Κυριάκος Κατζουράκης – Τάξη στο χάος. Ζωγραφική / Θέατρο / Κινηματογράφος

1Να διεκδικούμε το χώρο να ονειρευόμαστε: να στήνουμε γύρω μας εκδοχές μιας πραγματικότητας ιδανικής και δίκαιης. [σ. 54]

Σπάνια ένας λόγος διπλά αυτοβιογραφικός – προσωπικός και καλλιτεχνικός – γίνεται τόσο περιεκτικός σε σκέψεις και την ίδια στιγμή σαγηνευτική αφήγηση. Το βιβλίο του πολύπλευρου ζωγράφου, εικαστικού και κινηματογραφιστή Κυριάκου Κατζουράκη περιέχει σημειώσεις που ταξινομήθηκαν τα τελευταία δυο χρόνια, σημειώσεις που «χωρίς να το καταλάβει απέκτησαν αρχή, μέση και, κατά κάποιο τρόπο, τέλος». Στο επίκεντρό τους βρίσκεται η τέχνη μέσα στην αμοιβαία σχέση του παρελθόντος και παρόντος, όχι σαν συνεχόμενη ιστορία αλλά ως τόπος όπου συναντώνται οι κανόνες με τις ρήξεις τους και κάποτε και με την πλήρη ανατροπή τους.

187Γεννημένος ανάμεσα στον Πόλεμο και στον Εμφύλιο, ορφανός από μητέρα στα έξι, με χρόνια στο ορφανοτροφείο που έπληξαν καθοριστικά την αυτοεκτίμησή του, με πατέρα απόντα και ανεπιθύμητο λόγω πολιτικών διώξεων, ο συγγραφέας δεν μπορούσε παρά να ξεσπάσει στο δρόμο, να παίξει αλύπητα στους χωματόδρομους της πλατείας Κολιάτσου, να ξεπατικώσει τον Βαν Γκογκ και τον Μουνκ και όποια δραματική εικόνα ανακάλυπτε στις βιβλιοθήκες του σπιτιού – κι αργότερα στην νεότητα να βρίζει στους νυχτερινούς δρόμους τους αστούς και να ταυτιστεί με τον ήρωα στο Υπόγειο. Η του βίου γραφή άλλοτε ακολουθεί χρονική κατάταξη και άλλοτε μια εσωτερική συνέχεια, ανταποκρινόμενη στις σκέψεις και τους προβληματισμούς του. Όλα έχουν θέση σε αυτή την καταρρακτώδη εξομολόγηση, κι ακόμα περισσότερο εκείνα που σιγά σιγά διαμόρφωναν την δημιουργική του σκευή: η συνύπαρξη με τον αδελφό του Δημήτρη, η μελέτη της σύνολης ελληνικής τέχνης, τα 45άρια, η παρηγοριά του υπερρεαλισμού, η μαθητεία στον Μόραλη, οι δρόμοι των εξπρεσιονιστών, τα Εξάρχεια και η Αγγλία, το σε σημείο εμμονής διάχυτο πένθος για χαμένες αξίες και χαμένους ανθρώπους που ήθελε να ξαναζωντανέψει.

Σύνθεση [1968]Τα επάλληλα στρώματα του χρώματος σ’ έναν πίνακα έχουν συνειρμική σχέση, όπως ο εαυτός με τη μνήμη. Κάτω από την καθαρή επιφάνεια κρύβονται οι δυνάμεις που δημιούργησαν την όψη, ακάθαρτες, μπερδεμένες και ένοχες. Προτιμώ τους ζωγράφους που σπάνε τα μούτρα τους προσπαθώντας να τις φέρουν στο φως. Με απωθεί η περιποιημένη, αψεγάδιαστη ζωγραφική, ο νατουραλισμός και η μίμηση του πραγματικού. Η αθωότητα δεν είναι κάτι a priori καθαρό, συνήθως εμφανίζεται μέσα από βρόμικες διαδρoμές και περιοχές «εν κινδύνω». [σ. 31]

46_highΗ δουλειά του ζωγράφου δεν είναι μόνο τεχνική ή πρακτική: περιέχει ένα μέρος που αφορά την συμπύκνωση, τον έμμεσο λόγο, την μεταφορά, ακόμα και τον ποιητικό λόγο. Σήμερα που ο ίδιος, όπως κι εμείς, κυκλοφορεί σε χώρους γεμάτους με άδεια βλέμματα, ανάμεσα σε πρόσωπα κατοικημένα από ζόφο και ανέχεια, σε χρόνο διάχυτο από αίσθημα φόβου και πόνου, το ερώτημα ζεματάει περισσότερο από κάθε άλλη φορά: τι μπορεί να κάνει η τέχνη του; Ο ίδιος δεν επιθυμεί ούτε να σχολιάσει ούτε να καταγράψει, ώστε να μη μετατραπεί σε σοσιαλιστικό ρεαλισμό ή εκ του ασφαλούς διδακτισμό. Αντίθετα, αντιλαμβάνεται την αξία του διφορούμενου νοήματος, εκείνου που εχθρεύεται το απόλυτο, με την έννοια της αμφισβήτησης της μίας και μόνης αλήθειας. Φάρο εδώ αποτελεί η Σφίγξ: η επιτομή της διπλής σκέψης, της αιώνιας εκκρεμότητας που ενοικεί στην καρδιά της τέχνης. Ο διφορούμενος λόγος είναι και μέσο εκλογίκευση του αλόγου, του ανείπωτου της τέχνης.

Ο ποιητής ασφυκτιά στην κοινωνία που του αρνείται το δικαίωμα της διπλής σκέψης. Υποκύπτοντας σε μια αλλόκοτη σύμβαση, οι άνθρωποι δημιουργούν έναν κλοιό γύρω τους, θέτοντας όρια στους μηχανισμούς διττής σκέψης και ερμηνείας· σαν να επιστρέφουν στη μονοδιάστατη φύση του απόλυτου και απαιτούν να κυριαρχούν μονοδιάστατοι κανόνες και νόμοι στη δομή της κοινωνίας. Ό,τι δεν υπακούσει συνιστά παράβαση, και, μ’ αυτή την έννοια, η τέχνη συνιστά μια υπερμεγέθη. Αμέσως μετά, η «ανυπάκουη» τέχνη βρίσκεται εκτός των τειχών. [σ. 32]

Still life, 1972Τι μένει σήμερα στην Ευρώπη του Διαφωτισμού; Εκατομμύρια άνθρωποι στοιβάζονται στο περιθώριο και στην απαξίωση και αναβιώνεται η ουσία του φασισμού, που απεχθάνεται την διαφορετικότητα. Ο συγγραφέας έζησε για χρόνια στην Αγγλία, όπου ο γερασμένος καπιταλισμός πάντα καταφέρνει να δηλώνει την παρουσία του στις νέες εκφράσεις, «σαν το σκύλο που κατουράει για να ορίσει την περιοχή του». Την ίδια στιγμή εμείς στη Δύση εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως όλα ξεκίνησαν με τον πολιτισμό της Ευρώπης. Και πως χειρίζεται ο ίδιος την πολιτική στην τέχνη του; Γράφει πως ποτέ δεν άρχισε ένα έργο με την πρόθεση να κάνει πολιτική τέχνη, καθώς πάντα επιθυμεί τα έντονα συναισθήματα και όχι τις αντικειμενικές καταγραφές. Η πολιτική τέχνη προκύπτει, δεν προαποφασίζεται.

137Η τέχνη έζησε ανέκαθεν έναν άλλο διχασμό: η τέχνη για την τέχνη ή η τέχνη μέσα και σε σχέση με την κοινωνία· κι ακόμα, η τέχνη που παράγεται από την εξουσία, και η τέχνη που εξεγείρεται, εκείνη που γεννά έργα – πολυπρισματικούς καθρέφτες πάνω στους οποίους κατοπτρίζεται η ανυπακοή. Ποιος κινδύνευε από τα έργα των ρώσων πρωτοπόρων, όπως του Μάλεβιτς και του Ροτσένκο, από το θέατρο του Μέγιερχολντ, από τα ποιήματα του Μαγιακόφσκι αν όχι ο μονοδιάστατος εξουσιαστής; Τότε ο ηλίθιος αυταρχισμός της εξουσίας είχε κατηγορήσει τους μοντερνιστές ότι ταυτίζονται με την συντηρητική παραδοσιακή τέχνη, για να κρύψει τον φόβο της για τη νέα τέχνη… Και στη δική μας χώρα που Πωλείται, ολόκληρες γενιές καταστρέφονται μπροστά στα μάτια μας από μονοδιάστατους ανθρώπους.

ΚΚΥπάρχει λοιπόν επικίνδυνη τέχνη και ποια είναι αυτή; Για ποιο λόγο η σημερινή παγκοσμιοποιημένη εξουσία θεωρεί ανεπιθύμητη την καλλιτεχνική έκφραση; Επικίνδυνη είναι η τέχνη που λογοκρίνεται, εκείνη που βλέπει στο σκοτάδι όπου κρύβονται όλα όσα η εξουσία δεν μπορεί να διαχειριστεί. Εκεί βρίσκονται οι παρίες, οι απόβλητοι, οι αγνοούμενοι από όλους εμάς, γράφει ο Κατζουράκης, εκεί και όλοι οι καλλιτέχνες που πείνασαν, εξορίστηκαν, δολοφονήθηκαν και όχι μόνο αντιστάθηκαν αλά έφτιαξαν μια καινούργια συλλογικότητα πολιτικής τέχνης, έκτισαν τη νέα αντίληψη για την τέχνη κόντρα στην εξουσία, στο ναζισμό και στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό.

H μνήμηΑλλά είναι και η μνήμη που κατακλύζει διαρκώς τις σκέψεις του καλλιτέχνη· εκείνη που μένει ανεπεξέργαστη στο ημίφως, καθώς εμείς συνηθίζουμε την καθημερινότητά μας όπως συνηθίζουν τα μάτια στο σκοτάδι. Η μνήμη που είναι ζωντανή, παράγει αισθήματα και σκέψεις σε δεύτερο και τέταρτο επίπεδο, μπορεί καμιά φορά να εξηγεί ακόμη και απρόοπτες επιλογές μας ή αποφάσεις που αιφνιδιάζουν κι εμάς τους ίδιους. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί όχι μόνο σ’ έναν καλλιτέχνη αλλά και σε οποιονδήποτε άνθρωπο είναι η συρρίκνωση της μνήμης του, η αντικατάστασή της από την πρόσφατη μνήμη, την εξαρτημένη απ’ τους νόμους της πραγματικότητας.

Η μνήμη είναι από τη φύση της αποσπασματική, ασυνεχής, κι όταν παρακάμπτεις τα κενά της ή τα συμπληρώνεις αυθαίρετα, τη βιάζεις. Θεωρώ πιο φυσικό να τα παραθέτεις παρά να πασχίζεις να πετύχεις μια»κανονική» ροή από την αρχή. Για παράδειγμα, αφηγούμενος μια ιστορία, συχνά οδηγείσαι σε μιαν άλλη, που οπωσδήποτε πρέπει να μπεις μέσα της, και ίσως, όταν και εάν βγεις, να μπορέσεις να συνθέσεις όλα τα φαινομενικά ετερόκλητα στοιχεία των δύο διαφορετικών ιστοριών. / Στην αφήγηση υπάρχουν κρυμμένες προσωπικές μνήμες. Πρέπει να σηκώσεις ελαφρά την επιφάνεια της ιστορίας, για να γλιστρήσει έξω, σχεδόν από μόνο του, το προσωπικό αυτό υλικό, βασικό στοιχείο της αφήγησης. [σ. 278]

katzourakisΗ διαδικασία δεν διαφέρει στις εικαστικές τέχνες, γράφει ο Κατζουράκης. Εκεί υπάρχει επιπλέον η στατική εικόνα, που όμως σημαίνει και συμπυκνωμένος χρόνος. «Εικαστική αφήγηση είναι ακριβώς η διαχείριση του συμπυκνωμένου χρόνου, αυτού του ανεκτίμητου εργαλείου». Άλλωστε πάντα οι ζωγράφοι δεν διαχειρίζονταν τον χρόνο παραθέτοντας εικόνες; Και είναι στη ζωγραφισμένη επιφάνεια που το βλέμμα του θεατή ταξιδεύει με τον δικό του χρόνο, άρα αναιρεί την στατικότητα της εικόνας. Είναι βλέμμα που αντιπαραβάλει τους δικούς του συνειρμούς σε εκείνους του καλλιτέχνη και το στοίχημα του ζωγράφου είναι κατά πόσο μπορεί να οδηγήσει το βλέμμα του. Ίσως γι’ αυτό ο πιο κοντινός κινηματογραφιστής στην εικαστική αφήγηση είναι ο Μπέλα Ταρ, που επιτρέπει τον φυσικό χρόνο στην εικόνα του και δεν βιάζεται, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα της εσωτερικής ματιάς στο βλέμμα του θεατή.

Γλυκιά μνήμηΒρισκόμαστε ήδη στο κεφάλαιο Ζωγραφική και κινηματογράφος όπου ο συγγραφέας μεταξύ άλλων γράφει τις σκέψεις του για το κοινό βλέμμα των Ταρκόφσκι, Αντονιόνι και Ταρ, για τις ταινίες του, για το ντοκιμαντέρ. Άλλωστε η ταινία του Ο δρόμος προς τη δύση ήταν συνδυασμός ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, και τα πιο έντονα πλάνα, γυρίστηκαν ένα βροχερό σούρουπο στην ταράτσα τους: Άρχισε να βρέχει και ανεβήκαμε γρήγορα στην ταράτσα όπου έπρεπε να αυτοσχεδιάσουμε την αυτοκτονία της Ιρίνας. Οι λύσεις που βρέθηκαν δεν γράφονται στο πιο οργανωμένο ντεκουπάζ. Χωρίς μακιγιάζ, χωρίς χρόνο – κυρίως γιατί νύχτωνε – χωρίς πρόβες, έγιναν όλα όπως έπρεπε. Η μαγεία της στιγμής που ξεπερνάει τον εαυτό της.

Κατζουράκης - ΓέρουΗ οφειλή στον Άγγελο Ελεφάντη, η κατά Ταρκόφσκι Σμίλευση του Χρόνου, ο Διχασμένος Εαυτός του Λαινγκ, τα γραπτά του Καντίνσκυ και του Κλέε, τα δοκίμια του John Berger και τα Minima Moralia του Adorno, οι σκέψεις του Max Beckmann, και οι σελίδες του Χόρχε Σέμπρουν, μαζί με δεκάδες άλλες αναφορές, όλα έχουν θέση στο σύμπαν ενός καλλιτέχνη σαν τον Κατζουράκη, που επιθυμεί διακαώς να συνεχίζει να διδάσκεται και που γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να είσαι σε θέση να ζωγραφίζεις σήμερα, αλλά και πόσο δρόμο έχει ακόμα να διανύσει μέχρι να μάθει όλα τα μυστικά της τέχνης του.

Εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2013, σελ. 330, με βιβλιογραφία. Εισαγωγή: Καλλιόπη Ρηγοπούλου, πρόλογος: Μάνος Στεφανίδης, επιμέλεια: Μαρία Λαϊνά.

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr, Βιβλιοπανδοχείο, 168 υπό τον τίτλο Revolving Paint Dreams.

Susan Sontag – Η γοητεία του φασισμού. Δυο δοκίμια

Οι καλές1 τέχνες του κακού

Διατηρώ ιδιαίτερα ζωντανό στη μνήμη μου το ντοκιμαντέρ για την Λένι Ρίφενσταλ που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την χρονιά που κυκλοφόρησε [Ray Mueller – Die Macht der Bilder, 1993]. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το τελευταίο μέρος, που αφορούσε τα ενδιαφέροντα της σκηνοθέτιδας του ναζισμού σε όψιμη ηλικία: την φωτογράφιση του υποβρύχιου κόσμου κι ενός «πρωτόγονου» αφρικανικού λαού. Ακριβώς από το λεύκωμα για τους τελευταίους εκκινεί η Sontag στο πρώτο της δοκίμιο, από το βιβλίο της Λένι Ρίφενσταλ Οι τελευταίοι των Νούμπα, που περιλαμβάνει φωτογραφίες των σημερινών κατοίκων της αρχαίας Νουβίας.

2H Sontag εκπλήσσεται με την εισαγωγή του βιβλίου της Ρίφενσταλ, όπου αναφέρεται ως «μια μυθική προπολεμική κινηματογραφίστρια μισοξεχασμένη από ένα έθνος που επέλεξε να εξαλείψει από τη μνήμη του μια περίοδο της ιστορίας του» – ένας ιδιαίτερα ντροπαλός υπαινιγμός σχετικά με την Γερμανία και το Τρίτο Ράιχ· στο δε κυρίως κείμενο η δεκαετία του ’30 χαρακτηρίζεται ως … «τραυματική και κρίσιμη» και γενικώς επιχειρείται για άλλη μια φορά η λεύκανση του παρελθόντος της Ρίφενσταλ. Μόνο που το μεγαλύτερο μέρος του έργου της έχει ορθώς χαρακτηριστεί ως ναζιστική προπαγάνδα· οι τέσσερις από τις έξι ταινίες που γύρισε ήταν ντοκυμανταίρ που παρήγγειλε και χρηματοδότησε η ναζιστική κυβέρνηση (για κομματικά συνέδρια, για την Βέρμαχτ ή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες)· υπήρξε φίλη και σύντροφος του Χίτλερ, φίλη του Γκαίμπελς και η μόνη μεταξύ των Γερμανών κινηματογραφιστών που δεν υποχρεωνόταν να λογοδοτεί στην υπηρεσία Κινηματογράφου. Τι συμβαίνει λοιπόν;

leniriefenstahlH έκδοση της Ρίφενσταλ συνοψίζει τη βασική γραμμή της αυτοθυματοποίησης που μηχανεύτηκε η ίδια κατά τη δεκαετία του ’50: αποκάλεσε τη δουλειά της κινηματογράφο – αλήθεια [cinéma – verité] και τόνιζε πως πρόκειται για σκέτη αφήγηση. Ξεχνούσε βέβαια το γεγονός πως στις περίφημες κινηματογραφήσεις της, ιδίως στον Θρίαμβο της θέλησης η εικόνα δεν είναι απλώς η καταγραφή της πραγματικότητας αλλά τελικά η εκτοπισμός της πραγματικότητας από την εικόνα· πως και οι τέσσερις ταινίες της κατά παραγγελία των ναζί δοξολογούν την αναγέννηση του σώματος και της κοινότητας δια μέσου της λατρείας ενός ακαταμάχητου ηγέτη. Οι υπερασπιστές της αργότερα εστίασαν στην ιδέα του κάλλους, τονίζοντας ότι η Ρίφενσταλ ενδιαφερόταν πάντοτε για την ομορφιά. Κι έτσι οι τελευταίοι της Νουβίας είναι το έσχατο αναγκαίο βήμα στην αποκατάστασή της: είναι το τελικό ξαναγράψιμο του παρελθόντος.

leni-riefenstahlΑλλά και εδώ, τόσο οι φωτογραφίες όσο και το κείμενο αποτελούν ολοφάνερη συνέχεια του ναζιστικού της έργου. Οι πρωτόγονοί της Ρίφενσταλ περιμένουν την τελική δοκιμασία της υπερήφανης, ηρωικής κοινότητάς τους. Εξυμνείται μια κοινωνία στην οποία η επίδειξη σωματικής επιδεξιότητας (στις δοκιμασίες των αγώνων πάλης) και η νίκη του ισχυρότερου συνιστούν τα ενοποιητικά σύμβολα μιας κοινοτικής κουλτούρας. Τον ρόλο του «διαφθορέα» δεν τον παίζουν πλέον οι Εβραίοι αλλά ο ίδιος ο «πολιτισμός». Οι γυναίκες φυσικά αποκλείονται από όλες τις επίσημες λειτουργίες και περιορίζονται στον ρόλο της τροφού και της βοηθού. Παραδόξως αποσιωπάται ο εμφύλιος πόλεμος που κατασπάραξε το συγκεκριμένο τμήμα του Σουδάν επί δώδεκα χρόνια καθώς αυτό που την ενδιαφέρει είναι ο μύθος και όχι η ιστορία.

Αυτό που διακρίνει τη φασιστική εκδοχή της παλιάς ιδέας του ευγενούς αγρίου είναι η περιφρόνηση για οτιδήποτε έχει σχέση με τον στοχασμό, την κριτική, τον πλουραλισμό. Στον αντίποδα προτείνεται η συνεχής ενασχόληση με καταστάσεις αυτοκυριαρχίας, υποτακτικής συμπεριφοράς, ακραίας προσπάθειας και αντοχής στη σωματική καταπόνηση και υιοθετούνται δυο φαινομενικά αντίθετες στάσεις: η εγωμανία και η δουλικότητα.

triumph-des-willens-triumph-of-the-will-leni-riefenstahl-1935Οι σχέσεις κυριαρχίας και υποδούλωσης παίρνουν τη μορφή μιας ορισμένης φαντασμαγορίας που χαρακτηρίζεται από τη μαζικοποίηση των ανθρώπινων ομάδων […] γύρω από μια πανίσχυρη υπνωτιστική ηγετική φιγούρα ή δύναμη. Η φασιστική δραματουργία επικεντρώνεται στις οργιαστικές συναλλαγές μεταξύ ισχυρών δυνάμεων και των ανδρεικέλων τους που ομοιόμορφα ντυμένα παρουσιάζονται κατά ολοένα ογκούμενα κύματα. […] Η φασιστική τέχνη εξυμνεί την υποταγή, εκθειάζει τη βλακεία, μυθοποιεί τον θάνατο. [σ. 29]

Τα χαρακτηριστικά της φασιστικής τέχνης προφανώς αναπαράγονται στην επίσημη τέχνη των κομμουνιστικών χωρών· κοινή είναι η αντίληψη όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων ότι η τέχνη έχει ως λειτουργία να «απαθανατίζει» τους ηγέτες τους και τα δόγματά τους. Αλλά υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές: ο κομμουνισμός τονίζει τον ρεαλισμό, ενώ ο φασισμός τον απορρίπτει εν ονόματι του ιδεαλισμού· πολύ περισσότερο, η τέχνη του πρώτου ενισχύει μια ουτοπική ηθική, ενώ του δεύτερου μια ουτοπική αισθητική. Η κομμουνιστική τέχνη χαρακτηρίζεται από μια άφυλη αγνότητα ενώ η ναζιστική εμφανίζεται ως φιλήδονη.

The Night Porter (1974)Ακριβώς σε αυτό το στοιχείο εστιάζει η Σόντακ στο δεύτερο μέρος του πρώτου δοκιμίου, που αφορά το βιβλίο Εμβλήματα των SS. Η φαντασίωση σχετικά με τις στολές (που υποδηλώνουν την κοινότητα, την τάξη, την ταυτότητα, την νόμιμη άσκηση βίας) και πολύ περισσότερο οι ίδιες οι φωτογραφίες των στολών εκφράζουν την σεξουαλική φαντασίωση της νομιμότητας της βίας, του δικαιώματος να ασκεί κανείς ολοκληρωτική εξουσία πάνω στους άλλους και να τους μεταχειρίζεται ως κατώτερους.

Όταν το μήνυμα του φασισμού ουδετεροποιείται από μια αισθητική θεώρηση της ζωής, τα διάφορα διακοσμητικά μπιχλιμπίδια αποκτούν σεξουαλικό χαρακτήρα. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε αυτή την ερωτικοποίηση του φασισμού σε συναρπαστικές και εκ βαθέων αποκαλύψεις όπως είναι Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας και το Ήλιος και ατσάλι του Μισίμα και σε ταινίες όπως το Scorpio Rising του Kenneth Anger καθώς και στις πιο πρόσφατες και λιγότερο σημαντικές Οι καταραμένοι του Βισκόντι και Ο θυρωρός της νύχτας της Καβάνι. [σ. 40]

Triumph of the will- Riefenstahl in NuremberΔιόλου τυχαία στην πορνογραφία (λογοτεχνία, κινηματογράφο, εξαρτήματα) τα SS παραπέμπουν σε ακραίες περιοχές της σεξουαλικής εμπειρίας. Ουδέποτε πριν αισθητικοποιήθηκε τόσο συνειδητά η σχέση Κυρίου και Δούλου. Ο ίδιος ο Ζενέ είχε γράψει πως «ο φασισμός είναι θέατρο» και μας έδωσε στο μυθιστόρημά του Νεκρικές τελετές ένα από τα πρώτα κείμενα που παρουσιάζουν την ερωτική γοητεία του φασισμού πάνω σε κάποιον με φασίστα. Ακόμα και ο Σαρτρ στο μυθιστόρημα Ο θάνατος μέσα στην ψυχή είχε περιγράψει την αίσθηση της ψυχικής και σωματικής παράδοσης ενός χαρακτήρα του τη στιγμή που έμπαιναν οι ναζί στο Παρίσι.

Το δεύτερο δοκίμιο αφορά την ταινία του Χανς – Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ Χίλτερ, μια ταινία από τη Γερμανία, μια ταινία που για την Σόντακ δημιουργεί φόβο λόγω της ακρότητας του επιτεύγματος και αντιφατικά συναισθήματα. Πρόκειται για ένα θέαμα με θέμα το θέαμα, με μια ποικιλία θεατρικο – αφηγηματικών ειδών (παραμύθι, τσίρκο, θέατρο ηθών, σκηνική αλληγορία, μαγική τελετή, φιλοσοφικό διάλογο), μια επτάωρη φαντασματική ταινία, στοιχειωμένη από πρότυπα (Μελιές, Αιζενστάιν) και αντιπρότυπα (Ρίφενσταλ, Χόλιγουντ), από τον γερμανικό Ρομαντισμό, τον Μπρεχτ και τον Βάγκνερ και ιδίως την φαντασμαγορία – τη στοχαστική – αισθητική φόρμα που προτιμούσε ο τελευταίος.

4Εδώ ο σκηνικός χώρος έχει πολλαπλές χρήσεις: χώρος περισυλλογής, θεατρικής υποβολής, εμβλημάτων, μελαγχολίας, ηθικής Κρίσης και ερημότοπος θανάτου, όπου οι αναστοχαζόμενοι ηθοποιοί απαγγέλουν καταλόγους, διατυπώνουν κρίσεις, θέτουν ερωτήματα, αναλαμβάνουν ρόλους, Μπορεί άραγε αυτό το μεταθέαμα να κατανοήσει και να ξορκίσει το παρελθόν, πράγμα που αποτελούσε τη μέγιστη ηθική φιλοδοξία του σκηνοθέτη; Η Σόντακ σαγηνεύτηκε από το κινηματογραφικό αυτό αριστούργημα αλλά είναι βέβαιη πως το παρελθόν δεν ξεγράφεται.

Εκδ. Ύψιλον/βιβλία, 2010, μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, σελ. 84 [Fascintating Fascism, The New York Review of Books, 6.12.1975, Syberberg’s Hitler, The New York Review of Books, 21.2.1980].

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο αρ. 157.