Ριού Μουρακάμι – Σχεδόν διάφανο γαλάζιο

Έβαζα τα δυνατά μου ν’ ανασάνω αλλά μετά βίας έπαιρνα λίγο, ελάχιστο αέρα, κι αυτός ακόμη έμοιαζε να μην μπαίνει από τη μύτη ή το στόμα μου, αλλά σαν να περνούσε από μια μικρή τρυπούλα στο στήθος μου. Οι μηροί μου είχαν κι αυτοί μουδιάσει τόσο που σχεδόν δεν μπορούσα να κουνηθώ. Κάθε τόσο ένας πόνος μου έσφιγγε την καρδιά. Οι πρησμένες φλέβες στα μηνίγγια μου συσπούνταν. Με το που έκλεισα τα μάτια μου, ένιωσα να με πιάνει πανικός, σαν να με ρουφούσε μέσα του με τρομερή ταχύτητα ένας χλιαρός στρόβιλος. Κολλώδη χάδια διέτρεχαν όλο μου το κορμί, κι άρχισα να λιώνω σαν το τυρί στο χάμπουργκερ. Πώς είναι όταν έχεις στάλες λάδι σε νερό έτσι ένιωθα έντονα διακριτές περιοχές κρύου και ζέστης να μετατοπίζονται στο σώμα μου. Στο κεφάλι μου και στο λαρύγγι μου και στην καρδιά μου και στον πούτσο μου μετακινούνταν κύματα πυρετού. [σ. 27]

Πριν ακόμα φτάσουμε εκεί, ήδη από την πρώτη εικόνα με την γυμνή ιδρωμένη γυναικεία πλάτη, το κραγιονισμένο τσιγάρο, κόκκινο φως, πόδια που ξεκαλτσώνονται κι ένα μπουκάλι κρασί έτοιμο να χυθεί, αντιλαμβάνεται κανείς πως αυτές οι σχεδόν διάφανες γαλάζιες σελίδες δεν θα κρύψουν τίποτα από τα ενδότερα ενός ιδιαίτερου κόσμου. Ο κεντρικός χαρακτήρας Ριού (παραδοχή αυτοβιογράφησης;) κολυμπάει καθημερινά σε ναρκωτικές θάλασσες και αλκοολούχα νερά, μαζί με μια σειρά άλλων προσώπων με τα οποία συνουσιάζεται, συνφτιάχνεται, συνομιλεί και συνταράζεται. Το περιβάλλον τους είναι μια τερατώδης αστυγραφία, ένας ασφυκτικός περίγυρος καταναλωτισμού και βίαιης εκδυτικοποίησης, μια Ιαπωνία που ούτως ή άλλως ιλιγγιώνεται μια φαντασμαγορική τεχνολογική κούρσα, πιστή ακόλουθος της αμερικανικής ιδέας (η στρατιωτική βάση και τα πιόνια της βρίσκονται πάντα σε απόσταση αναπνοής). Τι άλλο (καλύτερο) υπάρχει λοιπόν να κάνει κανείς από το να λιώνει με τους ομοίους του στην λαγνεία, τον αλληλοβιασμό, τις ουσίες, το διαρκές «χάσιμο», τον σωματικό πόνο, τις πάσης φύσεως εκτονώσεις και εκκρίσεις;

Καθώς η ναυτία εναλλάσσεται με τον οργασμό, οι πόσεις με τους εμετούς, οι εκστάσεις με τις καταπτώσεις, οι μορφασμοί με τα γέλια, όλοι τους μοιάζουν να ζουν καθυστερημένα τα 60ς, ανεστραμμένα πλέον στην απόλυτη απομόνωση και την αυτοκαταστροφική τοξικομανία. Η κοινότητα εδώ είναι εύκολα ανατινάξιμη: Ό, τι τους συνδέει μπορεί να τους χωρίσει. Από την άλλη δεν αγνοούν απλώς, αλλά φτύνουν μια ιαπωνική κοινωνία που μόλις βγαίνει υπερήφανα, αν και τρεκλίζοντας, από το ένδοξο παρελθόν και τρέχει να βγει πρώτη στην καταιγιστική κούρσα της ανάπτυξης. Από την αρχαιότητα των σαμουράι ως την απόλυτη μοντερνοποίηση η απόσταση λες και διανύθηκε σε κλάσματα φωτός.

 Η περιφερειακή πλοκή αδυνατεί να σταθεί σε κάποιο σημείο, οπότε αναλαμβάνει ο εικονολάγνος κινηματογραφικός φακός του Μ. να ακολουθήσει λαχανιαστά τις παρεκτροπές των χαρακτήρων που ζαλισμένοι απ’ τα Nibrole και αναίσθητοι / παραίσθητοι από τα Philopon και τις κάψουλες μεσκαλίνης σέρνονται σε βρώμικα δωμάτια, ανάμεσα στα πεταμένα εσώρουχα, γόβες με στάχτες, απομεινάρια φαγητών, έντομα, μπουκάλια, σπέρματα. Όμως να μην πει κανείς πως η παθητικότητα των χαρακτήρων είναι αποκλειστικό προνόμιο της παραιτημένης νεότητας, εφόσον αποτελεί καθολικό χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών όπου οι πάντες ανέχονται τα πάντα. Ακόμα κι έτσι αυτοί εδώ έχουν περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν έστω και επιθανάτιες κορυφώσεις. Και στις φωτεινές τους διαλείψεις μπορούν να δουν πολύ περισσότερα, και ιδίως ο Ριού, ήρωας και δημιουργός του, που όταν οι άλλοι μέσα στην παραζάλη και τις παρενέργειες ίσα που μπορούν να ακούσουν στα πικάπ Doors, Hendrix, Stones, It’s a Beautiful Day, Mal Waldron, το σάουντρακ του Orfeu Negro, τις σάμπες του Luiz Bonfá και τους …Osibisa, εκείνος αντιλαμβάνεται τις ανατάσεις που κρύβονται εκεί μέσα, αποστασιοποιείται, μοιάζει να κρατά σημειώσεις και να παρατηρεί τον κόσμο όπως όταν ήταν μικρός.

Φώτα νέον που σου τρυπούσαν τα μάτια και προβολείς απ’ τα διερχόμενα αυτοκίνητα που κόβανε το σώμα στα δυο, φορτηγά που περνούσαν μ’ ένα βουητό όμοιο με τις κραυγές τεράστιων υδρόβιων πτηνών, μεγάλα δέντρα που ξεφύτρωναν ξαφνικά μπροστά μας κι ερημωμένα, ρημαγμένα σπίτια στην άκρη του δρόμου, φάμπρικες με παράξενα μηχανήματα αραδιασμένα το ένα πλάι στο άλλο, τσιμινιέρες που ξερνούσαν φωτιά ψηλά στον ουρανό – ο δρόμος ξετυλιγόταν μπροστά μας σα λιωμένο ατσάλι που χύνεται απ’ το καμίνι. Το φουσκωμένο σκοτεινό ποτάμι που έκλαιγε σαν κάτι ζωντανό, ψηλό χορτάρι δίπλα στο δρόμο να χορεύει στον αέρα, ένας ηλεκτρικός σταθμός μ’ έναν μεγάλο μετασχηματιστή περιφραγμένο μ’ αγκαθωτό σύρμα να ξεφυσά ατμούς, κι η Λίλυ να γελά, να γελά τρελά… [σ. 104]

Ήταν το πρώτο σοκ με το οποίο ο συγγραφέας (γενν. 1952, συνώνυμος πλην άσχετος με τον Χαρούκι Μουρακάμι) φιλοδώρησε την ιαπωνική κοινωνία, επιφυλάσσοντάς της μερικά ακόμα τόσο με μυθιστορήματά του, όπως το Coin Locker Βabies, σχετικά με τα παιδιά που εγκαταλείπονται στις θυρίδες των σιδηροδρομικών σταθμών, το απολύτως ροκ εντ ρολλ 69, όντας και ο ίδιος ρόκερ, το Kyoko (το μόνο μέχρι στιγμής εδώ μεταφρασμένο, ως Η Κυόκο στη Νέα Υόρκη), όσο και με τον κινηματογράφο του, βασική ασχολία που άσκησε σεναριακά και σκηνοθετικά, από το περίφημο Τokyo Decadence (γνωστό και ως Topaz, με μουσική Ryuchi Sakamoto) έως τα Αudition και Raffles Ηotel.

Ανεξάρτητα από συσχετίσεις με Ντε Σαντ, Ζενέ, Μπουκόφσκι, Μίσιμα, Μίλλερ, Μπρετ Ιστον Ελις, Παλανιούκ, την «Γλώσσα του φιδιού» της Χιτόμι Κανεχάρα και τα Bushido εγχειρίδια, πέρα από τίτλους του «απόκρυφου ευαγγελίου» της ιαπωνικής νεολαίας και του κορυφαίου απωανατολικού «καλτ» μυθιστορήματος, ετούτο το απόλυτο ιαπωνικό sex, drugs and rock ΄n΄ roll μας είναι εξαιρετικά οικείο και για έναν ακόμα λόγο: συνομιλεί με τον Νίκο Νικολαΐδη, από την Γλυκειά Συμμορία στο Singapore Sling, και γι’ αυτό εκτός από αναγνωστικές, μας γέμισε με ψυχικές συγκινήσεις.

Συντεταγμένες: Εκδ. Printa, 2008 [Σειρά Σύγχρονοι Πεζογράφοι], μτφ. Αλέξανδρος Καρατζάς, επιμ. Νάσια Ντινοπούλου, προλογ. σημείωμα Πόπη Μουσουράκη, σελ. 205, με χρησιμότατες σημειώσεις του μεταφραστή (Ryu Murakami, Kagirinaku tomei ni chikai buru, 1976 / Αγγλ. τίτλος Almost transparent blue).

Επισκεπτήρια – κλειδαρότρυπες: http://latemag.com/tokyo-decadence-clips, http://www.youtube.com/watch?v=47HEgmcXpoQ

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr.

Νίκος Πλατής – Ουαλικό λεξικό του σεξ

Για να πλουτίσετε το σεξιλόγιό σας!

Ο Νίκος Πλατής (Πειραιάς, 1951) είναι ο ιδανικός λεξικογράφος των πραγμάτων που θέλγουν κι εμπνέουν, πρώτα τον ίδιο, μα και πολλούς από εμάς. Τα θεματικά του λεξικά διαβάζονται ροφηματοειδώς από το άλφα έως το ωμέγα, κυριολεκτικά. Μετά τα Πεζικό οικολογικό λεξικό (Πυρ-Αίας, 1996), Blackout – Το μαύρο λεξικό (Άγρα, 1999), Αθωνικό λεξικό (Άγκυρα, 2001), Γενειάδος εγκώμιον (Opera, 2002), και Μπαχαρικό λεξικό (Κέδρος, 2003), κι ενώ έχει εκδόσει πάσης φύσεως λογοτεχνία από το 1973 κι έπειτα (ενδεικτικά: Το γαλάζιο παραμύθι της γαλαζιανής περαχώρας (Χαρακίρι, 1975), Χάρτινοι Θρύλοι (Ars Longa, 1986), Νυχτολόγιο (Underground, 2003), Οκτώ ανατριχιαστικές ιστορίες με επτά γάτες κι έναν Αθηναίο σκύλο (2007) και το περίφημο Κάμα τσούχτρα (Εξάντας, 1983/83/04)), έχει συντάξει ένα πλήρες Λεξικό του Σεξ που βαφτίστηκε Ουαλικό και όχι Libido Λεξικό όπως ήταν ο αρχικός τίτλος, επειδή… η απάντηση βρίσκεται στην αυτοανακριτική απολαυστική εισαγωγή.

Δεν μπορώ να φανταστώ πόση δουλειά χρειάστηκε ο λημματάρχης μας κατά την διάρκεια της τετραετούς σύνταξής του, πέρα από την πρακτική εξάσκηση βεβαίως…Μπορώ όμως να χαρώ που το καταιγιστικό τελικό αποτέλεσμα αλατίζεται με πλείστες δια – λημματικές συνδέσεις, προσωπικές του εμπειρίες, ατάκες από αγαπημένες ή θείες, και εν γένει μια πολύ ορθάνοιχτη εξομολογητική διάθεση. Αν, όπως γράφει, αυτή η οικοτεχνία του περιλαμβάνει την ομάδα των ονείρων του, τότε θα βρεθούμε όλοι στο τεραίν, Νικόλαε!

Προς το παρόν εδώ μέσα συνευρίσκονται ο Απολιναίρ, ο Νταλί και η Γκαλά, η πορνοποιήτρια Ελεφαντίνη και η εταίρα Ερμάνοσα (με πρακτικές οδηγίες να δώσουμε έναν θείο προσανατολισμό στη σωματική ηδονή), οι μυραλείφτες των θερμών και οι μουσουλμανίδες αγαπώσες, διαφθορείς, διονυσιαστές κι ερωτοδιωματάρες, γκέι μύγες, η Λούλου, η Λολίτα, η Λόλα κι η Λούλα (του Ραπτόπουλου), το τρίγωνο του Ίψεν και το κουαρτέτο του Δουμά, οι γκέισες της Άνω Πόλης κι η Ευδοκία, η Λίντα Λαβλεϊς, και το μοντέλο Μ 732 της φουσκωτής Bangkok Lady, θρυλικές πόρνες, μαντάμ και τραβεστί, ο Δρ Σεξ Άλφρεντ Κίνσεϋ, ο Γιώργης Μελίκης με τα αντρικά μουνάτα του, ο Όσιμα, ο Μανάρα κι o Φασμπίντερ, η Γραμματέας, οι θλιμμένες πουτάνες του Μαρκές, η ακτιβίστρια Λεόνα Γιόχανσον που οργάσθηκε δημοσίως παρέα με έναν του συγκροτήματος Fuck for Forest, οι επιβάτες του Shortbus, η Σάνδη κι ο Σαντ, η καμαριέρα του Μιρμπώ, η Ντρούνα και η Ιρέν του Αραγκόν και το Μουνί της, ο φανατικός του αγοραίου έρωτα και βορά στο θεό της σύφιλης κυρ Μωπασάν.

Μαθαίνουμε υπέροχες λέξεις όπως η αισθησιαρχία, αφροδισιασμός, ενήβωση, ερωτιδεύς, ευπαρεύν(ε)ια (ταυτόχρονος οργασμός), ηδονοθήκη, λαγνομανία, κάθυγρος, σπερματομαντεία, φωνοσπασμία του οργασμού και ωαγωγοί, κλίσεις όπως η αγαλματο-, βλεφαρο- , στοματο- ή λεξι – λαγνεία, επιστημονικούς όρους όπως η ερωτοπάθεια, η σατυρίαση και η τσοντογραφία, και λεκτικά επινοήματα όπως ο κοινομουνισμός (από την μετάφραση του Βολανάκη στις Εκκλησιάζουσες!).

Περιδιαβαίνουμε ξενοδοχεία, μπουρδέλα, πορνοσινεμά και καφέ σαντάν, τα Αράπικα της Αλεξάνδρειας, τα Καλυβάκια της Ερμούπολης και τους Φούρνους του Πεκίνου, τα περίφημα Βούρλα της Δραπετσώνας (γνωστά από το Καραγάτσειο 10) με τον ολοδικό τους αστυνομικό σταθμό, αρχαία βαλανεία και δεικτήρια (ναι, τόποι προς δείξιν πράγματος), την Βηρυτό του ’70 και το αεροπλανοφόρο Ρούσβελτ (όπου μπαινοβγαίνουν 30 πόρνες με εξάμηνη σύμβαση συν δυνατότητα ανανέωσης), τα Τάνγκο μπουρδέλα του Μαλτέζε, The House of the Rising Sun και το Σπίτι των Κοιμισμένων Κοριτσιών. Άξια λήμματα του Λεξικού φράσεις όπως Ααα (αχ)!, Θεέ μου, ο άντρας μου!, Θέλετε το στόμα μου;, πληροφορίες για μύριες αρχαίες τελετές κι αιρέσεις, το βούτυρο του Μάρλον Μπράντο και το οργάσματρο του Γούντι Άλλεν, εγχειρίδια μαστιγώματος ή Πουτανικής Τέχνης, το περίφημο ωμέγα με υπογεγραμμένη του Χριστιανόπουλου.

Ξανανοίγονται για λίγο το Ερωτικόν του Γιατρομανωλάκη και το Φετίχ του Αρανίτση, το Γαβριέλλα η ζωή μου της Γαβριέλα Ουσάκοβα, η Γκαμιανί του ντε Μυσσέ, το Εγκώμιον ωρίμων γυναικών του Βιζίνσεϋ, οι 11.000 βέργες του Απολιναίρ, ο Εραστής της Ντιράς κι ο Έρωτας στα κόπρια του Παπαδιαμάντη, η Venus in furs, η Ταβέρνα του Ζολά και η Ιστορία του ματιού του Μπατάιγ, η Παλατινή Ανθολογία και το Μπουντουάρ του Ντε Σαντ, το Μυστικό Ημερολόγιο του Πούσκιν, το Πηγάδι της μοναξιάς της Ράντκλιφ Χωλ, ο Εμπειρίκος κι ο Παζολίνι, ο Ζενέ κι η Κολέτ, ο Μίλλερ κι ο Σιμενόν, ο Κρατίνος κι ο Ρουφίνος, κι οι δεκάδες ανώνυμοι ερωτογραφείς.

Κι όλα ετούτα εικονογραφούνται πλουσιοπαρόχως και ποικιλοτρόπως με γελοιογραφίες, πίνακες, προσωπογραφίες, ασπρόμαυρες καλλιτεχνικότατες αλλά και … οικογενειακές φωτογραφίες, κινηματογραφικές σκηνές, λιθογραφίες και ξυλογραφίες, κόμικς (Αλτάν, Ταμπουρίνι, η Φωτεινή της νύχτας κ.ά.), πρωτοσέλιδα, διαφημίσεις, καρτ ποστάλ, γκραβούρες και χαρακτικά, εξώφυλλα περιοδικών και δίσκων (σε ποιο πόζαρε ο Γκουζγκούνης;), μια σελίδα απ’ το μπλοκάκι ενός μαγαζάτορα sex shop, προσωπογραφίες.

Αντιλαμβάνεστε βέβαια πως ένα τόσο ευρύ θέμα δεν μπορεί να καλύπτει μόνο τις αποκλειστικά ευχάριστες, ηδονικές ή ξεκαρδιστικές πλευρές του. Δεν είναι δυνατό να αποφευχθούν και τα δυσάρεστα λήμματα, εφόσον ακριβώς το λεξικό αποτελεί έναν πλήρη και αληθινό χάρτη του Σεξ του Παρελθόντος αλλά και του Παρόντος. Γι’ αυτό και ο τόμος αποτελεί ταυτόχρονα και μια εικονογραφημένη Ιστορία της Ερωτικής Ορολογίας, Μυθολογίας, Λογοτεχνίας, Γεωγραφίας και Τέχνης, μια προσωπική Ανθολογία και πάνω απ’ όλα μια θαυμαστή Εγκυκλοπαίδεια του Ωραιότερου (αλλά και Αστειότερου, για όσους έχουν την ατυχία να αγνοούν την ευτράπελη πλευρά του) Πράγματος του Κόσμου!

Συντεταγμένες: Νίκος Πλατής – Ουαλικό λεξικό του σεξ. Με τα παντός είδους μυστικά και όλα τ’ άλλα σχετικά για τον σαρκικό έρωτα ανθρώπων, αλλά και ζώων (ομαλών τε και ανωμάλων). Εκδόσεις Κέδρος, 2007, σελ. 788.

Λέγε τώρα:

Λεξικά Μαύρου Χρώματος, Γενειάδας, Μπαχαρικών, Σεξ. Τι μας περιμένει στη συνέχεια Λεξικογράφε των Ωραίων;

Ευχαριστώ για την προσφώνηση (μου θυμίζει το «Οι βασιλείς των ορέων» του Έντμοντ Αμπού, αυτό το «Λεξικογράφε των Ωραίων», όμορφα ακούγεται). Επανέρχομαι στο ερώτημά σου, αγαπητέ Λάμπρο. Για τα επόμενα τρία χρόνια σάς περιμένω… στη γωνία με τρία, ακόμα, βιβλία μου: Το «Γατικό Λεξικάκι», το «Presto o Tardi (το λεξικάκι που παίζει με το θάνατο)» και (το… παιδάκι του Presto), το «…Αντί στεφάνου». Το «Γατικό» είναι το τελευταίο ογκώδες λεξικό μου (τρίδυμο, ας πούμε, με το «Μπαχαρικό» και το «Ουαλικό»). Το «Presto o Tardi» είναι το πρώτο από τα «μικρής» έκτασης λεξικά μου. Το «…Αντί στεφάνου» είναι μια… μαύρη ανθολογία. Το «Γατικό Λεξικάκι» θα κυκλοφορήσει το ερχόμενο φθινόπωρο, από τις εκδόσεις «Κέδρος». Τα άλλα δύο γράφονται ακόμα…

Ποιο λεξικό θα ήθελες να συντάξεις αλλά το βλέπεις από αδύνατο έως ουτοπικό να γίνει;

Το «Λεξικό του τίποτα»..! Μπα, αστειεύομαι! Δεν έχω λεξικογραφικά… απωθημένα. Κάθε άλλο, μάλιστα, είμαι πλήρης λεξιλαγνικών και λεξικογραφικών ημερών. Μετά από 20 περίπου χρόνια συνεχούς, καθημερινής, συστηματικής ενασχόλησης με τα διάφορα λέξικά μου θα έλεγα, μάλλον, πως έπαθα οβερντόουζ και…πρέπει να μπω σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης, να βγω… καθαρός στη ζωή μου, να ζήσω και κάτι άλλο συγκλονιστικό· ένα ιστορικό μυθιστόρημα ας πούμε, να γράψω στίχους αμανετζίδικων (ή τζαζ) τραγουδιών, να ερωτευτώ καμιά κομψή κυρία με ωραίο μακρύ λαιμό και παθιάρικο βλέμμα ή και να μην κάνω τίποτα απολύτως (δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα, τώρα που το καλοσκέφτομαι)…

Έχεις συγκεκριμένο τρόπο συγκέντρωσης και οργάνωσης των λημμάτων; Ανοίγεις λίγο την κουρτίνα να δούμε το εργαστήρι σου;

Ναι, βέβαια! Αντλώ (ως… τρελός υπό το φως της πανσελήνου) πληροφορίες από παντού (βιβλιοθήκες, αρχεία διάφορα, ζωντανές μαρτυρίες, κινηματογραφικές ταινίες, καρτούν, μουσεία, ιντερνέτ, γκράφιτι, εφημερίδες, σκουπιδοτενεκέδες, παντός είδους περιοδικά, κουβέντες ανθρώπων στο μετρό κ.τλ.). Τις αποδελτιώνω και στη συνέχεια τις επεξεργάζομαι, τις κτίζω. Υπάρχει ένα χρονοδιάγραμμα για την παραγωγή του κάθε λεξικού μου. Κάθε μέρα ξέρω τι πρέπει να παράξω, δεν δουλεύω στην τύχη (αν πάλι, κάποιες μέρες… εκτραχηλιστώ, τις αμέσως επόμενες μου βγαίνει κατά τα κοινώς λεγόμενα…ο πάτος, μέχρι να ξανάρθω πάλι στα ίσια μου). Τα λήμματα μου είναι σκηνοθετημένα. Όταν λόγου χάρη έχω ένα σερί από κάπως «βαριά» λήμματα (θεματολογικά), βάζω ανάμεσά τους ένα πιο χαλαρό λήμμα, ένα «κείμενο ανάσας» ή γελαστικό, δεν θέλω να τον βαρύνω τον αναγνώστη πέραν του δέοντος (είναι για μένα τα βιβλία μου μια ψυχαγωγική παράσταση, και ως εκ τούτου πρέπει να αισθάνεται κανείς χαλαρά και άνετα διαβάζοντάς τα).

Τι θα απαντήσεις στους παραπονεμένους πως έμειναν τα βίτσια τους εκτός λημμάτων;

Να συνεχίσουν απτόητοι. Οι… ρεπόρτερ του «Ουαλικού λεξικού του Σεξ» θα τους ανακαλύψουν κι αυτούς, και θα τους… αποκαταστήσουν σε κάποια μελλοντική έκδοση.

Οι φάκελοί μας σε έχουν εκδιδόμενο από το 1973. Είναι σωστοί; Μπορούμε να έχουμε λίγα λόγια για την κάθε σου στάση ή έστω για κάποιες από αυτές;

Το πρώτο μου βιβλίο ήταν το «Περίπτωση αχρωματοψίας». Κυκλοφόρησε πριν από 36 χρόνια, στα 1973 δηλαδή (άρα είναι σωστό το…φακέλωμα σας κι αρκούντως αποκαλυπτικό του μη νεαρού της ηλικίας μου). Με λίγα λόγια η περαιτέρω συγγραφική μου πορεία (επιλεκτικά, όχι αναλυτικά). 1976: Το «Γκουντ μπάι μίστερ Παπ» (μια μυθιστορία πανικού) ήταν το πρώτο μου βιβλίο που εξαντλήθηκε (800 αντίτυπα σε 2-3 μήνες μέσα, βοήθησε το γεγονός ότι ήταν πόκετ και έμπαινε εύκολα στις τσέπες των κλεπτομανών βιβλιόφιλων).

1983: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εξάντας» το «Κάμα Τσούχτρα», είναι το βιβλίο που με έκανε ευρέως γνωστό. Έγινε μπεστ σέλερ, για κάποιες… στιγμές μάλιστα πήρε και την πρωτιά από τις «Ώρες ευθύνης» του πρώην πρωθυπουργού «μας» που την ίδια εποχή …έσπαζαν τα ταμεία των βιβλιοπωλείων. Το «Κάμα Τσούχτρα» ήταν, κατ’ ουσίαν, το … παρθενικό μου λεξικό (άμα δεις τη δομή του, θα το καταλάβεις, κι εγώ εκ των υστέρων το αντελήφθην).

1999: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άγρα» το «Black Out/Το Μαύρο Λεξικό» μου. Ήταν για μένα μεγάλη χαρά η συνεργασία μου με τον καλύτερο εκδοτικό μας οίκο, δεν συνέχισα όμως με την «Άγρα», γιατί έχει πολύ αργούς χρόνους παραγωγής, πρέπει να περιμένεις χρόνια για να βγει το βιβλίο σου, κι εγώ είμαι και παραγωγικός συγγραφέας και …επαγγελματίας («ζω» από τα συγγραφικά δικαιώματα, τρόπον τινά).

2004: Κυκλοφορεί από τον «Κέδρο» το «Μπαχαρικό Λεξικό»: «Ένα παρ’ ολίγον σοφό βιβλίο κουζινικού, γιατροσοφιστικού, λογοτεχνικού, λαογραφικού, (ελαφρώς) βιοχημικού και (στο έπακρο) ιστορικού περιεχομένου», σύμφωνα με τον υπότιτλό του. Στα βιβλιοπωλεία διχάστηκαν,τριχάστηκαν μάλλον, δεν ήξεραν που να το βάλουν ακριβώς· άλλοι το έβαζαν στα λεξικά, άλλοι στην ελληνική λογοτεχνία, και άλλοι στα κουζινοβιβλία, έγινε όμως επιτυχία, ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να γράφουν κριτικές παρουσιάσεις γι’ αυτό, εξακολουθεί να έχει μία σταθερή ροή πωλήσεων, φοιτητές κάποιας σχολής το…έχουν υπό μάλης για κάποιο μάθημά τους…

Εδώ αγαπούμε τις λίστες, όσο εσύ τα λήμματα. Η ερώτηση του Λίσταρχου λοιπόν: μερικοί τίτλοι αγαπημένων σου μυθιστορημάτων, διηγημάτων, ποιημάτων.

Γιάννη Βλαχογιάννη «Της τέχνης τα φαρμάκια» (διήγημα), Στρατή Δούκα «Η ιστορία ενός αιχμάλωτου» (ένα σπουδαίο αφήγημα, σωστό λεκτικό ντοκιμαντέρ), Εμμανουήλ Ροΐδης «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» (η… Βίβλος, ας πούμε, της δημοσιοϋπαλληλίας), Μάριου Χάκκα «Περίπτωση θανάτου» και «Οι άφαντοι» (δύο εξαιρετικά διηγήματα), Νίκος Τσιφόρος (κυρίως οι ατμοσφαιρικές πικροφιλοσοφέ εισαγωγές του), Ηλίας Βενέζης «Γαλήνη», «Αιολική γη» (μα και τ’ άλλα του). Αυτά μου έρχονται πρόχειρα.
«Διαχρονικές» αγάπες μου: Παπαδιαμάντης, Πιραντέλο, Πατρίτσια Χάισμιθ, Ντέιβιτ Λόουτζ, Ίρβιν Γιάλομ, Κωστάκης Καβάφης, Λιουις Στίβενσον, Αρκάς, Φίλιπ Ντικ, Τζέιμς Ελρόι, Καραγάτσης, Αλμπέρ Καμί…
Πρόσφατες μου ανακαλύψεις: Τζόις Κάρολ Όουτς («Η κόρη του νεκροθάφτη»), Μαξ Φρις («Στίλερ»), Percival Everet («Αμερικάνικη έρημος», «Πληγωμένοι»), Λουκρήτιος («Για την φύση των πραγμάτων»), Απ. Δοξιάδης-Χρ. Παπαδημητρίου(«Logicomix)».

Και, για να μην μας απολύσει ο εκδότης του mic.gr, αγαπημένες μουσικές;

Εν γένει τα σάουντρακ (όλα της Καραϊνδρου, «Paris-Texas» «The Hours», «Pulp Fiction», λόγου χάρη) . Είναι τα συμφωνικά κομμάτια, η… κλασική μουσική της εποχής μας (ο Μπετόβεν, ο Μπραμς και ο Μόζαρτ αν έγραφαν μουσική στις μέρες μας δεν θα έγραφαν παρά για τον κινηματογράφο). Μ’ αρέσουν όμως και οι: Μανού Ντιμπάνκο, Κινγκ Σάνι Αντέ, Τσιτσάνης, Πουλικάκος, Μάνος Χατζιδάκης, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, διάφοροι έθνικ μουσικοί κ.ά. Πρόσφατα «ανακάλυψα» ένα ενδιαφέροντα δικό μας τζαζίστα (τον Κοντραφούρη), καθώς και κάτι πιτσιρικάδες στο Παγκράτι (τους «Night On Earth»), το κομμάτι τους «Ντεκαντάνς» είναι καταπληκτικό· αν είχα την δυνατότητα να βάλω και ήχους και μουσικές στο «Ουαλικό Λεξικό του Σεξ» σίγουρα θα ήταν από τις πλέον αγαπημένες μου επιλογές…

 Πρώτη δημοσίευση: εδώ.