με την φράση «Κρεμασμένους έχουμε όλοι». «Η χρήση των λέξεων δεν αποδίδει αμέσως την έννοιά τους. Χρειάζεται να μεσολαβήσει χρόνος, απροσδιόριστης διάρκειας κατά περίπτωση, ώσπου να πει κανείς στον εαυτό του τι εννοούσε τότε. Μπορεί αυτή η εξήγηση να μην είναι ακριβής, παραμένει όμως σε ισχύ, επειδή ο χρόνος της χρήσης έχει απομακρυνθεί, δεν είναι ορατός, έχει αφήσει όμως πίσω του σκιά. Η έννοια λοιπόν είναι η σκιά των απομακρυσμένων λέξεων. Η σκιά των λέξεων σχηματίζει τον βίο». [Η μετάφραση του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή έγινε από την σλοβακική έκδοση των διηγημάτων Προσωπικό Ημερολόγιο (Ζápisník, 1931)]

Και στα εκατό!

[192 σελ.]

Στις εικόνες: Don DeLillo, João Guimarães Rosa, Zadie Smith, Kurt Tucholsky.

Εντευκτήριο 111 (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2015, κυκλοφ. 15 Απριλίου 2017)

Μια εκ των συγκινήσεων που πάντα προσφέρουν τα λογοτεχνικά περιοδικά, εκτός από τα αυτονόητα θαυμάσια κείμενα που πάντα κρύβουν εντός, σε αναλογία που αναπόφευκτα ποικίλει, είναι και ο ίδιος ο αιφνιδιασμός που συχνά προκαλούν στον αναγνώστη που κάπως επαναπαύεται αναμένοντας μια καθιερωμένη σειρά πραγμάτων. Έτσι κι εδώ, ο πρώτος αιφνιδιασμός προκαλείται από την ποιητική παραγωγή του Ρέιμοντ Κάρβερ, η οποία μας είναι άγνωστη ακριβώς επειδή έχει επισκιαστεί από την έξοχη πεζογραφική του πρόζα (βλ. ενδεικτικά εδώ).

Θα έπρεπε όμως να το έχουμε υποψιαστεί, επειδή, αφενός η δύσκολη ζωή του ήταν εκείνη που τον έκανε να προτιμά την μικρή φόρμα, αφετέρου επειδή σε όλα του τα διηγήματα διέθεταν πάντα φλέβα ποιητική, έστω και συγκαλυμμένη. Έτσι ο συγγραφέας έγραψε πράγματι δυο ποιητικές συλλογές (1968 και 1970) προτού εκδοθεί η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, ενώ η τελευταία συγκεντρωτική του συλλογή (1989) περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν πριν από τον θάνατό του και αντλούν έμπνευση από την διάγνωση του καρκίνου των πνευμόνων. Και όπως γράφει η Μαρία Μουσαφίρη, που αναλαμβάνει την παρουσίαση και την μετάφρασή τους πρόκειται για ποίηση απογυμνωμένη, στεγνή, σκέτη αλλά και τραυματικά έντονη.

Η δεύτερη έκπληξη έρχεται με μια άγνωστη τέχνη του Ted Hughes: τα ποιήματα για παιδιά [Εισαγωγή – μετάφραση: Θοδωρής Ρακόπουλος]. Τα ζώα είναι και εδώ πρωταγωνιστές, όπως άλλωστε και στην ευρύτερη ποίηση του Χιουζ, με μια δυνατή εικονοποιία αλλά και χιούμορ. Το ξέρω! γράφει στο «Μύδι», Είμαι χάλι μεγάλο, / αλλά είμ’ ολόκληρο καρδιά. / Καρδιά που δεν τα καταφέρνει πια / να μαλακώσει άλλο. Η ξένη λογοτεχνία συμπληρώνεται με την Ωδή στον Νινέττο Ντάβολι του Πιερ Πάολο Παζολίνι  και τα Μαθήματα του εξαιρετικά ενδιαφέροντος πεζογράφου Τζάστιν Τόρρες.

Ο Θανάσης Νιάρχος συνεχίζει της Ημερολογιακές του Καταγραφές· σημειώνω μια ιδιαίτερη περιφορά επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή του 2001 και μια ομολογία του το βράδυ της ίδιας μέρας στο ξενοδοχείο: οι ιστορίες που λέω για τις δασκάλες μου στο δημοτικό σχολείο – όλες πραγματικές αν και λίγο τραβηγμένες – με ηρεμούν αφάνταστα. Δυο μέρες μετά εκφράζει την δυσκολία του να υποταχθεί στις ελάχιστες λέξεις που απαιτούν οι εφημερίδες για τις παρουσιάσεις και κριτικές των βιβλίων. Ένας άλλος εξαίρετος εξομολόγος των εσωτερικών φωνών, ο Τάκης Σπετσιώτης, καταθέτει στα Ατμόσφαιρα νέα την αισθαντική του ματιά στην πόλη και αλλού, όπου ως και οι παλαιές, οι κουρασμένες γυναίκες πηγαινοέρχονται.  

Η Μαρία Στασινοπούλου στην Χαμηλή της βλάστηση καταθέτει ως μικρές φόρμες σκέψεις και ιδέες για μεγαλύτερα κείμενα και ο Φίλιππος Δρακονταειδής  εμμένει στις βλαβερές συνέπειες της αναμονής απευθυνόμενος σε κάποιον Σάμιουελ. Δημοσιεύονται ακόμα μια Επιστολή του Κώστα Ταχτσή στον Νάνο Βαλαωρίτη και διηγήματα από τους Κωνσταντία Σωτηρίου, Βάνα Χαραλαμπίδου, Γιάννη Τσίρμπα, Στράτο Φουντούλη, Στέλλα Παρασχά κ.ά. Ο Φάκελος είναι αφιερωμένος σε μια προδρομική έκδοση της Διαγωνίου [1952] με θησαυρισμένα κείμενα των νέων τότε λογοτεχνών Νίκου Μπακόλα, Ντίνου Χριστιανόπουλου, Κίμωνα Oικονόμου και Ιωάννη Σιβεριώτη. Το εισαγωγικό κείμενο υπογράφει ο Κ. Ν. Πλαστήρας.

Στην Camera Obscura, τέλος, κι ενώ δεν λείπουν οι χορταστικές κριτικές, το πάντα χρήσιμο ευρετήριο, η θεατρική στήλη και τα υπόλοιπα γνωστά καλά, εκθέτει ο Σπύρος Ζερβουδάκης  φωτογραφίες για μια Αλλόκοτη μεταμόρφωση (κείμενο: Ηρακλής Παπαϊωάννου). Γνωρίζω καλά την φωτογραφία του Ζερβουδάκη και σιωπώ γιατί δεν θα είμαι αντικειμενικός, καθώς υπήρξαμε συνένοικοι στη θρυλική μονοκατοικία της οδού Αχιλλέως στην Κάτω Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης.

[σ. 144]

Στις εικόνες: Ο Raymond Carver τότε που γινόταν ποιητής και ο Ted Hughes σε πορτραίτο από την Sylvia Plath [1956]