Στο αίθριο του Πανδοχείου, 81. Ευγενία Μπογιάνου

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα των δυο βιβλίων σας;

«Το μυστικό» εκδόθηκε το 2004 από τις εκδόσεις Ροές. Είναι μια συλλογή διηγημάτων με κεντρικό άξονα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, καταστάσεις απώλειας, προδοσίας, εκδίκησης, πάθους στη ζωή ανθρώπων ασήμαντων και καθημερινών.

Η πρόσφατη «Κλειστή πόρτα» από τις εκδόσεις Πόλις είναι μια σειρά διηγημάτων για ανθρώπους που διασταυρώνονται μεταξύ τους χωρίς να συναντιούνται και που αποτελούν το καθημερινό μας σύμπαν.

Για ποιο λόγο επιλέξατε τη φόρμα του διηγήματος;

Επιλέγουμε τις φόρμες ή μας επιλέγουν; Όπως και να έχει μου αρέσει να διαβάζω και να γράφω διηγήματα. Η πυκνότητα που απαιτείται και η ένταση που πρέπει να εκδηλώνεται στην περιορισμένη έκταση του διηγήματος με γοητεύει και με προκαλεί.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Φυσικά οι προτιμήσεις μου αλλάζουν κατά καιρούς, όμως μερικές αξίες παραμένουν ίδιες. Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ, Κάφκα, Πόε, Γουλφ, Μωπασάν, Σάμπατο, Ναμπόκοφ, Κάρβερ, Ντίκινσον, είναι μερικές από αυτές. Επίσης Σολωμός, Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Χατζής, Κουμανταρέας, Νόλλας, Κυριακίδης, Παπαδημητρακόπουλος, Γονατάς, Πανσέληνος, Δούκα.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Αισθηματική αγωγή (Φλωμπέρ), Η δίκη και Η μεταμόρφωση (Κάφκα), Η βουή και το πάθος (Φόκνερ), Εκατό χρόνια μοναξιά (Μάρκες), Περί ηρώων και τάφων (Σάμπατο), Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ (Ναμπόκοφ), Το λευκό όρος (Σεμπρούν), Κάτω από το ηφαίστειο (Lowry), Οι υπνοβάτες (Μπροχ), Η καρδιά του σκότους (Κόνραντ), Στο Φάρο (Γουλφ), Μπούντενμπροκ (Τόμας Μαν), Αλεξανδρινό Κουαρτέτο (Ντάρελ), Το ταξίδι στην άκρη της νύχτας (Σελίν), Τρόμος (Μακάνιν), Ο δρόμος (Μακ Κάρθυ), Οι ξεριζωμένοι (Sebald), Δούναβης (Μάγκρις).

Το κιβώτιο (Άρης Αλεξάνδρου), Επιτάφιος θρήνος (Γιώργος Ιωάννου), Βιοτεχνία υαλικών (Μ. Κουμανταρέας), Το πλατύ ποτάμι (Γιάννης Μπεράτης), Το τέλος της μικρής μας πόλης και Το διπλό βιβλίο (Δ. Χατζής), Η μητέρα του σκύλου (Μάτεσις), Ονειρεύομαι τους φίλους μου (Νόλλας), Η βραδυπορία του καλού (Δημητρίου), Θερμά θαλάσσια λουτρά (Παπαδημητρακόπουλος), Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν  (Βαλτινός), Και με το φως του λύκου επανέρχονται (Ζ.Ζατέλη).

Είναι τόσα πολλά τελικά που θα μπορούσα να γεμίσω σελίδες. Γι’αυτό σταματώ εδώ.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Τα διηγήματα του Τσέχωφ, του Πόε, του Κάρβερ. Ο Μπόρχες. Οι Δουβλινέζοι του Τζόις. «Η ιστορία του περιστεριώνα μου» του Μπάμπελ. Ο Καλβίνο.

Φυσικά όλος ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, «Το γατί» του Μητσάκη, Το «Πίστομα» του Θεοτόκη, ο Μάριος Χάκκας, «Η προετοιμασία» του Γονατά, τα κομψοτεχνήματα του Παπαδημητρακόπουλου, ο Νόλλας, ο Κυριακίδης και ο Σκαμπαρδώνης.

Πάντως από τον Τσέχωφ μέχρι τα αστυνομικά διηγήματα του Χάμετ και του Τσάντλερ και από τον Παπαδιαμάντη και το Βιζυηνό μέχρι το Νόλλα και το Μηλιώνη ο δρόμος είναι πάρα πολύ μακρύς.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Ο Χρήστος Οικονόμου με το εξαιρετικό «Κάτι θα γίνει θα δεις», η Κάλια Παπαδάκη, ο Σπύρος Γιανναράς και οι λίγο παλιότεροι Ηλίας Παπαμόσχος,  Κώστας Καβανόζης και  Πέτρος Κουτσαμπασιάκος.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Όσο γράφω για αυτούς τους κουβαλάω πάνω μου. Μπορεί και για αρκετό καιρό. Τους εγκαταλείπω αμέσως μόλις θεωρήσω πως τους ολοκλήρωσα.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Γκρέγκορ Σάμσα και ο πρόξενος Φέρμιν.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Έχω πάντα μαζί μου χαρτί και μολύβι. Σημειώνω ιδέες, γράφω φράσεις που άκουσα ή που σκέφτηκα οπουδήποτε κι αν βρίσκομαι. Την ολοκληρωμένη του μορφή όμως το κείμενο την παίρνει πάντα στο γραφείο μου.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Δεν πιστεύω τόσο σε αυτό που λέγεται έμπνευση. Πιστεύω πως το πιο σημαντικό είναι η παρατήρηση. Παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου, τις κινήσεις των ανθρώπων, τις χειρονομίες, τα βλέμματα, πράγματα φευγαλέα που όμως για κάποιο λόγο με συγκινούν.

Συνήθως έχω στο μυαλό μου μια εικόνα, καθώς η πρωταρχική μου ιδιότητα έχει να κάνει με τη φωτογραφία. Θέλω να φωτίσω λοιπόν αυτή την εικόνα με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να στρέψω το βλέμμα προς τα εκεί που επιλέγω εγώ, προς αυτό το κάτι, το μικρό συνήθως, που σε άλλη περίπτωση δεν θα τραβούσε την προσοχή.

Άλλοτε η αφετηρία μου είναι μια φράση που άκουσα ή κομμάτια εκφράσεων από διηγήσεις άλλων. Φράσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μου και που με τη σειρά μου θέλω να αφηγηθώ την ιστορία τους.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Γράφω συνήθως νωρίς το πρωί, στον υπολογιστή, σε απόλυτη ησυχία, με τη συνοδεία καφέ.

Ακούω κλασική μουσική και τζαζ. Ποτέ όμως γράφοντας ή διαβάζοντας.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Από τα ενεργά το «Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη και η «Λέξη» του Θ. Νιάρχου και του Α. Φωστιέρη.  Σταθερές αξίες.

Από τα «μη ενεργά» ο «Εκηβόλος» του αξέχαστου Βασίλη Διοσκουρίδη. Πρωτοποριακό και κλασικό συγχρόνως.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε; 

Θα έγραφα για τον Μιχαήλ Μητσάκη.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Πολλές φορές μια εικόνα ή συχνότερα ή ατμόσφαιρα μιας ταινίας μου δίνουν το ερέθισμα για να γράψω. Παρακολουθώ μετά μανίας σύγχρονο κινηματογράφο. Τελευταία ταινία που με γοήτευσε, Το λιμάνι της Χάβρης του Καουρισμάκι. Ζηλευτή απλότητα. Κανένα στολίδι. Μια απλή ιστορία ειπωμένη με την πιο χαμηλότονη τρυφερότητα.

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Δεν γράφω και δεν έγραψα ποτέ ποίηση, γιατί δεν έχω την ικανότητα να το κάνω.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

«Μπάρτλμπυ, ο γραφέας» του Μέλβιλ.

Τι γράφετε τώρα; 

Γράφω διηγήματα.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Αν έχω σκεφτεί να γράψω μυθιστόρημα; Ναι, το έχω σκεφτεί.

Λίνα Πανταλέων – Θαυμαστικά και αποσιωπητικά

Η λογοτεχνημένη κρίση

Η λογοτεχνική κριτική οφείλει να είναι υποκειμενική, όχι μόνο για τη διασφάλιση άλλοθι αλλά πρωτίστως για να λαμβάνει υπόψη πως υπόκειται στο κείμενο. Η ανάγνωση οφείλει να υποτάσσεται στο κείμενο, να ακολουθεί και όχι να προτρέχει. […] Κάθε λογοτεχνικό βιβλίο διαθλάται καθώς το διαβάζουμε μέσα από ασύνειδες προσδοκίες, αμφιβολίες, προηγούμενες διαψεύσεις και εκπλήξεις, εν ολίγοις διαβάζεται μέσα από το φίλτρο όλων των σελίδων που έχουν διαβαστεί πριν από αυτό…

γράφει η κριτικός στο συστατικό σημείωμά της, προοικονομώντας τη μορφή της κριτικής που υποστηρίζει και που, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι και η μόνη που αξίζει να υπάρχει. Όμως πέρα από αυτό το στοιχείο, δυο πρόσθετες αρετές της κριτικής της γραφής κάνουν αυτή τη συλλογή αξιανάγνωστη. Από τη μία, το έργο του εκάστοτε συγγραφέα παρουσιάζεται συνολικά, πάντα σε συνάρτηση με το υπό κρίση βιβλίο, αλλά και με ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα της κάθε πλοκής, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να αισθάνεται πως πλοηγείται εν τάχει στους μυθοπλαστικούς κόσμους του συγγραφέα. Από την άλλη η γλώσσα εδώ βρίσκει ένα πρόσφορο πεδίο να αναπτυχθεί με απολαυστικό τρόπο, αναζητώντας μέσα από την αστείρευτη γλωσσική μας δεξαμενή τις ιδανικότερες λέξεις, εμπλουτίζοντας την εκφραστική της με σύμπλοκα και γενικά δημιουργώντας ένα κείμενο που από μόνο του παρουσιάζει και γλωσσικό ενδιαφέρον. Στο τέλος ο αναγνώστης έχει περιηγηθεί στην λογοτεχνία του συγγραφέα με ένα απαιτητικό αλλά απολαυστικό κείμενο.

Στο έργο του Γιάννη Μακριδάκη, πέρα από μυθοπλασίες που μοιάζουν «δοξολογίες στην ηθική» και σελίδες – «εικονοστάσια καλόψυχων και ενάρετων ανθρώπων», η κριτικός διαπιστώνει τον προσχηματικό χαρακτήρα μιας πρόχειρα σχεδιασμένης θεματολογίας, την επανάληψη κοινών μοτίβων και την κατάχρηση συγκινησιακής φόρτισης, που συχνά απολήγει σε θρηνητική φρενίτιδα και σπαραξικάρδιες φαιδρότητες, κρίνοντας πως ο συγγραφέας βιάστηκε με ασθματικές εκδόσεις να κατοχυρώσει μια συγγραφική ταυτότητα. Παραθέτοντας συγκεκριμένα χωρία (συνήθης μορφή των κειμένων της) διατυπώνει τις αντιρρήσεις της για την, ανεπίτρεπτη σε ορισμένες περιπτώσεις, συνάρτηση της μυθοπλαστικής συνθήκης με τη νωπή επικαιρότητα, ορισμένους απλοϊκούς συσχετισμούς και παιδαριώδεις παραλληλισμούς και τις παρεμβάσεις με επεξηγηματικά σχόλια σε προφανείς συλλήψεις. Όσον αφορά την «προφορική» του γλώσσα γράφει: στη λογοτεχνία προφορικότητα σημαίνει επίμοχθη επεξεργασία του προφορικού λόγου και όχι άκοπη αναπαραγωγή του. Η προφορικότητα στον γραπτό λόγο δεν είναι γλωσσική ευκολία αλλά υφολογική επεξεργασία.

Για την Άλωση της Κωνσταντίας ειδικότερα, βασικά προβλήματα εντοπίζονται αφενός στην προβληματική οπτική και τις κραυγαλέες κοινοτοπίες όσον αφορά τις σχέσεις των δύο όμορων λαών [Ελλήνων και Τούρκων] και τον γλυκερό εναγκαλισμό του «Άλλου» κι αφετέρου σε μυθοπλαστικές ασυνέπειες και απίθανες συμπτώσεις που καταστρατηγούν κάθε σύμβαση περί αληθοφάνειας και οδηγούν σε υπολειτουργία κάθε κοινή λογική. Σε κάθε περίπτωση, ο Μακριδάκης, που εξαρχής προσανατολίζεται στην χορεία κείνων που αρύονται από τον γενέθλιο τόπο τους για να ζωογονήσουν τα μυθοπλαστικά τους τοπία και τα ψυχικά φορτία των χαρακτήρων τους αντιμετώπισε κάτι πολύ δύσκολο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, την ανεπιφύλακτη αποδοχή και δείχνει να βιάζεται να σπαταλήσει και να τσαλαπατήσει τις δυνατότητές του. Ενδεχομένως, καταλήγει η Πανταλέων, από τη στιγμή που τα χειροκροτήματα δεν έπαυσαν να καλωσορίζουν κάθε νέα έκδοση, ο συγγραφέας να έχει όλο το δίκιο με το μέρος του.

Η βασική ένσταση όσον αφορά τις Λοξές ιστορίες αλλά και παλαιότερα έργα του Παναγιώτη Κουσαθανά είναι το γεγονός ότι επί δεκάδες διηγήματα ο συγγραφέας σπαράζει για την κακοποίηση της γενέτειράς του και την αχρειότητα πολλών εκ των συντοπιτών του. Ο ακαταδάμαστος θυμός τους για τα εκτρωματικά ήθη που άλωσαν τον γενέθλιο τόπο σπάνια καταφέρνει να μεταποιηθεί σε μυθοπλαστική σύλληψη ενώ η επίμονη επίκληση της μνήμης συντείνει στη μονοτονία των διηγημάτων και στην συγγραφική αγκύλωση. Στο τέλος οι αιτιάσεις του συγγραφέα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με τα δονκιχωτικά πυρά κατά των ανεμόμυλων και ατέρμονη αλυσίδα παραινέσεων, επαναλαμβανόμενων επικήδειων και καταγγελιών γίνεται ο βρόχος του αναγνώστη. Όμως η λογοτεχνία ιδωμένη μονομερώς ως πεδίο κατήχησης έχει κόψει εξαρχής τις γέφυρες επικοινωνίας με τον αναγνώστη, στο μέτρο που ο κατηχητής σπανίως διερωτάται για την αλήθεια την οποία κηρύσσει. Εκείνο που επιδεινώνει την επιλογή του συγγραφέα να μιλήσει «από άμβωνος» και επαγωγικά την αδιαφορία του για ένα προσχηματικό, έστω, λογοτεχνικό ντύμα που θα προσέδιδε θέρμη και ζωηρότητα στα κηρύγματά του, είναι οι υφολογικά συναφείς αναφορές στη γραφή που την παρουσιάζουν σαν ιερό καθήκον και καθαρτήρια δοκιμασία. Η καλλιέπεια και τα λεκτικά συνταιριάσματα δεν μπορούν να υπερκεράσουν την πληκτικότητα όσων λένε.

Στα έργα του Χρήστου Χρυσόπουλου (Ο βομβιστής του Παρθενώνα) ο θάνατος αποτελεί ένα σταθερό μοτίβο της προβληματικής του ενώ το αστικό τοπίο αποτελεί ένα «παράλογο άσυλο» που υποθάλπει τις εμμονές, τα πάθη και τις νευρώσεις των χαρακτήρων· είναι ο τόπος της εξώκοσμης ιδιώτευσής τους, τους δημιουργεί την καθησυχαστική εντύπωση της διαφυγής. Ο πεζογραφικός του κόσμος είναι ένας κόσμος εμμονών, όπου οι χαρακτήρες πλαταίνουν ολοένα την εσωτερική τους ζωή και ιχνηλατούν στο ημίφως όπου ζουν ένα αυστηρά ιδιωτικό, μονήρες σύμπαν. Η πολεοδομία αυτών των πόλεων δεν συνίσταται παρά σε επτασφράγιστα δωμάτια, προορισμένα αποκλειστικά για μυθοπλαστικές υπάρξεις με συμπτώματα ανίερου μαζοχισμού, για χαρακτήρες που μετεωρίζονται μεταξύ ονειροφαντασίας και πραγματικότητας, σε μια διαρκή αμφιταλάντευση της γραφής ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η σύγκριση της νέας αναθεωρημένης έκδοσης του βιβλίου με την προ δεκαπενταετίας παλαιότερη.

Στην περίπτωση του Αχιλλέα Κυριακίδη (Κωμωδία) η γλώσσα, πανούργα, δαιμόνια στην καταδολίευση, καθ’ έξιν αμφίσημη, ανείπωτα πλαστική και με δεξιοτεχνία στην έκπληξη, ασπαίρει στα κείμενά του απαυγάζοντας την τόλμη της ευρηματικότητάς του και την ίδια στιγμή σκιάζοντας τους κόπους των επιτεύξεών της. Πέρα από την γλωσσική εντέλεια των γραπτών του και τα ευφυή ψεύδη της γραφής που δυναμιτίζουν σχεδόν σε κάθε φράση την αληθοφάνεια, στα γραπτά του το παρελθόν αποδεικνύεται ο πιο αφερέγγυος χρόνος, στο μέτρο που επαφίεται στη μνήμη, και μνήμη ίσον επινόηση και αυταπάτη, «η μόνη δυνατότητα που διαθέτει ο άνθρωπος για να εξαπατά το χρόνο», όπως έγραψε ο συγγραφέας στη Μικρή του περιοχή.

Όμως και η προηγούμενη συλλογή κριτικών της Λ.Π. (Αναγνωστικά Δικαιώματα, βλ. εδώ) έτσι και ετούτη συγκεντρώνει τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νέα Εστία. Παρουσιάζονται ακόμα τα βιβλία: Η Εβραία νύφη (Νίκος Δαββέτας), Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα (Ρέα Γαλανάκη), Πατρίδα από βαμβάκι (Έλενα Χουζούρη), Απόψε δεν έχουμε φίλους (Σοφία Νικολαΐδου), Το ξυπόλητο σύννεφο (Τάκης Θεοδωρόπουλος), Σναφ (Ελένη Γιαννακάκη), Τα σακιά (Ιωάννα Καρυστιάνη), Ο τελευταίος Βαρλάμης (Θανάσης Βαλτινός), Η φάρσα (Έρση Σωτηροπούλου).

Εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 401.

Φωτογραφία της κριτικού: Ηλίας Κοσίντας.