Αρχείο για Μαΐου 2008

28
Μάι.
08

MGMT – Oracular spectacular (Columbia, 2008)

 

Λένε πως δεν γίνεσαι συγγραφέας αν δεν διαβάζεις πολύ, δεν θα γράψεις άξια ποιήματα αν δεν περάσεις από εκατοντάδες στροφές άλλων, λένε πως δεν γίνεσαι μουσικός αν δεν ακούσεις πολλή μουσική. Όσο περισσότερα τα ερεθίσματα κι οι εμπειρίες, τόσο περισσότερο θα σε βοηθήσουν να πλησιάσεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Πράγμα που στα μουσικά μεταφράζεται ως: να ακουστείς ο εαυτός σου, χωρίς να κρύψεις αλλά να αναδείξεις τις επιρροές που είναι αδύνατο να μην υπάρχουν.

Αδιαμφισβήτητοι έμπρακτοι υποστηρικτές της παραπάνω άποψης οι MGMT (προφέρεται «management», όχι «μα γαμώτο»), ένα ντουέτο δυο εικοσι+κατιάρηδων από το Μπρούκλιν. Ο παρθενικός υμένας των κυκλοφοριών τους σπάει σαν ένα πολύχρωμο και μουλτι-μελωδικό πυροτέχνημα, που φωτίζει βήμα βήμα την πορεία σύλληψης του δίσκου τους: τι άκουσαν, τι έπαιξαν. Τίποτα δεν κρύβεται εδώ!

Το επιλεγμένο χρονολόγιο ξεκινάει από τα pop-rock 70ς, ανθολογώντας αρχικά Bowie, T- Rex και άλλους γκλαμιάδες (Weekend Wars, Pieces Of What), ρίχνοντας διακριτικότερες πινελιές Electric Light Orchestra, Fleetwood Mac και …Blue Oyster Cult. Αυτό επεδίωξαν να παίξουν εδώ: κάτι παραπάνω από υπεργκλαμάτη (όχι γκλαμουράτη) ηλεκτρονικοποιημένη ποπ. Να χορεύεται και να μη χορεύεται, να ενθουσιάζει αλλά και να κοροϊδεύει, να παίζει με τους πάντες και τα πάντα αλλά να σε κάνει να τους παίρνεις πολύ στα σοβαρά. Γι’ αυτό και υποκλίνονται σε Queen και Sparks στο άψογο The Youth, γι’ αυτό και το δικό τους old school θα πάρει και λίγο από Daft Punk (Kids), ενώ για μπασταρδεμένο electro funk προτείνεται κοφτός Prince με μια περιποιημένη φαλτσέτο ερμηνεία α λα Bee Gees (Electric Feel).

Μέσα σε όλα αυτά θα μας πετάξουν στα μούτρα και μια απογειωτική ψυχεδελικότατη τσιχλόφουσκα (4th Dimensional Transition), για να μην τους πει κανείς πως άφησαν τα 60ς απ’ έξω. Και αλλού, ξανά οι Lips οι Flaming κι οι Rev οι Mercury, αφού -ω, τι έκπληξη- ο ταχυδακτυλουργός πάνω από την κονσόλα λέγεται Dave Fridmann. Κρίμα που το Time to Pretend θα το σιχαθούμε από το υπερβολικό ραδιοφωνικό παίξιμο, εφόσον οι ραδιοφονιάδες κατά κανόνα διατάζονται να παίζουν μόνο ένα συγκεκριμένο τραγούδι από κάθε δίσκο και σίγουρα θα είναι αυτό.

Η μόνη σχετική προϋπηρεσία που έχουν οι Andrew Van Wyngarden και Ben Goldwasser είναι μια σειρά από δεκαπεντάλεπτα σόου ηλεκτρονικού αυτοσχεδιασμού για τα οποία έγραφαν και διαφορετικό τραγούδι. Προφανώς αυτό υπήρξε η καλύτερή τους προπόνηση. Επιτέλους, οι Ween (το σχήμα των έξυπνων ιδεών και των αποτυχημένων εφαρμογών τους) τώρα δικαιώνονται, ο στίχος This is our decision to live fast and die young/ We’ ve got the vision, now let’s have some fun βρίσκει πειστική υπόκρουση και η Νέα Υόρκη δείχνει τα βλαστάρια της! Ικανοποιητικά oracular, κι εντελώς, μα εντελώς spectacular.

Πρώτη δημοσίευση σε: http://www.mic.gr/cds.asp?id=15453

24
Μάι.
08

Άντριου Γουίλσον – Patricia Highsmith. Zωή στο σκοτάδι.

 

Φάκελος φιλοξενούμενης/βιογραφούμενης: H Χάισμιθ, αγαπημένη πολλών αγαπημένων μας (από τον Leonard Cohen και τον David Bowie μέχρι τον Marc Almond και τον Nick Cave) υπήρξε σπάνια συγγραφική και ψυχολογική περίπτωση. Αυτή η αλκοολική, εριστική, ανορεξική και με μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου συγγραφέας, αντιεμπορική για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δημιούργησε τον περίφημο αμοραλιστή δολοφόνο Τομ Ρίπλεϊ, που στοίχειωσε 5 μυθιστορήματά της, μουτζουρώνοντας δια παντός τον χάρτη της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Ρίπλεϋ, ψυχρός δολοφόνος από τη μία, με αγάπη για τα πιο φίνα πράγματα της ζωής από την άλλη (διαβάζει Σίλλερ και συγκινείται μέχρι δακρύων μπροστά στον τάφο του Κιτς) παρέσερνε τον αναγνώστη σε ταύτιση μαζί του, εξασθενώντας τις ηθικές του αντιδράσεις και κάνοντάς τον να ελπίζει πως θα γλιτώσει την τιμωρία. Και πράγματι ο νέος ήρωας – ενσαρκωτής του «κακού» πάντα διέφευγε!

Από μικρή γοητευόταν από τα «ανώμαλα» ψυχολογικά φαινόμενα και τις «αποκλίνουσες» συμπεριφορές, κυρίως όμως από το μοτίβο του διπλού ή διχασμένου εαυτού και την μεταβλητή φύση της ανθρώπινης ταυτότητας. Ο Ρίπλεϋ άλλωστε χαρακτηριζόταν από παθολογική αίσθηση μίσους για τον εαυτό του, από την επιθυμία να αποβάλει το δέρμα του, να ενδυθεί την προσωπικότητα ενός άλλου. Αποτελούσε άλλωστε επιθυμία και της ίδιας να «ξεγλιστράει» μακριά από την ταυτότητά της και, απορροφώντας τις ιδιότητες των γύρω της, να γίνεται κάποια άλλη.

Μου αρέσουν εκείνοι που πάνω τους η πάλη είναι εμφανής.
Η Χάισμιθ πίστευε πως ο άνθρωπος προτιμά να καταστρέψει τον εαυτό του παρά να ζήσει μια ζωή λογική, προκαθορισμένη, σχεδιασμένη και προβλέψιμη, πως πίσω από το αξιοσέβαστο προσωπείο του βρίσκεται ένα μπερδεμένο κουβάρι αντιφάσεων και διεστραμμένων επιθυμιών. Αυτή η διαφορά μεταξύ του εσώτερου εαυτού μας και της μάσκας που επιλέγουμε να δείξουμε στον έξω κόσμο της διήγειρε την έμπνευση.

Συμφωνούσε με την θεωρία του Αντρέ Ζιντ, πως τα αισθήματα που είναι προσποιητά μπορούν να γίνουν αποδεκτά και να προκαλέσουν τόση χαρά και ικανοποίηση όσο και τα πραγματικά αισθήματα και πως τα μυθιστορήματα παρουσιάζουν συχνά στον αναγνώστη άντρες και γυναίκες που συμπεριφέρονται λογικά, ενώ στην πραγματική ζωή είναι σύνηθες να συναντά κανείς ανθρώπους με παράλογη συμπεριφορά.

Στα κείμενά της δεν την ενδιέφεραν οι υγιείς, ευτυχισμένοι ή ισορροπημένοι άνθρωποι. Ο εγκληματίας αποτελούσε για εκείνη την ιδανική ενσάρκωση του υπαρξιακού ήρωα του 20ού αιώνα. Κάτω από την πένα της κάθε ακραία συμπεριφορά φαινόταν φυσική και ο φόνος αναπόφευκτος, σχεδόν συγχωρητέος. Στο τέλος ο αναγνώστης έφτανε στο σημείο να αποδέχεται αντιλήψεις ακόμα και ανισόρροπες ή αρρωστημένες.

Είμαι γεννημένη κάτω από δυσοίωνο άστρο (από ποίημά της, 1942)
Η σκληρή παιδική της ηλικία, με αλλεπάλληλες απορρίψεις, η συγκεχυμένη σεξουαλικότητά της (ένιωθε «λαθραία», «ένα αγόρι σε κοριτσίστικο σώμα»), σε συνδυασμό με την χαμηλή αυτοεκτίμηση και τις συνακόλουθες ανασφάλειες είχαν δημιουργήσει έναν δύστροπο χαρακτήρα με τρομερά συγκινησιακά ξεσπάσματα. Διχαζόταν στα δικά της δίπολα: διατύπωνε το μίσος της για την Αμερική αλλά ένοιωθε βαθιά Αμερικανίδα, η λατρεία της για τις γυναίκες είχε γκρίζες ζώνες μισογυνισμού, ήταν σκληρή εγωίστρια αλλά και εκπληκτική φίλη, οι φιλελεύθερες απόψεις της χαρακώνονταν από ρωγμές μισανθρωπίας.

Όταν δεν έγραφε, ένιωθε σα να μην υπάρχει – έβλεπε το γράψιμο ως μια καθαρτική διαδικασία εξισορρόπησης αγάπης και μίσους. Πίστευε, όπως κι ο Ζυλιέν Γκρην που την επηρέασε, πως η ευτυχία και η ικανοποίηση καταργούν τη διαδικασία της συγγραφής. Δημιούργησε έναν δικό της «φανταστικό» ρεαλισμό, όπου τα πιο ανεξήγητα φαίνονταν φυσιολογικά. Από τη μία βουτούσε κι «έπαιρνε» από τους Πόε, Κάφκα, Σαρτρ, Καμύ, Κίργκεγκωρ, Νίτσε και κυρίως τον Ντοστογέφσκι, από την άλλη παραδεχόταν πως διάβαζε φθηνά μυθιστορήματα δεύτερης κατηγορίας για να αναλύει τις τεχνικές γραφής τους.

Η ερωτομανής Χάισμιθ αντιμετώπισε τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή της ως μούσες, δοκιμάζοντας πάνω τους τις αμφίθυμες αντιδράσεις της. Κατέγραφε σχεδόν καταναγκαστικά τις συναισθηματικές και σεξουαλικές εμπειρίες της για να ξαναζωντανέψει την πεμπτουσία κάθε εμπειρίας, ώστε να μπορέσει αργότερα να τη διοχετεύσει σε κάποιο γραπτό της. Για να εκφράσει τον αμφιερωτισμό της δανειζόταν από τον Προυστ την τεχνική μετατόπισης των φύλων. Ο έρωτας μπορεί να συνοψισθεί σε μια απλή εξίσωση: από τη μια πλευρά είναι οι μέρες της ευδαιμονίας στο ξεκίνημα κάθε σχέσης, από την άλλη η αναπόφευκτη κόλαση στο τέλος.

Θέλγητρα: Η βιογραφία μιας τέτοιας προσωπικότητας δεν μπορεί να μην αποτελεί απολαυστικό ανάγνωσμα και στην συγκεκριμένη έκδοση  υπάρχουν τρεις πρόσθετοι λόγοι: Πρώτον, ο βιογράφος σε εισάγει στο κλίμα της κάθε πόλης που έζησε (Τέξας, Νέα Υόρκη, Μεξικό, Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Βρετανία, Γαλλία, Ελβετία) με ολοζώντανες εικόνες και ενδιαφέροντα στοιχεία (στα τέλη των 20ς μόνο στο Μανχάταν κυκλοφορούσαν περισσότερα αυτοκίνητα απ’ ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη!). Δεύτερον, εξετάζει τις συγγραφικές της δημιουργίες (22 μυθιστορήματα και 7 συλλογές διηγημάτων) σε όλα τα πλαίσια της γέννησής τους (τόποι, συναισθήματα, εμπνεύσεις), επιχειρώντας πλήρεις κριτικές και ψυχολογικές προσεγγίσεις. Τρίτον, μπορεί η Χ. να μην αποκάλυπτε τίποτε για τη ζωή και τη γραφή της, άφησε όμως έναν τεράστιο αρχειακό θησαυρό από ημερολόγια, σημειωματάρια, επιστολές κλπ. για μετά θάνατον έρευνα. Έτσι ο Γουίλσον έχει το προνόμιο να είναι ο πρώτος που χειρίζεται το αχανές υλικό, μαζί τις μαρτυρίες των φίλων και των εραστών της.

Συντεταγμένες: Andrew Wilson, Beautiful Shadow: A Life of Patricia Highsmith, 2004. Στα ελληνικά: Εκδόσεις Νεφέλη, 2004, μετάφραση: Ραλλού Θεοδωρίδου, επιμέλεια μετάφρασης: Μαρίνα Βενιέρη, 777 σελ. (με 2 δεκαεξασέλιδα φωτογραφιών, 74 σελίδες σημειώσεων και βιβλιογραφία της συγγραφέως στα ελληνικά). Ο βιογράφος ζει στο Λονδίνο, γράφει στις Guardian, Daily Telegraph και Daily Mail, βραβεύτηκε με το βραβείο Edgar Allan Poe για την καλύτερη βιογραφία και ήταν shortlisted για το Whitbread.

Επίγραμμα: Αν η «βιογραφία είναι το τελευταίο λάβαρο του ρεαλισμού», όπως έγραψε ο Μπρόντσκι, τότε η ζωή αυτής της σκοτεινής ιέρειας διαβάζεται σαν το συναρπαστικότερο ρεαλιστικό μυθιστόρημα.

Πρώτη δημοσίευση σε: http://www.mic.gr/books.asp?id=15491




Μαΐου 2008
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
262728293031  

Blog Stats

  • 1.138.516 hits

Αρχείο