Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Είναι αρκετοί και έρχονται κυρίως από παλαιότερα διαβάσματα. Δεν μπορώ, ας πούμε, να ξεχάσω τον Λουντέμη και την παρέα που μου έκανε στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, ούτε βεβαίως τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη. Τον Σολωμό, τον Καβάφη και τον Καρούζο επίσης, αν μου επιτρέπεται να αναφέρω και ποιητές, και ακόμα τον Γονατά, τον Βαλτινό, τον Χατζή, τον Φραγκιά. Οι «φίλοι» όμως που κάνω τελευταία είναι συνήθως ξένοι όπως ο Μούζιλ, ο Μισόν, ο Ζέμπαλντ, ο Ροτ, ο Σελίν.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Με τη σειρά που τα διάβασα στη ζωή μου ξεκινάω από το «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» του Λουντέμη, περνάω στο «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» του Μάρκες και στο «Περί τυφλότητας» του Σαραμάγκου και καταλήγω στο «Βίοι ελάσσονες» του Μισόν. Σίγουρα δε θα είχα τις ίδιες εντυπώσεις αν τα διάβαζα τώρα, νομίζω όμως ότι με καθένα από αυτά τα βιβλία συναντήθηκα ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε. Δε θα μπορέσω επίσης ποτέ να ξεχάσω το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν και το «Εμβατήριο του Ραντέτσκυ» του Γιόζεφ Ροτ.
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Θα αναφέρω «Το μοιρολόι της φώκιας» και «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον». Τα θεωρώ αξεπέραστα. Αναζητώ επίσης τον τίτλο ενός εξαιρετικού διηγήματος του Καστίγιο που διάβασα πριν από αρκετά χρόνια σε κάποιο έντυπο που δεν μπορώ να θυμηθώ. Δε με πειράζει όμως, ξέρω ότι υπάρχει και ότι το έχω διαβάσει.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Με γοήτευσε από το πρώτο του κιόλας βιβλίο και συνεχίζει να με γοητεύει η γραφή του Ηλία Παπαμόσχου. Θυμάμαι επίσης ότι παρακαλούσα να μην τελειώσει η «Λούπα» του Φώτη Θαλασσινού όπως και η «Σκεπή» του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου.
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Νέα τους μπορεί να μην έχω, με ακολουθούν όμως συχνά. Όταν έγραφα το «Του κόσμου ετούτου» ερχόταν και με έβρισκε η πεσμένη στις μαργαρίτες της αυλής της γριά ψάλτρα, γύρω απ’ το ανήμπορο σώμα της οποίας ξετυλίγεται όλη η ιστορία. Τώρα, όσο κι αν επιμένω να του υπενθυμίζω ότι είναι περίοδος αργίας, δεν παύει να επιζητεί την προσοχή μου ο σημαδεμένος άντρας της, την ώρα που έχοντας το μαχαίρι του στο λαιμό του επταδάκτυλου παπά τους τον αναγκάζει να του δώσει την ευλογία του για να βουτήξει για το σταυρό στο μανιασμένο ποτάμι. Υπάρχει επίσης κι ο κουλουρτζής Μπαμπανίκης από το «Όλα τα λάφια». Είχαμε περπατήσει παρέα ένα βράδυ που δεν ήμουν στα σπουδαία μου από ψηλά στην Αγία Παρασκευή ως κάτω στην Κηφισίας. Κι ακόμα εκείνη η κακομοίρα η Τούλα από το «Χοιρινό με λάχανο». Συμβαίνει καμιά φορά να νομίζω ότι τη βλέπω στο δρόμο, πάντα όμως συνειδητοποιώ τελικά ότι έκανα λάθος. Δεν ξέρω γιατί, θυμήθηκα την «Εφεύρεση του Μορέλ» του Κασάρες τώρα. Νομίζω ότι οι ήρωές μου είναι καταδικασμένοι να πηγαινοέρχονται ξανά και ξανά επαναλαμβάνοντας τα ίδια μέσα στα περιορισμένα όρια της ιστορίας τους και γι’ αυτό ίσως να αισθάνονται ασφυκτικά και να προσπαθούν να διαμαρτυρηθούν.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Όποτε συναντώ κάποιον χαρακτήρα που με γοητεύει, ζηλεύω που δεν είναι δικός μου. Ξεπερνιέται, ας πούμε, ο Ρασκόλνικοφ ή η μαντάμ Μποβαρύ; Πάντως με κανέναν ποτέ δεν κατάφερα να ταυτιστώ όπως με τον Μέλιο από το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα». Ήμουν όμως δεκατεσσάρων και μπορούσα τότε. Και μια και γυρίσαμε τόσο πίσω, να σας εκμυστηρευτώ ότι στα δεκαοχτώ μου υπήρξα σφόδρα ερωτευμένος με τη Μαρίνα των βράχων. Ακόμα τη σκέφτομαι.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Ναι, σε πολλά, ακόμα και δημοσίως, μολονότι ντρεπόμουν αρκετά γι’ αυτό. Ένιωθα κάπως σαν να ήμουν γυμνός, πίσω όμως δεν έκανα. Τελικά όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Παρόλ’ αυτά, χωρίς προσωπικό χώρο και απομόνωση, δε νομίζω ότι θα μπορούσα να λειτουργήσω μακροπρόθεσμα. Λογικό δεν είναι;
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Μ’ αρέσει –δε νομίζω ότι μπορώ να κάνω κι αλλιώς δηλαδή– να ξεκινάω κι όπου βγω. Να ξεκινάω από μια σύντομη φράση ή από μια εικόνα που έχει καρφωθεί στο μυαλό μου. Το «Του κόσμου ετούτου» για χρόνια ήταν μόνο η εικόνα της πεσμένης στις μαργαρίτες γριάς ψάλτρας, με τα ολόλευκα μακριά μαλλιά της αφημένα στον αέρα και το δαιμονικό γαντζωμένο πάνω τους. Τίποτα άλλο. Ήξερα όμως ότι η ιστορία ήταν κρυμμένη εκεί μέσα και ότι όφειλα να την ανακαλύψω. Σπανίως γνωρίζω, ακόμα και όταν έχω προχωρήσει αρκετά, τι θα συμβεί παρακάτω. Και δεν μπορώ ποτέ να φτάσω στο τι θα πω, αν ταυτόχρονα δε βρω το πώς θα το πω. Όταν μπλοκάρω, επιμένω ανοήτως να χτυπιέμαι στο γραφείο μου κι όταν κάποια στιγμή το συνειδητοποιώ αυτό, με παίρνω με το ζόρι απ’ το χεράκι και με βγάζω μια βόλτα.
Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Κατά την ανάγνωση πάντα, κατά τη γραφή ποτέ. Όταν διαβάζω είναι σαν να ζητάω επίμονα συντροφιά, όταν γράφω είναι σαν να μη θέλω να δω άνθρωπο μπροστά μου. Εγωιστικό και αυτάρεσκο ίσως, δεν αντιλέγω. Όσο για μουσικές επιλογές, παρήλθε ο καιρός που διάλεγα τι θα βάλω στο σιντί ή στο πικάπ. Τώρα απλώς μου αρέσει να ακούω ραδιόφωνο και συχνά προτιμώ το «Τρίτο».
Το πρώτο σας πεζογραφικό βιβλίο «Χοιρινό με λάχανο» καλολογήθηκε δεόντως από αναγνώστες, επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Μετά εξαφανιστήκατε. Ποιος ο λόγος, ποιες οι ασχολίες σας;
Μολονότι δε βλέπω το κακό σε αυτό, δε θα έλεγα ότι εξαφανίστηκα. Έκανα πεντέμισι χρόνια να βγάλω βιβλίο, είχα όμως δημοσιεύσεις διηγημάτων σε περιοδικά, όπως και στον πρώτο τόμο της σειράς Hotel από τις εκδόσεις Πατάκη («Με τον Γ. Μ. Βιζυηνό, αλλά και χωρίς αυτόν»). Μπορούσα να έχω εκδώσει ένα βιβλίο με διηγήματα δυο τρία χρόνια πριν από το «Του κόσμου ετούτου», μάλλον όμως θα το κάνω εκ των υστέρων. Η αλήθεια είναι ότι κυρίως έγραφα αυτό το διάστημα και δεν είχα ούτε τη διάθεση ούτε το χρόνο να βγω προς τα έξω.
Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
«Του κόσμου ετούτου» όπως προείπαμε, από τον «Κέδρο», μυθιστόρημα. Η ιστορία είναι από τη Θράκη, την πατρίδα μου, και μιλάει για ένα ποτάμι, ευνόητο ποιο. Οι ήρωες βγαίνουν κατευθείαν από την παιδική μου ηλικία, είναι μορφές υπαρκτές που ανακάλεσα και μου αφηγήθηκαν την αλλόκοτη ιστορία τους. Ο κουτσός γκαϊντατζής και ο πατέρας του που του έκοψε το πόδι και του έφτιαξε την γκάιντα μ’ αυτό, η στέρφα μαμή που τη σκότωσε ο άντρας της, ο σημαδεμένος από τη σφαγή του βουβαλιάρης που παντρεύτηκε την ψάλτρα, η ψάλτρα τέλος που την ίδια μέρα έχασε πρώτα το αβάφτιστο βρέφος της και μετά τον άντρα της στο ποτάμι κι έζησε χρόνια μονάχη με το αμίλητο δαιμονικό να πεταρίζει από γύρω της. Κι όλα αυτά μέσα στο διωγμό από τους αλλόπιστους, στο αναγκαστικό πέρασμα από την όχθη της γέννησής τους στην όχθη του θανάτου τους. Τα όσα γίνονται μπορεί να τα έχω επινοήσει, είναι όμως κατά κάποιο τρόπο αυτά που έβλεπα και άκουγα και φοβόμουν και αγαπούσα ως παιδί μαζί με την αίσθηση της οριστικής τους απώλειας. Είναι ο τόπος και ο χρόνος στον οποίο δε θα ξαναγυρίσω ποτέ. Η νοσταλγία της παιδικής ματιάς και η απάτη της μνήμης.
«Του κόσμου ετούτου» (Κέδρος, 2009) λοιπόν: Εδώ φτάνετε σε μια θυελλώδη χρήση της γλώσσας. Απαιτείτε τη μέγιστη προσοχή του διαβαστή, προτού κολυμπήσει σε πάσης φύσεως λέξεις, εκφράσεις και νοήματα. Πώς συνέβη όλο αυτό; Πόσο επίπονη ή μη ήταν η δημιουργία του; Τι πρέπει να γνωρίζουμε προτού εισέλθουμε;
Το βιβλίο είναι γεμάτο εικόνες που φτιάχνονται από λέξεις παράξενες. Σχεδόν στο σύνολό του είναι έμμετρο και με ιδιαίτερη γλώσσα, γλώσσα που απαιτεί, στην αρχή τουλάχιστον, κόπο. Έπρεπε όμως να γραφτεί έτσι, γιατί έτσι μόνο θα έλεγε αυτό που είχε να πει. Το περιεχόμενό του δεν είναι μόνο το τι συμβαίνει με τους ήρωες, είναι και το ύφος του και οι εικόνες που αυτό το ύφος φτιάχνει. Οι λέξεις του είναι επιλεγμένες μία προς μία. Αν αλλάξεις μια λέξη, αλλοιώνεται και η εικόνα την οποία αυτή η λέξη στηρίζει, αλλοιώνεται και το συμβάν το οποίο αυτή η λέξη εξιστορεί. Η συγγραφή του κράτησε περίπου εφτά χρόνια κι όταν το τέλειωσα ήμουν πανευτυχής που δε θα έγραφα πια. Το κλειδί για ορισμένους που δυσκολεύτηκαν ήταν να το διαβάσουν δυνατά, απαγγέλλοντάς το. Άλλοι πάλι το ξεκλείδωσαν μόλις βρήκαν το μέτρο ή τη μουσική του κι άλλοι ενέδωσαν από την πρώτη στιγμή στις εικόνες και τη γλώσσα του και προχώρησαν στην ιστορία, κι ας μην καταλάβαιναν όλες τις λέξεις. Υπάρχουν φυσικά και αυτοί που απλώς το εγκατέλειψαν.
Πώς βιοπορίζεστε;
Δούλευα χρόνια σε φροντιστήριο. Με το που τέλειωσα το βιβλίο έδωσα ΑΣΕΠ και τώρα ζω και δουλεύω ως φιλόλογος στη Σέριφο.
Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;
Το «Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο» του Νίκου Καρούζου. Και κάποιες μικρές ιστορίες του Φώκνερ.
Τι γράφετε τώρα;
Απολύτως τίποτα, ενάμιση χρόνο μετά ακόμα νιώθω μπουχτισμένος από το γράψιμο. Το έχω ρίξει (κυριολεκτικά) στο ψάρεμα. Αν είναι να έρθει, καλοδεχούμενο.
Τι άλλο θα θέλατε να σας ρωτήσουμε αλλά σας απογοητεύσαμε;
Αν έφτασα κάπου γράφοντας το «Του κόσμου ετούτου». Δεν ξέρω όμως να σας απαντήσω, οπότε μάλλον κι εγώ σας απογοητεύω. Ξέρω απλώς να πω ότι με τα μυαλά που έχω τώρα θεωρώ πως το να γράφεις δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. «Πρώτα έρχεται να ζεις. Τη φτώχεια γράφοντας μαθαίνεις της γραφής», που λέει κι ο Λορεντζάτος. Όταν γράφεις, ωστόσο, δε γίνεται να μη νιώθεις ότι κάνεις το πιο σημαντικό πράγμα που θα μπορούσες να κάνεις.