Ελένη Λαδιά – Ο ονειρόσακκος

Λαδιά Ο ΟνειρόσακκοςΣτοχασμός πάνω στα όρια

«Τι λένε οι νεκροί; Να μην καταπιάνομαι με μεγάλες ιδέες, γιατί πρέπει να γράψω για τα δεινά των ανθρώπων; Σαν να μην έφθανε πως οι ανθρώπινες καταστάσεις ροκάνισαν σαν τρωκτικά την ψυχή μου, και θα έπρεπε τώρα να τις μεταφέρω στα γραπτά μου;» [σ. 131]

Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής μια συγγραφέας επιστρέφει στο προγονικό της σπίτι βέβαιη πως θα συναντήσει και θα συνομιλήσει με τους ήρωες όλων των βιβλίων της, τα πλάσματα της συγγραφικής έμπνευσης μιας ολόκληρης ζωής. Η επιλογή της να ζήσει άγαμη και άτεκνη, θυσιάζοντας έναν «ανθρώπινο» βίο για τον δαίμονα της δημιουργίας, υπήρξε συνειδητή· τώρα δεν έχει χρόνο μπροστά της: πρέπει να ενδιαφερθεί για τους χαρακτήρες της, «να δει την εξέλιξη τους, να καταλάβει τον εαυτό της από την συμπεριφορά τους», να τους αποχαιρετήσει. Βεβαρημένη με την – καταχωρηθείσα ως μασκοφορεμένη – κατάθλιψη που παραπλανά με πόνο στα όργανα του σώματος κρύβοντας το τραύμα της ψυχής, μακριά πλέον από τις καρποφόρες ολονυκτίες της δουλειάς, η συγγραφέας υποδέχεται διαδοχικά πλάσματα της σκέψης της και συνδιαλέγεται, απολογείται, εξομολογείται…

συννεφοποδια2«Εγώ επισκεπτόμουν σαν μικρός πεπτωκώς άγγελος τα φτωχικά σπιτάκια που θερμαίνονταν από γκαζιέρες και τα παιδιά δεν έπιναν γάλα αλλά βρασμένο δεντρολίβανο από τον κοινόχρηστο κήπο της αυλής. Εγώ είδα μεθυσμένο πατέρα να πετά το μοναδικό μαύρο καρβέλι της οικογένειας στα βρώμικα νερά του ξεροπόταμου και την μικρή μου φίλη να ορμά, να παίρνει το ψωμί που έπλεε  και να το καθαρίζει με το μαχαίρι μαζί με την μεγαλύτερή της αδελφή. / Εγώ είδα και ντρεπόμουν για την οικονομική μου ευμάρεια, κι έτσι δεν έβαζα μπουκιά στο στόμα, για να συμπαραστέκομαι νοερώς στους πένητες, και δεν φορούσα παλτό, το έβγαζα έξω από το σπίτι, για να εξισώνομαι με τους φτωχούς μου φίλους». [σ. 131]

«Η απόγονος των φαντασμάτων» είναι πλέον πεπεισμένη για την κατάργηση κάθε ελεύθερης βούλησης από τους βασανισμένους προγόνους της και τα κληροδοτημένα τους γονίδια. Είναι όμως και βέβαιη για το έργο της ως συγγραφέως: κάποτε ένας ευαίσθητος παρατηρητής σημαδεύεται περισσότερο από τον πάσχοντα και τότε έρχεται το δώρο της συγγραφής.

Τα «Υποθετικά σταχιαπερσεφονη3ονόματα σε υποθετικές ιστορίες» περιλαμβάνουν τρεις σύντομες βιογραφίες ισάριθμων άγνωστων μεταξύ τους κοριτσιών που έζησαν την εποχή του θανατηφόρου λοιμού στην Αρχαία Αθήνα. Η εντεκάχρονη Μυρώ από τις Αχαρνές, εξαναγκασμένη μέτοικος στην πόλη, η δεκάχρονη Κλείτα, δούλη και οιονεί ψυχοκόρη στην Βραυρώνα και η εντεκάχρονη Πραξινόη, που με τη σειρά της φιλοξένησε άλλους μετοίκους, έχουν ως δραματικό κοινό σημείο τον θάνατο και την ομαδική ταφή τους. Αιώνες μετά, ως ανασκαφικό πλέον εύρημα, είναι πιθανόν η τόσο σύντομη ζωή τους να γίνει λογοτεχνία · άλλωστε οι ιστορικοί δεν έγραψαν τίποτα – πρωταγωνιστές είναι πάντοτε οι επώνυμοι.

δενδρολυρα«Ο δικέφαλος άνδρας» βρίσκει την αφηγήτρια να ονειρεύεται τους δυο άνδρες της ζωή της, οι οποίοι ήταν τόσο ίδιοι που στο τέλος ξεχωρίζουν μόνο τα κεφάλια τους. Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν εραστές καθόλου τυπικοί και πρόθυμα μοναχικοί, επιθυμεί να απαλλαγεί από την ονειρική τους παρουσία και τους κάνει ήρωες διηγήματος και υποδιηγήματος. Θα σταθεί άραγε δυνατό να τους αφήσει στον μυθοπλασμένο Δήμο Ονείρων όπου τα όνειρα ζητούν την μετοχή τους στο ανθρώπινο, την ανθρωποποίηση, όπως εμείς οι αλαζόνες επιδιώκομε την θεοποίηση, ή θα υπερισχύσει η αυτάρκεια και η αδυσώπητη χρονικότητα του ονείρου;

«Το είχα καταλάβει από χρόνια πως η παράλογη συμπεριφορά του άλλου αιχμαλωτίζει, μαγεύει, ακόμη και συναρπάζει, αφού μπαίνεις στην περιοχή μιας άλλης λογικής, προσπαθώντας να κατανοήσεις τους νόμους του χάους. Έτσι δε ππροσφυγακι με ανθοςαίζεις με τους «συμβατικούς», αντικειμενικούς όρους ούτε βεβαίως με τους δικούς σου, αλλά με τους όρους που επιβάλλει η παράλογη συμπεριφορά». [σ. 81]

Οι σκέψεις ανήκουν στην αφηγήτρια που κάποτε βίωσε «Μια ιδιότυπη φιλοξενία» και διατηρεί τώρα ως ανελέητο τραύμα που αναζητεί και αυτό την διηγηματογράφησή του. Διάγουσα πλέον βίον παρθενεύοντα, απογοητευμένη από το μάταιο κάθε ερωτικής συνύπαρξης, ανατρέχει στον κοινό της παραθερισμό με τον «παράλογο» άνδρα και αναζητά απαντήσεις σε ακατανόητες συμπεριφορές αλλά και στις αναγνώσεις του Χέρμαν Μέλβιλ που συντρόφευαν την ιδιόμορφη αιχμαλωσία της.

υφαντρες πλαγγονεςΣτο «Κομβικό σημείο» ο αφηγητής συγγραφέας μαθαίνει πως ένας φυλακισμένος – ένθερμος αναγνώστης του – επιθυμεί να τον γνωρίσει από κοντά, καθώς εκπλήσσεται για την πνευματική συντροφιά που εν αγνοία του προσφέρει και αναρωτιέται για την αιτία της εκλογής στο πρόσωπό του. Ο μεσολαβητής – φίλος του έγκλειστου διατηρεί μαζί του έντονη σχέση αγάπης ενώ ορίζει ως βασική μεταξύ τους διαφορά την γραμμή της υπέρβασης των ορίων: εκείνος την ξεπέρασε, αυτός σταμάτησε ακριβώς στο όριό της. Οι τρεις χαρακτήρες συναντιούνται και διαπιστώνουν τα κοινά τους ίχνη σε απονενοημένες πράξεις ερωτικού πάθους και την οριστική αποτυχία της φυσιογνωμικής· «τρεις εκδοχές του ιδίου αισθήματος» και «τρεις οπαδοί του αυτεξούσιου», αναζητούν μια απάντηση: ποιος δημιουργεί την καλή ή την κακή στιγμή, πόσα είναι στο χέρι μας και ποια ανήκουν στα οκ φμν;

ανθισμενο κεφαλιΤα δεκατρία διηγήματα της συλλογής διακρίνονται από υψηλή πυκνότητα στοχασμού και έντονη εσωτερική δράση αλλά την ίδια στιγμή μοιάζουν με πλέον εύληπτες και γνώριμες εκφράσεις μιας συλλογικής συνείδησης που σκάβει το παρελθόν της, αναρωτιέται για τις επιλογές της και αναζητά την λύτρωση της κατανόησης. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αποτελεί το έσχατο βάλσαμο. Όπως άλλωστε μας προτρέπει μια ηρωίδα [σ. 91] «Μην πιστεύετε λοιπόν, αγαπημένοι αναγνώστες, στην καταλυτική δύναμη της εικόνας. Η εικόνα εγκλείει την φαντασία, ο λόγος την ελευθερώνει».

Η συγγραφέας διανύει μία ακόμα γόνιμη συγγραφική περίοδο, έχοντας εκδώσει το 2012, εκτός του παρόντος, μια αρχαιογνωστική μελέτη (Δαιμονολογία ή Λόγοι περί δαιμόνων, εκδ. Εστία) και συλλογή με άρθρα, ομιλίες και δοκίμια [1972 – 2012], το εκτός εμπορίου «Ποικιλόγραφο Βιβλίο».

Εκδ. Εστία, 2013, σελ. 137. Με 5 σημειώσεις της συγγραφέως.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 35, φθινόπωρο 2013.  Οι εικόνες – κολλάζ αποτελούν έργα της συγγραφέως.

Witold Gombrowicz – Κόσμος

Οι α1ναρίθμητες εκδοχές των πάντων

Στο Κόσμος αφηγούμαι την απλή ιστορία ενός νεαρού φοιτητή. Ο φοιτητής αυτός πηγαίνει για να περάσει τις διακοπές του σε μια πανσιόν όπου συναντά δυο γυναίκες, η μία έχει ένα φρικαλέο στόμα, κατεστραμμένο σε αυτοκινητικό δυστύχημα, ενώ η άλλη έχει ένα στόμα πανέμορφο. Τα δυο στόματα συνδέονται μες στο μυαλό του και του γίνονται εμμονή. Απ’ την άλλη, έχει δει ένα σπουργίτι να κρέμεται από ένα σύρμα και ένα κλαράκι να κρέμεται από μια κλωστή…Κι όλα τούτα, θες από πλήξη, θες από περιέργεια, άντε λίγο κι από έρωτα, από βίαιο πάθος, αρχίζουν να τον σέρνουν απ’ τη μύτη προς έναν ορισμένο τρόπο δράσης…στο οποίο και αφήνεται, όχι πάντως δίχως σκεπτικισμό. Το Κόσμος είναι μια συνηθισμένη εισαγωγή σε έναν ασυνήθιστο κόσμο…

…εξομολογούνταν ο συγγραφέ2ας στην Διαθήκη του [Διαθήκη: Συνομιλίες με τον Dominique de Roux], προθυμοποιούμενος να μας προσκαλέσει στον μυθοπλαστικό του Κόσμο, έναν κόσμο πράγματι ασυνήθιστο, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, ή μάλλον, τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι αυτό που φαίνεται και όπου καμία βεβαιότητα δεν είναι τόσο εύθραυστη όσο εδώ. Όταν λοιπόν ο νεαρός Βίτολντ μαζί με τον φίλο του Φουξ αποφασίζουν να πάρουν μια ανάσα από τις καθημερινές πιέσεις (της οικογένειάς του ο πρώτος, της εργοδοσίας του ο δεύτερος) και καταλήγουν σ’ ένα φτηνό δωμάτιο μιας εξοχικής πανσιόν δεν αντιλαμβάνονται την είσοδό τους σ’ έναν Κόσμο αμέτρητων πιθανοτήτων, εκδοχών, παρανοήσεων, ερωτημάτων, ψεμάτων. Θα τελούν διαρκώς σε απορία, στο κυνήγι μιας σημασίας ή ενός νοήματος, «γελοίοι εξερευνητές μιας απούσας αλήθειας».

Η φιλοξενία της οικογένειας της πανσιόν, οι σκοτεινές σχέσεις μεταξύ των μελών, ο υποκρυπτόμενος ή απροκάλυπτος ερωτισμός, οι παρατηρήσεις και παρακολουθήσεις αλλήλων, οι αδιόρατοι φόβοι και οι απροσδιόριστες απειλές, η αίσθηση του ξένου και του παρείσακτου μέσα σ’ ένα εχθρικό χώρο, ο έρωτας ως πρόφαση, ως παιχνίδι και ως ερεύνηση ορίων, η παρέκκλιση και η δια-στροφή αποτελούν κομμάτια ενός Κόσμου όπου τα πάντα φέρουν το βάρος άπειρων σημασιών

3Μέσα από ένα υποδειγματικό επίμετρο, από μόνο του ένα πλήρες δοκιμιακό αλλά και μορφικά εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, ο μεταφραστής μας φωτίζει ορισμένες πλευρές του συγγραφικού κόσμου. Για τον Γκομπρόβιτς το εγώ είναι απρόσιτο, αδιαπέραστο και αύταρκες· δεν γίνεται να γνωρίσεις τον εαυτό σου, παρά μόνο να πλάσεις ιδέες γι’ αυτόν. Αυτή η αδυναμία προσβασιμότητας ωθεί τον άνθρωπο στην υιοθέτηση μιας σειράς προσωπείων, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε έναν «αιώνιο ηθοποιό» αλλά και ταυτόχρονα δημιουργό Μορφής και υποκείμενο στη Μορφή, θύμα του φαύλου κύκλου της. Έτσι καταλαβαίνει τι δεν είναι και υποφέρει από την παραμόρφωση αυτών των μορφών. Κατά την διατύπωση του συγγραφέα ο καθένας παραμορφώνει τους άλλους, ενώ ταυτόχρονα παραμορφώνεται απ’ αυτούς. Κι ακόμα περισσότερο: ο κάθε άλλος ωθεί τον κάθε άλλο να προσαρμοστεί στη δική του σχηματομορφή με αποτέλεσμα οι ανθρώπινες σχέσεις να μεταβάλλονται σε πεδίο σύγκρουσης.

Η Μορφή δίνει στον καθένα αποδοχή από τους άλλους αλλά τον οδηγεί στην απώλεια της ιδιαιτερότητάς του. Μια μάσκα αποτελεί και ο λόγος· πρόκειται για μάσκα κοινοτοπίας, διπροσωπίας, εξαπάτησης. Συχνά α – νόητος, ο λόγος χρησιμοποιείται από τα πρόσωπα μόνο για να καλύψουν το κενό. Το μοτίβο των ομιλούντω13ν στομάτων μοιάζει προδρομικό του Μπεκετικού έργου Όχι εγώ [1972]. Όταν τα στόματα εκφέρουν μόνο κοινοτοπίες και ψεύδη και ο καθένας γίνεται άλλοι, ποιες δυνατότητες απομένουν να δει κανείς τον άλλον χωρίς προσωπείο;  Μήπως η ηδονοβλεψία, μήπως η κατασκόπευση;

και μολονότι όλοι κατέβαλλαν προσπάθεια να δείχνουν φυσικοί, ένιωθες να υφέρπει μέσα στη φυσικότητά τους κάτι το θεατρικό. Όχι πως υποπτεύονταν ο ένας τον άλλον, όχι, προς Θεού, βρίσκονταν ωστόσο όλοι μέσα σε ένα δίκτυο συγκυριακών ενδείξεων, είχαν ήδη εμπλακεί στην κατασκόπευση, κάτι άυλο και άπιαστο επικρεμόταν πιεστικό, δημιουργώντας στην ατμόσφαιρα ένας είδος χειροπιαστής υλικότητας…όχι, δεν υποπτευόταν κανείς κανένα, κι όμως, ούτε και μπορούσε να εγγυηθεί κανείς πως οι άλλοι δεν τον υποπτεύονταν, και έτσι συμπεριφερόταν ο ένας στον άλλον ευγενικά, φιλικά, για καλό και για κακό…και κάπως σαν λίγο αμήχανο που παρ’ όλες τις προσπάθειές τους δεν μπορούσαν ακριβώς να είναι ο εαυτός τους, ώστε τελικά τούτο, το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο, γινόταν τώρα γι’ αυτούς και βεβιασμένο. Για το λόγο αυτό, όλη η συμπεριφορά τους ήταν σαν να είχε υποστεί ένα είδος παραποίησης… [σ. 147]

gombrowicz-YΕξαρχής οραματισμένο ως ένα μυθιστόρημα που θα δημιουργεί σαν από μόνο του τον εαυτό του, κατά την συγγραφή του, ο Κόσμος άρχισε να γράφεται το 1961 στο Μπουένος Άιρες και τελείωσε στην γαλλική Βανς το 1964, άρα σε περιόδους ευφορίας αλλά και ασθένειας, παγκόσμιας αναγνώρισης αλλά και διακοπής της έκδοσης των έργων του στην Πολωνία. Ο Γκομπρόβιτς έφυγε το 1939 από την ολοένα και πιο ολοκληρωτική και ξενοφοβική πατρίδα του για υπερατλαντικό διπλωματικό ταξίδι προς την Αργεντινή, χωρίς να γνωρίζει ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψει ποτέ ξανά. Η Πολωνία – που σύντομα θα τεμαχιζόταν μεταξύ ναζιστικής Γερμανίας και σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης – θα παρέμενε γι’ αυτόν ένα οριστικό «εκεί».

Η Αργεντινή 7αποτέλεσε τόπο ελευθερίας αλλά και εσωτερικής εξορίας. Παρέμεινε συνειδητά ανένταχτος: εχθρικός απέναντι στους Πολωνούς εμιγκρέδες, ειρωνικός απέναντι στους ποιητές και το διογκωμένο τους υποκείμενο, φίλος αλλά και δηλητηριώδης σχολιαστής των κομμουνιστών, ομοφυλόφιλος, πάμφτωχος (έξι μήνες κοιμόταν στο πάτωμα ενός δωματίου), παράφορα πλήττων στην τραπεζική του εργασία, ανεντυπωσίαστος από τον Μπόρχες. Απόλυτος ως προς την ελευθερία του, επέλεξε παρόλες τις σκληρές συνέπειες να μην ανήκει πουθενά, να είναι διαρκώς εξόριστος και [ε]αυτοεξόριστος.

Είμαι χιουμορίστας, κλόουν, σχοινοβάτης, προβοκάτορας, τα έργα μου κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να ικανοποιήσουν, είμαι τσίρκο, λυρισμός, ποίησης, τρόμος, πάλη, πλάκα και παιχνίδια – τι άλλο θέλετε;

Διαβάζω στο πλήρες χρονολόγιο πως ο συγγραφέας υπήρξε εξαρχής αχόρταγος αναγνώστης με λογοτεχνικά πρότυπα τους Ραμπελαί, Μονταίν, Σαίξπηρ, Ντοστογέφσκι, Τόμας Μαν, Αλφρέντ Ζαρρύ και αργότερα φίλος με δυο συγγραφείς – ζωγράφους, τον Μπρούνο Σουλτς gombrowiczκαι τον Στάνισλαβ Ιγκνάσι Βίτκιεβιτς, με τους οποίους άλλωστε εν αγνοία του θα συναπαρτίσει την ανώτερη πολωνική συγγραφική τριάδα. Η γλώσσα του υπήρξε σύνθετη και ιδιάζουσα, με διαρκή λογοπαίγνια, γλωσσοπλασίες, αμφισημίες και πολυσημίες.

Αυτός ο παράδοξος ύστερος μοντερνιστής, πιθανώς και πρόδρομος του μεταμοντερνισμού, που παρωδεί όλα τα είδη, αναμειγνύει την παρωδία με την φιλοσοφία και εναλλάσσει τις ειρωνικές και γκροτέσκες διηγήσεις με διασκεδαστικό και ελαφρύ υλικό μέσα στα ψευδο – αυτοβιογραφικά του μυθιστορήματα του. Δεν λησμονεί βέβαια να παρωδήσει και τις ίδιες του τις συλλήψεις, καθώς την μία στιγμή που δημιουργεί κάποιο φιλοσοφικό σύστημα και την επόμενη το εμπαίζει και το γκρεμίζει. Εδώ επιλέγει μια τραγελαφική εκδοχή αστυνομικής ιστορίας για να εξευτελίσει κάθε ατομικό τρόπο διαμόρφωσης της πραγματικότητας και της αντικειμενικότητας και κάθε ανθρώπινη επιθυμία για αποκωδικοποίηση και ερμηνεία.

10Συσσώρευση, περιδίνηση και σύγχυση…πάρα πολλά, πάρα πολλά, πάρα πολλά πράγματα, συνώθηση, κίνηση, στοίβαγμα, σύντριψη, πάρα πολύ σπρώξιμο, μα γενικευμένη οχλοβοή, τεράστια μαστόδοντα καταληψίες ενός χώρου που, μέχρι ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια, θρυμματίζονταν σε χιλιάδες λεπτομέρειες, συνδυασμούς, πέτρινους όγκους, συμπλοκές, μέσα σε ένα άτσαλο χάος, κι έξαφνα όλες εκείνες οι λεπτομέρειες επανασυναρμολογούνταν σχηματίζοντας μία ακαταμάχητη μορφή! Όπως ακριβώς και την άλλη φορά, στους θάμνους, την άλλη πάλι μπροστά στον τοίχο, σε σχέση με το ταβάνι, μα όπως και μπρος στο σωρό των σκουπιδιών, με το κοντάρι, όπως στην καμαρούλα της Κατάσια, κι όπως με τους τοίχους, τα ντουλάπια, τα ράφια, τις κουρτίνες, όπου επίσης συνέβαιναν σχηματοποιήσεις και διαμορφώσεις – αλλά ενώ εκείνα ήταν απλώς ασημαντότητες, τούτο εδώ ήταν μία μαινόμενη θύελλα ύλης. Και εγώ είχα πλέον γίνει τόσο καλός αναγνώστης της νεκρής φύσης, που, παρά τη θέλησή μου εξέταζα, ερευνούσα και μελετούσα, λες και υπήρχε όντως κάτι εδώ προς αποκρυπτογράφηση, και αγωνιζόμουν να αδράξω αενάως νέους συνδυασμούς…[σ. 164 – 165]

14Ο Κόσμος αποτελεί οπωσδήποτε ένα σύνθετο, πολυσύμβολο βιβλίο – αποτελεί άλλωστε το πλέον πειραματικό και προσωπικό μυθιστόρημα του Γκομπρόβιτς. Αλλά την ίδια στιγμή μοιάζει, ακριβώς όπως και ο μύθος του, ακριβώς όπως και η συγγραφική σκέψη, να ανοίγει και χωρίς την πλοκή πολύ-πλοκους και πολύ-πλόκ-αμους διαδρόμους προς τον αναγνώστη. Όλα είναι ανοιχτά, τα πάντα επιτρέπονται!

Εκδ. Νεφέλη, 2012, μετάφραση, χρονολόγιο, βιβλιογραφία και κατάλογος των ελληνικών εκδόσεων του Γκομπρόβιτς: Βασίλης Αμανατίδης, σελ. 361 [Witold Gombrowicz – Kosmos, 1965]

Τα αποσπάσματα από τη Διαθήκη, προέρχονται από το επίμετρο. Πεντάγλωσσος (πολωνικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά, αγγλικά) επίσημος ιστότοπος για τον συγγραφέα εδώ.

Οι άνθρωποι αγοράζουν ένα ημερολόγιο επειδή ένας συγγραφέας είναι διάσημος, ενώ εγώ έγραψα το δικό μου για να γίνω διάσημος. [Διαθήκη]