Αρχείο για Δεκέμβριος 2012

30
Δεκ.
12

Ρομπέρτο Μπολάνιο – 2666

2666,0 ο αριθμός του κτήνους

Τόπος: Σιουδάδ Χουάρες, έρημος Σονόρα, «Σάντα Τερέζα», σύνορα Μεξικού και ΗΠΑ. → Μικρογραφία του βάναυσου κόσμου, υπόδειγμα εργασιακής εκμετάλλευσης, φυτώριο βίας. Εδώ λειτουργούν οι βιομηχανίες που συναρμολογούν τα μηχανικά προϊόντα με το πλέον ελάχιστο κόστος, εδώ ο Νότος αναπνέει τις αναθυμιάσεις του Βορρά. Εδώ τα θύματα φροντίζουν για την ωραιοποίηση του κόσμου των θυτών, εδώ οι άνεργοι του κόσμου μαζεύονται στην κυψέλη με εντολή να επιβιώσουν. Και παντού τριγύρω, οι πληγές του υπερμοντέρνου κόσμου μπορούν να χαίνουν ελεύθερα: πολιτική, διαφθορά (πάνε πάντα μαζί), ναρκωτικά, πορνεία, τράφικινγκ, εκμετάλλευση, μετανάστευση, παραβατικότητα, δολοφονίες.

1 - bolano-1970Γύρω από αυτό το εφιαλτικό και απόλυτα πραγματικό κέντρο του κόσμου αναπτύσσονται τα πέντε κεφάλαια του τελευταίου [ανολοκλήρωτου] βιβλίου που έγραψε ο Μπολάνιο· κεφάλαια που στην ουσία αποτελούν πέντε αυτόνομα μυθιστορήματα που απορρόφησαν την τελευταία πενταετία της ζωής του, τότε που ο συγγραφέας με μανία συγγραφής προσπαθούσε να προλάβει τον χρόνο που γνώριζε καλά πως τον κυνηγούσε. Το τετρασέλιδο σημείωμα του φίλου και διαχειριστή του Μπολανιακού Έργου Ιγνάσιο Ετσεβαρρία που δημοσιεύεται ως επίμετρο είναι διαφωτιστικό: το 2666 δεν κατασκευάστηκε από την ένωση των πέντε μυθιστορημάτων αλλά αποτέλεσε εξ αρχής το μέγιστο συγγραφικό σχέδιο του Μπολάνιο, που έβλεπε όμως τον επερχόμενο θάνατο και θεώρησε πιο άνετο και επικερδές, τόσο για τους εκδότες του όσο και για τους κληρονόμους του να εκδοθεί σε πέντε ανεξάρτητα μέρη. Τα επιχειρήματα του Ετσεβερία συντείνουν στην θεώρηση του 2666 ως ενός ενιαίου, τεράστιου μυθιστορήματος που αποτέλεσε τον φιλόδοξο στόχο του συγγραφέα, ο οποίος είχε ήδη δοκιμαστεί στην διηγηματογραφία και ήθελε να ξεπεράσει τους Άγριους Ντετέκτιβ.

4Αναμφίβολα το πλέον αναπάντεχο κομμάτι του βιβλίου είναι το τέταρτο, τα Εγκλήματα, «εμπνευσμένο» από αληθινή εφιαλτική ιστορία που στοίχειωσε τον ίδιο χώρο δυο δεκαετίες πριν: τις εκατοντάδες δολοφονίες, κακοποιήσεις και βιασμούς νεαρών γυναικών, εργατριών στις μακιλαδόρες της Βιομηχανικής Ζώνης. Η λεπτομερής, κλινική καταγραφή των θυμάτων μοιάζει σαν το λογοτεχνικό είδωλο των αντίστοιχων ιατροδικαστικών εκθέσεων, καθώς τα φρικιαστικά τεκμήρια των νεκρών σωμάτων συνδιαλέγονται με τα θραύσματα της σύντομης ζωής τους. Ιδωμένη όμως από ψηλά, η κάθε βιασμένη και νεκρή δεν είναι παρά ένα ακόμα περιστατικό, ένα ακόμα κενό όνομα στον ατέλειωτο μαύρο κατάλογο των θυμάτων του κόσμου, κι ακόμα βαθύτερα, των απόλυτων θυμάτων του κόσμου, που είναι οι γυναίκες, στην αέναη κατασκευή γενεαλογικών δέντρων βιασμένων σωμάτων, παιδιών γεννηθέντων από βιασμό, που με τη σειρά τους θα βιαστούν με την ίδια ταχύτητα που κυλούν τα λεπτά των ρολογιών. Τα βίτσια των ανθρώπων είναι ανεξιχνίαστο μυστήριο αποφαίνεται ο ιατροδικαστής. Να μια Ιστορία του Κόσμου: η απόλυτη μοίρα των πλέον καταφαγωμένων θυμάτων του, των γυναικών. Εκφρασμένη ιδανικά από έναν περιφερόμενο των Εγκλημάτων: Οι γυναίκες είναι σαν τους νόμους, έγιναν για να παραβιάζονται.

Mexico01Όταν ρωτήθηκε για να εξηγήσει καλύτερα, είπε ότι μια κοινή και συνηθισμένη δολοφονία (παρότι δεν υπήρχαν κοινές και συνηθισμένες δολοφονίες) κατέληγε πάντα σχεδόν με μια εικόνα υγρή, μια λίμνη ή ένα πηγάδι που πρώτα σκίζεται και μετά ηρεμεί, ενώ οι φόνοι στη σειρά, όπως αυτοί στη συνοριακή πόλη, προξενούσαν μια εικόνα βαριά, από μέταλλο ή ορυκτό, μια εικόνα που έκαιγε, λόγου χάρη, έκαιγε κουρτίνες, και χόρευε, όμως όσο περισσότερες κουρτίνες έκαιγε, τόσο πιο σκοτεινό γινόταν το δωμάτιο ή η αποθήκη ή ο αχυρώνας, όπου συνέβαινε αυτά. [σ. 745]

3Οι γυναίκες βρίσκονται σε βαρέλια με οξύ, πλαστικές σακούλες, χαντάκια με μαύρο νερό, στις άκρες των συνοικιακών δρόμων, κάτω από τις κολόνες υψηλής τάσης. Παράνομοι σκουπιδότοποι, βιομηχανικές αλάνες, ερημικές αποθήκες αναψυκτικών, μια ολόκληρη τοπογραφία παρατημένων γυναικείων σωμάτων, μια γεωγραφία της φρίκης, η οικουμενική βιομηχανία των βιασμών. Οι ανακριτές επισκέπτονται τις τραγικές γειτονιές που καμία τηλεοπτική σειρά δεν δείχνει, μπαίνουν σε άθλια σπίτια, ψάχνουν στα εργοστασιακά απόβλητα. Ο συγγραφέας τους ακολουθεί παντού, καθώς ακούνε τις διαπασών τηλεοράσεις, ερευνούν τις τουαλέτες, αναζητούν μάταια στοιχεία σ’ έναν κόσμο οριστικά ματαιωμένο. Ο συλληφθείς και υποτιθέμενος ένοχος απολαμβάνει το μέγιστο όπλο του σύγχρονου ελεύθερου ανθρώπου, την δημοσιότητα, περιπαίζοντας τους πάντες. Ο κόσμος των φυλακών δεν είναι χειρότερος: Τα όνειρα εδώ, όπως όλα τα όνειρα που βλέπεις σε κλειστούς χώρους από πολλούς ανθρώπους, είναι κολλητικά. Άξαφνα βλέπεις εσύ ένα όνειρο και σε λίγο το ίδιο όνειρο το βλέπουν και οι άλλοι μισοί φυλακισμένοι. Όμως ο ψίθυρος που ακούς δεν είναι μέρος του ονείρου αλλά έρχεται από την πραγματικότητα. [σ. 639]

6 - Arcimboldo WinterΣτην ίδια περιοχή περιπλανώνται ή καταλήγουν οι χαρακτήρες των υπόλοιπων τεσσάρων ιστοριών – μυθιστοριών. Οι λογοτεχνικοί κριτικοί που αναζητούν με εμμονή τα ίχνη του μυστηριώδους και ασυνάντητου Πρώσου συγγραφέα Αρτσιμπόλντι, ο χιλιανός αυτοεξόριστος καθηγητής Αμαλφιτάνο που αναζητά τις δικές του απαντήσεις σε βασανιστικά ερωτήματα, ο αμερικανός δημοσιογράφος που καλύπτει έναν αθλητικό αγώνα και ο ίδιος ο Αρτσιμπόλντι που βιογραφείται με τέτοιο τρόπο ώστε να αντανακλά όλες τις εκφάνσεις του Κακού και της Ιστορίας του 20ού αιώνα, με τις αναπόφευκτες στάσεις στον ναζισμό και τον σταλινισμό. Ο οριακός αυτός χαρακτήρας δεν σταματά να τρεκλίζει πάνω στην βίαιη Ευρώπη αλλά και να θριαμβεύει πάνω στην ίδια την αφήγηση, αποτελώντας το αποκορύφωμα του βιβλίου και αφήνοντάς μας με τη σκέψη: ίσως αυτός να είναι ο μοναδικός άξιος τρόπος κατανόησης της Μεγάλης και της Μικρής Ιστορίας: αυτή η λογοτέχνησή της.

5Τι συμβαίνει λοιπόν ακριβώς με αυτό το μυθιστόρημα, τι είδους κραδασμούς προκαλεί στην αναγνωστική μας ψυχή; Είναι δύσκολο να περιγραφεί, όχι τόσο επειδή δεν υπάρχει συγκεκριμένος μυθοπλαστικός πυρήνας αλλά επειδή η ανάγνωσή του σε υπνωτίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ακόμα και οι όροι ολικό η ολοκληρωτικό μυθιστόρημα μοιάζουν σχηματικοί, αταίριαστοι για όλο αυτό το χειμαρρώδες διάγραμμα της Ζωής έστω και επί της παντοκρατορίας του Κακού. Καθώς οι χαρακτήρες καταπίνονται από τις ιστορίες, χάνονται στις στροφές των σελίδων ή απορροφώνται από τις ίδιες τις εξελίξεις, καθώς η μία ιστορία εκτυλίσσεται μετά ή δίπλα στην άλλη, ενίοτε εισχωρεί ή εξέρχεται από άλλες τρίτες, αφήνεται μετέωρη ή επανέρχεται αργότερα και αλλιώς, ο αναγνώστης ακολουθεί σαν μαγεμένος ένα κουβάρι που δεν τον βγάζει αλλά τον βάζει όλο και βαθύτερα στον Λαβύρινθο του Κόσμου. Ενός Κόσμου που ξεγυμνώνεται με τραγικό τρόπο όπως είναι αλλά και παράπλευρα υπονοείται με ελαφρότερο τρόπο όπως θα έπρεπε να είναι. Και πάλι όμως: αυτή η αναγνωστική ηδονή δεν οφείλεται σε ιδιάζον ή περίτεχνο λεξιλόγιο ή κάποια ευθέως σκοπούμενη λογοτεχνικότητα, κι εδώ είναι το δεύτερο έκπληκτο θαύμα – αντίθετα, οι λέξεις είναι οι απλούστερες δυνατές και η διήγηση προχωρά με την ίδια αυτονόητη απλότητα.

2Η τέταρτη διάσταση, έλεγε, περιλαμβάνει τις άλλες τρεις διαστάσεις και τους αποδίδει, συνάμα, την αληθινή τους αξία, δηλαδή καταλύει τη δικτατορία των τριών διαστάσεων, και συνεπώς καταργεί τον τρισδιάστατο κόσμο κου γνωρίζουμε και μέσα στον οποίο ζούμε. Η τέταρτη διάσταση, έλεγε, είναι ο απόλυτος πλούτος των αισθήσεων και του Πνεύματος (με κεφαλαίο, είναι το Μάτι (με κεφαλαίο) δηλαδή το Μάτι, που ανοίγει και καταργεί τα μάτια, που συγκρινόμενα με το Μάτι είναι απλώς κακόμοιρες τρύπες από πηλό, προσηλωμένα στην παρατήρηση ή στην εξίσωση γέννηση – μάθηση – δουλειά  θάνατος, ενώ το Μάτι περιλαμβάνει τον ποταμό της Φιλοσοφίας, τον ποταμό της ύπαρξης, το (γοργό) ποτάμι του πεπρωμένου. [σ. 864]

11Ο συγγραφέας έγραψε σε μια από τις αμέτρητες σημειώσεις που άφησε μαζί με το βιβλίο πως κάπου μέσα στο 2666 υπάρχει ένα κρυφό κέντρο που ενώνει τα πάντα. Στο βάθος πιστεύω πως είναι κι αυτό ένα από τα προσωπικά του λογοτεχνικά παίγνια. Για μένα το κέντρο είναι ακριβώς η απουσία κάθε κέντρου. Το κέντρο είναι η ίδια η ανάγνωση του κόσμου. Το διάβασμα ήταν  κάτι που σχετιζόταν άμεσα με την ηδονή και όχι άμεσα με τη γνώση λέει στην 74η σελίδα ένας εκ των ακολουθητών του χαμένου συγγραφέα. Και ο εμβληματικός Χάλντερ στην 854η του είπε ότι η διαφορά βρισκόταν στην ομορφιά, στην ομορφιά της ιστορίας που έλεγε το βιβλίο και στην ομορφιά των λέξεων που χρησιμοποιούσε για να αφηγηθεί την ιστορία. Αλλού πάλι ο Άνσκυ σκέφτεται ότι «η επανάσταση θα καταργήσει τον θάνατο». Η ίδια η γραφή το κάνει, ο Μπολάνιο συνομιλεί ακόμα μαζί μας. Και ίσως δανείζει τη φωνή του σ’ έναν ακόμα χαρακτήρα των Κριτικών: Πριν από το «πετυχαίνω το σκοπό μου» έβαζε τη λέξη «ζω» και σπανιότατα τη λέξη «ευτυχία».

mexico-swine-flu-one-planet-2009-5-10-14-22-6Σύμφωνα με τον διευθυντή ορχήστρας, η ζωή – ακριβώς όπως είναι  στην τέταρτη διάσταση αποκτούσε αφάνταστο πλούτο κλπ. κλπ., όμως το αληθινά σημαντικό ήταν η απόσταση από την οποία κάποιος, βυθισμένο μέσα σ’ αυτή την αρμονία, μπορούσε να παρατηρεί τις ανθρώπινες υποθέσεις, με αμεροληψία δηλαδή, χωρίς πλαστές ταφόπλακες που καταπίεζαν το πνεύμα που αφοσιώνεται στη δουλειά και στη δημιουργία, τη μοναδική διαχρονική αλήθεια της ζωής, την αλήθεια που δημιουργεί μια άλλη ζωή, κι έπειτα κι άλλη ζωή, και περισσότερη ζωή…. [σ. 865]

Εκδ. Άγρα, 2011, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, σελ. 1166, με τετρασέλιδη «σημείωση στην πρώτη έκδοση» από τον Ιγνάσιο Ετσεβαρρία [Roberto Bolaño, 2666, 2004].

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr, χωρίς τα παραθέματα. Στις εκτός του συγγραφέα εικόνες: δυο μεξικανικές τοπιογραφίες και ο Χειμώνας του Αρτσιμπόλντο, που έδωσε το όνομά του (και όχι μόνο) στον «κεντρικό» χαρακτήρα.

25
Δεκ.
12

Θωμάς Κοροβίνης – Όμορφη νύχτα. Χρονογραφία – μυθιστορία για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη [1985 – 2005]

TELIKO NYXTAΘεσσαλονίκης Νυκτωδίες

Η ταβέρνα θέλει ρεμπέτικο ή ακόμα καλύτερα καζαντζιδικού τύπου σπαραγμό. Όχι, δεν θα τους αφήσουμε τους αβασάνιστους να γκρεμίσουν τους πιο λάβρους τόπους του νυχτερινού συμποσιασμού των ανθρώπων. Όσο τουλάχιστον ζούμε. Όσο για το μετά, «γαία πυρί μειχθήτω». [σ. 28]

Η μυθιστορηματική χρονογραφία του Κοροβίνη αποσκοπεί να δωρίσει στην συλλογική μνήμη την ακτινοβολία μιας εκδοχής των θρυλικών θεσσαλονίκειων νυχτών: της Όμορφης Νύχτας αυτοπροσώπως, και συνακόλουθα της ανθρωπογεωγραφίας μιας χαμένης εποχής, ακριβώς όπως υπήρξε, χωρίς μύθους και φτιασίδια. Συνεπώς, οι υπερβολές επιτρέπονται, τα ψέματα όχι· ακόμα κι αν κάποια περιστατικά ή συναπαντήματα ανθρώπων έχουν κάτι απ’ τα ατόφια παραμύθια, ο ρεαλισμός του βιβλίου είναι απροκάλυπτα και αστόλιστα ρεαλιστικός! Το βιβλίο χωρίζεται σε δεκάδες μικρά κεφάλαια, αφιερωμένα το καθένα σε κάποιο πρόσωπο, κατάστημα, δρόμο, κατάσταση, κοινώς σε όλες τις ψηφίδες της ζωής στην μυθοποιημένης και ταυτόχρονα απομυθοποιημένης πόλης. Τα κατά Θωμά Ευαγγέλια είναι απολύτως προσωπικά και εμπειρικά, χωρίς αξιώσεις αντικειμενικότητας, χωρίς απαιτήσεις ωραιοποίησης.

20120125_foto_korovinis_blogH ιδέα του αφηγήματος οφείλεται στον συγγραφέα φίλο του συγγραφέα Δημήτρη Μίγγα, ο δε τόπος της προτροπής ήταν η λαϊκή ταβέρνα «Το Άσυλο», στην είσοδο του συνοικισμού της Ευαγγελιστρίας. Το αρχικό μάλιστα σχέδιο περιελάμβανε ένα μοιρασμένο (σε δίσκους το λέμε split!) μυθιστόρημα, αλλά ο Μίγγας αναγνώρισε πως τα κοροβίνεια βιώματα έπρεπε να καταγραφούν από τον βιώσαντα. Πράγματι, αν το κάθε γραπτό υστερεί ούτως ή άλλως σε σχέση με την καθαρότητα και την ευταξία της αυθεντικής εμπειρίας, τότε πόσο περισσότερο θα συμβαίνει όταν επιχειρήσουμε να μπούμε στο βίωμα άλλου…

ΛιλήΤο ιστορικό μαγαζί των αδελφών Χουλιάρα, γνωστό και ως Ο Ναός, βρισκόταν στην Κάτω Τούμπα, στην οδό Παπάφη 104, λεωφορείο 12. Εδώ δεν ίσχυαν οι κλασικοί και παγκοσμίως απαράβατοι νόμοι που οριοθετούν τη σχέση μαγαζάτορα και πελάτη, αλλά, αντίθετα, οι άγραφες συνήθειες μιας δοκιμασμένης σχέσης μεταξύ παλιόφιλων. Η διήγηση ξεκινά αντίστροφα, από την περίοδο της φθίνουσας πορείας και της παρακμής. Δύσκολο: είναι η συγκυρία που πάντα μας διαλύει περισσότερο· αλλά ο συγγραφέας όχι δεν οπισθοχωρεί στα δύσκολα βιωματικά ή συγγραφικά αλλά, αντίθετα, ορμά καταπάνω τους.

Διατρέχω τις σελίδες για να βρω τις δυο εμβληματικές γυναίκες της λαϊκής νύχτας της βορειούπολης, ειδικά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Βρίσκω πρώτα την Μαριώ, την αγωνίστρια του θεσσαλονικιώτικου πάλκου και την ακολουθώ από τη χασαποταβέρνα του Μαριώλα στη Νέα Μαγνησία και το αλώνισμα των μαγαζιών του θεσσαλικού κάμπου με τον πατέρα της μέχρι την Φαρίντα της Μενεμένης και τις Αναμνήσεις της Νεάπολης, πάντα φορτωμένη μ’ ένα σωρό ιστορίες. Οι σελίδες της συχωρεμένης Λιλής βρίσκονται πιο βαθιά στο βιβλίο, όπως το ίδιο βαθιά στις μνήμες παραμένουν οι φωνές της στην πίστα για ψωμί, παιδεία και λαοκρατία, και οι νυκτωδίες στο Μινουί – ευτυχώς πρόλαβα το υπόγειο στις δόξες του, και κάναμε συχνά πέρασμα όταν κλείναμε τον Ερωδό μετά τις 3 το βράδυ.

Άνω Πόλη 1Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στο θέμα των δημιουργών της Θεσσαλονίκης και γενικώς της μοίρας των καλλιτεχνών μέσα στην «μικροαστίλα και την μιζέρια της πόλης με τον στενόκαρδο ουρανό». Αν γίνεις λαμπερό όνομα στην πρωτεύουσα, σε σέβονται και οι ντόπιοι, που συνήθως είναι τσιγκούνηδες με τους γηγενείς καλλιτέχνες. Όσοι μένουν, παραμένουν οι «τοπικοί δημιουργοί», γνωστοί μεν αλλά «δικοί μας», γραφικά ιδωμένοι και αιώνια δεδομένοι. Η συμπρωτεύουσα είναι το πρώτο μεγαλοχώρι – όχι νύφη, αλλά νυφίτσα του Θερμαϊκού. Οι πιστοί της, όπως ο κυρ Ντίνος, καθηλωμένοι της επιτελούν έργο ιερό, αλλά προτιμούν να αγνοούν ότι η πόλη υπάρχει από έναν ατέρμονο ευτροφισμό που παράγει μουχλιασμένα μυαλά και επικράτειες που κυβερνούνται από τα κατηχητικά.

371667Ευνόητα οι γυναίκες έχουν αμέτρητες θέσεις στην μνημογραφία του Κοροβίνη. Από τη μία οι σερβιτόρες, όπως η πιο ενδιαφέρουσα γυναικεία προσωπικότητα από τις δισκοφόρες της Όμορφης Νύχτας, η Ξένια από τον Τύρναβο με την ελιά στο πάνω χείλι (κάτι θυμάμαι…) – από την άλλη οι θαμώνισσες και περαστικές από στέκια και ζωές, πολύτιμες όλες στην συναγωγή της φιλοσοφίας μιας ζωής, ακόμα και όταν ο συγγραφέας θυμοσοφεί…

…βαρέθηκα να ορέγομαι ή να μυθοποιώ όμορφα πλάσματα, που πολύ γρήγορα η ψυχική τους φτώχεια και η ανύπαρκτη πνευματικότητά τους, συχνά δε και η σχετική ή απόλυτη αισθηματική ή και ερωτική τους ανικανότητα, οδηγεί στην πλήρη απομυθοποίησή τους και ενίοτε σε μια αίσθηση καθολικής αηδίας για το πενιχρό αποτέλεσμα που όχι σπάνια δημιουργεί η αγαστή μα τραγική συνεργασία των αντιφάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης. [σ. 55]

Ευνόητα η προσωπογραφία των μουσικών είναι ανεξάντλητη: Μανώλης Πάππος (τον έζησα προσωπικά μια χρονιά στο Αλώνι της Σίφνου, πίσω στο ’95), Χρήστος Μητρέτζης (με τις παροιμιώδεις πρωτοεμφανίσεις στο Ποντίκι στους Άγιους Πάντες του Σταθμού, να οδηγεί το κοινό στην απογείωση), Ζιγιάντ Ραζάμπ (περάσαμε από το ίδιο θρυλικό σπίτι, την μονοκατοικία της Αχιλλέως, μαζί πηγαίναμε και μπαίναμε στα άδεια, εγκαταλειμμένα σπίτια της Άνω Πόλης, για να κόψουμε τα παρατημένα ξύλινα έπιπλα, να τα φτιάξει μουσικά όργανα…), συγχωρήστε με, ξεφεύγω πάλι.

Σεβάς Χανούμ στο σπίτι της (Σταυρούπολη, φωτ. Βασίλης Μποζίκης)Δεκάδες πρόσωπα έχουν το δικό τους χώρο στις ημερολογιακές σελίδες του νυχτερινού «ημερολογίου» – συγγραφείς, στιχουργοί, τραγουδιστές, τραγουδοποιοί. Γιώργος Ιωάννου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Τόλης Καζαντζής, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Δημήτρης Μαρωνίτης, Δημήτρης Δημητριάδης, Ιωάννα Καρυστιάνη, Βασίλης Τσιτσάνης, Μανώλης Ρασούλης, Ηλίας Κατσούλης, Αγγελική Λεμονή, Γιώτα Λύδια, Γιώργος Ζήκας…που η Θεσσαλονίκη δεν έπλασε μόνο τον χαρακτήρα τους αλλά και πλάστηκε από τους ίδιους. Δυο κείμενα αφιερώνονται στην αξέχαστη Σεβάς Χανούμ: ένα για την συναυλία της στη Νομική το 1984, όπου τραγούδησε με ζέση έπειτα από τόσα χρόνια στην αφάνεια, Χιώτη, Μητσάκη, Τσιτσάνη και Καζαντζίδη μέχρις εξαντλήσεως, κι ενώ έπρεπε λόγω υγείας να σταματήσει, δεν αποχωρούσε κανείς, κι ένα για την επίσκεψη στο σπίτι της στη Νεάπολη και μια από τις τελευταίες συνομιλίες μαζί της.

1345037160_428860976_1---5066-VASIPAP-Εκτενή κείμενα τιμούν την Μαριάνθη Κεφάλα και την Πόλυ Πάνου (μαζί με μια μεγάλη συζήτηση με την τελευταία), τους μαγαζάτορες Γιώργος Χουλιάρα και Νίκο Πλασταρά και όλους τους υπόλοιπους γηπεδάρχες, αφανείς κι εμφανείς. Και βέβαια οι χώροι, πάντα οι χώροι: το Πλατώ στη Χαριλάου και το Όνειρο στην Παπαναστασίου, η υπόγεια Πανδούρα απέναντι απ’ τον Ευκλείδη και ο «Τζότζος» στα Κάστρα (αν είναι να ξαναζήσω μια βραδιά, ας είναι στα λερά του πλαστικά τραπεζομάντηλα), ο Μακεδονικός με το λεωφορείο να αγγίζει το τραπέζι σου (άσχετο με τα συγγραφόμενα, αλλά συγχωρήστε μου της μνήμης τα μνήματα), το Μυστικό στις Σαράντα Εκκλησιές και η Κληματαριά στο Λιμάνι – με τα ξύλινα καρούλια αντί για τραπέζια αν θυμάμαι καλά – που θυμάμαι πολύ καλά.

ΠΠΜένω ξανά να τριγυρνάω από τους Άγαμους Θύται στο Βολτάζ στην παλαιοπαραλιακή Τομπουρλίκα του Παντελή Χατζηκυριάκου (το τελευταίο οριακό μεθύσι της ζωής μου) προτού ανηφορίσω για την υγρασιασμένη Άνω Πόλη περνώντας από το Αβαντάζ στο Τούρκικο Προξενείο, που ευθύνεται, λέει ο Κοροβίνης για την αρχή του τέλους κι όλα αυτά τα μαγαζιά με το ποτό και τα φιστίκια… και μετά ξανά πίσω στην όμορφη νύχτα της Όμορφης Νύχτας, εκείνου του προσκλητήριου των ηττημένων, των όμορφων ηττημένων, των ολότυφλων σκυλιών που έμπαιναν μέσα για να βρουν το φως τους, όπως χαρακτήριζε το μέρος ο Κώστας Καλημέρης, άλλος αειχαμογέλαστος συμπότης και νυν συνάδελφος στην απέναντι πλευρά του βορρά.

ΤζότζοςO Κοροβίνης μετράει τα τρία μι της νύχτας (μαργιόλα, μπαμπέσα, μπελαλού), παίρνει μαζί του τη φράση της Σιμόν Βέιλ «Όλο τον κόσμο να γνωρίσεις, ποτέ δεν θα μπορέσεις να μπεις μέσα σε μιαν ανθρώπινη ζωή» και υποκλίνεται στους ταλαντούχους που θυσίασαν μια καριέρα δόξας και χρημάτων εν ονόματι άλλων επιλογών και εντέλει της ίδιας της ζωής. Όταν ο λόγος επανέρχεται στη Θεσσαλονίκη παραπονιέται ευθέως … για την αναπάντεχη κατρακύλα της, από την αναγεννησιακή της περίοδο μέχρι το τέλος της δικτατορίας στο πέρασμά της οξεία γωνία της νεομεσαιωνικής παρακμής μετά το 2000 με αναστημένους βασιλείς στα θέατρα, αναβιώσαντα λείψανα καλλιτεχνών του ελαφρού και της ποπ στα γήπεδα, με την επικράτηση των σκυλομάγαζων, τη σιωπή των ποιητών, την εξορία ή αυτοεξορία κάποιων πικραμένων οραματιστών, την καταφυγή σχεδόν όλων των καλλιτεχνών στην Αθήνα, την αραχνομούνικη τριανδρία Ψωμιάδη – Άνθιμου – Παπαγεωργόπουλου… [σ. 153]

KOROVINIS3Αν όλα αυτά τα μέρη για ορισμένους υπήρξαν άσυλα για παραστρατημένους ή ξέμπαρκους, τότε ορθά ξεκίνησε η συζήτηση από το Άσυλο, όπου ολοκλήρωνα κι εγώ με φίλους τις εύτυχες και τις δύσθυμες μέρες. Και τώρα που βρίσκομαι τόσο μακριά, ευχαριστιέμαι να γνωρίζω πως σε τέτοια μέρη τσουγκρίστηκαν ωραία σχεδιάσματα μεταξύ φίλων και γεννήθηκαν βιβλία και για εμάς, που βρισκόμασταν στην άλλη πλευρά της μουσικής, βαθιά όμως μπλεγμένοι με τα μέλη αυτής της διονυσιάδας.

Όταν τραγουδάω, μαζεύονται γύρω μου όλοι οι άγγελοι των παιδικών μου χρόνων, με περικυκλώνουν. […] Όταν τραγουδώ, έρχονται, ζωντανοί και πεθαμένοι, άντρες πολλοί, που παρεξήγησαν ή ενέδωσαν στα πάθη μου, γυναίκες που δικαιώθηκαν ή προπαντός αποκαρδιώθηκαν από μένα, οι πιο ωραίοι και αδάμαστοι απ’ όσους χάρηκα έστω και για λίγο. Έρχονται οι απροσκύνητοι, οι ανέγγιχτοι, που δε θα πλησιαστούμε ποτέ΄. Οι ψυχές που δε γνωρίσαμε. Αυτή η αναζήτηση του άλλου μας καίει. Ψάχνουμε άραγε το συμπλήρωμα ή το ίδιο με τις ψυχές μας; [σ. 388, 393]

Δεν ξέρω, συγγραφέα, έφυγα κυνηγημένος και τ’ άφησα όλα μισά. Ακριβώς για να αισθάνομαι πως κάποτε θα ξαναγυρίσω.

ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ [φωτ. Γιάννης Βανίδης]Εκδ. Άγρα, 2008, σελ. 403 σελίδες γυαλιστερού φύλλου.

Στις φωτογραφίες: Λιλή, Οδός Ακροπόλεως στην Άνω Πόλη, Σεβάς Χανούμ στο σπίτι της στη Νεάπολη (φωτ. Βασίλης Μποζίκης), Μαριάνθη Κεφάλα, Πόλυ Πάνου, Τομπουρλίκας Ομήγυρη (Γιάννης Αλεξανδρής, Λάζαρος Χαριτίδης, Θανάσης Χαλικάς, Παντελής Χατζηκυριάκος, Κώστας Βόμβολος, Θωμάς Κοροβίνης, Μιχάλης Σιγανίδης, 1992), Κλειστός Τζότζος.

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr, υπό τον τίτλο Tales from the North.




Δεκέμβριος 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Blog Stats

  • 1.138.710 hits

Αρχείο