Σάββας Κονταράτος – Ουτοπία και πολεοδομία. Πρώτος τόμος

Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί το πρώτο μέρος της παρουσίασης του Α΄ τόμου. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος για τον ίδιο τόμο και μια ακόμη ανάρτηση για τον Β΄ τόμο.

Τι θα ήταν η ευτυχία που δεν θα αναμετρούνταν με την άμετρη θλίψη γι’ αυτό που ήδη υπάρχει; Τ.Β. Αντόρνο, Minima moralia

Τι να πρωτογράψει κανείς για ένα τέτοιο έργο, που βγάζει εις πέρας ένα θέμα τόσο ευρύ ανεξάντλητο, με μια αφήγηση αφάνταστα γοητευτική, με αναρίθμητες αναφορές σε κάθε σχετικό λογοτεχνικό και μυθοπλαστικό κείμενο και σε κάθε σχετική κάθε πολιτική και φιλοσοφική θέση, με πλήθος βιβλιογραφικών παραπομπών αλλά και φωτογραφιών προσώπων, διαγραμματικών σχεδίων, προοπτικών σκαριφημάτων και κάθε είδους απεικόνισης των αναφερόμενων πολεοδομημένων ουτοπιών, με γλώσσα τόσο πλούσια και προσιτή μαζί. Ένα σπάνιο έργο, ένα πολύτιμο απόκτημα για κάθε ανήσυχο νου.  Προφανώς πρόκειται για έναν καρπό πολύχρονου μόχθου, αλλά αδυνατώ να φανταστώ πόση πνευματική προσπάθεια και πόση μεθοδική και συστηματική εργασία απαιτήθηκε για να γραφτούν αυτοί οι δυο μνημειώδεις τόμοι για ένα θέμα τόσο σαγηνευτικό, αυστηρό και ονειρικό.

Η ακόρεστη επιθυμία του ανθρώπου για κάτι καλύτερο, έστω κι αυτό μοιάζει συχνά απροσπέλαστο, υπάρχει σε κάθε ρίζα προόδου, γράφει στην εισαγωγή του (Ουτοπία και πολεοδομία: σε αναζήτηση μιας βαθύτερης συγγένειας) ο συγγραφέας. Όπως έγραψε ο Ε.Μ. Τσιοράν η σωφροσύνη προτείνει τη δοσμένη, υπαρκτή ευτυχία· ο άνθρωπος την αρνείται και η άρνηση τούτη από μόνη της τον κάνει ζώο ιστορικό, …εραστή μιας φανταστικής ευτυχίας. Γι’ αυτό και συχνά ο homo sapiens είναι ένας διχασμένος άνθρωπος, ένας πολίτης δυο κόσμων που ζει ταυτόχρονα «στο εδώ και τώρα και σ’ έναν άλλο κόσμο δικής του επινόησης». Αποσκοπώντας τον πολυσήμαντο ρόλο των ουτοπικών συλλήψεων ο Ερνστ Κασσίρερ έγραψε πως η μεγάλη αποστολή της ουτοπίας είναι να δημιουργεί χώρο για το δυνατόν γενέσθαι σαν αντίθεση προς μια παθητική υποταγή στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Είναι σκέψη συμβολική που ξεπερνά την φυσική αδράνεια του ανθρώπου και τον προικίζει με μια νέα ικανότητα, την ικανότητα να ανασχηματίζει συνεχώς το ανθρώπινο σύμπαν του.

Ο Τόμας Μορ πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο Ουτοπία για να ονομάσει μιας φανταστική νησιωτική χώρα του Νέου Κόσμου το 1516, ένα έργο που σήμερα σπάνια διαβάζεται αλλά στάθηκε το λογοτεχνικό πρότυπο για παρόμοια έργα όπως η Πολιτεία του Ήλιου του Τομμάζο Καμπανέλλα (1623), η Νέα Ατλαντίδα του Φράνσις Μπέικον (1627), το Ταξίδι στην Ικαρία του Ετιέν Καμπέ (1840), το Νέα από το πουθενά του Ουίλλιαμ Μόρρις (1890). Ο πολεοδομικός σχεδιασμός μπορεί θαυμάσια να χαρακτηριστεί «ουτοπικός», εφόσον ο πολεοδόμος αποβλέπει πράγματι σ’ έναν τόπο που όχι μόνο δεν υπάρχει ακόμη, αλλά και που δεν πρόκειται να υπάρξει, καθώς το αρχικό σχέδιο σπάνια εφαρμόζεται πιστά και το αποτέλεσμα είναι πάντα κάτι διαφορετικό από εκείνο που ο ίδιος οραματίστηκε. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν παράδοξο αν η πολεοδομία δεν γεννούσε τις δικές της προτάσεις για μια ιδανική οργάνωση της ανθρώπινης κοινότητας.

Ο πρώτος τόμος χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος (Φαινομενολογία του κοινωνικού ουτοπισμού) αφιερώνεται στις καθαυτό κοινωνικές ουτοπίες, στις προτυπώσεις δηλαδή μιας ιδανικής κοινωνίας που μας έχουν παραδοθεί γραπτά, άλλοτε με τη μορφή μιας αφηγηματικής περιγραφής του τρόπου ζωής σε μια φανταστική χώρα, και άλλοτε με την μορφή μιας διαλεκτικής ανάπτυξης των αρχών ενός ριζοσπαστικού κοινωνικοπολιτικού προγράμματος. Σύμφωνα με το πρώτο κεφάλαιο (Χαρακτήρας και δομή της ουτοπικής πολιτείας), μια από τις κύριες εκφάνσεις του κοινωνικού ουτοπισμού είναι η «ουτοπία» με την στενότερη σημασία του όρου, η περιγραφή δηλαδή μιας φανταστικής πολιτείας που λειτουργεί ταυτόχρονα και ως προδιαγραφή της ιδανικής κοινωνίας. Ο ουτοπιστής διοχετεύει την διαμαρτυρία του στη νοητική κατασκευή μιας υποθετικής κοινωνίας από την οποία λείπουν ακριβώς οι προβληματικές καταστάσεις του παρόντος του. Η Ουτοπία του Τόμας Μορ είχε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην κοινότητα ζωής και αγαθών, που λειτουργούσε χωρίς χρηματικές συναλλαγές και έθετε το ζήτημα της κοινοκτημοσύνης. Κάθε ουτοπία αποτελεί ένα σχέδιο λογικά επεξεργασμένο, έναν κόσμο ορθολογικά δομημένο, που παραμένει ένας mundus possibilis.

Εδώ ο συγγραφέας τυπολογεί τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών ουτοπιών αντλώντας παραδείγματα από πλήθος άλλων, από την Πολιτεία του Πλάτωνα ως την Μοντέρνα Ουτοπία του Χ. Τζ. Γουέλς (1905) καθώς και ορισμένα σύγχρονα μυθιστορήματα. Αυτά τα στοιχεία είναι α) η ακριβής ρύθμιση της ζωής από άκαμπτους θεσμούς (τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, για όλα μεριμνά η πολιτεία), β) ο δίκαιος καταμερισμός της εργασίας, γ) ο συλλογικός ευδαιμονισμός και η εξάλειψη των ατομικών διαφορών (ο ευδαιμονισμός βρίσκει την συμβολική του έκφραση στο «κοινό γεύμα» ενώ ακόμα και στην προεπαναστατική ουτοπία που συστήνουν οι  Παράδοξες ιδέες του Ρετίφ ντε λα Μπρετόν η μονοτονία της ασκητικής ζωής διακόπτεται από εύτακτες αγροτικές γιορτές), δ) η κυριαρχία του μέτρου και η αγνότητα των ηθών (οι σχέσεις των δυο φύλων δεν έχουν τίποτε το άσεμνο η κοινοκτημοσύνη των γυναικών εξυπηρετεί…κοινωνικούς σκοπούς· ο ντε λα Μπρετόν στο έργο του Η ανακάλυψη της Μεσημβρίας από έναν ιπτάμενο άνθρωπο (1781) προβλέπει την αλλαγή συζύγων κάθε χρόνο ώστε να περιορίζονται οι πειρασμοί που οδηγούν στην μοιχεία· εδώ παρατηρείται πως, σε κάθε περίπτωση, πίσω από την λογική κάθε σχετικής νομιμότητας ή την φοβία για κάθε άλογο πάθος δεν παύει να κρύβεται και μια απαίτηση αγνότητας….

… ε) Η ηγεμονία του Λόγου και η θρησκευτική αδιαφορία (οι θεσμοί και οι νόμοι εξασφαλίζουν σε τέτοιο βαθμό την αρμονία ώστε η εκτελεστική εξουσία έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα) στ) ο φετιχισμός της εκπαίδευσης και η αστυνόμευση της πνευματικής ζωής (στο βασίλειο της Μακαρίας του Γκάμπριελ Πλατς (1641) αν ένας φιλόσοφος εκφέρει μια νέα ιδέα θεωρείται εχθρός της δημόσιας ειρήνης και αποκεφαλίζεται) και ζ) η γεωγραφική απομόνωση και η οικονομική αυτάρκεια, καθώς οι ουτοπιστές γνωρίζουν πολύ καλά πως το πείραμά τους δεν θα μπορούσε να πετύχει παρά σε ελεγχόμενες συνθήκες και σε μια κοινότητα λίγο πολύ στεγανή. Όλα τα παραπάνω στοιχεία σαφώς υποδεικνύουν ένα βαθύτερο δομικό γνώρισμα του ουτοπικού σχεδίου: την τάξη και την αρμονία ενός κλειστού και εξαρχής καλά ρυθμισμένου συστήματος αλλά και το γεγονός ότι δεν έχει ιστορία, καθώς η ζωή κυλά σ’ ένα αιώνιο παρόν, χωρίς μεταβολές.

Στο δεύτερο κεφάλαιο (Ουτοπίες και επαναστατικός χιλιασμός) ο Κονταράτος γράφει πως η ουτοπία πρέπει να διακριθεί από μια άλλη έκφανση της ουτοπικής νοοτροπίας, την πίστη των αδικημένων του κόσμου στην έλευση μιας νέας τάξης πραγμάτων όπου θα βασιλεύουν η δικαιοσύνη και η ευδαιμονία, πίστη στην οποία δόθηκε η ονομασία του «χιλιασμού». Αυτό το δόγμα που κατάγεται από τον ιουδαϊκό μυστικισμό και ήταν πλατιά διαδεδομένο στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες επανεμφανίζεται στους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους με διάφορα λαϊκοθρησκευτικά επαναστατικά κινήματα της Δύσης: αυτόκλητοι μεσσίες, paupers, ουσίτες, θαβωρίτες που επιχειρούν να οικοδομήσουν μια κομμουνιστική κοινωνία «δικαίων» με κοινοτικά ταμιευτήρια καιι οι οποίοι μπροστά στην επερχόμενη τελευταία Κρίση περιφέρονται γυμνοί και ζευγαρώνουν ελεύθερα, αναβαπτιστές και δεκάδες άλλα αιρετικά κινήματα που ακόμα κι όταν το επαναστατικό τους πρόγραμμα εκφυλίζεται σε χιλιαστικό αναρχισμό δεν παύει να αποτελεί μια ριζοσπαστική αμφισβήτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας στο ίδιο το πεδίο που εκείνη αντλούσε την δύναμή της, το θρησκευτικό. Βασισμένα στην ιδέα του απόλυτου φυσικού δικαίου ως τις ακραίες αναρχικές και κομμουνιστικές της συνέπειες, η παλαιά χιλιαστική επαγγελία γίνεται μοτίβο της κοινωνικής εξέγερσης και ακούστηκε ως τα επαναστατικά κηρύγματα του νεότερου σοσιαλισμού, από το Μανιφέστο των ίσων ως τα συνθήματα του Μάη του ’68

Οι κοινωνικές ουτοπίες της Αναγέννησης αναπαράγουν την βασική δομή της πλατωνικής πολιτείας: παρουσιάζονται ως έλλογες κοινότητες δίκαιων νόμων, ως ολοκληρωμένες και κλειστές κοινωνίες. Ο Μάρτιν Μπούμπερ χαρακτηρίζει την ουτοπία ως «εικόνα μιας κοινωνίας που είναι σχεδιασμένη ωσάν να μην ενεργούσαν άλλοι παράγοντες εκτός από την ενσυνείδητη ανθρώπινη βούληση». Αν πολλά εγχειρήματα του 19ου αιώνα στάθηκαν βραχύβια, υπήρξε παράδειγμα ουτοπικής κοινωνίας που κατόρθωσε να επιζήσει 150 ολόκληρα χρόνια. Πρόκειται για την περίφημη Πολιτεία των Γκουαράνι που ίδρυσαν οι Ιησουίτες στην Παραγουάη στις αρχές του 17ου αιώνα, η οποία δεν ξεκίνησε από κάποιο ουτοπικό σχέδιο αλλά διέθετε όλα τα σχετικά χαρακτηριστικά: κοινοκτημοσύνη μέσων παραγωγής και αγαθών, απουσία χρηματικών συναλλαγών, πληθώρα ομαδικών εκδηλώσεων κ.λπ. Πάντως οι συγγραφείς ουτοπιών αντλούσαν και από τα δυο μεγάλα πρότυπα, της αρχαίας Σπάρτης και του μεσαιωνικού μοναστηριού, ενώ ο Ζιλ Λαπούζ διέγνωσε ουτοπικό χαρακτήρα και σε άλλους μεσαιωνικούς θεσμούς: τον οίκο ανοχής, τα τάγματα των ιπποτών, τους γενίτσαρους των Οθωμανών. Αργότερα ο χιλιασμός έχασε τον επαναστατικό του χαρακτήρα και επιβίωσε είτε μ την μορφή καθαρά θρησκευτικών κινήσεων είτε σε προφητικές εξάρσεις μυστικοπαθών ατόμων.

Στο τρίτο κεφάλαιο, που αφορά τις Μεταμορφώσεις της ουτοπικής νοοτροπίας, γίνεται πλέον σαφές πως παρά τον αντιθετικό τους χαρακτήρα, επαναστατικός χιλιασμός και ουτοπία συμπλέκονται πολλές φορές μέσα στην ιστορία. Ο Καμπανέλλα της Πολιτείας του Ήλιου, ο Γιόχαν Βάλεντιν Αντρέαι της Χριστιανόπολης, ο Σαιν-Σιμόν και ο Φουριέ αναζήτησαν τις πηγές της ουτοπίας στην θρησκευτική προσδοκία του μεσσιανισμού. Για τον Μάρτιν Μπούμπερ η ουτοπική φαντασία δεν πλανιέται στην τύχη, αλλά θεμελιώνεται γερά σε μια επιθυμία που ξεπερνά την ατομική κατηγορία και αποτελεί μια ενστικτώδη αναφορά σε ιερές πηγές. Η κυρίαρχη αντίθεση των δυο αντανακλά τον πόλεμο μεταξύ Πάθους και Λόγου. Εδώ ο συγγραφέας παρουσιάζει τις βασικές θέσεις των Ζωρζ Σορέλ, Καρλ Μάνχαϊμ, Ροζέ Μικκιελλί και Παναγιώτη Κονδύλη.

Στο τέταρτο κεφάλαιο (Ουτοπισμός, αντιουτοπισμός και κλασική πολιτική φιλοσοφία) τονίζεται καταρχήν πως, παρά το γεγονός ότι συνιστούν οπωσδήποτε ένα είδος συγγραφικής παραγωγής, οι ουτοπίες ανήκουν μάλλον στην ιστορία των κοινωνικοπολιτικών ιδεών παρά στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ουσιαστικά, η ουτοπική σκέψη είναι αδύνατο να αποσπαστεί από αυτό που αποκαλούμε πολιτική φιλοσοφία. Στην διδασκαλία του Ιησού δεν υπάρχει βέβαια κανένα στοιχείο κοινωνικού ουτοπισμού, ωστόσο, φαίνεται πως η πρώτη χριστιανική κοινότητα ακολούθησε μια κομμουνιστική πρακτική, γνωστή άλλωστε στον ιουδαϊκό κόσμο και από τους εσσαίους, ενώ ο Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Ανατολή ή ο Αμβρόσιος στην Δύση, διακήρυσσαν την πίστη τους στο ιδανικό του αποστολικού κομμουνισμού. Το ιδανικό αυτό παρέμενε ενεργό σε διάφορες αιρέσεις αλλά μετά την κωνσταντινική μεταστροφή, η Εκκλησία έσπευσε να ανακηρύξει την επίγεια μοναρχία ως «μίμημα» της ουράνιας βασιλείας.

Ο συγγραφέας εδώ παρουσιάζει κάθε θέση που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχετίζεται με την ιδέα της κατάλληλης ή ιδανικής πολιτείας ή την αντίκρουση αυτής, διασχίζοντας αιώνες σκέψης, από τον Λακτάντιο και τον Αυγουστίνο ως τον Μακιαβέλι και τον Μορ, που εγκαινιάζουν δυο διαφορετικές τάσεις του πολιτικού στοχασμού στους νεότερους χρόνους, κι ύστερα από τον Καλβίνο, τον Τόμας Χομπς (Λεβιάθαν), τον Σπινόζα, τον Χιούμ (Ιδέα μιας τέλειας πολιτείας) στον Καντ και τον Ρουσσώ, τον Σαιν-Ζυστ, τον μαρκήσιο ντε Σαντ και τον Χέγκελ. Στην λογοτεχνία αξιοσημείωτο είναι το περίφημο αβαείο του Θελήματος στον Γαργαντούα του Φρανσουά Ραμπελέ, το οποίο μοιάζει με μια ευφάνταστη αντιουτοπία, έναν κόσμο χλιδής, χαράς και ελευθερίας, αλλά και η πικρή και προφητική καρικατούρα του παραδείσου των τεχνοκρατών στα Ταξίδια του Γκάλλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ.

Στο πέμπτο κεφάλαιο (Κοινωνικός ουτοπισμός, αναρχισμός και  μαρξισμός) διαβάζουμε πως η Γαλλική Επανάσταση και η απογοήτευση που γέννησε έδωσε νέα ώθηση αλλά και διαφορετική τροπή στην ουτοπιστική γραμματεία. Στην θέση των απομονωμένων και στατικών ουτοπιών μιας ήρεμης μακαριότητας, εμφανίζονται τώρα πια προτάσεις με οικουμενικότερο και δυναμικότερο χαρακτήρα. Συχνά ο τύπος του έργου φαντασίας εγκαταλείπεται για να υιοθετηθεί η σοβαρότερη μορφή της θεωρητικής πραγματείας ή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Το κομμουνιστικό σύστημα του Ετιέν Καμπέ (Ικαρία) παρέμεινε πιστό στην παραδοσιακή ουτοπική μορφή (όλοι εργάζονται για την κοινότητα που σε αντάλλαγμα τους παρέχει δωρεάν τα μέσα για την ικανοποίηση των αναγκών τους ενώ όλα τα αγαθά είναι κοινά), ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας επεχείρησε την έμπρακτη εφαρμογή των ιδεών του που δεν άργησε να διαλυθεί μετά τον θάνατό του. Η αμφισβήτηση των ουτοπικών σχεδίων προέρχεται τώρα από το ίδιο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο (Κροπότκιν), ενώ παρουσιάζονται οι ιδέες των Προυντόν, Μπακούνιν, Μαρξ, Ένγκελς, Τρότσκι και Λούξεμπουργκ.

Εκείνος που αναγνώρισε στον προφητικό μεσσιανισμό μια ύψιστη αρετή της μαρξιστικής φιλοσοφίας είναι ο Ερνστ Μπλοχ, για τον οποίο ο αυθεντικός μαρξισμός είναι μια συγκεκριμένη ουτοπία που απαιτεί συνειδητή συμμετοχή στην διαδικασία του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, επειδή ακριβώς έχει κατανοήσει το όνειρο που είναι ριζωμένο στην ίδια την ιστορική τάση. Μαρξ και Ένγκελς γνώριζαν καλά πως η ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού έχει πολλά χαρακτηριστικά σημεία επαφής με το κίνημα της εργατικής τάξης και επεδίωξαν να υποκαταστήσουν το όνειρο μιας επικείμενης συντέλειας του κόσμου. Αν, όπως είπε ο Νικολάι Μπερντιάεφ, η επανάσταση έχει μια αντανάκλαση αποκάλυψης, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι τα αποκαλυπτικά οράματα και οι χιλιαστικές προσδοκίες δεν είναι παρά θρησκευτικές μεταμορφώσεις της επαναστατικής βούλησης, ενώ στην ουτοπική σκέψη έχουν κατά κανόνα καθαρθεί και υποταχθεί στις απαιτήσεις μιας λογικής αφαίρεσης.

Μετά την αποτυχία της Παρισινής Κομμούνας (1871), την διάλυση της Πρώτης Διεθνούς (1873-1876) και την οπισθοχώρηση των επαναστατικών δυνάμεων, η ελπίδα αναζητά και πάλι καταφύγιο στην φαντασία, όπως βλέπουμε στο έκτο κεφάλαιο με τίτλο Οι δυστοπίες του 20ού αιώνα και η αναβίωση του αιρετικού πνεύματος. Στην Βοστόνη του 2000 του Έντουαρντ Μπέλλαμυ (Looking backward) η προωθημένη τεχνολογία αφήνει αρκετά περιθώρια στην ατομική πρωτοβουλία ενώ στο αναγεννημένο έπειτα από μια νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση Λονδίνο του Γουίλλιαμ Μόρρις (News from nowhere) κυριαρχεί η σχεδόν αναρχική συγκρότηση μιας κοινωνίας αγροτών και τεχνιτών, οπισθοδρομώντας μάλλον ρομαντικά σε μια προβιομηχανική κοινωνία. Η επερχόμενη φυλή του Έντουαρντ Μπύλουερ-Λύττον περιγράφει μια κοινωνία σε μακάρια ραστώνη, χωρίς επιθυμία ή φιλοδοξίες, στο Έρεβον του Σάμιουελ Μπάτλερ οι μηχανές έχουν οικειοθελώς καταστραφεί, στην Χρονομηχανή του Χ.Τζ. Γουέλς οι Ηλόι περνούν τον χρόνο τους με παιχνίδια, συμπόσια και ύπνο αλλά στις υπόγειες στοές ζουν αποκτηνωμένοι οι Μόρλοκ, ενώ στην Μοντέρνα του Ουτοπία παρά την ευτυχισμένη κοινωνία τηρείται ένα τεράστιο αρχείο με τα προσωπικά δεδομένα όλων των κατοίκων του παγκόσμιου κράτους.

Στο Player Piano του Κερτ Βόννεγκατ η τεχνολογικά υπερανεπτυγμένη κοινωνία των ΗΠΑ έχει επιβάλλει ένα αυστηρά αξιοκρατικό σύστημα χάρη στην επεξεργασία των στοιχείων υγείας, IQ και επαγγελματικών ικανοτήτων που υπάρχουν καταγραμμένα στην κάρτα κάθε πολίτη. Σε ορισμένες λογοτεχνικές δυστοπίες διατηρείται ο κόσμος της κοινωνικής ουτοπίας αλλά δείχνεται κάτω από ένα ιδιαίτερο πρίσμα που αποκαλύπτει την εφιαλτική του όψη. Το Εμείς του Γιεβγκένι Ζαμιάτιν παρουσιάζει την κοινωνία του Μονοκράτους της οποίας τα μέλη δεν έχουν προσωπική ζωή, αντί για ονόματα ταυτίζονται με κωδικούς αριθμούς και ζευγαρώνουν με ροζ κουπόνια που τους χορηγεί το αρμόδιο Σεξουαλικό Γραφείο, είναι δε όλοι τόσο όμοιοι ώστε να μην υπάρχουν πια αιτίες για φθόνο. Ο Θαυμάσιος νέος κόσμος του Ώλντους Χάξλευ εκθέτει μια κοινωνία που παρέχει σε όλους πλήθος ανέσεων και απολαύσεων, ενώ διακαθορισμένα από την γέννησή τους με ευνουχισμένο ψυχισμό τα άτομα δεν μπορούν παρά να αγαπούν αυτό που είναι υποχρεωμένα να κάνουν, ενώ στο Χίλια ενιακόσια ογδόντα τέσσερα του Τζόρτζ Όργουελ η Νέα Γλώσσα θεσπίζεται για να καταστήσει αδύνατη ακόμα και την σύλληψη μιας ετερόδοξης ιδέας.

Τα παραπάνω έργα και πολλές δεκάδες ακόμη που παρουσιάζονται εδώ (από τον Έρνστ Γύνγκερ ως την Μάργκαρετ Άτγουντ) δείχνουν πως η απόσταση ανάμεσα στην ουτοπία και στην δυστοπία ποτέ δεν ήταν μεγάλη. Οι οδυνηρές εμπειρίες των ολοκληρωτισμών είναι εμφανείς. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στα περισσότερα έργα παρά την δεδομένη ελεύθερη βούληση των πολιτών υπάρχει πάντα μια ισχυρή εξουσία έτοιμη να πατάξει κάθε διαφωνία και παρέκκλιση. Στην συνέχεια εξετάζονται οι απόψεις πολλών φιλοσόφων και στοχαστών (Αντόνιο Γκράμσι, Έριχ Φρομ, Χέρμπερτ Μαρκούζε, Τέοντορ Αντόρνο, Βάλτερ Μπένγιαμιν κ.ά.) όσον αφορά τις ελευθεριακές ουτοπίες που προέκυψαν από το αμάλγαμα φροϋδισμού και μαρξισμού αλλά και γενικότερα το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης και της κοινωνικής προόδου.

Ο σύγχρονος αριστερισμός, πλέον, από τα κινήματα διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης (μπήτνικς, πρόβος, χίπηδες, ζενγκακούρεν) παρά τα θεμελιώδεις μεταξύ τους διαφορές δεν παύουν να εκφράζουν μια απόλυτη άρνηση των υπαρκτών κοινωνιών και να προβάλλουν το όραμα μιας κοινωνίας άλλης, ριζικά διάφορης. Όπως είπε ο Ανρί Λεφέβρ, κάθε σκέψη που δεν αρκείται να αντανακλά, να επικυρώνει τους καταναγκασμούς, να αποδέχεται τις εξουσίες και να νομιμοποιεί τη δύναμη των πραγμάτων, κάθε άλλη σκέψη ενέχει μια ουτοπία. Έτσι η έμφαση δίνεται τώρα στην άρνηση και όχι στην θέση, στην ρήξη με το παρελθόν και όχι στην πρόοδο, στο επιθυμητικό και όχι στο λογικό μέρος της ψυχής. Από το παλαιό αιρετικό πνεύμα και τις ποικίλες μεταμοντέρνες τάσεις (αναφέρονται οι βασικές θέσεις των Μισέλ Φουκώ, Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Γύργκεν Χάμπερμας, Φρέντρικ Τζέιμσον, Ντέιβιντ Χάρβυ κ.ά.) παρά τις ουσιώδεις διαφορές θέασης ως προς την ουτοπία ξεπήδησε μια ριζοσπαστική κριτική της πολεοδομικής θεωρίας και πράξης. Και η πολεοδομία θα αποτελέσει ένα από τα πεδία στα οποία κατεξοχήν διατηρείται και αναπαράγεται το ουτοπικό ήθος και πάθος.

Εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, 2014, σελ. 570 (από τις οποίες οι 90 αποτελούν υποσημειώσεις), μεγάλου μεγέθους (27Χ21).

Χάρτης της Ουτοπίας του Thomas More,  Thomas More [έργο του Hans Holbein the Younger], Francis Bacon – New Atlantis, 2 σχέδια της Christianopolis του Johannes Valentinus Andreae, Martin Buber, Γκουαρανί / Ιησουίτες, Charles Fourier [έργο του Philibert Léon Couturier], Φαλανιστήριο του Φουριέ, Peter Owen – New Lanark, Robert Owen – New Armony, Ernst Bloch, News from Nowhere [William Morris], William Morris, Χίππικη Κοινότητα.

Συνεχίζεται.

Νικήτας Σινιόσογλου – Λεωφόρος ΝΑΤΟ. Δοκιμή περιπλάνησης

Η δίπλευρη περιπλάνηση

Γέμισαν τα βιβλία των τελευταίων χρόνων με πλάνητες και περιπλανητές, με υμνητές των πόλεων των δικών μας και των εξωτερικών, που ταυτόχρονα γίνονται και ερευνητές μυστικών σημείων και ανείδωτων ιδιοτήτων μιας πολεοδομίας ή μιας φύσης που μας διαφεύγει. Ελάχιστοι όμως επιλέγουν ως πυρήνα της περιπλάνησής τους ένα σημείο χωρίς αισθητική, χωρίς παράδοση, χωρίς καν κάτι το ελκυστικό. Εξαίρεση των εξαιρέσεων, ο συγγραφέας βγαίνει στην λεωφόρο που αποτελεί τον μεγαλύτερο οδικό άξονα της Δυτικής Αττικής, την ταχεία αρτηρία μεταξύ Ασπρόπυργου και Ελευσίνας. Εδώ δεν ισχύει το ερώτημα «τι έχει να δει κανείς;». Κάθε περιπλάνηση περικλείει εντός της και απελευθερώνει την ίδια στιγμή μια δεύτερη περιπλάνηση, ψυχική, εσωτερική, απόλυτα προσωπική. Κι έχει πραγματικά ενδιαφέρον να δει κανείς πώς μεταγράφεται αυτή η δίπλευρη οδοιπορεία.

Τι συναντά κανείς λοιπόν στην λεωφόρο ΝΑΤΟ; Πρώτα νέες «θέσεις» -αυτός είναι ο πολεοδομικός όρος– με παράξενα ονόματα και αμφίβολη διάρκεια, που οδηγούν στην την σκέψη ότι τελικά είναι δύσκολο να βρει κανείς τις εσχατιές της Αθήνας, καθώς η πόλη δεν περικλείεται πουθενά και τα όρια της πόλης κινούνται ολοένα παραέξω. Η Αθήνα ζει τη σύγχυση της εσχατιάς της, η οποία συμπίπτει με την τελεσίδικη αποχύρωσή της. Όμως… τι είναι μια πόλη χωρίς τείχη και πύλες, δίχως οχυρώσεις; Άλλοτε η πύλη συμπίεζε τον οδοιπόρο προτού τον ελευθερώσει σαν έλασμα και τον ρίξει με ορμή στην οδοιπλανία, ενώ τα τείχη όριζαν ένα πολιτικό σχήμα σαν εκμαγείο. Σήμερα οι μόνες πύλες βρίσκονται στα αεροδρόμια και στα διόδια, εκτός αν θεωρήσουμε τέτοιες και τα θυροτηλέφωνα ή τις οθόνες…

Εκκρεμείς εργοστασιακές μονάδες και μολυσμένα βοσκοτόπια· υπαίθριοι ή κλειστοί αποθηκευτικοί χώροι· μάντρες αυτοκινήτων και υπερφυών ανταλλακτικών· ημιτελείς κατασκευές και χαλάσματα κάθε είδους, προκατασκευασμένα σπίτια και περιφράξεις. Καφετέριες και καντίνες με μουσαμάδες, πλαστικά διαφημιστικά σταντ και συνθετικούς χλοοτάπητες στραβοκομμένους με κοπίδι. Παράδρομοι που εξαχνώνονται σε σημεία εκτός σχεδίου, αυτοσχέδια χαραγμένοι, χωρίς πεζοδρόμια, χωρίς τεχνική ονομασία, μέχρι κι ένα απόκρυφο βοσκοτόπι. Μιζεριασμένες ελιές, πυλώνες της ΔΕΗ, μάντρες και βιοτεχνίες, ακόμα και μια εκκλησία νάνος και δη ρωσικού ρυθμού, η πλέον «απρόβλεπτη» εικόνα. Σύγχρονα χαλάσματα που δεν κουβαλούν κανένα συμβολισμό, μόνο χάσκουν δύσμορφα. Αυτά τα ερείπια δεν θα γοητεύσουν κανέναν περιπατητή, όπως συνέβαινε με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της αρχαίας ομορφιάς.

Αυτός ο τόπος είναι άπλαστος, γράφει ο συγγραφέας, κι ο φλανέρ απάνω του ένα ξένο σώμα. Δεν μένει παρά ν’ αρχίσει να κάνει τις δικές του εγγραφές σε κάθε βήμα, ακόμα και να αποτολμά αυθαίρετες προεκτάσεις ή διαχρονικές παραβολές: Τα φορτηγά που περνούν με θόρυβο από την Λεωφόρο ΝΑΤΟ καταλήγουν σε τόπους όπου ξεστράτιζαν τα πιο ατίθασα μέλη της πομπής των Ελευσίνιων μυστηρίων, ενώ η άσφαλτος πάλι μοιάζει να έχει μια ιδιάζουσα πλαστικότητα που απελευθερώνει στοιχεία κρατημένα από τα πιο σιβυλλικά φορτία. Ή να επιστρέφει στην παρατηρητικότητα ενός μικρού παιδιού: ο ογκώδης κάδος μιας μπετονιέρας άτσαλα βαμμένος μπεζ με ζωηρές γαλάζιες λωρίδες του θυμίζει την παιδική του επιθυμία να γίνει οδηγός μπετονιέρας, περιοριζόμενος τότε αναγκαστικά στις μικρές πλαστικές απομιμήσεις (είμαστε λοιπόν τόσοι πολλοί;). Και βέβαια να συνταιριάζει τις περιφερειακές σκέψεις του με την ενήλικη πια ματιά: η συνειδητοποίηση πως η μπετονιέρα είναι συναρπαστική επειδή το σκυρόδεμα δεν αποθηκεύεται σαν τα άλλα δομικά υλικά, αλλά καθώς βρίσκεται διαρκώς σε ρευστή κατάσταση απαιτεί ακριβώς έναν τέτοιο άοκνο κύλινδρο.

Και άλλες εικόνες αποτελούν αφορμή για μια επιστροφή στο προσωπικό του παρελθόν. Ο άνθρωπος της Michelin, για παράδειγμα, του πρωτοεμφανίστηκε στο πίσω κάθισμα μιας ολόμαυρης Giulietta του 1973, σαν ένα αέρινο φάντασμα, τώρα δεν είναι ο αυθεντικός δηλαδή μια λαστιχένια κόπια από εκείνες που χορηγεί η πολυεθνική στα βουλκανιζατέρ αλλά κάποιος που του μοιάζει, ζωγραφισμένος και κομμένος με το χέρι, ίσα για να ξεγελά τους οδηγούς. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αντρέ Μισελέν συνέλαβε την ιδέα του λογότυπου της εταιρείας βλέποντας μια στοίβα με ελαστικά σε μια έκθεση το 1894, τότε «υπάρχουν, φαίνεται, τρόποι να ξαναζεί κανείς τις πιο φευγαλέες στιγμές, και ίσως ενδοξότερα από τις πρωτότυπες».

Σ’ ένα νεκροταφείο λυόμενων οικίσκων και τροχόσπιτων (ορισμένα με πινακίδες από χώρες που δεν υπάρχουν πια) ο συγγραφέας εύχεται να επιταχυνθεί η διάλυση της χαμερπούς ύλης τους. Ισχύει άραγε εδώ η σκέψη του Σπινόζα πως καθετί στον κόσμο επιδιώκει την παράταση της ύπαρξής του; Στα νεκροταφεία αυτοκινήτων και σκαφών η φθορά ακολουθεί πάντως τροχιά αντίθετη από κείνη που παρατηρείς σ’ εκείνα των ανθρώπων, όπου η ζωή συνεχίζεται χάρις στο νοιάξιμο των επισκεπτών και στη θύμηση που νοτίζουν καθημερινά το παν. Κάπου εδώ γύρω ο ήρωας Θριάσιος θα κάνει ξέπνοος το πέρασμά του σε κάποια θερινή πολιτιστική εκδήλωση από την μνήμη των ηθοποιών για μια βραδιά. Καμιά παράδοση δεν αναπνέει εδώ. Ολόγυμνη η Λεωφόρος από παρελθόν και ιστορία, αρνείται θα θησαυρίσει κάτι που ν’ αξίζει. Εδώ η γη δεν γεωργείται, ούτε αρδεύεται η μνήμη.Αν κάτι χαρακτηρίζει αυτή την γη είναι το ανεπανόρθωτο πότισμα από λύματα δεκαετιών.

… χαμένος σ’ ένα κομμάτι αναπάντεχα στιβαρού πεζοδρομίου της Λεωφόρου ΝΑΤΟ, εύρημα ανέλπιστο αλλά μάταιο· γιατί δυο βήματα πιο κάτω ρημαγμένες πλάκες λοξεύουν σαν μισοβγαλμένα λέπια, ανάκατες με χόρτα και σκατά σκύλων, χωρίς ποτέ να έχουν ρουφήξει αγάπη, μόχθο ή μια ανθρώπινη ματιά παρά μόνο κραδασμούς από πόδια και τροχούς που επείγονται να φύγουν από δω… [σ. 62]

Κι αν κανείς αναρωτιέται αν σε όλα αυτά υπάρχει πολιτική διάσταση, ας σκεφτεί ότι η διάνοιξη λεωφόρων θεωρήθηκε άψογο μέσο καταστολής των μαζών και αποτροπής των οδομαχιών. Άλλωστε τι είναι ένας αντάρτης χωρίς την κόγχη του; H περίπτωση του Παρισιού είναι ενδεικτική. Ο Walter Benjamin παρατήρησε ότι απώτερος σκοπός της τεχνητής ένωσης των μικρών πόλεων που είχαν αναπτυχθεί οργανικά μες στον χρόνο δεν ήταν μόνο η αποτροπή των οδομαχιών όσο η κατασκευή ενός νέου προλεταριάτου, απολύτως εξαρτημένου από το κράτος. Ιδού λοιπόν μια πολεοδομική ευγονική που όμως ενέπνεε και την ανησυχία για το ενδεχόμενο συσπείρωσης της ευερέθιστης μάζας των εργατών. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι αυλές ισοπεδώθηκαν προς όφελος του δημόσιου χώρου που προορίζεται για όλους και για κανέναν. Γιατί και από αισθητική άποψη οι λεωφόροι είναι ξερές ευθείες που ενώνουν απομακρυσμένες γειτονιές αμβλύνοντας την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους. Και τελικά φωτίζουν τις πόλεις ή τις στραγγίζουν από ψυχικές διακυμάνσεις και ζωή;

Όμως οι ιδεαλιστές της πολεοδομικής και της νομικής επιστήμης συμφωνούν πως η κοινόχρηστη οδός οφείλει να είναι κάτι παραπάνω από ένας τεχνητά διαμορφωμένος χώρος που συνδέει τοποθεσίες· μπορεί να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης, να ευνοεί την απροσδόκητη γειτνίαση με άλλους πολίτες και να συντηρεί την αίσθηση του ανήκειν και του συνανήκειν. Την ίδια στιγμή ξεπροβάλλει η αντίθεση που πιθανώς οδηγεί σε κάποια ισορροπία: ο περιπατητής διατηρεί το δικαίωμά του να παραμείνει ανώνυμος και να κινείται ως ξένος μέσα σε οποιοδήποτε πλήθος. Καταγράφεται μάλιστα εδώ μια δικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όπου αναφέρεται «το δικαίωμα να είσαι αποσυνάγωγος» (the right to be an outsider)! Και προσπαθώ ο ίδιος να θυμηθώ μια σχετική αναφορά σε σκεπτικό απόφασης όταν ακόμα υπήρχε το ποινικό αδίκημα της αλητείας στο άρθρο 408 του Ποινικού Κώδικα, για το οποίο είχα την αγαστή τύχη ως δικηγόρος τότε να παρακολουθήσω δυο σχετικές δίκες, προτού καταργηθεί, το 1994.

Εκεί που ταυτιζόμαστε άμεσα με τον συγγραφέα είναι η κατά την περιπλάνηση αναζήτηση μιας αφορμής ικανής να τονώσει την παρουσία του, κάτι να τον συνδέσει με τον τόπο ή τους ανθρώπους. Αλλά τίποτα, τα ερεθίσματα θα αντληθούν ξανά από μέσα του. Στην θέα των κοντέινερ «που αποκρύβουν ό,τι διασώζουν» συλλογίζεται: Πιεσμένος ανάμεσα στα κοντέινερ και στη μάντρα, βλέπω αλλιώς, επιτέλους, τα περασμένα λόγια των εραστών όλων. Στην ώρα τους είναι το πιο διάφανο πράγμα στον κόσμο· με τον καιρό αποδεικνύονται άξια μόνο για την ασφυξία. Κρημνίζονται μέσα μας κι ούτε η μνήμη δεν τα βρίσκει. [σ. 60]

Αυτός ο συνειρμικός συρμός αλλεπάλληλων σκέψεων που εκκινούν από εικόνες και δίνουν ζωή σε άλλες εικόνες, αποτελεί ένα ιδιαίτερο στοχαστικό ημερολόγιο περιπλάνησης όπου καταγράφονται τα πάντα: αποστροφές συγγραφέων (από τον Μιχαήλ Μητσάκη και τον Edmont About μέχρι τον Oswald Spengler και τους στοχαστές της περιπλάνησης, όπως ο Georg Simmel), φιλοσοφημένες ή αυθόρμητες σκέψεις (για την όραση του ανθρώπου που ατρόφησε στις πόλεις ή την φύση της ηδονής και της ανηδονίας), εικονοπλαστικές παράγραφοι, προβληματισμοί για την αισθητική εμπειρία, απολύτως προσωπικές συνδέσεις. Δοκίμιο και δοκιμή σε 102 κομμάτια αυτόνομων στοχασμών, κειμενική φωτογράφηση ενός «ασύντακτου» δρόμου, περίπατος φιλοσοφίας σε θλιβερό τοπίο, ό,τι και να είναι αυτό το βιβλίο εκπλήσσει με το γεγονός ότι συνομιλεί με τόσους τρόπους με το τοπίο. Γιατί όσο κι αν «είναι ο πλάνης που μετατρέπει με την ματιά του την φύση σε τοπίο», απαιτείται μια τέτοια εμβάθυνση σε πλείστες ψυχικές, λογοτεχνικές και άλλες προεκτάσεις για να το κάνει τόσο ενδιαφέρον. Θα μπορούσε να συνεχίζεται για δεκάδες άλλες σελίδες και να κρύβει διαρκώς εκπλήξεις. Και θα ήταν πραγματικά συναρπαστικό να εκδοθεί κάποια στιγμή ένα μεγάλο συλλογικό εγχείρημα κειμενικών περιπλανήσεων σε όλους αυτούς τους αντιαισθητικούς αστικούς τόπους, που θα τους δούμε, πλέον, και με άλλη ματιά.

Εκδ. Κίχλη, 2020, σελ. 95 με τρεις σελίδες βιβλιογραφικών αναφορών και (εκτός σελιδαρίθμησης) τριάντα μαυρόασπρες φωτογραφίες.

Στις εικόνες: φωτογραφίες του συγγραφέα από το βιβλίο.

Δημοσίευση και στο Mic.gr, Βιβλιοπανδοχείο αρ. 234, με τίτλο The wanderer, ως ταιριαστό με το τραγούδι του Jackie Leven.