Ηρακλής Παπαϊωάννου – Η φωτογραφία του Ελληνικού Τοπίου. Μεταξύ μύθου και ιδεολογίας

PAPAIOANNOU_FWTOGRAFIA_ELLHNIKOU_TOPIOU

Πρόκειται για ένα συναρπαστικό βιβλίο που σκιαγραφεί τα κυρίαρχα ιδεολογήματα που λανθάνουν πίσω από την φωτογραφία του φυσικού και πολιτισμικού τοπίου. Η εκτενής εισαγωγή ερευνά την ιστορική καθιέρωση του τοπίου ως εικονογραφικού θέματος. Η φωτογραφία κατέστησε την εικόνα του τοπίου δημόσια θέα, συμβάλλοντας όσο ποτέ στην μεταστροφή της θέασης του κόσμου: στον μετασχηματισμό των πραγματικών τοπίων σε εικόνες με αισθητικές αξιώσεις. Η εκλαϊκευμένη εικονογραφία επέδρασε ισχυρά στην διαμόρφωση του βλέμματος. Η φωτογραφία μετέφερε πληροφορίες για μακρινούς και δυσπρόσιτους τόπους δημιουργώντας μια αίσθηση οικουμενικότητας και ικανοποιώντας την όρεξη της επεκτατικότητας. Ταυτόχρονα ισχυροποίησε θέσεις για την εθνική ή ιστορική ταυτότητα ενός τόπου. Συνεπώς η φωτογραφία σε αυτή την σύνθετη εργασία θα εξεταστεί όχι απλώς ως αισθητικό αντικείμενο αλλά ως σύνθετο πολιτιστικό φαινόμενο με κοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες.

Hyperion-Hoelderlin

Το κεφάλαιο με τον τίτλο Ο ευλαβής ιδεαλισμός και η παράδοξη νεωτερικότητα της φωτογραφίας ερειπίων εξετάζει την περιηγητική περιπέτεια στην Ελλάδα και τον ρόλος του Κλασικισμού και του Ρομαντισμού στην ανάδειξη των τοπίων της. Αν ο Κλασικισμός υπήρξε κινητήριος μοχλός για την ανακάλυψη της Ελλάδας, ο Ρομαντισμός δεν την αγνόησε καθόλου, όπως φανερώνουν το μυθιστόρημα Hyperion του Hoelderlin, το ποίημα του Schiller Οι θεοί της Ελλάδος, το ενδιαφέρον του Goethe για τα δημοτικά τραγούδια, η δημοφιλής στην Ευρώπη ποίηση του Βύρωνα, το οδοιπορικό του Cheataubriand. Στην Ευρώπη καθιερώνεται η γραφικότητα του «τοπίου μετ’ ερειπίων» και το προσκύνημα στα ρωμαϊκά μνημεία, ενώ παρατηρείται η εμπορική επιτυχία ταξιδιωτικών βιβλίων και εικονογραφημένων εκδόσεων. H αρχαιολατρία και ο εξευρωπαϊσμός ορίστηκαν ως βασικοί πυλώνες του νέου κράτους· το τοπίο της χώρας ξυπνούσε, ο αρχαίος πολιτισμός εγειρόταν. 

timthumb

Στο υποκεφάλαιο Ο εξαγνισμός των μνημείων και ο ιθαγενής ρομαντισμός διαπιστώνεται μεταξύ άλλων ότι οι ανασκαφές και οι αναστηλωτικές επεμβάσεις στα αρχαία μνημεία είχαν ως κίνητρο την εξαγνισμό των ιερών μνημείων από ίχνη ενδιάμεσων πολιτισμικών περιόδων και την ανάπλαση του χώρου ως ιδανικής ετεροτοπίας. Η παράκαμψη ολόκληρων ιστορικών περιόδων καταδεικνύει ανάγλυφα την απόλυτη ιδεολογική επικράτησης της αρχαιολατρίας στις τάξεις της επίσημης νεοελληνικής κοινωνίας. Η απόπειρα «λεύκανσής» τους ενέχει συμβολικά τη σημασία ενός ηθικού εξαγνισμού. Καθόλου παράδοξα ακολούθησε τον 20ό αιώνα η «λεύκανση» της αρχιτεκτονικής του Αιγαίου. Και οι δυο παρεμβάσεις αγνόησαν την ζωηρόχρωμη αρχιτεκτονική παράδοση του ελλαδικού χώρου.

The Temple of Apollo Bassae - Edward Lear

Πίσω από τις πρακτικές «εξαγνισμού» υπήρχε αναμφισβήτητα ένα ρομαντικό αίσθημα. Αν ο Ρομαντισμός υπήρξε απόπειρα αντίδρασης απέναντι στην επελαύνουσα νεωτερικότητα σε έναν υλικό, ωφελιμιστικό και ορθολογικό κόσμο, αναμφίβολα συνδέθηκε με την εναγώνια αναζήτηση εθνικής ταυτότητας μέσα από την επιστροφή στις ρίζες και τις αξίες του παρελθόντος. Και ο Διαφωτισμός συνδέθηκε με την πνευματική ακτινοβολία των ερειπίων και φυσικά η φωτογραφία έπαιξε τον δικό της σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική επικράτηση της αρχαιολατρίας με την ευρεία διάδοση της εικόνας των ερειπίων.

Ανδρέας Εμπειρίκος Ελευσίνα 1955

Στο δεύτερο εκτενές κεφάλαιο (Η ανακάλυψη του τοπίου) ερευνάται μεταξύ άλλων Η ελληνική φύση ως «ιδανική εικόνα». Η τοπιογραφία εμφανίστηκε ως αυτόνομη καλλιτεχνική θεματογραφία κατά τον 20ό αιώνα, όταν είχε αρχίσει να εδραιώνεται μια στέρεα μορφή αστικής συνείδησης οδηγώντας σε αποξένωση από τη φύση και υποδεικνύοντας το τοπίο ως πηγή πνευματικής αναζωογόνησης και καλλιτεχνικής έμπνευσης. Ο Περικλής Γιαννόπουλος ανιχνεύει το πρότυπο της αρχαίας γλυπτικής, της βυζαντινής εικονογραφίας, του κυκλικού ελληνικού χορού και τις εκφράσεις και τις χειρονομίες των κατοίκων στην «διαυγή ελληνική γραμμή» και την «αιθέρια καμπυλότητα» του τοπίου. Εδώ εμπεριέχεται εν σπέρματι ο συσχετισμός του αρχαίου αγάλματος με τον σύγχρονο Έλληνα χωρικό, επιχειρώντας να θεμελιώσει βαθύτερα το ιδεολόγημα της εθνικής συνέχειας. Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσουν τριάντα χρόνια αργότερα οι φωτογραφίες της Nelly’s που επιχειρούν να καταδείξουν την ομοιότητα αρχαίων και σύγχρονων μορφών.  

Nelly

Βάθρο της υπεροχής που επικαλείται o Γιαννόπουλος δεν αποτελούν πλέον τα λαμπρά ερείπια αλλά το τοπίο, το οποίο βλέπει και αυτός, μετά τον Ροΐδη, ως «ιδανική εικόνα». Εδώ μπαίνει ο θεμέλιος λίθος στην ιδεολογική πρόσληψη του ελληνικού τοπίου που θα κυριαρχήσει αργότερα και στην φωτογραφία. Έκτοτε η αίσθηση υπεροχής του ελληνικού τοπίου και η υπερηφάνεια που αυτό προκαλεί δεν θα υποχωρήσουν ξανά. Πίσω του όμως λανθάνει πάντα η υπεροχή του ίδιου του λαού. Το 1908 ο Βιεννέζος ποιητής Hugo von Hofmannsthal σε ένα κείμενο που αποτέλεσε πρόλογο σε φωτογραφικό λεύκωμα ανήγγειλε την ελληνική μεταφυσική του τοπίου, ανακαλύπτοντας ένα φως βαθιά πνευματικό. Και ο φωτογράφος Frederic Boissonnas συνήψε συμβόλαιο με την ελληνική κυβέρνηση για ένα «ελληνικό πρόγραμμα» που έχει σκοπό να αναπαραστήσει φωτογραφικώς και να καταστήσει γνωστάς τα καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον

Boissonnas - Κηφισιά, 1920

Στο υποκεφάλαιο Σχέδιο για μιαν εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου, μέρος της ευρύτερης ενότητας με τίτλο Το αχειροποίητο τοπίο παρουσιάζεται το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα της «ανακάλυψης της παραλίας». Η θάλασσα ήρθε μεταπολεμικά στο προσκήνιο, με επίκεντρο το Αιγαίο. Ιστορικά, η ανακάλυψη της παραλίας ως δυνατότητα αναψυχής αλλά και ως τοπιογραφικό θέμα σημειώθηκε στην Αγγλία περίπου στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα· ο αναζωογονητικός ρόλος της σε λουτροπόλεις όπως το Μπράιτον ή οι αυξημένοι επισκέπτες της για ιαματικούς σκοπούς δεν εξαφάνισαν τον φόβο που γεννούσε μέχρι την αυγή του 20ού αιώνα. Η καθιέρωση της άδειας στην Ευρώπη ενίσχυσε το κύμα των παραθεριστών της θάλασσας που άρχισε να συνδέεται με την σωματική και ψυχική ευεξία. Η ελευθερία αναζητιόταν πλέον στην εξοχή και η εικόνα μιας ακτής άδειας λειτουργούσε ως προσκλητήριο για να κατακτηθεί.

Λουτράκι_

Στο πλαίσιο της ελληνικής τουριστικής στρατηγικής η νησιωτική εκδοχή του ελληνικού τοπίου κατέστη κορωνίδα του ιδεολογήματος στην εγχώρια συλλογική συνείδηση. Οι παραθαλάσσιες διακοπές κατά την δεκαετία του ’60 (οπότε και ανέβηκε το βιοτικό επίπεδο) εδραιώθηκαν σε εγχώρια πολιτισμική αξία. Η φωτογραφία ανέδειξε όλα τα παραπάνω σε δημοφιλή εικονογραφημένα έντυπα όπως οι Εικόνες και ο Ταχυδρόμος. Στην χώρα μας Φύση, Ιστορία και Μυθολογία συνεργούν για την ανάδειξη της συμβολής της θάλασσας και στους ελληνικούς αγώνες ενώ αποσιωπάται προκλητικά η αντίστοιχη του βουνού. Ας μην ξεχνάμε πως ήδη από την εμφάνιση του μεσοπολεμικού εθνικισμού, μέσα από την μεταφυσική του αιγαιακού ιδεαλισμού ανακουφιζόταν η οριστική ρήξη των δυο ακτών του πελάγους και η οριστική απώλεια της Ιωνικής και Αιολικής γης, συνεπώς η υποστολή της Μεγάλης Ιδέας.

Εικόνες_

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το τοπίο εισάγεται και στην διαφημιστική γλώσσα. Ο Έλληνας μετατοπίζεται από τον ιδεώδη κλασικό και αρκαδικό τόπο στα διαχρονικά ακρογιάλια. Η σχέση φωτός και αρχιτεκτονικής στο Αιγαίο προτείνεται ως ακλόνητο γεωμετρικό θεώρημα. Η λογοτεχνία λειτουργεί ως διάμεσο ανάμεσα στο νησιωτικό τοπίο και το γυναικείο κορμί. Η μεταστροφή του ενδιαφέροντος από το ορεινό στο θαλάσσιο τοπίο μπορεί να ερμηνευτεί και ως μετάβαση από ένα αντρικό σε ένα θηλυκό πρότυπο αντίστοιχα. Η έμφαση στο Αιγαίο ως πνευματικής μήτρας του ελληνισμού μετατρέπεται σε σημαντικό ιδεολόγημα που έχει την ρίζα του στην αναζήτηση της ελληνικότητας από τους λογοτέχνες και τους καλλιτέχνες της γενιάς του ’30.

Ναύπλιο Ξενία

Ο επίλογος του βιβλίου ανακεφαλαιώνει με εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η φωτογραφία του ελληνικού τοπίου λειτούργησε αφενός ως εικονογραφική επικύρωση των ιδεολογημάτων που επιχειρούσαν να αποσαφηνίσουν την εθνική ταυτότητα του νέου κράτους και αφετέρου ως διαφήμιση και εδραίωση της εμπορευματικής φύσης του τοπίου και της εικόνας του. Ο σύγχρονος Έλληνας αυτοπροσδιορίστηκε ως κληρονόμος του τοπίου αλλά και εργολάβος του, καθώς άρχισε να επεμβαίνει σ’ αυτό. Η κερδοσκοπία ευνοούσε το αξιοθέατο τοπίο, ενώ παράλληλα οδηγούσε στην σταδιακή ερήμωση το αναξιοθέατο. Η κυρίαρχη εικόνα της χώρας παρέμενε καρφιτσωμένη στην γραφικότητα.

Αιδηψός_

Η φωτογραφία στήριξε την «τοπιολατρία» και καθιερώθηκε ως ένα είδος ιδεαλιστικής αφήγησης που έμοιαζε περισσότερο ως εικονογράφηση του μεγάλου κειμένου της ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας μέσα από τον διάλογο με την αρχαιότητα. Έτσι έπαιξε μικρότερο ρόλο στον ελληνικό πνευματικό ορίζοντα ως τέχνη και περισσότερο ως γλώσσα μαζικής επικοινωνίας που συμπορεύτηκε με την επίσημη ιδεολογία και διέπλασε την συλλογική συνείδηση μέσα από εμπορικές εικόνες συχνά μικρότερων πνευματικών απαιτήσεων. Πρόκειται για ένα μοναδικό στο είδος του βιβλίο, που εμπλουτίζεται με παράρτημα 184 έγχρωμων και μαυρόασπρων φωτογραφιών σε γυαλιστερό χαρτί.

Εκδ. Άγρα, 2014, σελ. 432. Περιλαμβάνονται «αντί εισαγωγής» κείμενο της Κατερίνας Κοσκινά, βιβλιογραφία, γλωσσάρι τεχνικών όρων και ευρετήριο κύριων ονομάτων.

Στις εικόνες: Edward Lear – The Temple of Apollo Bassae, Ανδρέας Εμπειρίκος -Ελευσίνα [1955], Nelly’s, The Hungarian dancer Nikolska at the Parthenon [1929], Frederic Boissonnas – Κηφισιά [1920], Ξενοδοχείο Ξενία – Ναύπλιο

Richard Sennett – Ο ξένος. Δυο δοκίμια για την εξορία

sennett_

Μπορεί ένα βιβλίο μόλις εκατόν σαράντα τριών σελίδων να περιλαμβάνει με πυκνή, δοκιμιακή πλην εύληπτη και σαφή γλώσσα του δυο όψεις της ξενότητας, που εκκινούν από παλαιότερες ιστορικές καταστάσεις, εφαρμόζουν όμως πλήρως στις σύγχρονες συγκυρίες της μετανάστευσης, της εξορίας και της ετερότητας; Στην προκείμενη περίπτωση μπορεί. Ξεκινώ με το δεύτερο και εκτενέστερο δοκίμιο του βιβλίου, που τιτλοφορείται Ο ξένος. Ο συγγραφέας μας αιφνιδιάζει καθώς αρχίζει και τελειώνει το δοκίμιό του με δυο εικαστικά παραδείγματα. Το πρώτο έργο τέχνης είναι Το μπαρ στα Φολί – Μπερζέρ [1881 – 1882] του Εντουάρ Μανέ.

Τα Φολί – Μπερζέρ ήταν ένας χώρος αισθησιακής ελευθεριότητας, όπου χόρευαν γυναίκες χωρίς εσώρουχο, με αποτέλεσμα, όποτε σήκωναν τα πόδια τους, να εκτίθεται το εφηβαίο τους σε κοινή θέα. Ήταν ένας χώρος κακόφημος, δημόσιος εντούτοις (και οπωσδήποτε όχι πορνείο), που τον κατέκλυζαν θορυβώδη πλήθη που έπιναν και ερωτοτροπούσαν σε μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, μακριά από τις έγνοιες της οικογενειακής εστίας. Μια τέτοια σκηνή θα αποδομήσει ο Μανέ. Βλέπουμε μια γυναίκα να στέκεται πίσω από τον πάγκο ενός μπαρ, σκεπτική, θλιμμένη και αγέλαστη, απομονωμένη, σε απόλυτα μετωπική στάση. Καθώς η μορφή της αντανακλάται μέσα στον καθρέφτη, εστιάζουμε την προσοχή μας στην μόνη σημαντική εμπειρία βάθος και προοπτικής σμίκρυνσης μέσα σε αυτόν. Ιδού το δράμα που εξυφαίνει ο καλλιτέχνης: κοιτάζω σε έναν καθρέφτη και αντικρίζω κάποιον που δεν είναι ο εαυτός μου.

Edouard_Manet_

Την ίδια στιγμή ένας άντρας που στέκει παράπλευρα μοιάζει να κάνει μια ανήθικη πρόταση σε μια νεαρή σερβιτόρα, η οποία αντιδρά με ανείπωτη θλίψη στο βλέμμα της. Δεν είναι η πρώτη φορά που απεικονίζει η μοναχική νεαρή γυναίκα σε έναν ανήθικο δημόσιο χώρο· είναι ένα ηθικολογικό θέμα που ο Ντεγκά είχε ζωγραφίσει στο Αψέντι [1876]. Τώρα η πραγματική ιστορία εκτυλίσσεται κάπου αλλού, έξω από τον καμβά. Αν ο Μανέ ήταν φιλόσοφος θα υποδείκνυε ως πραγματικό θέμα του πίνακά του το εξής: η στερεότητα των μη εκτοπισμένων πραγμάτων, όπως και του εαυτού όσων δεν έχουν βιώσει τον εκτοπισμό, αποτελεί στην πραγματικότητα την μέγιστη ψευδαίσθηση.

Το να είσαι ξένος σημαίνει να ζεις σαστισμένος σε έναν ξένο τόπο: ο μετανάστης βιώνει ένα πολιτισμικό σοκ και κλείνεται στον εαυτό του: ο εξόριστος ζει μια ζωή αδρανή, αδιάφορη, σε μια πόλη που παραμένει ξένη· ο εκπατρισμένος γρήγορα αρχίζει να ονειρεύεται την επιστροφή του… [σ. 76]

Degas - Absinthe

Μια αρχετυπική μορφή εξόριστου του 19ου αιώνα είναι ο Αλεξάντρερ Χέρτσεν, που αιχμαλώτισε σε μια αλησμόνητη πρόζα την καταραμένη σχέση ανάμεσα στον εθνικισμό και την κατάσταση του να είσαι ξένος. Ο ενταγμένος στις τάξεις του ρωσικού ριζοσπαστισμού Χέρτσεν εκδιώχθηκε από την Ρωσική Αυτοκρατορία και όταν τελικά του επιτράπηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του έκανε πίσω. Εξακολούθησε να τρέφει παθιασμένο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην πατρίδα του αλλά δεν μπορούσε πλέον να ζήσει εκεί.

Ο ξένος έχει μια πιο ευφυή και πιο ανθρώπινη σχέση με την κουλτούρα του απ’ ότι αυτός που δεν έχει μετακινηθεί ποτέ και δεν έχει υποχρεωθεί να σταθμίσει τις διαφορές της μιας κουλτούρας από την άλλη. Η διαδικασία του να γίνεται κανείς ξένος είναι κάτι που επεξεργάζεται κανείς δημιουργικά, όταν μεταχειρίζεται τα υλικά της ταυτότητας με τον τρόπο που μεταχειρίζεται ο καλλιτέχνης τα βουβά δεδομένα που πρέπει να αποτυπωθούν στο έργο του. Στην ουσία φτιάχνεις τον εαυτό σου. Και ο Χέρτσεν έπρεπε να βρει ένα νέο τρόπο να είναι Ρώσος.

Alexander_Herzen_

Αν το τραύμα της καταγωγής είναι το πρώτο τραύμα που χαρακτηρίζει τον Οιδίποδα, το τραύμα του πλάνητα αποτελεί το δεύτερο, αγιάτρευτο τραύμα του. Ο Σοφοκλής όμως, στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, εισάγει μια ηθική διάσταση στην ίδιαν την πράξη της μετανάστευσης, απεικονίζοντας τον Οιδίποδα ως μια μορφή που το ξερίζωμά της την έχει εξευγενίσει. Το ξερίζωμα έχει ανάλογη αξία και κεντρική θέση στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Οι Εβραίοι της Παλιάς Διαθήκης θεωρούσαν τους εαυτούς τους ξεριζωμένους πλάνητες και ο θεός τους Γιαχβέ τους υποσχόταν ότι τα θλιβερά ταξίδια τους είχαν κάποιο νόημα. Έτσι και οι πρώτοι χριστιανοί βίωναν έντονα την περιπλάνηση και την έκθεση ως επακόλουθα της πίστης. Η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία συνδέεται, ήδη από τις καταβολές της, με εμπειρίες εκτοπισμού. Η θρησκευτική μας κουλτούρα είναι μια κουλτούρα του δεύτερου τραύματος.

Ο λόγος που αποδίδεται τόσο μεγάλη αξία στον ξεριζωμό απορρέει από ένα βαθύ αίσθημα δυσπιστίας απέναντι στην ανθρωπολογία της καθημερινής ζωής. Τα καθημερινά πράγματα, καθαυτά, είναι μια ψευδαίσθηση – για τους Ορφικούς, τον Πλάτωνα, τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, τον Άγιο Αυγουστίνο. Το σημάδι του ξένου αποτελεί ένα ηθικό στίγμα ακριβώς επειδή είναι αγιάτρευτο. Τόσο στην ελληνορωμαϊκή όσο και στην ιουδαιοχριστιανική σκέψη όποιος ζει σαν ξεριζωμένος μπορεί να γίνει κανονικό ανθρώπινο ον. Περιπλανώμενος στον κόσμο μεταμορφώνεται ο ίδιος. Απελευθερώνεται από την τυφλή συμμετοχή και η αναζήτησή του γίνεται πιο βαθιά. Τα δυο τραύματα στο σώμα του Οιδίποδα αντιπροσωπεύουν μια θεμελιώδη σύγκρουση στον πολιτισμό μας, ανάμεσα στις αξιώσεις αλήθειας του τόπου από τη μια, και τις αλήθειες που ανακαλύπτει κανείς όταν γίνεται ξένος, από την άλλη. [σ. 113]

Οιδίπους επί Κολωνώ, 1989, Αλέξης Μινωτής

Τα πάθη του νεώτερου εθνικισμού συνηγορούν υπέρ της κοινότητας εις βάρος της αυτομεταμόρφωσης. Από τους ομηρικούς μύθους μέχρι τους αρχαίους τραγικούς, από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς πατέρες, υπήρχε ένα πάθος για εκτοπισμό, εις βάρος της κοινότητας. Ο Χέρτσεν άρχισε σύντομα να αντιλαμβάνεται ότι «δεν είχε πουθενά απολύτως να πάει και δεν είχε και λόγο να πάει οπουδήποτε». Συνειδητοποίησε την εσωτερική του δύναμη, την αίσθηση της ανεξαρτησίας, κι έτσι άρχισε να αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο που τον περιέβαλλε: τώρα η μασκαράτα είχε τελειώσει, οι μασκαράδες είχαν βγάλει τις στολές, οι γιρλάντες είχαν πέσει από τα κεφάλια, οι μάσκες από τα πρόσωπα…

Παρέμεινε προσγειωμένος, προσπαθώντας να κατανοήσει πώς μπορεί ένας ξένος να τα βγάλει πέρα με την ίδια του την εθνικότητα. Για έναν άνθρωπο που έχει γίνει ξένος το έθνος εγκυμονούσε δυο κινδύνους: τον κίνδυνο της λήθης και τον κίνδυνο της μνήμης: αφενός την ταπείνωση λόγω της επιθυμίας του να αφομοιωθεί, αφετέρου την καταστροφή του από τη νοσταλγία. Πολλοί ξένοι από φόβο μήπως αποξενωθούν ή μήπως γίνουν βαρετοί στους άλλους, συμπεριφέρονταν σαν να μην υπήρξε ο κόσμος τους. Αυτούς τους ανθρώπους ο Χέτρσεν τους αντιμετώπιζε σα να περιέρχονταν σε ένα είδος εκούσιας αμνησίας. Στον πίνακα που ζωγραφίζει για την ζωή του ο ξένος μεγάλα κομμάτια είναι καλυμμένα με λευκό χρώμα. Η επιθυμία κάποιου για αφομοίωση μπορεί να βιωθεί ως μια δύναμη που δημιουργεί ένα αίσθημα ντροπής για τον εαυτό του, εξασθενίζοντας έτσι τη δύναμη του εγώ του. Συμπεριφέρεται ως λογοκριτής του εαυτού του, σα να υπάρχει κάτι επονείδιστο που πρέπει να μείνει κρυφό από τους άλλους.

RS3

Όμως ο Χέρτσεν, σοσιαλιστής εκ πεποιθήσεως, επέκτεινε τις σκέψεις του: ο ίδιος ο εκτοπισμός των ξένων τους παρείχε την πείρα να βλέπουν πέρα από τον εαυτό, να έρχονται σε επαφή με άλλους παρόμοια εκτοπισμένους με ένα πνεύμα συνεργασίας. Μόνο η γνώση της διαφοράς και η εμπειρία του εκτοπισμού μπορούν να ορθώσουν ένα φράγμα εμπειρίας ενάντια στις ορέξεις του κτητικού ατομικισμού. Ο εξόριστος μπορεί να υποδουλωθεί και από τις δυνάμεις της ίδιας του της μνήμης, που συνθέτουν μια καταπιεστική, δεσμευτική παράδοση.

Καθώς ο ξένος δεν μπορεί να γίνει πολίτης του κόσμου, καθώς δεν μπορεί να αποτινάξει τον μανδύα του εθνικισμού, ο μόνος τρόπος για να αντέξει το βαρύ φορτίο της κουλτούρας είναι να την υποβάλει σε κάποια είδη εκτοπισμού που κάνουν πιο υποφερτό τούτο το βάρος. Και σε αυτή την προσπάθειά του να εκτοπίσει την εικονοποιία της κουλτούρας και των παραδόσεων ο ξένος καταπιάνεται με ένα έργο παρόμοιο με αυτό του σύγχρονου καλλιτέχνη, του οποίου η δραστηριότητα κατά τον τελευταίο αιώνα αποσκοπεί όχι τόσο στην αναπαράσταση των αντικειμένων όσο στον εκτοπισμό τους.

marcel-duchamp-the-large-glass_

Ο Σένετ ολοκληρώνει το δοκίμιό του με ένα έργο τέχνης του Μαρσέλ Ντυσάν, το Μεγάλο γυαλί: Η νύφη που τη γδύνουν οι μνηστήρες (1927). Με την χρήση του γυαλιού ο καλλιτέχνης επιδίωκε να θέσει υπό αμφισβήτηση «τη συνήθη αισθητηριακή μαρτυρία που μας επιτρέπει να έχουμε μια κανονική αντίληψη ενός αντικειμένου». Τα αντικείμενα παύουν να υφίστανται ως υλικές εμπειρίες και τα αντιλαμβάνεται κανείς μέσα στα όρια της πραγματικότητας που ορίζει το γυαλί. Ο Ντυσάν ήθελε να βοηθήσει το νου να «δει» χωρίς να εξαρτάται από αυτό που βλέπει το μάτι. Το να μπορέσεις να συλλάβεις εκ νέου τους άλλους και τον εαυτό σου ως απτά, συγκεκριμένα ανθρώπινα όντα και όχι ως πολιτισμικούς τύπους μπορεί επίσης να εξαρτάται από τέτοιες αναπάντεχες τροπές· μια από αυτές είναι ο ίδιος ο εκτοπισμός.

Το δεύτερο δοκίμιο του συγγραφέα αφορά το ειδικότερο θέμα του εβραϊκού γκέτο στη Βενετία που επεκτείνεται στην ευρύτερη θεματική του τρόπου με τον οποίο «οι εξόριστοι φτιάχνουν μια πατρίδα». O εβραϊκός λαός έχει εξοικειωθεί με διάφορες μορφές εξορίες και επιβίωσε σε μικρούς θυλάκους εν μέσω ξένων, καταπιεστικών λαών. Οι Εβραίοι βίωσαν πολλές φορές τον εκτοπισμό, αλλά διατήρησαν την πίστη τους ανεξάρτητα από το πού ζούσαν· δημιούργησαν επίσης (συνήθως μικρές και απομονωμένες) κοινότητες όπου κι αν εγκαταστάθηκαν, αντιλαμβανόμενοι ακριβώς τον εαυτό τους μέσω του διαχωρισμού. Η περίπτωση του εβραϊκού γκέτο στην αναγεννησιακή Βενετία είναι περισσότερο πολύπλοκη: είναι η ιστορία μιας ομάδας εξορίστων που υπέστησαν τον διαχωρισμό παρά την θέλησή τους αλλά έπειτα αξιοποίησαν ακριβώς την κατάσταση του διαχωρισμού τους και διαμόρφωσαν νέες κοινοτικές μορφές.

map_

Η Βενετία ήταν αναμφίβολα η πόλη με τον πιο διεθνή χαρακτήρα την εποχή της Αναγέννησης αλλά σε αντίθεση με την αρχαία Ρώμη οι ξένοι που πηγαινοέρχονταν κατά πλήθη δεν ανήκαν σε μια κοινή αυτοκρατορία ή ένα κοινό έθνος· ήταν μόνιμοι μετανάστες. Από την μια πλευρά τα ανθρώπινα δικαιώματα εκλαμβάνονταν ως ανεξάρτητα τοπικής αναφοράς: επρόκειτο για δικαιώματα σύναψης συμβολαίου που ίσχυαν για όλους τους συμβαλλομένους, ανεξάρτητα από τον τόπο προέλευσης ή διαμονής. Η ιερότητα του συμβολαίου ήταν δεδομένη, ενώ η προφορικότητά του σχετιζόταν με το αφορολόγητο. Σε κάθε περίπτωση τα προφορικά αυτά συμβόλαια συνέδεσαν τα οικονομικά δικαιώματα με τα δικαιώματα ελευθερίας του λόγου.

Ο διαχωρισμός ενέτεινε την Ετερότητά τους, καθώς έπαψαν να κινούνται στον αστικό χώρο, ενώ προφανώς έθρεψε φαντασιώσεις που κατέκλυσαν το γκέτο. Η ίδια η εβραϊκότητά τους έμοιαζε να απειλείται όταν αποφάσιζαν να βγουν έξω. Η έκθεση στους άλλους συνιστούσε απειλή για την ταυτότητά τους. Η σχετική εμπειρία τους υπέδειξε έναν βιώσιμο τρόπο σύνδεσης της κουλτούρας και των πολιτικών δικαιωμάτων.

Map of Venice Ghetto, 1775

Η δημιουργία χώρων γκέτο στη Βενετία, για Εβραίους και άλλους ξένους, συνέδεσε τον τόπο με τα δικαιώματα και κατά έναν άλλο τρόπο. Η πόλη παρείχε προστασία στους ξένους μόνο αν βρίσκονταν στο δικό τους μέρος. Έτσι ο τόπος και το σώμα συνδέθηκαν άρρηκτα.  Το να είσαι Εβραίος έγινε πλέον μια χωρική εμπειρία. Η ακεραιότητα του ανθρώπινου σώματος ήταν εγγυημένη μόνο σε έναν απομονωμένο χώρο και προφανώς ενίσχυσε τον κοινοτικό δεσμό. Ο διαχωρισμός των περιθωριοποιημένων μετεξελίχθηκε σε μια θετική ανθρώπινη αξίας, ωσάν οι διαχωρισμένοι να είχαν προστατευτεί από μια μόλυνση. Ο χώρος του γκέτο εξιδανικεύτηκε ως «πραγματική» κοινότητα, ως οργανικός χώρος. Και πρώτοι οι Εβραίοι της αναγεννησιακής Βενετίας σκέφτηκαν ότι αυτός ο διαχωρισμός ενείχε, ειρωνικά, αυτή τη θετική αξία.

Ο συγγραφέας παρεμβάλλει ένα ενδιαφέρον υποκεφάλαιο σχετικά με την Ιστορία της πορνείας κατά την Αναγέννηση. Τι σχέση έχουν όμως οι Εταίρες και οι Εβραίοι; Οι δεύτεροι κλήθηκαν να φορέσουν ένα κίτρινο διακριτικό το 1397, ενώ το 1416 οι πόρνες και οι μαστροποί έλαβαν εντολή να φορούν κίτρινα μαντίλια. Ο εξαναγκασμός του κράτους σκόπευε στην επιβολή ελέγχου αλλά απέτυχε, καθώς το κίτρινο ένδυμα λειτουργούσε περισσότερο ως κράχτης παρά ως προειδοποίηση.

merchant of venice

Σε αντιστάθμισμα για τον διαχωρισμό και την απομόνωσή τους οι Εβραίοι εξασφάλισαν την προστασία της ζωής τους εντός των τειχών του γκέτο για όσο θα παρέμεναν εκεί. Η πόλη – κράτος ήταν πρόθυμη να διώκει τα βίαια εγκλήματα κατά των ξένων κοινοτήτων εφόσον οι ξένοι περιορίζονταν στις συνοικίες τους. Ένα δεύτερο αντάλλαγμα από την πολιτεία για τον εγκλεισμό τους ήταν η άδεια να χτίσουν συναγωγές. Τα κτίρια αυτά πλέον γίνονται το καθοριστικό δημόσιο ίδρυμα της εβραϊκής κοινοτικής ζωής και επηρέασαν βαθιά την έννοια της ιουδαϊκής ταυτότητας.

Ένα δεύτερο παρεκβατικό κεφάλαιο εστιάζει στον γραφέα, ποιητή, ραβίνο, μουσικό και πολιτικό ηγέτη Λεόν Μόντενα, τα κηρύγματα του οποίου προσέλκυσαν και Χριστιανούς, με αποτέλεσμα την γεφύρωση της πολιτισμικής απόστασης Εβραίων και Χριστιανών. Η συναρπαστική ιστορία του καταδεικνύει μεταξύ άλλων και πώς ένας κατεξοχήν κοσμοπολίτης και περιπλανώμενος Ιουδαίος έγινε Εβραίος με την πίστη του να έχει τα ίδια όρια με τον τόπο του.

Gisèle L'Épicier - L’étranger_

Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2015, μτφ. Παναγιώτης Σουλτάνης, επιμ. Γιώργος Διαμαντής, σελ. 143, [σειρά minima, 7] [The foreigner. Two essays on exile, 2011]

Στις εικόνες: Edouard Manet – Un bar aux Folies Bergère, Edgard Degas – Absinthe, Οιδίπους επί Κολωνώ [Εθνικό Θέατρο, 1989, Αλέξης Μινωτής], Alexander Herzen, Richard Sennett, Marchel Duchamp – La mariée mise à nu par ses célibataires, même (Le Grand Verre), , Κάτοψη και Χάρτης του Εβραϊκού Γκέτο στην Βενετία [1775] και γκραβούρα από τον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπιρ, που επίσης εντάσσει στο δοκίμιό του ο συγγραφέας, Gisèle L’Épicier – L’étranger.