Μαρία Κουγιουμτζή – Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου;

Στην άκρη του πόνου κι ακόμα παραπέρα

…αισθάνθηκε τη φθορά των λόγων του και σταμάτησε. Ένα ανήσυχο χέρι βρήκε απ’ τη σκέψη του, μάζεψε τα λόγια και τα έκρυψε βιαστικά. (σ. 206)

Τα λόγια, με τη συνεχή επανάληψη, τα ένιωθε αποφλοιωμένα από κάθε νόημα, σαν να ξεφλουδίζονταν οι λέξεις, και τα γράμματά τους έπεφταν κάτω σαν πιτυρίδα. (σ. 184)

Πράγματι: στις οριακές καταστάσεις τα λόγια μένουν ήδη πίσω, αφήνοντας τις πράξεις να ολοκληρώσουν τα ειπωμένα και τα μη ειπωμένα. Κι όταν οι πράξεις είναι κατάφορτες και ξεχειλισμένες από βία και σκληρότητα, από θάνατο ή φθορά κι από τα ατυχή και αναπότρεπτα γυρίσματα της ζωής, δεν μένει παρά εκ των υστέρων πια να επανέλθουν οι λέξεις, αργοπορημένες κι αδύναμες να προλάβουν την καταστροφή αλλά αναγκαίες για να την διασώσουν στο χαρτί. Κάπως έτσι και τα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή αποτελούν βυθίσεις σε παντός είδους πόνους, εκδοχές φυσικού ή ψυχικού θανάτου, θεάσεις του αναπότρεπτου ή της σκληρότερης δυνατής ζωής.

Οι τρεις σελίδες του «Πρέπει» συμπυκνώνουν δυο διαφορετικές στάσεις ζωής (εκδίκηση – συγχώρεση) απέναντι σ’ έναν ανελέητο πατέρα – δυνάστη, ανήμπορο πλέον στα χέρια των δυο του κορών. Στις «Ενοχές» το ελάττωμα του μικρού κοριτσιού της σκληρότατης δεύτερης μητέρας του μετενσαρκώνεται ως νέμεση στο δικό της παιδί της. «Η ομορφιά που μορφάζει», «Το κοριτσάκι» και «Η άτυχη» συμπυκνώνουν στις λιγότερες δυνατές σελίδες την πλέον ανείπωτη βία.

«Τα κλειδιά» ηχούν τις αναπότρεπτες συνέπειες μιας τραγικής επιλογής. Ένας πατέρας λυγίζει από την κακομεταχείριση και προδίδει τους συντρόφους του και προδίδει κλείνεται στο σπίτι συντετριμμένος και μετανιωμένος, με τα μάτια του γυρισμένα προς τα μέσα πηγάδια του. Όταν αποφασίζει να βγει κανείς δε στέκεται μπροστά του, παρά μόνο κοιτάζεται μ’ εκτροχιασμένα μάτια πίσω από τις παραμερισμένες κουρτίνες. Ακόμα κι όταν δεν ζητά συγχώρεση αλλά τιμωρία, κι εκεί παραμένουν οι κουρτίνες κλειστές κι η ψυχή του άδεια.

Ένα ξένο μπαλκόνι αποτελεί τον πιο κατάλληλο τόπο αυτοχειρίας, όπως συμβαίνει με τον απρόσκλητο επισκέπτη που έρχεται από την απέναντι κλινική ηλικιωμένων σαν να κάνει το φυσικότερο πράγμα του κόσμου, για να υπενθυμίσει στην εμβρόντητη οικοδέσποινα την θλιβερή θέα του οικήματός τους, να της μιλήσει για την συμβίωση με την σάπια σάρκα και να της μεταφέρει τον απροκάλυπτα ωμό διάλογό του με τον διευθυντή: Τι θα κάνω μ’ εσένα, μου κουνάει το δάχτυλο ο διευθυντής. Αναστατώνετε και τους υπόλοιπους. Είναι πολύ απλό, του είπα, σκοτώστε μας όλους. Θα πάρει κακή φήμη η κλινική, είπε σκεφτικός, θα πάψουν να φέρνουν τροφίμους. Κάνετε λάθος, του είπα, το αντίθετο, θα τρέχουν σωρηδόν σ’ εσάς. Θα λύσετε ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Τι του μένει; Ούτε ο Θεός – Κι απ’ την άλλη…έχω την εντύπωση πως μεγαλώνει κι ο Θεός μαζί μας κι αλλάζει κι αυτός. Τρελαίνεται σαν κι εμάς. Ωριμάζει, ίσως να σαπίζει… – ούτε ο ορθολογισμός – Όλοι μας κουβαλάμε έναν Εβραίο κι έναν ναζί μέσα μας….ούτε τα όνειρα – ακόμα και στην ονειρική της επίσκεψη η νεκρή του κόρης του μεταφέρει την θλίψη της νέας της «κατοικίας» («Το μπαλκόνι»).

Αν γίνεται η αυτοχειρία να αποτελεί σωτηρία,  μπορεί και ο θάνατος να αποτελεί ευτυχία; Μπορεί, όπως «Ο θάνατος του στρατιώτη Μαβί» σ’ έναν πόλεμο που γινόταν χωρίς μίσος, χωρίς προσωπικό πάθος, απλώς σαν μια υπηρεσία όπως όλες οι δημόσιες υπηρεσίες, που απαιτούσε συνέπεια, υπακοή και αποτέλεσμα. Ο στρατιώτης που διακρίνει την ματαιότητα της πολεμικής ευτυχίας έναντι της άλλης, της ευτυχίας του να είσαι νεκρός δισεκατομμύρια χρόνια, σκέφτεται πως μπορεί ο θάνατος να είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μας, η πιο έντονη ηδονή …πριν χαθεί η συνείδησή του.

Εκείνο που στροβιλίζεται γύρω από τις περιοχές του άφατου κι αφάνταστου πόνου είναι μια πλήρης σχετικότητα των πάντων και ιδιαίτερα των όρων που ο ανθρώπινος έλεγχος και ο κοινωνικός έλεγχος όρισαν ως ανήθικο, ανώμαλο ή απαγορευμένο. Η όποια σκληρότητα ή και βία των χαρακτήρων δεν πηγάζει από τις κοινωνικές συνθήκες αλλά από τα ίδια τους τα βάθη τους, σαν να ανοίγει μια τρύπα και να ξεχειλίζει κάθε αρνητικό συναίσθημα που σιγόβραζε στα σωθικά τους. Ο ίδιος πόνος όμως μπορεί να προσφέρει και τη μέγιστη ευχαρίστηση, αποκαλύπτοντας και τις πλέον κρυμμένες μαζοχιστικές ή αυτοκαταστροφικές πλευρές του. Άλλοτε δεν υπάρχει πόνος, παρά ένας τρόμος που γίνεται γλυκός, ένα χάδι λιγωτικό, και μια σύγχυση ένοχη αλλά ηδονική, όπως στον  «Εραστή της λαίδης Τσάτερλη». Η «συγκίνηση» του άσεμνου βιβλίου που διαβάζει, αλλά και κάθε μελλοντικού της αναγνώσματος, συμπίπτει με την «συγκίνηση» της τιμωρίας που επιφυλάσσεται στο μικρό κορίτσι που τόλμησε και διάβασε σελίδες άσεμνου βιβλίου, από τον θείο της.

Εν τέλει ακριβώς εκείνη η διαρκής διαμάχη ανάμεσα στο ναι και το όχι, που ειπώθηκε ή δεν ειπώθηκε στις οριακές στιγμές να είναι το απόσταγμα και των δικών μας ζωών. Μια άλλη μικρή ηρωίδα εδώ όλο λέει ναι, ενώ σχεδόν πάντα θέλει να λέει όχι. Το μόνο ναι που εννοεί πραγματικά αφορά την περιοχή όπου βρίσκεται το σπίτι της θείας της. Αυτό το ναι το κρατάει για τον εαυτό της, φοβάται ότι θα το χάσει αν το πει, γι’ αυτό σιωπή, ό,τι δεν ξέρουν οι άλλοι είναι ασφαλές. Οι ξαδέλφες την μυούν σε μυστικά μέρη κι ακόμα μυστικότερα παιχνίδια: οι λέξεις βουίζουν ολόγυρά της, ζεστά χέρια που χαϊδεύουν. […] Το σεντόνι τα σκεπάζει όλα. Και τα ναι και τα όχι. Με την ενηλικίωση η ξαδέλφη την εισάγει και στα της ερωτικής προσέλκυσης, ώσπου χώνεται μέσα σ’ εκείνο το σύννεφο της παραφοράς, όπου σχοινιά την ανεβάζουν και αιώρες την κουνούν πάνω από έναν γκρεμό που ο ίλιγγός του τη γοητεύει. …την αφήνει μετέωρη χωρίς ναι και όχι. Υπάρχει ένα ατέλειωτο άφημα σ’ αυτή την έλλειψη του ναι και του όχι. Νοιώθει σαν εκείνο τον κόκκο της σκόνης στο φως του ήλιου….(«Οι ξαδέρφες»).

Δεκαετίες μετά το ξύπνημα του ερωτικού συναισθήματος, τη θύελλα γλυκασμούς και ερέβη, το όχι στην ξαδέλφη (που έχασε την ορμή και την ανεξαρτησία του ελεύθερου ωραίου ζώου κι έγινε «ζώο οικόσιτο, εξημερωμένο») και τον χωρισμό των δρόμων τους, δεν μένουν παρά οι φωτογραφίες με τα πρόσωπά τους γελαστά, ανέμελα, ανύποπτα για τις ρωγμές που θα υποστούν, θα φθαρούν πιο γρήγορα κι απ’ το χαρτί της φωτογραφίας. Κι όταν στο κρεβάτι του γηροκομείου αναλογίζεται την φύση του ερωτικού ρίγους και βυθίζεται στο γλυκό μούδιασμα του ύπνου, προφέρει το οριστικό ναι, σε μια από τις αισθαντικότερες λογοτεχνικές περιγραφές της αποδοχής του Αναπότρεπτου.

Αλλά το χρώμα των τριανταπέντε ολιγοσέλιδων διηγημάτων δεν είναι μόνο μαύρο, ένα μαύρο άλλωστε που ποτέ δεν σου μαυρίζει τη ψυχή, αντίθετα σου ανοίγει ορθάνοιχτο παράθυρο μέσα σε έναν αληθινό κόσμο που οφείλεις να δεις και σ’ έναν λόγο που σου προσφέρει την πιο γλυκιά παραμυθία. Κάποτε επικρατούν εδώ άλλα χρώματα, εκείνα που αποκτά η νοσταλγία και η ο Χρόνος που γίνεται Κρόνος και μας καταβροχθίζει. Δεν χωρίζει κανείς απ’ αυτά που έχει αγγίξει. Υπάρχει μια μετάγγιση, ένα νήμα που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και δένει τα πράγματα. Πάντα εισχωρεί μέσα σου κάτι απ’ αυτό που ακούμπησε το βλέμμα σου και κάτι αναχωρεί από σένα για να το ανταμώσει («Διαζύγιο»).

 Άλλωστε, τώρα ακόμα κι οι φωτογραφίες αρνούνται τους νεκρούς. Είναι έγχρωμες, γελαστές, λάμπουν τα πρόσωπα, λες κι είναι σε τραπέζι γιορτής και όπου να ’ναι θα γυρίσουν σπίτι. Ενώ οι παλιές, οι ασπρόμαυρες, που κιτρινίζουν με τα χρόνια, φύγανε, φωνάζουν, πάνε, δεν θα γυρίσουν πια («Το Μπαλκόνι»).

 Πόσο σπάνιο, η σκληρότητα να γράφεται με τέτοια τρυφερότητα!

Εκδ. Καστανιώτη, 2011, σ. 212.

Θελκτικές προσόψεις ωραίων εκδόσεων, 53

 

 

 

 

 

 

 

 

Περιοδικό Υπόστεγο, τεύχη 1 (Ιούνιος 1987), 4 (Νοέμβριος 1988), 6 (Καλοκαίρι 1992), Καβάλα.

Η αίσθηση του χειροποίητου και η υποδειγματική αισθητική της πρόσοψης: δυο από τις θεμέλιες αρετές των περιφερειακών λογοτεχνικών περιοδικών – πνευμόνων της εν τω γίγνεσθαι ελληνικής λογοτεχνίας.