Eudora Welty – Από πού έρχεται η φωνή;

Welty Cover Small

Προστατευμένες αλλά τολμηρές ζωές

Γράφω για την ευχαρίστηση της γραφής, ούτε για τους φίλους, ούτε για μένα. Τα διηγήματά μου αντικατοπτρίζουν την εποχή τους, ξεκινώντας από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Η αρετή τους έγκειται στο γεγονός ότι είναι γραμμένα εκ των έστω. Προέρχονται από τη ζωή μου εδώ, είναι κομμάτι της. / Είμαι συγγραφέας που προήλθε από προστατευμένη ζωή. Μια προστατευμένη ζωή μπορεί να είναι επίσης μια τολμηρή ζωή. Γιατί η σοβαρή τόλμη ξεκινά από μέσα σου…

… έγραφε η Γιουντόρα Άλις Γουέλτυ [1909 – 2001], μια ιδιαίτερα ξεχωριστή συγγραφέας αλλά και φωτογράφος και τα λόγια της καταφέρνουν να αποδώσουν ένα μέρος από την προσωπική της διηγηματογραφία. Η τέχνη της ταυτίστηκε με το Τζάκσον του Μισσισσιπή όπου γεννήθηκε και επέστρεψε μετά τις σπουδές της. Εργάστηκε στο ραδιόφωνο και σε εφημερίδες, περιπλανήθηκε στα αγροτικά περίχωρα της πολιτείας της φωτογραφίζοντας και γράφοντας ανταποκρίσεις, ταξίδεψε στην Αμερική και την Ευρώπη, αλλά πάντα επέστρεφε. Οι παραστάσεις, οι φωτογραφίες και οι ιστορίες που αφουγκραζόταν όπου και να βρισκόταν αποτελούσαν πλούσια μαγιά συγγραφής.

Eudora Welty 1

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι ειδικά οι φωτογραφίες της, αν και με περιορισμένα εργαλεία και τεχνικές, παραμένουν εξαιρετικές, πόσο μάλλον αν σκεφτούμε ότι πρωτοτραβήχτηκαν το 1930. Τα πρόσωπα τους δεν απαθανατίζονται ως σύμβολα ούτε ως αφηρημένα πολιτικά σημεία, όπως τονίζει η μεταφράστρια στην εισαγωγή της· στην ουσία δεν είναι παρά αποδέκτες στοργής. Ίσως με τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τις άλλες καθημερινές της ασχολίες, όπως την κηπουρική: να εξασφαλίσει εύθραυστες στιγμές ως αντικείμενα τέχνης.

Eudora Welty, Child on Porch, Mississippi, 1935

Οι κριτικές βιβλίων που έκανε στους New York Times από το 1944 και έπειτα φανερώνουν σε μεγάλο βαθμό και τις προτιμήσεις της: Τσέχωφ, Φώκνερ, Όστιν, Πρίτσετ. Οι επιρροές και των τεσσάρων είναι εμφανείς, ιδίως του πρώτου. Ως προς τους επίγονους, νομίζω αρκεί και μόνο η αναφορά της Άλις Μονρό, για το πόσο αγαπούσε το έργο της και πόσο της άλλαξε την τεχνική της στο γράψιμο. Τα διηγήματα επιλέγονται από διάφορες συλλογές της· συστηματοποιώ από τα περιεχόμενα: πέντε από το A Curtain of Green, δυο από το The Wide Net and Other Stories, δυο από το The Bride of Innisfallen και ένα από το The Golden Apples και το Uncollected Stories.

eudora-welty

Ένα από τα πιο αξανάγνωστα διηγήματα εδώ είναι η Λίβι. Όταν ο Σολομών μετέφερε την Λίβι στο αγροτόσπιτό του, βαθιά στην εξοχή, εκείνη ήταν δεκαέξι χρονών κοριτσάκι. Ηλικιωμένος έγχρωμος με κτηματική περιουσία, υπήρξε καλός μαζί της αλλά την κρατούσε πάντα στο σπίτι, πόσο μάλλον όταν μετά από μια δεκαετία εξασθένησε και έμενε όλη μέρα στο κρεβάτι. Η συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρειες το σπίτι όπου έχει καταδικαστεί να ζει κλεισμένη η νεαρή γυναίκα. Ένα μέρος όπου μπορεί να περνούσαν οι μέρες χωρίς να το καταλάβεις. Ψυχή δεν περνούσε, ούτε καν ένας λευκός· αλλά κι αν εμφανιζόταν κάποιος, ο Σολομών δεν θα την άφηνε να τον κοιτάξει. Οι ώρες της ξοδεύονται δίπλα στο κρεβάτι του, ακίνητοι και οι δυο στην σιωπή. Κάποτε μια λευκή γυναίκα, πλανόδια πωλήτρια καλλυντικών, επισκέπτεται το σπίτι· η Λίβι δελεάζεται αλλά δεν έχει χρήματα. Και ύστερα εμφανίζεται ο Κας, μ’ ένα ινδικό χοιρίδιο στην τσέπη του. Μπορεί, αν δεν εμφανιζόταν εκείνη τη μέρα, να μην τον είχε κοιτάξει έτσι, αλλά ο χρόνος που έρχονται οι άνθρωποι κάνει τη διαφορά. Και ο Σολομών, που είχε χτίσει ένα μοναχικό σπίτι, όπως θα έχτιζε ένα κλουβί, βρίσκεται παγιδευμένος μέσα του, γιατί το σπίτι αναπτύχθηκε έτσι για τον ίδιο, σαν μια μεγάλη πυραμίδα.

Eudora Welty photo

Η σφυρίχτρα έχει τους ως χαρακτήρες δυο απόλυτους αντι – ήρωες, η ιδιότητα των οποίων σπάνια τυγχάνει λογοτεχνικής προσοχής. Δυο ηλικιωμένοι βρίσκονται στο κρεβάτι τους μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα υποφέροντας από το κρύο. Έξω το σκοτάδι είναι αραιό, όπως ένα φόρεμα χιλιοφορεμένο, που πάντα αφήνει το κρύο να πιρουνιάζει τα κόκαλα. Ακόμα και η φωτιά βγάζει νυσταγμένο ήχο, με το φως της να ανεβοκατεβαίνει εξαντλημένο στον τοίχο. Κάθε βράδυ το ζευγάρι ξαπλώνει τρέμοντας από το κρύο, επικοινωνώντας όπως τα παντζούρια που χτυπάνε στην καταιγίδα. Ίσως η μακρόχρονη συνήθεια της σιωπής να είχε ξεκινήσει με θυμό ή πάθος – ποιος ξέρει; Όταν υπάρχει απειλή για μεγαλύτερη παγωνιά, στο Ντέξτερ ακούγεται η μεγάλη σφυρίχτρα. Τότε στις φάρμες ανάβουν τα φώτα από τα παράθυρα και βγαίνουν όλοι τρέχοντας να σκεπάσουν τα φυτά τους με ό,τι διαθέτουν. Ο άντρας τα καλύπτει με το παλτό του, η γυναίκα με το φόρεμα που ζέσταινε το κεφάλι της. Πίσω στο σπίτι, παγωμένοι καίνε τα λιγοστά τους έπιπλα κοιτάζοντας με λαιμαργία τις φλόγες.

welty chopping cotton

Η καταλυτική επίδραση της φύσης, η απλή καθημερινότητα, από τις αυτονόητες χάρες της μέχρι την απελπιστική της μονοτονία, η ζωή του Νότου, το μεγαλείο και η ποταπότητα των ανθρώπων έρχονται και παρέρχονται στις ιστορίες της Γουέλτυ. Άλλοτε τα διηγήματα επικεντρώνουν σε ένα αντικείμενο, γύρω από το οποίο αναπτύσσεται μια υποτυπώδης πλοκή με πλήθος λεπτομερειών, ένα ακόμα χαρακτηριστικό της γραφής της. Για παράδειγμα, Το μωβ καπέλο μιας γυναίκας πυροδοτεί συζητήσεις και ερμηνείες σε ένα μπαρ στην Νέα Ορλεάνη. Το ακουμπά κάτω, κάτω από το επίπεδο του τραπεζιού, στη λέτσικη γερο – αγκαλιά της και αυτός το χαϊδεύει… Φαντάζομαι ότι σ’ αυτή την πόλη υπάρχουν περίεργες μορφές αγάπης, και ποιοι είμαστε εμείς να πούμε με ποιους τρόπους οι άνθρωποι θα μπορούν να βρουν την αγάπη; [σ. 81]

Madonna with coca cola

Όταν η γραφή της γίνεται ποιητική, τότε το διήγημα μετατρέπεται σε κομψοτέχνημα, όπως στο Δεν υπάρχει χώρος για σένα, αγάπη μου [The Bride of Innisfallen]. Μια γυναίκα συναντά έναν παντρεμένο «Ανατολικό επιχειρηματία» και συμφωνούν να περιπλανηθούν με το αυτοκίνητο, νότια της Νέας Ορλεάνης. Η συνύπαρξή των δυο άγνωστων ψυχών κινείται σε συνοικίες που αποκαλύπτουν μια ιδιαίτερη ομορφιά, αλλά και άλλες που διαιωνίζουν τις τραγικές κοινωνικές ανισότητες. Ο ξένος στη Νέα Ορλεάνη πάντα ξεκινά να φύγει σαν να ακολουθεί οδηγίες σε λαβύρινθο. Περνούσαν μέσα από τους στενούς μονόδρομους, μέσα από το ξέθωρο μωβ από τις κουρασμένες πλατείες, τα καφετιά καμπαναριά και αγάλματα, το μπαλκόνι με τη ζωντανή και πιθανόν φημισμένη μαύρη μαϊμού που κινούνταν πάνω από τα κάγκελα σαν να ήταν πάτωμα αίθουσας χορού, μέσα από δαντελωτά κάγκελα και σιδερένιους κύκνους φρεσκοβαμμένους στα μπροστινά σκαλοπάτια των εξοχικών σπιτιών. [σ. 104]

 Eudora Welty 3

Το διήγημα που κλείνει της συλλογή και της δίνει το όνομά του αφορά την δολοφονία του έγχρωμου ακτιβιστή Μένγκαρ Έβερς τον Ιούνιο του 1963 από έναν λευκό. Η ιστορία έγινε τραγούδι από την Nina Simone [Mississippi Goddam], τον Phil Ochs [Too many martyrs] και τον Bob Dylan [Only a pawn in their game], αλλά εδώ υπάρχει ένα σπάνιο στοιχείο: η Ουέλτυ έγραψε το διήγημα απνευστί, σε μια νύχτα, αμέσως μετά την δολοφονία και πριν την σύλληψη του δράστη. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο The New Yorker έναν μήνα αργότερα. Η συγγραφέας μετατρέπει τον δολοφόνο σε αφηγητή, που δεν παραληρεί αλλά εκφράζει με τρομακτικά ψύχραιμο τρόπο το μίσος του για τον άλλον. Οι λίγες σελίδες είναι συγκλονιστικές: μοιάζουν με την παράλογη, ωμή ομολογία οποιουδήποτε δολοφόνου ρατσιστή των ημερών μας. Τώρα εγώ είμαι ζωντανός κι εσύ δεν είσαι. Ποτέ δεν ήμασταν και ποτέ δεν θα γίνουμε ίσοι, και ξέρεις γιατί; Ένας από εμάς είναι νεκρός. Τι λες γι’ αυτό; Φρόντισες γι’ αυτό, έτσι;

Εκδ. Ένεκεν, 2015, μτφ. Τούλα Παπαπάντου, σελ. 165, με πεντασέλιδη εισαγωγή της μεταφράστριας.

Σάκης Σερέφας – Πάρις Πετρίδης – Εδώ. Τόποι βίας στη Θεσσαλονίκη

001

Ένας λεύκωμα για τους νεκρούς ή Η ποίηση των ωμών δεδομένων

Με το ερώτημα «Πόση αιμοσταγή πόλη αντέχει κανείς» συγγραφέας και φωτογράφος ξεχύνονται στους δρόμους της Θεσσαλονίκης με οδηγούς πάσης φύσεως κείμενα για να φωτογραφίσουν τόπους βίας που ασκήθηκε πάνω στο σώμα (της) εδώ και αιώνες και φτιάχνουν ένα σπάνιο λεύκωμα θανάτων κι έναν χάρτη για τους νεκρούς, που όπως άλλοτε έγραψε ο Πεντζίκης «αλλάζουν την όψη της πόλης».

Η αρχή βέβαια γίνεται με την βυζαντινή σφαγή των χιλιάδων Θεσσαλονικέων από τον Θεοδόσιο στην Πλατεία Ιπποδρομίου το 390 και αν βρεθούμε στην άλλη άκρη της Εγνατίας διασχίζουμε εξακόσια χρόνια, μέχρι την άλωση των Σαρακηνών που μπήκαν από την Χρυσή Πύλη στο σημερινό Βαρδάρι. Γυρνάμε πάλι πίσω, στην Πλατεία Συντριβανίου για μια άλλη άλωση, δυο αιώνες μετά, όταν οι Νορμανδοί έδιωχναν τους κατοίκους από τα σπίτια τους να περιφέρονται γυμνοί ενώ μόνο οι πόρνες ήταν λαμπρά ενδεδυμένες με εκκλησιαστικά πέπλα, όπως έβλεπε με τα μάτια του ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης. Στην Ακρόπολη της πόλης σφαγιάστηκαν οι περίφημοι Ζηλωτές – και σ’ όλες αυτές τις φωτογραφίες έρημα τείχη και τειχίσματα στέκουν σιωπηλά για όποιον έχει φραγμένη ακοή. Λίγο πιο κει στην Άνω Πόλη οι Οθωμανοί μπήκαν από τον Πύργο του Τριγωνίου, εκεί όπου σήμερα ανεβαίνουν τα ρομάντζα να δούνε την θέα.

 Ιπποδρόμιο

Στο εξαιρετικό επίμετρό του ο Ηρακλής Παπαϊωάννου αναφέρει ορισμένα φωτογραφικά σύνολα που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τους προγόνους αυτού του έργου καθώς αφορούν τόπους δραματικών συμβάντων, όπως ο εμφύλιος στην Βόρεια Ιρλανδία, η πολιτική βία στην Γερμανία, οι γενοκτονίες κ.ά. Η διαφορά εδώ είναι ότι η φωτογραφία δεν επέχει αυστηρά θέση τεκμηρίου και ο φωτογράφος μοιάζει περισσότερο με τον σπλαχνοσκόπο του Walter Benjamin. Στην σύγχρονη φωτογραφία παρατηρείται μια μερική αποκαθήλωση του γεγονότος προς χάριν ενός μετα – ντοκουμέντου που επιχειρεί σε διακριτική απόσταση να μιλήσει για την επόμενη μέρα. Σε αυτά τα κάδρα πάντως εκείνη η στιγμή έχει φύγει, έχει επικαλυφθεί από άλλες στιγμές. «Κάθε γωνιά της πόλης αναδύεται ως σημείο αμέτρητων ασυνάρτητων πράξεων που επικαλύπτονται, αναιρούνται, επικυρώνονται». Το παρελθόν εδώ είναι απλώς υπαινισσόμενο, εφόσον επιβιώνει κατά κάποιο τρόπο [ποιον άραγε;] στο παρόν. Και μπορεί ο υπαινιγμός να είναι δυσοίωνος, καθώς η γνώση όσων διαδραματίστηκαν στο κάθε σημείο ηλεκτρίζει αναπόφευκτα την ατμόσφαιρά του, άρα και την εικόνα.

Ακρόπολη - Ζηλωτές

Φυλλομετρώ το υποβλητικό τετράδιο του αναπότρεπτου· στην αριστερή σελίδα η αυτούσια πηγή, αντλημένη από κάθε είδους πηγές (δημοσιεύματα εφημερίδων, βιβλία γνωστά και άγνωστα, επίσημα έγγραφα, γραπτές μαρτυρίες)· στην δεξιά η αντίστοιχη έγχρωμη φωτογραφία καλύπτει ολόκληρη τη σελίδα, αφήνοντας το απαραίτητο λευκό πλαίσιο. Αυθόρμητα σταματώ στα μέρη που γνωρίζω καλά, σ’ εκείνα που περπάτησα κατά την δεκαπενταετία μου στην πόλη. Βλέπω την γωνία Αρριανού με Ολύμπου – το παλιό κρεοπωλείο με τα πετρόλ πλαίσια· εδώ συνέβη μια εκτέλεση στην περίοδο του Εμφυλίου που σώζει σε μαρτυρία του ο Μανόλης Αναγνωστάκης και αρχίζει κάπως έτσι: Φυλάγαμε τσίλιες οι τρεις μας, γωνία Αρριανού – Ολύμπου. Κρατούσαμε σφιχτά το περίστροφο, με το χέρι στη φαρδιά τσέπη του σακακιού που φούσκωνε…Και κάτω στην Αλεξάνδρου Σβώλου πρώην Πρίγκιπος Νικολάου κρατήθηκε για τέσσερα χρόνια, ο Γρηγόρης Στακτόπουλος που κατηγορήθηκε άδικα για τον φόνο του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζον Πολκ.

Αρριανού και Ολύμπου

Σύμφωνα με τον Μark Μazower μπορούμε τώρα να ξεκινήσουμε να χαράζουμε τους τόπους αυτών των νεκρών πάνω στο χάρτη με τους δρόμους των ζωντανών. Ούτως ή άλλως νεκροί και ηττημένοι υπάρχουν παντού· στην Ιστορία η νίκη του ενός είναι η ήττα του άλλου και κάθε αγών είναι αλληλένδετος με την αγωνία. Όμως η Θεσσαλονίκη δεν είναι από τις πόλεις που επιλέγουν να τιμήσουν τη μνήμη των ηρώων της. Άδειες από ζωντανούς ανθρώπους, οι φωτογραφίες μας αναγκάζουν να αναλογιστούμε όσα είναι αθέατα. Στο δικό του «προλογικόν» ο συγγραφέας ψηφοθετεί τις δικές του φράσεις προς σχηματισμό της εικόνας που είχε στο μυαλό του. Διαλέγω: παράφορη Θεσσαλονίκη, η πλοκή των πόλεων, συμπυκνωμένη ιστορική ύλη, η διπροσωπία της πόλης.

Οδός Αφροδίτης 51, Βαρδάρης, καφενείο τεκές ενός αρχινταή του υπόκοσμου της Μπάρας, της περίφημης μπουρδελοπολιτείας, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1932. Στην κηδεία του καμιά διακοσαριά νταήδες και από πίσω όλες οι πόρνες της Μπάρας και από πίσω ο κόσμος της Θεσσαλονίκης….Σε μερικά μπαλκόνια είχαν ανάψει κεριά. Σαν τον Επιτάφιο….Κι ύστερα στο καφενείο μια άλλη εθιμική τελετή: εκεί που χύθηκε το αίμα του Αλκή, το σκέπασαν με καθαρή άμμο από τη θάλασσα, έβαλαν τη ρεπούμπλικά του και επάνω άναψαν κεριά. Γύρω γύρω σε κύκλο καμιά δεκαριά νταήδες στέκονταν πιασμένοι από τους ώμους σα να χόρευαν χασάπικο, ακίνητοι με άδεια μάτια.

Στρατόπεδο Παύλου Μελά

Υπάρχουν ακόμα τόποι που ζέχνουν την ωμότητα της Ιστορίας. Στην Πλατεία Ελευθερίας συγκέντρωσαν όλους τους άρρενες Εβραίους της πόλης, ηλικίας 18 έως 45, με το πρόσχημα της καταγραφής τους, για να τους ταπεινώσουν με σωματικές δοκιμασίες, ενώ στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό επιβιβάζονταν οι Εβραίοι από τον Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο του 1943 ώστε να σταλούν για εξόντωση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τώρα η Πλατεία στέκει ειρωνικά άδεια, χωρίς μνημεία, με διαγραμμίσεις πάρκινγκ, ενώ ο Σταθμός είναι παντέρμος και μελαγχολικός. Η γωνία στην Συγγρού, όπου τον Μάιο του 1936 δολοφονήθηκε ο εργάτης που ενέπνευσε τον Επιτάφιο του Ρίτσου, φιλοξενεί σήμερα αναρχικά συνθήματα και επιθεωρείται από τα μανεκέν παρακείμενου καταστήματος γυναικείας μόδας.

Παλαιός Σιδηροδρομικός Σταθμός

Ίσως κάποιοι γνωρίζουν όταν περνούν απ’ την κατάφορτη καταστημάτων γωνία Σπανδωνή με Ερμού πως εδώ χτυπήθηκε θανάσιμα ο Λαμπράκης; Όμως πόσοι γνωρίζουν πως σ’ ένα κτίριο στο Τρίτο Σώμα Στρατού βασανίστηκε και ξεψύχησε ο βουλευτης Γιώργος Τσαρουχάς ή πως Τσιμισκή και Αριστοτέλους γωνία σφαγιάστηκε από φασίστες η 19χρον επονίτισσα Δάφνη Χατζηπαναγιώτου κατά τη μεγάλη πορεία για τον εορτασμό της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Και ακόμα ψηλότερα, πάντα ο Χορτιάτης με το ολοκαύτωμα των δεκάδων αμάχων.

 Πλατεία Ελευθερίας_

Στην οδό Φράγκων αρ. 15 διασώζονται δυο αγάλματα και η πρόσοψη του τραπεζικού κτιρίου που ανατίναξαν οι περίφημοι Βαρκάρηδες, οι δώδεκα Βούλγαροι αναρχικοί, μέσα στην Αγία Σοφία πολέμησαν Έλληνες με Βούλγαρους στρατιώτες. Γκρίζα τα κτίρια, συννεφιασμένα τα μέρη, τώρα που γνωρίζουμε μας μιλάνε αλλιώς.Κι ύστερα στην Σταυρούπολη, στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά, όπου υπήρχε ένας λοφίσκος στον οποίο οδηγούνταν οι έγκλειστοι για εκτέλεση – στη φωτογραφία κυριαρχεί μια θαμπή, γκρίζα ομίχλη και λίγα δέντρα με θεόγυμνα κλαδιά. Μια άλλη φωτογραφία είναι ακόμα πιο γνώριμη: ο περιβάλλων χώρος του Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ) συνήθης τόπος εκτελέσεων στα εμφυλιακά και μετεφυλιακά χρόνια. Είναι αδύνατο να ξεχάσει κανείς αυτό το μέρος, για πολλούς ακόμα λόγους. Εδώ κάναμε τις συνελεύσεις τα μέλη του Ράδιο Κιβωτός την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα.

Φυλακές Επταπυργίου

Σ’ αυτή την ιδιαίτερη συνύπαρξη λόγου και εικόνας η μικροϊστορία, η μακροϊστορία και η πεζή καθημερινότητα συνομιλούν σιωπηλά και αρμονικά. Γι’ αυτό και τα ερωτικά εγκλήματα έχουν περίοπτη θέση εδώ, όπως εκείνο έξω από το μπαρ «Επαφή» στην Λοιμωδών. Και πόσο αδιάφορη μοιάζει η περιφερειακή τάφος μεταξύ Λεωφόρου Γεωργικής Σχολής και Ν. Κρήνης όπου βρέθηκε νεκρό το ζευγάρι που χρεώθηκε στον Α. Παγκρατίδη, ο οποίος άλλωστε υπήρξε ο βολικός Δράκος του Σέιχ Σου, άρα το δάσος στο ύψος της Τριανδρίας παραμένει ένας τόπος στοιχειωμένος και αδικαίωτος.

Πλατεία Άθωνος

Το αποτρόπαιο είναι διαχρονικό κι έτσι η καταγραφή φτάνει μέχρι τις μέρες μας, σ’ εκείνο το ανεξιχνίαστο έγκλημα στο Νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας που τόσες φορές περιδιαβήκαμε ή στο κορίτσι που βρέθηκε νεκρό στην Πλατεία Άθωνος, εκεί όπου μια τραβηγμένη, τσαλακωμένη τέντα με ζωγραφισμένο το παλιό σχολικό αλφαβητάριο υπονοεί ένα τραγικό κλείσιμο αυλαίας, μια οριστικά χαμένη αθωότητα, σαν τη ζωή που γλιστρά οριστικά εκτός θέας.

Τώρα όλες οι φωτογραφίες θαρρείς και αποτυπώνουν την οριακή εκείνη στιγμή και διασώζουν εσαεί την ατμόσφαιρά της. Γι’ αυτό και ο φωτογράφος απαθανατίζει τους αρχειοθετημένους τόπους έρημους, χωρίς ανθρώπινη παρουσία. Έτσι μπορεί κανείς να διαισθανθεί την αύρα των δραματικών συμβάντων, να αισθανθεί την ατέλειωτη συνέχεια της ιστορίας. Έχει δίκιο λοιπόν ο επιμετρογράφος όταν γράφει πως η σειρά φανερώνει πόσο καίρια η ζωτικότητα του γεγονότος διαπερνά την αισθητική και πόσο αδέξια και υπόγεια φέρει συχνά το παρόν πάνω του το παρελθόν.

Βαρδάρης - Επαφή

Ζούμε άραγε σ’ ένα βουνό από πτώματα; αναρωτιόταν ο W.G. Sebald στους Δακτύλιους του Κρόνου που αναγνώσαμε πριν λίγες μέρες και που αποτελεί ένα από τα προθέματα εδώ;

Εκδ. Άγρα, 2012, σελ. 129. Εισαγωγή: Mark Mazower, επίμετρο: Ηρακλής Παπαϊωάννου.

Δημοσίευση σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, 179: The Killing Fields.

Μικρό σημείωμα για το βιβλίο δημοσιεύεται στο τεύχος του περιοδικού (δε)κατα (τεύχος 41, άνοιξη 2015), Αφιέρωμα στην Θεσσαλονίκη.

Στις εικόνες [όλες από το βιβλίο]: Ιππόδρομος χιλιάδων ενοχών, η Ακρόπολη των Ζηλωτών, η γωνιά του Μανόλη Αναγνοστάκη, Στρατόπεδο Παύλου Μελά και Χρόνιας Ομίχλης, Παλαιός Σιδηροδρομικός Σταθμός, Πλατεία Ελευθερίας, κυρίως δε Λήθης και Παρκαρίσματος, οι φυλακές κάτω από το Βυζάντιο, το μέρος όπου ένα κορίτσι χάθηκε κάτω από το παλιό αναγνωστικό, το Βαρδάρι της Επαφής.