Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 79. Maurizio De Rosa

Μεταφράζετε ελληνική λογοτεχνία στα ιταλικά. Για τι είδους εκδόσεις πρόκειται; Ποιους συγγραφείς και έργα έχετε μεταφράσει;

Έχω μεταφράσει στα Ιταλικά περί τα 40 σύγχρονα Ελληνικά βιβλία. Ενδεικτικά αναφέρω Και με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη, όλα τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη, Ουράνια Μηχανική της Μάρως Δούκα, Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, τη Μεγάλη Πομπή του Αλέξη Πανσέληνου, τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, το Διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, Μητρική Γλώσσα και Μ.Χ. του Βασίλη Αλεξάκη κ.ά. Τελευταία κυκλοφόρησε στην Ιταλία μια ανθολογία σύγχρονου Ελληνικού διηγήματος με 23 κείμενα, και ελπίζω κάποια στιγμή να εκδοθεί και δεύτερος τόμος γιατί έχω μαζέψει και άλλα αξιόλογα κείμενα. Επί το πλείστον συνεργάζομαι με μικρούς και μεσαίους, ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους. Θεωρώ ευτύχημα το γεγονός ότι δουλεύω με τους συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους, παρά με μεγάλους, γιατί ο μεταφραστής δεν αντιμετωπίζεται ως αναγκαίο κακό, αλλά ως βασικός κρίκος της αλυσίδας που φέρνει το τελικό αποτέλεσμα.

Με ποια κριτήρια επιλέγετε τους τίτλους σας; Έχετε στοιχεία όσον αφορά την κίνηση των συγκεκριμένων εκδόσεων και την πρόσληψη των έργων;

Σπάνια έχω την πολυτέλεια της επιλογής αν και βέβαια εκφράζω πάντα τη γνώμη πριν εκδοθεί (ή μη εκδοθεί) κάποιο βιβλίο και οπωσδήποτε κάνω προτάσεις στους εκδότες μου. Το τελευταίο διάστημα όμως προτάσεις γίνονται κυρίως από τους εκδοτικούς πράκτορες, κάτι που παλιά δεν γινόταν. Επίσημα στοιχεία για τα βιβλία που μεταφράζω δεν έχω. Θα πρέπει να απευθυνθείτε στους εκδότες. Σε γενικές γραμμές όμως ξέρω ότι τα βιβλία της Ζυράννας Ζατέλη και της Ιωάννας Καρυστιάνη πήγαν και πάνε καλά.

Διακονείτε λοιπόν το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;

Κοιτάξτε να δείτε, αν ο μεταφραστής δεν αγαπάει το συγγραφέα και κυρίως το προς μετάφραση κείμενο, η δουλειά δεν γίνεται. Με το συγγραφέα με δένουν πολλά. Πρέπει να περπατήσω ακολουθώντας τον ίδιο του το ρυθμό πάνω στο ίδιο μονοπάτι, ταυτόχρονα όμως πάνω σε αυτό το μονοπάτι θα πρέπει κι εγώ να βρω τη δική μου ανάσα. Αυτόματη μετάφραση δεν υφίσταται, αναγκαστικά το περπάτημα του συγγραφέα θα πρέπει να γίνει και δικό μου περπάτημα, βίωμα ει δυνατόν, πλην όμως το τελικό αποτέλεσμα θα φέρει αναπόφευκτα και τη δική μου σφραγίδα – απόδειξη ότι για το ίδιο κείμενο υπάρχουν τόσες μεταφράσεις όσοι είναι οι μεταφραστές. Το μετάφρασμα λοιπόν θα είναι μοιραία καρπός πολλαπλών συμβιβασμών – να μια περίπτωση που ο συμβιβασμός όχι μόνο δεν σε κάνει «προδότη» ή «δοσίλογο» (αν και βέβαια στα Ιταλικά υπάρχει το λογοπαίγνιο «traduttore-traditore», δηλαδή «μεταφραστής-προδότης») αλλά ίσα-ίσα αποτελεί βασική προϋπόθεση για ένα καλό αποτέλεσμα. Ως προς τον τρόπο δουλειάς, προσπαθώ να αφεθώ στον κυματισμό του κειμένου και να αφουγκραστώ όσο μπορώ καλύτερα την κρυμμένη του αρμονία πέρα από την εμφανή. Θεωρώ ότι η μετάφραση είναι κυρίως επικοινωνία, ένας τρόπος για να έρθω σε επαφή με τον Άλλο.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Η μετάφραση που με δυσκόλεψε περισσότερο είναι εκείνη που μου πρόσφερε και τις μεγαλύτερες ηδονές: Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου με την απελπιστική απλότητά του.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Πάλι θα αναφέρω Το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, που οπωσδήποτε ανήκει στην ιστορία του Ευρωπαϊκού μυθιστορήματος και όχι μόνο του Νεοελληνικού. Και τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, πραγματικό μνημείο ανθρωπιάς.

Μπορείτε να μας μιλήσετε και για τα υπόλοιπα βιβλία που μεταφράσατε (ή όσα επιθυμείτε); Για την μεταφραστική τους εμπειρία, τις ηδονές, τις απομαγεύσεις τους.

Αγαπώ ιδιαίτερα το Και με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη. Εκτός του ότι πρόκειται για μεγάλο μυθιστόρημα, και ποσοτικά και ποιοτικά, είναι και το πρώτο βιβλίο που μετέφρασα στην καριέρα μου ως μεταφραστή.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Δεν διαβάζω ούτε μεταφράζω ποτέ μετά μουσικής. Το μόνο απαραίτητο είναι να βρίσκομαι στο εκάστοτε γραφείο μου. Δεν μπορώ να δουλέψω πουθενά αλλού, ούτε σε άλλα σπίτια ούτε σε βιβλιοθήκες ούτε σε ξενώνες για συγγραφείς και μεταφραστές ούτε στη θάλασσα ούτε στο βουνό παρά μόνο στο δωματιάκι μου με το αγαπημένο μου MacBook. Συνήθως η μετάφραση γίνεται σε τρία στάδια: αφού διαβάσω το βιβλίο (αν δε το έχω ήδη διαβάσει) στο πρώτο μεταφράζω χωρίς να δίνω μεγάλη σημασία στο τι γράφω. Στο δεύτερο, και σημαντικότερο, δίνω την τελική μορφή λύνοντας τυχόν γλωσσικές απορίες, και με τη βοήθεια του συγγραφέα εφόσον κριθεί απαραίτητο· και στο τρίτο δίνω τις τελευταίες πινελιές, το τελευταίο «χτένισμα» πριν την παράδοση. Ρωτάτε για τις μουσικές μου προτιμήσεις: είμαι απαίδευτος μουσικά και ακούω οτιδήποτε φτάσει στο αυτί μου και μου αρέσει. Με συγκινεί όμως το παλιό Ελληνικό λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Πολλοί! Ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιάννης Πάνου, ο Νίκος Καχτίτσης αλλά και ο Βιτσέντσος Κορνάρος είναι στην κορυφή της λίστας.

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Συμβαίνει με τους μεταφραστές κάτι που δεν συμβαίνει, ας πούμε, στο χώρο της μουσικής. Ενώ πάντα αναφέρουμε ότι την τάδε συμφωνία την διεύθυνε π.χ. ο Δημήτρης Μητρόπουλος και πρωταγωνίστρια στην δείνα όπερα ήταν π.χ. η Μαρία Κάλλας, και σχεδόν αγνοείται ποιος έγραψε τη μουσική και σχεδόν πάντα ο συγγραφέας του λιμπρέτο, στην περίπτωση ενός μεταφρασμένου βιβλίου θα ήταν αδιανόητο να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή και να παραλείπεται εκείνο του συγγραφέα. Βέβαια, αυτό συμβαίνει λιγότερο στην περίπτωση της κλασικής λογοτεχνίας και για αυτό λέμε «η Ιλιάδα των Καζαντζάκη-Κακριδή» ή «η Οδύσσεια του Δημήτρη Μαρωνίτη». Μάλλον το φαινόμενο εξηγείται με το γεγονός ότι βγαίνουν πάρα πολλά βιβλία πια, η μετάφραση μπήκε στη λογική της μαζικής παραγωγής και φυσικά δεν είναι όλα τα βιβλία που μεταφράζονται αριστουργήματα – ανεξάρτητα από το πόσο καλός είναι ένας μεταφραστής, αν δεν αναμετρηθεί με απαιτητικά κείμενα, η αξία του δύσκολα θα αναδειχθεί. Αφ’ ετέρου υπάρχει και η απαξίωση εκ μέρους του ακαδημαϊκού χώρου, που θεωρεί τη μετάφραση πάρεργο σε σχέση με την «καθαρή έρευνα».

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Δόξα τω Θεώ, είχα πάντα άριστη συνεργασία με τους επιμελητές μου και ουκ ολίγες φορές με βοήθησαν να κάνω καλύτερα τη δουλειά μου. Δεν γνωρίζω τι συμβαίνει με τους άλλους μεταφραστές. Θεωρώ ότι η δουλειά του επιμελητή είναι ύψιστης σημασίας. Μη ξεχνάμε άλλωστε ότι παλιά ο μεταφραστής, ο εκδότης και ο επιμελητής ήταν ο ίδιος άνθρωπος.

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Καμιά φορά τους βλέπω στο όνειρό μου! Ειδικά όταν πλησιάζει η ημερομηνία της παράδοσης και η αντίστροφη μέτρηση μου προκαλεί άγχος, φόβο, ταχυπαλμίες και νευρικότητα. Άλλες φορές αναγνωρίζω κάποιους ήρωες σε ανθρώπους που συναντάω στους δρόμους. Αυτό μου συμβαίνει με τα βιβλία που μεταφράζω καθώς επίσης με τα βιβλία που διαβάζω. Είναι ένας τρόπος για τη λογοτεχνία για να εισχωρήσει στην πραγματική ζωή.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Ωχ, είναι πάρα πολλοί! Όμηρος, Ηρόδοτος, Ξενοφών, Λουκρήτιος, Λουκιανός, Λουντοβίκο Αριόστο, Βοκκάκιος, Τζοβάνι Μπαζίλε, Φεντερίκο Ντε Ρομπέρτο, Λουίτζι Πιραντέλο, οι Ρώσοι πεζογράφοι, Jósé Lezama Lima, Διονύσιος Σολωμός, Εμμανουήλ Ροϊδης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κωνσταντίνος Καβάφης, Άρης Αλεξάνδρου, Νίκος Καρούζος. Το τελευταίο διάστημα με συναρπάζει ο Μ. Καραγάτσης. Και με μάγεψε το Έρωτος Αποτελέσματα.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Η Οδύσσεια, το Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο Οιδίποδας Τύραννος του Σοφοκλή, το Περί φύσεως του Λουκρητίου, τα Ηθικά του Πλούταρχου, η Κόλαση του Δάντη, ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, ο Παράδεισο του Lima, τα Ευαγγέλια, ο Συντίπας και οι Βυζαντινοί Ιστορικοί.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Μεταξύ άλλων, του Raymond Carver, του Δημοσθένη Βουτυρά, του Τάσου Καλούτσα και του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Χωρίς καμιά αμφιβολία, ο Καβάφης. Είναι τόσο δικός μας, τόσο σύγχρονός μας που δεν το πιστεύεις.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Ρασκόλνικοφ.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Τρέφω απέραντο σεβασμό στη «Νέα Εστία» λόγω της ιστορίας της, του κύρους της και γιατί κρατάει ψηλά τον πήχυ της βιβλιοκριτικής σε μια εποχή που η έννοια της κριτικής περιορίζεται όλο και συχνότερα σε εκείνη της απλής παρουσίασης.

Πώς βιοπορίζεστε;

Πιο δύσκολα απ’ ότι παλιά. Αλλά και πιο δημιουργικά.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Με γοητεύει πολύ ο Κωνσταντίνος Καβάφης όπως είπα προηγουμένως. Επίσης από το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα γράφω ένα μικρό δοκίμιο αφιερωμένο στη φαινομενολογία της σύγχρονης Ελλάδας. Μην πάει ο νους σας στον Αξελό όμως. Οι φιλοδοξίες μου είναι πολύ πιο περιορισμένες. Φέτος κλείνω 20 χρόνια που πρωτοήρθα στην Ελλάδα – ήμουν 21 χρονών, το 1992. Ύστερα από δυο δεκαετίες, και έχοντας επιλέξει να συνδέσω την τύχη μου με εκείνη αυτής της χώρας, νιώθω την ανάγκη να πω δυο λόγια σχετικά με αυτή και επίσης να δώσω κάποιες οδηγίες προς ναυτιλλομένους στους φίλους μου στην Ιταλία ειδικά τώρα που όλοι μιλάνε για την Ελλάδα χωρίς να τη γνωρίζει πραγματικά κανένας. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα όσα γράφω κάποτε θα δημοσιευθούν. Μάλλον πρόκειται περισσότερο για σκόρπιες σκέψεις που αφορούν την Ελλάδα έτσι όπως τη βλέπω και την αγάπησα εγώ. Προσωπικά νιώθω ότι ανήκω σε μια μεγάλη παράδοση: εκείνη των Ευρωπαίων που άφηναν τις εστίες τους για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα, ενίοτε και για το υπόλοιπο της ζωής τους, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με την Ελλάδα. Η σύγχρονη Ελλάδα και ο σύγχρονος κόσμος βέβαια είναι πολύ διαφορετικοί από τότε, αλλά μόνο και μόνο το γεγονός ότι σε αυτή τη γωνία του πλανήτη μιλιούνται ακόμα τα Ελληνικά, για να μην αναφερθώ στον πλούτο των μνημείων και των τεκμηρίων που αφήσαν οι μεγάλοι πολιτισμοί που άνθησαν εδώ, είναι αρκετός λόγος, θαρρώ, για να θέλει κανείς να προσεγγίσει και τη σύγχρονη Ελλάδα. Με την Ελλάδα δεν έχουμε ξεμπερδέψει, μη γελιόμαστε!

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Παρακολουθούσα μανιωδώς κινηματογράφο από 20 μέχρι 30 χρονών, ύστερα και μέχρι σήμερα πολύ πιο σποραδικά και χωρίς καμία συστηματικότητα. Θεατρόφιλος δεν ήμουν ποτέ, με την έννοια της σύγχρονης θεατρικής δημιουργίας, ίσως γιατί, λόγω της επαγγελματικής μου ενασχόλησης με τη λογοτεχνία, πάντα θεωρούσα ότι το θέατρο είναι κάτι άλλο, διαφορετικό. Όμως μου αρέσει πολύ το κλασικό θέατρο. Πάντως, με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο του Αγγελόπουλου, σκέφτηκα πόσο βαθιά Ευρωπαίος και ταυτόχρονα Έλληνας ήταν – μάλλον ήταν Ευρωπαίος ακριβώς επειδή ήξερε να είναι Έλληνας. Τα περίφημα πλάνα του, χωρίς προοπτική, τα εμπνευσμένα από την Βυζαντινή ζωγραφική, τα θεωρώ συγκλονιστικά. Επίσης, αν και δεν μπορώ να πω ότι με ενέπνευσαν, δεν βαριέμαι ποτέ τις ιταλικές κωμωδίες του ’50 και του ’60. Από τότε που είδα τις πρώτες, μου αρέσουν πολύ και οι ελληνικές κωμωδίες της αντίστοιχης εποχής.

Έχετε μπει στον πειρασμό της συγγραφής; Έχετε γράψει ή δημοσιεύσει κάτι; Αν ναι, θα υπάρξει συνέχεια; Αν όχι, για ποιο λόγο;

Με ρωτάνε συχνά και η απάντηση είναι «όχι» σε όλα. Δεν έχω μπει ποτέ στον πειρασμό της συγγραφής, δεν έχω γράψει ποτέ τίποτα και ούτε πρόκειται να το κάνω. Έχω στο μυαλό μου συγκεκριμένο πλάνο μεταφράσεων, δεν ξέρω αν και πότε θα το υλοποιήσω, είναι σίγουρο όμως ότι μόνο αυτό πρέπει να σκέφτομαι.

Τι διαβάζετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Ξαναδιαβάζω την Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου και θα ήθελα πολύ να τη μεταφράσω. Διαβάζω επίσης το Σέργιος και Βάκχος του Μ. Καραγάτση.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Απλά θα δώσω μια πινελιά lifestyle στο κείμενο λέγοντάς σας ότι μένω στη Νεάπολη Εξαρχείων, που την αγαπώ πολύ. Επίσης λατρεύω το κέντρο της Αθήνας και η ζωή μου εξελίσσεται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτό γιατί μου προσφέρει τα καλύτερα ταξίδια.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Θετικές θα έλεγα. Χωρίς να είμαι όλη την ήμερα στο Φέισμπουκ ή σε άλλα δίκτυα, ομολογώ ότι τα βρίσκω πολύ αποτελεσματικά εργαλεία έως απαραίτητα ακόμα και στη δουλειά μου. Προς το παρόν όμως δεν χρησιμοποιώ IPod, IPhone κτλ, αλλά φαντάζομαι ότι και για αυτά, όπως και για όλα, είναι μόνο θέμα χρόνου.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Δεν γίνεται να τα έχω όλα, ε; Εντάξει δεν πειράζει. Άλλωστε η συγγραφή και η μετάφραση είναι ένα είδος «αιώνιας νιότης».

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 73. Γιώργος Κυριαζής

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; 

Προτιμώ να βουτάω μονομιάς σε ένα νέο λογοτεχνικό κείμενο προς μετάφραση, χωρίς να το έχω διαβάσει πρώτα, για να μη χάσω την αίσθηση της έκπληξης που θα απολάμβανα ως αναγνώστης του. Το λεγόμενο «πρώτο πέρασμα» που κάνω δεν είναι ποτέ πρόχειρο, αλλά εξαντλητικό, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χάσω χρόνο από τα επόμενα περάσματα. Επίσης έχω την τάση να ερευνώ ακόμη και πράγματα για τα οποία είμαι σίγουρος.

Η σχέση του μεταφραστή είναι πρωτίστως με το κείμενο, και όχι με τον συγγραφέα (είμαι υπέρμαχος της αυτονομίας του κειμένου), αλλά σε περιπτώσεις που ο συγγραφέας είναι αυτό που λέμε «στυλίστας», είναι πολύ χρήσιμο να έχει διαβάσει κανείς άλλα βιβλία του, έτσι ώστε να αποφύγει ατοπήματα ως προς το ύφος. Και αν ο μεταφραστής έχει την τύχη να εργαστεί πάνω σε δύο ή περισσότερα βιβλία του ίδιου συγγραφέα, τότε μπορεί να τον αντιμετωπίσει πιο ολοκληρωμένα και, κατά κάποιον τρόπο, να δημιουργήσει ένα ενιαίο ύφος, αναγεννώντας έτσι, ουσιαστικά, το κείμενο σε μια νέα γλώσσα (εάν, βεβαίως, όλα πάνε καλά).

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Η ίδια, και στις δυο περιπτώσεις: Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, του Τόμας Πίντσον. Απίστευτα δύσκολο βιβλίο, που όμως επιβραβεύει και με το παραπάνω την προσπάθεια, και του μεταφραστή και του αναγνώστη. Υπάρχουν εκεί μέσα πολλές παράγραφοι, ή και ολόκληρες σελίδες, που ακόμη και τώρα τις διαβάζω και μένω άφωνος.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Όλα του Τόμας Πίντσον. Και αυτά που έχω κάνει εγώ (Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, Μέισον και Ντίξον, Ενάντια στη Μέρα, Έμφυτο Ελάττωμα), και αυτά που έχουν κάνει άλλοι άξιοι συνάδελφοι (Η Συλλογή των 49 στο Σφυρί, Βάινλαντ, V., Βραδείας Καύσεως). Μη με παρεξηγείτε, ο Πίντσον είναι η εμμονή μου.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση;

Επειδή η εναλλαγή χαρτιού-οθόνης με κουράζει, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να «σαρώνω» το πρωτότυπο, ώστε να το έχω, έστω και ως εικόνα, σε ηλεκτρονική μορφή. Έτσι, έχοντας στην οθόνη το πρωτότυπο, τον επεξεργαστή κειμένου, το λεξικό και τη μηχανή αναζήτησης, νιώθω ετοιμοπόλεμος και μπορώ να ξεκινήσω. Συνήθως αποφεύγω να δουλεύω με μουσική υπόκρουση, γιατί, ακριβώς επειδή είμαι και μουσικός, ο νους μου στρέφεται αμετάκλητα εκεί. Αν χρειάζομαι κάτι για να σπάσει η μονοτονία της σιωπής, βάζω (πάλι στον υπολογιστή) κάποια αδιάφορη ταινία ή σειρά, η οποία παίζει στο φόντο χωρίς να διεκδικεί την προσοχή μου.

Ασχολείστε και με την μουσική. Με ποιο τρόπο; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Είμαι εδώ και χρόνια μέλος της χορωδίας της ΕΡΤ, με την οποία έχω πάρει μέρος σε πάρα πολλές συναυλίες και παραστάσεις με ένα ευρύτατο φάσμα μουσικών έργων. Για ένα διάστημα συνεργάστηκα και με την Πειραματική Λυρική Σκηνή, ως σολίστας. Επίσης συμμετέχω σε δύο φωνητικά σύνολα (Εμμέλεια και Πολυφωνία) τα οποία είναι προσανατολισμένα κυρίως στη μουσική της αναγέννησης. Παλιότερα συμμετείχα στο μεσαιωνικό συγκρότημα Lyrae Cantus, καθώς και στο ποπ συγκρότημα One Night Suzan. Υπήρξα και ψάλτης.

Η μουσική που ακούω είναι πολυποίκιλη, με κάποια προτίμηση στην κλασική, το μπαρόκ και την παλιά τζαζ, αλλά όποτε νιώθω ότι θέλω να «εξανθρωπιστώ» καταφεύγω πάντοτε στη φωνητική αναγεννησιακή μουσική, και ιδιαίτερα της φλαμανδικής σχολής. Βέβαια, μια μικρή γωνιά στην καρδιά μου είναι πάντοτε φυλαγμένη για τους Pink Floyd και για την παιδική μου αγάπη, τους Doors. (Και μια άλλη, όχι και τόσο μικρή, ανήκει στον μέγιστο Μπαχ.) Από τη φετινή δισκογραφική παραγωγή, πάντως, ξεχωρίζω τους δίσκους του Tom Waits και της Bjork.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Δεν θα αναφέρω ονόματα, αλλά ναι, υπάρχουν, και είναι όλοι Αμερικανοί. Τυχαίο; Δεν νομίζω…

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Η θέση του μεταφραστή δεν είναι μέσα στην εκτυφλωτική δέσμη των προβολέων της δημοσιότητας. Μάλιστα, θα έλεγα πως ούτε και η θέση του συγγραφέα είναι εκεί. Για μένα, επίκεντρο θα πρέπει να είναι το κείμενο, και η αλληλεπίδρασή του με τον αναγνώστη. Το κείμενο κυριαρχεί, αλλά ο αναγνώστης είναι ο πραγματικός ανθρώπινος πρωταγωνιστής, από αυτόν εξαρτάται κατά πόσο το κείμενο θα καταφέρει να μεταδώσει τα νοήματά του. Εξάλλου, ο αναγνώστης είναι και ο ίδιος φορέας νοημάτων, και τελικά καθένας διαβάζει στο κείμενο τον εαυτό του, γι’ αυτό και ταυτίζεται με κάποια κείμενα, ενώ με άλλα όχι. Πέραν αυτού, και ο συγγραφέας αξίζει την αναγνώριση, ως εφευρετικός δημιουργός, αλλά και ο μεταφραστής, ως δημιουργικός τεχνίτης. Το πρόβλημα με την κριτική είναι ότι συχνά αγνοεί εντελώς τον δεύτερο, και στρέφει την προσοχή της επάνω του μόνο στις περιπτώσεις που το τελικό αποτέλεσμα παρουσιάζει προβλήματα. Δεν περιμένω από έναν κριτικό να αναφερθεί διεξοδικά στη μετάφραση, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πάρα πολύ χρόνο (είδος εν ανεπαρκεία, σήμερα), αλλά μια έστω και μικρή αναφορά σ’ αυτήν είναι βάλσαμο. Ας μην ξεχνάμε ότι μια μετάφραση, ακόμη και μέτρια, είναι προϊόν κακοπληρωμένου μόχθου. Κατ’ αυτή την έννοια, ο μεταφραστής είναι σαν τον μουσικό: και οι δυο «ερμηνεύουν» τις δημιουργίες άλλων, και ουσιαστικά αντλούν τη μοναδική τους ικανοποίηση από το χειροκρότημα, είτε του ακροατή είτε του αναγνώστη.

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Οι επιμελητές και οι διορθωτές κατ’ ανάγκη λάμπουν δια της απουσίας τους. Είναι η φύση της δουλειάς τους τέτοια. Μόνο οι άνθρωποι του χώρου μπορούν να εκτιμήσουν την προσφορά τους, η οποία (το ξέρω από πρώτο χέρι) είναι τεράστια. Δεν είναι λίγες οι φορές που ένας καλός επιμελητής έσωσε μια κακή μετάφραση, μόνο και μόνο για να εισπράξει αργότερα ο μεταφραστής τα εύσημα.

Ως προς τη συνεργασία, πολλοί, απ’ ό,τι βλέπω, επιλέγουν να δουλεύουν μόνοι, κάνοντας μόνο σποραδικά μερικές ερωτήσεις σχετικά με το κείμενο. Άλλοι βρίσκονται σε συνεχή επαφή με το μεταφραστή, πράγμα που προσωπικά προτιμώ. Δεν είχα ποτέ κάποιο πρόβλημα με κανέναν, αλλά νιώθω ότι πρέπει να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στον επιμελητή των δύο βιβλίων του Πίντσον που βγήκαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, τον Δημήτρη Πήχα, ο οποίος αγάπησε πολύ τα βιβλία, μπήκε στο ύφος του συγγραφέα, έψαξε εξαντλητικά τα πάντα, και με γλίτωσε από κάμποσες κακοτοπιές.

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Πολλές φορές νιώθω σαν τον Ταϊρόν Σλόθροπ, τον «πρωταγωνιστή» (τα εισαγωγικά απαραίτητα) του Ουράνιου Τόξου της Βαρύτητας, χαμένος μέσα σ’ αυτά που γίνονται γύρω μου, πασχίζοντας να βρω μια διέξοδο, με τη μόνιμη αίσθηση ότι κάποια σκευωρία εξυφαίνεται σε βάρος μου. Πολλοί άλλοι άνθρωποι νιώθουν το ίδιο, φαντάζομαι.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Σαίξπηρ, Ντίκενς, Καλβίνο, Βιάν, Βερν, Ντικ, Γουέλς, Λάβκραφτ, Μπρινκ, Άπνταϊκ, Τζόις, Πάουντ, Κάμινγκς, Πόε, Μπέκετ, Φιτζέραλντ, Καμύ, Κρούμι, Ναμπόκοφ, Πίντσον, κι άλλοι πολλοί.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Πφιτς, Περιμένοντας τον Γκοντό, Ο Μεγάλος Γκάτσμπι, Οδυσσέας, Ο Αφρός των Ημερών, Οι Αόρατες Πόλεις, Ιστορία Δύο Πόλεων, Άμλετ, Ούμπικ, Λολίτα, τα σονέτα του Σαίξπηρ, τα άπαντα του Κάμινγκς, και φυσικά το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Λιγεία και Η Πτώση του Οίκου των Άσερ, του Πόε.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Τους νέους έλληνες λογοτέχνες δεν τους έχω διαβάσει όσο θα ήθελα. Δεν φταίνε αυτοί, εγώ φταίω. Σκοπεύω να ανακτήσω σύντομα το χαμένο έδαφος.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Τζερεμάια Ντίξον, από το Μέισον και Ντίξον του Τόμας Πίντσον. Ζωηρός, κεφάτος, αισιόδοξος, ερωτευμένος με τη ζωή και πανέτοιμος ανά πάσα στιγμή να γευτεί τις χαρές της, κυνηγώντας τις έντονες γεύσεις, τα εξαίσια αρώματα και τις όμορφες γυναίκες, αλλά ταυτόχρονα με υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης και προσωπική ακεραιότητα.

Οι εμπειρίες σας από το ιστολογείν και το διαδικτυώνεσθαι εν γένει;

Το διαδίκτυο είναι σπουδαίο εργαλείο, αρκεί να γνωρίζει κανείς μερικά στοιχειώδη πράγματα για τη λειτουργία, τη λογική και την ψυχολογία του μέσου, αλλιώς εύκολα απογοητεύεται και γίνεται αφοριστικός. Για παράδειγμα, δεν χρειαζόμαστε όλα όσα προσφέρονται, και πρέπει να έχουμε το κριτήριο να επιλέξουμε τι μας κάνει και τι όχι. Επίσης είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριφέρονται διαφορετικά στο ίντερνετ και διαφορετικά στην πραγματική ζωή. Περιηγούμαι στο διαδίκτυο εδώ και πάνω από 6 χρόνια, και βλέπω ότι υπάρχουν μπόλικα πολύ καλά ελληνικά ιστολόγια, για κάθε θεματολογία. Δυστυχώς, τη μερίδα του λέοντος ως προς την επισκεψιμότητα την έχουν όσοι αναπαράγουν απλώς  ειδήσεις από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, ειδικά αν αυτές έχουν (ή μπορούν εύκολα να αποκτήσουν) και μια λαϊκιστική χροιά. Αλλά αυτό που μετράει, τελικά, είναι το πρωτότυπο περιεχόμενο, και προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί όποιος θέλει να ασχοληθεί πιο ενεργά με το αντικείμενο.

Ιστολογείτε με το Πυντσονικόν – Σημειώσεις ενός μεταφραστή για τα έργα του Thomas Pynchon [http://pynchonikon.wordpress.com/]. Πως σας δημιουργήθηκε η επιθυμία της δημιουργίας του και πως το ζείτε ως σήμερα;

Είχα περάσει πολλά χρόνια μεταφράζοντας κυρίως Πίντσον, και ήθελα να αρχίσω να μιλάω περισσότερο γι’ αυτόν, αν και μια επίσκεψη στο ιστολόγιο θα σας δώσει την εντύπωση πως είμαι λιγομίλητος, γιατί δεν γράφω και πολύ συχνά. Εξάλλου, με τόσο περιορισμένη θεματολογία, πόσο συχνά μπορεί να γράφει κανείς; Αλλά δεν ήθελα ένα προσωπικό ιστολόγιο, όπου θα έγραφα γενικότερες σκέψεις και απόψεις, οι οποίες, στο κάτω-κάτω, δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Ήθελα κάτι πολύ συγκεκριμένο. Και έτσι θα συνεχίσω.

Επίσης, γνωρίζοντας πολύ καλά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης του Πίντσον, ξεκίνησα έναν Πιντσονικό Οδηγό [http://pynchonguide.wordpress.com/], με σημειώσεις και επεξηγήσεις πάνω στα σημεία εκείνα στα οποία είναι πιθανόν να σκοντάψει κανείς κατά την ανάγνωση. Προς το παρόν το περιεχόμενο καλύπτει μόνο ενάμισι βιβλίο, αλλά σιγά-σιγά θα επεκτείνεται.

Η εξοικείωσή σας με το Πυντσονικό Σύμπαν είναι εμφανής. Τι σας έχει προσελκύσει στον συγγραφέα αυτόν; Με ποιο βιβλίο σας μπορεί, κατά τη γνώμη σας, να ξεκινήσει ο αμύητος αναγνώστης και ποιο είναι το δικό σας αγαπημένο;

Είναι ακόμη χαραγμένη μέσα μου η μαγική αίσθηση που είχα όταν ήμουν μικρός και διάβαζα τα μυθιστορήματα του Βερν. Είχα την τύχη να τη νιώσω κι άλλες φορές, με πολλούς συγγραφείς. Αλλά ο μόνος που κατάφερε να την υπερβεί ήταν ο Πίντσον, με αυτό το ακαταμάχητο κράμα αχαλίνωτης φαντασίας και εγκυκλοπαιδικού ρεαλισμού, και με αυτό το ανυπέρβλητο γλωσσικό ύφος, που σε στέλνει αδιάβαστο, ό,τι κι αν έχεις διαβάσει ποτέ σου. Αρκεί να δεχτείς να συμμετάσχεις στο παιχνίδι, γιατί η ανάγνωση του Πίντσον απαιτεί ενεργό συμμετοχή, η γραφή του δεν είναι μια απλή εξιστόρηση, είναι ένα παιχνίδι με το μυαλό σου.

Για μια πρώτη προσέγγιση, το πιο κατάλληλο είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, το Έμφυτο Ελάττωμα (εκδόσεις Καστανιώτη). Η αφήγηση είναι συμπαγής και γραμμική, κι έτσι δεν χάνεται κανείς εύκολα, όπως σε άλλα βιβλία του, ενώ βοηθά και η νουάρ πλοκή. Εξάλλου, ο αναγνώστης θα μπορέσει να επωφεληθεί πλήρως και από τον Πιντσονικό Οδηγό, μια που το Έμφυτο Ελάττωμα είναι το μοναδικό βιβλίο στο οποίο έχω ολοκληρώσει τις σημειώσεις εκεί.

Το δικό μου αγαπημένο είναι αναμφισβήτητα το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας. Δεν υποτιμώ σε καμία περίπτωση τα υπόλοιπα, αντίθετα. Κατά μία έννοια, μάλιστα, το Μέισον και Ντίξον και το Ενάντια στη Μέρα είναι πιο ώριμα και πιο μεστά έργα. Αλλά το Ουράνιο Τόξο είναι πιο ξέφρενο, πιο οργιώδες, πιο αιχμηρό. Εξάλλου, ήταν και το πρώτο βιβλίο του που διάβασα (χάρη στον Γιάννη Τσιώλη), και μετέφρασα (χάρη στην Ιωάννα Χατζηνικολή).

Συμμετέχετε στην έκδοση του The Zone, του πρώτου ελληνικού διαδικτυακού περιοδικού για το έργο του Τόμας Πίντσον [http://www.thezone.gr/]. Ποιοι είστε, τι κάνετε, πώς και γιατί;

Είμαστε μια παρέα Πιντσονόφιλων, που συναντιόμαστε διαδικτυακά στο Facebook [http://www.facebook.com/groups/253860511066/], με πρωτοβουλία του Βασίλειου Δρόλια [http://ficciones.wordpress.com/], ο οποίος είχε την ιδέα και έχει αναλάβει και  την υλοποίηση του περιοδικού. Ο σκοπός μας είναι να αρχίσουν να γράφονται περισσότερα κείμενα στα ελληνικά για τον Πίντσον, για θέματα που σχετίζονται με το έργο του, για επιρροές, για επιδράσεις, αλλά και για άλλους συγγραφείς αυτής της γενιάς. Κεντρικός άξονάς μας είναι ο Πίντσον, αλλά δεν θα περιοριστούμε εκεί.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Δεν παρακολουθώ θέατρο, και ο λόγος είναι ότι πολύ σπάνια πλέον βγαίνω έξω τα βράδια. Το θέατρο είναι ζωντανή τέχνη, όπως η συναυλία, απαιτεί φυσική παρουσία, αυτό που συμβαίνει εκεί δεν μπορεί να αποτυπωθεί στη βιντεοσκόπηση ή την ηχογράφηση. Είναι άλλος ένας τομέας στον οποίο θα πρέπει να προσπαθήσω να βελτιωθώ.

Με τον κινηματογράφο τα πάω λίγο καλύτερα. Μου αρέσουν δημιουργοί όπως ο Λιντς, οι Κοέν, ο Ίστγουντ, ο Ταραντίνο, ο Άντερσον και ο Μπάρτον. Η τελευταία ταινία που είδα και με μάγεψε ήταν το Μεσάνυχτα στο Παρίσι, του Γούντι Άλεν. Αλλά μου αρέσει πολύ και η φαντασία, ιδίως η επιστημονική. Προτείνω ανεπιφύλακτα, σε όποιον έχει πρόσβαση, την τηλεοπτική σειρά Battlestar Galactica (2004-2009), αναβίωση της παλιάς ομώνυμης σειράς, αλλά με πολύ πιο σκοτεινό ύφος.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Έχω συνεργαστεί κατά καιρούς με τα περιοδικά Διαβάζω, Δέντρο, Πλανόδιο, Ρεύματα, και (δε)κατα, αλλά γενικότερα θεωρώ ήρωα οποιονδήποτε εκδίδει σήμερα λογοτεχνικό περιοδικό, και του βγάζω το καπέλο.

Έχετε μπει στον πειρασμό της συγγραφής; Έχετε γράψει ή δημοσιεύσει κάτι; Αν ναι, θα υπάρξει συνέχεια; Αν όχι, για ποιο λόγο;

Η φιλοδοξία υπάρχει από παλιά, αλλά μόνο ένα ποίημα έχω δημοσιεύσει, στο περιοδικό Ρεύματα, αν θυμάμαι καλά. Στο μεταξύ άφησα κατά μέρος την ποίηση (ελπίζω προσωρινά): είχε αρχίσει να μου φαίνεται εύκολη, σίγουρη ένδειξη πως κάτι έκανα λάθος. Τώρα δουλεύω το προσχέδιο ενός μυθιστορήματος, αλλά αυτό είναι κάτι που θέλει τρομερή αφοσίωση και άφθονο χρόνο. Θα φανεί στην πορεία αν τα έχω.

Τι διαβάζετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Μεταφράζω το Poor People του William T. Vollmann, για τον Κέδρο. Στα διαλείμματα, διαβάζω το Lowside of the Road (μια βιογραφία του Tom Waits), και όπου να ’ναι θα ξαναπιάσω τον Οδυσσέα του Τζόις, αυτήν τη φορά στα ελληνικά.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Τι; Και να χάσω την ευκαιρία να δουλεύω τον κόσμο προσποιούμενος ότι δεν ακούω καλά λόγω γήρατος; Θα αστειεύεστε…

[Σημ. Πανδοχείου: Στις φωτογραφίες, εκτός των μεταφρασμένων από τον φιλοξενούμενο βιβλίων, δυο από τις εικόνες που αναδύονται στη διαδικτυακή επιφάνεια όταν πληκτρολογηθεί το όνομα Thomas Pynchon, το πιο αγαπημένο μας εξώφυλλο και οπισθόφυλλο Πυντσονικού Βιβλίου και, τελευταία, η φωτογραφία της ταυτότητας του μεταφραστή.  Δημοσίευση, φυσικά, και στο mic.gr]