Ζοζέ Καρδόζο Πίρες, Ο δελφίνος, εκδ. Καστανιώτη, 1999, μτφ. Αθηνά Ψύλλια, σ. 66-67 (José Cardoso Pires, O Delfim, 1968).
Η επίσκεψη στο εγκαταλειμμένο σπίτι μπορούσε να περιμένει άλλη μια μέρα, ένα χρόνο, μια αιωνιότητα, αφού δεν είχε πια νόημα άλλο παρά μονάχα το ξύσιμο μιας πληγής η μιας ανάμνησης. Ωραία θα ήταν να δουν τον ξενομερίτη, με το καπέλο στο χέρι, για προσκύνημα στα χαλάσματα όπου έλαβαν χώρα οι Συζητήσεις για τη Λίμνη. Αλλά κι αυτό ακόμα (και τώρα μιλάει ο καλός μου εαυτός, ο κυνηγός) θα ήταν μονάχα περιέργεια, μια γενναιόδωρη χειρονομία που ίσως να καλοφαίνεται αλλά δεν αντιπροσωπεύει τίποτε απολύτως πέρα από το θέαμα αυτού που την κάνει. Αυτό μόνο. (…)
Η πλατωσιά ήταν όπως τη φανταζόμαστε, έρημη. Οι κρίκοι άχρηστοι, ο ήλιος ντάλα· οι ίδιες νυσταλέες ταβέρνες, οι ίδιες πινακίδες από μπαρούτι και κοπριά, όπως και πέρσι, και, στο βάθος ενός μαγαζιού, ο Κοινοτάρχης, με το καπέλο φορεμένο, να κρατάει τον Πάγκο. Έξω από την πόρτα το τείχος συνεχιζόταν με το μύθο και την περηφάνια του μέχρι την άλλη άκρη της πλατείας. Σα να έλεγε: «Quod scripsi, scripsi» – κι ήταν μια ανήμπορη ρωμαϊκή ηχώ. «Ό,τι είναι γραμμένο πάνω μου έχει πάνω από είκοσι αιώνες που γράφτηκε και θα παραμείνει. Είτε ζούνε είτε πέθαναν οι δελφίνοι σας, κι αν ο καπνός απ’ τα τρακτέρ σας έρθει και μουντζουρώσει το πρόσωπό μου, ακόμα κι αν οι ειδήμονες της περιοχής, αβάδες κι άλλοι τέτοιοι, μου ρίξουν τους αφορισμούς που μου έριξαν – εγώ, το τείχος, τα βγάζω πέρα με τις προσβολές, και να με. Quod scripsi, scripsi. Υπακούω μόνο στα προστάγματα της Μητέρας Φύσης, στα χορτάρια που με τυλίγουν και στη συντροφιά των σιωπηλών ζωυφίων. Όπως τούτη η σαύρα, λόγου χάρη».
Στην Αλεξάνδρα Δεληγιώργη