Η ταξινόμηση των ηδονών φυτρώνει πάνω στην ανάγκη να τις οικειοποιηθούμε: απ’ τη στιγμή που απαριθμούμε τα μέρη του όλου, αυτό το όλο γίνεται κατανοητό και κατοικήσιμο. Για τον ταξινομητή αυτού του είδους, η περιοχή των απολαύσεων δεν είναι πια ένας ρευστός, μυστηριώδης περίγυρος αλλά ένας σοφός, πλήρης και κλειστός κατάλογος ονομάτων. [σ. 401]
Σε οριακές προσωπικές περιόδους όπως αυτή, η επιστροφή στα ράφια της βιβλιοθήκης με τα προσωπικά θησαυρίσματα είναι δεδομένη. Αναζητώντας και πάλι τις σκέψεις που θα δικαιολογήσουν και θα αντιλογήσουν στις αντίστοιχες δικές μου, ανοίγω για άλλη μια φορά την κειμενική αυτή βίβλο του συγγραφέα. Θυμάμαι καλά πως στο τελευταίο μέρος βρίσκονται οι γνωστές, εκτενείς θεματικές συνθέσεις του: Ιστορία των ονομάτων, των φετίχ, των παιχνιδιών, του αλκοόλ και εξίσου μεγάλα κείμενα για την τεμπελιά, το τέλος της μυθολογίας του ρούχου και την ταξινόμηση των ηδονών. Διαβάζω λοιπόν για άλλη μια φορά μια Ιστορία των φετίχ, χωρισμένη σε ευλαβικά αριθμημένες ενότητες: εδώ βρίσκονται τα βιβλία και το μαχαίρι (στα οποία μας μύησε ο Μπόρχες), τα αντικείμενα που έρχονται από τα βάθη του χρόνου, το παρελθόν το ίδιο, τα σύμβολα, τα πράγματα και τα έπιπλα, τα υφάσματα και τα υλικά, οι κούκλες και τα αγάλματα, το μετάξι και τα εσώρουχα, τα μαλλιά, τα παπούτσια και τα πόδια…
Η Λολίτα και η Όλγα του Ναμπόκοφ, η Ελβετία του Πίτερ Μπίξελ και η Καραϊβική του Χέμινγουέη, ένα όνειρο του Χέλντερλιν, τα παραμύθια φρίκης του Χάουαρντ Λόβεκραφτ και τα αφηγήματα του Ντάσιελ Χάμμετ, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και οι Γκρίμ, ο Λευκάδιος Χερν και ο Σλαβομίρ Μρόζεκ, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι και ο συγγραφέας Γούντυ Άλλεν κ.ά. έχουν περίοπτη θέση σε αυτή την σαφώς ατελή, όπως γράφει ο ιστοριογράφος της στον επίλογο, Ιστορία, που ξετυλίγεται σε πέντε μεγάλα κεφάλαια [1. Οι αφηγήσεις, 2. Η ποίηση, 3. Η έρευνα, 4. Το μυστήριο και το γέλιο, 5. Οι μύθοι]. Και βέβαια το βιβλίο είναι γεμάτο με κείμενα για βιβλία.
Το Βιβλίο των Ηδονών του ρομαντικού επαναστάτη Ραούλ Βανεγκέμ είναι ένα συναρπαστικό μανιφέστο και δοκίμιο μαζί, όπου η εκλογή του καθαρού υλισμού κάνει τον συγγραφέα με τις σιτουασιονιστικές καταβολές να μοιάζει με καθαρόαιμο απόγονο όχι πια του Κροπότκιν, του Μάρξ ή του Στίρνερ αλλά του Σάντ, τού Φουριέ και τού Ντιντερό. Εδώ η επανάσταση (αγαπημένη λέξη των Γάλλων) δεν εκφράζει την κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου ούτε την ισότητα και την δικαιοσύνη αλλά τον έρωτα, την ποίηση, την χίμαιρα, την μέθη και την γιορτή – Την Απόλαυση. Το Αμερικάνικο Όνειρο, από την άλλη, το χαρακτηριστικότερο βιβλίο του Μέιλερ, φανερώνει περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο όχι το ηθικό ή το βιολογικό, αλλά το στρατηγικό περιεχόμενο του έρωτα, με δυο λόγια το παιχνίδι του αδιέξοδου (Ματ, καλέ μου φίλε, ψιθυρίζουνε οι νεράιδες στον ήρωα): να διαλέξεις ανάμεσα στην ήττα ή την μοναξιά, ανάμεσα σε δυο χαμένες θέσεις.
Στο κείμενό του Φερντυντούρκε, το ποίημα της εφηβείας ο Αρανίτσης διακρίνει την οριακή τριάδα του μείζονος αυτού έργου. Σαν ερωτικός συγγραφέας ο Γκόμπροβιτς στριφογυρίζει γύρω από ένα και μοναδικό αντικείμενο: την εφηβεία. Η εφηβεία είναι βέβαια ανώριμη, κι αυτό είναι που συγκινεί τον μυθιστοριογράφο και ίσως ανταμείβει τον αναγνώστη, γιατί η ανωριμότητα είναι το σχήμα που δίνουμε σ’ αυτή την σύντομη άνοιξη τού κορμιού, είναι ο δρόμος απ’ όπου ή επιθυμία μπορεί να περνάει καθαρή σαν χρυσάφι και ειλικρινής σαν εξομολόγηση. […] Η εφηβεία δεν είναι μια περίοδος τής ανθρώπινης ζωής αλλά μια παράσταση πού παίζεται σε ρυθμό γενικού εξευτελισμού των πάντων. Ύστερα, ο μύθος του Φερντυντούρκε είναι ακριβώς ο μύθος της ηρωικής επιστροφής στην παιδική ηλικία. Ένας συγγραφέας ξαναγυρίζει στα θρανία του γυμνασίου για να διδαχτεί απ’ την αρχή τη γραμματική και τη γλώσσα Αλλά τα θρανία είναι στην πραγματικότητα πηγές σκανδάλων και προστυχιάς. Και τέλος, η μορφή του Φ. αποτελεί μια …παρωδία της μορφής και η περίεργη σχέση πού καλλιεργεί αυτός ο σκυθρωπός Πολωνός ανάμεσα στο δράμα της μορφής και στο δράμα της εφηβείας (δράμα για όσους τη βλέπουν απέξω) είναι ακριβώς η κλειδαριά των μυστικών του Φερντυντούρκε.
Εφόσον παραμένουμε σε επικράτειες παιδικής ηλικίας, επόμενο είναι να συναντήσουμε τον πολυδιαβασμένο όλων ημών Νάσο Θεοφίλου, της γενιάς του ’70. Μόνο που αυτός ο όρος, γράφει ο Αρανίτσης, δεν στεγάζει παρά χίλιες λυπηρά διαφορετικές περιπτώσεις, ενώ ορισμένοι θεωρητικοί του παραμυθιού της «Γενιάς» επιμένουν να μιλάνε για ένα είδος συλλογικής λoγoτεχνικής εξόρμησης πού θυμίζει κάπως την Απόβαση στη Νορμανδία – και τελικά «το ταλέντο (τρυφερό και ανέμελο Παιδί τής Μοναξιάς) είναι τελικά περισσότερο δυσεύρετο απ’ όσο φαντάζονται». Κι όμως, εμείς το θυμόμαστε καλά και συμφωνούμε απόλυτα: ο σουρεαλισμός του Ερημόπολη είναι ακριβώς ένα παιδικό όνειρο (ο ποιητής, όπως και ο ερωτευμένος, σώζει μέσα του ανέπαφο το Παιδί), ένα μακρύ δοκίμιο πάνω στο χιμαιρικό πεπρωμένο τής παιδικής ηλικίας. Αυτός ο Παράδεισος (όπως όλοι οι Παράδεισοι) είναι κατά κάποιο τρόπο απαλλαγμένος απ’ την ενοχή, κι έτσι στον μοναχικό του κάτοικο δεν απομένει παρά να γεύεται κατά βούληση όλα τα απαγορευμένα φρούτα των παράδοξων συνδυασμών. Και η πρόζα του συγγραφέα συσσωρεύεται μια μοναδική στιγμή της λoγoτεχνίας: η βλάστηση τής Λέξης. Γιατί η Λέξη εδώ είναι πραγματικά ένα φυτό που βλασταίνει.
Παραπλεύρως της [μη] ενοχής, στις Έντεκα χιλιάδες βέργες του Απολλιναίρ η ποίηση και η πορνογραφία μοιράζονται διακριτικά ορισμένα ύποπτα ενδιαφέροντα: το κυνήγι της ανώριμης ομορφιάς, μία πονηρή εκτίμηση της εφηβείας, τον εξωτισμό, μία εσωτερική ροπή προς τη χλιδή, μία ρομαντική και λιγάκι γελοία εκμετάλλευση της αθωότητας και μία κάπως ανατολίτικη εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις της φαντασίας να εκπληρώσει τους πιο υπερβολικούς πόθους. Ο κατάλογος του Αρανίτση είναι ακριβής, όπως και η διαπίστωσή του, πως τόσο ο ποιητής όσο και ο πορνογράφος γράφουν την Ιστορία του σώματός τους, κάποτε απαριθμώντας τις άγονες απολαύσεις της σάρκας.
Αλλά εδώ υπάρχει και μια άλλη ερεθιστική βεβαιότητα: το σεξ στον Απολλιναίρ είναι πολύ πιο μοντέρνο και ηδονικό απ’ ότι, για παράδειγμα, στον Σαντ, γιατί είναι θεμελιωμένο και στην ενοχή. Και η ενοχή – παράξενη μοίρα που ποτίζει τη φαντασία με την πολύτιμη ζάχαρη τής λίμπιντο και ανάβει μέσα στην εφευρετικότητα των απολαύσεων τη γλυκιά φλόγα της ανασφάλειας και της ανυπομονησίας – δεν εμποδίζει βέβαια καθόλου τον Απολλιναίρ να μετατρέψει τις Έντεκα χιλιάδες βέργες σε μια μικρή αλλά έγκυρη πορνογραφική εγκυκλοπαίδεια που, αντίθετα απ’ το Κάμα Σούτρα δεν περιφρονεί καμιά απ’ τις ηδονές. Ένας ακόμα κατάλογος ακολουθεί, με τις σημαντικότερες από αυτές, που μοιάζουν συνδέσεις λογοτεχνίας και κόλασης, ευθύτερες από τους πόθους των Ζενέ και Μπατάιγ.
Πίσω στην παιδική ηλικία και στην Ζαζί στο μετρό. Όσο κι αν υπήρξε παρωδία κάθε Πολυάννας ή Δυο ορφανών, η Ζαζί είναι αρκετά έξυπνη ώστε να ξέρει τι της γίνεται, εφευρετική στις ζαβολιές της, δαιμόνια στον τρόπο να φέρνει τους άλλους σε δύσκολη θέση, ανταποκρινόμενη, θαρρείς, σε μια αξιοπερίεργη, κυνική ευτυχισμένη αντίληψη για τη ζωή. Και όσο εκείνη ρίχνει τους μνηστήρες της σε διασκεδαστικές παγίδες σκανδαλιάρικης διπλωματίας, ο συγγραφέας της Ραιημόν Καινώ τα βγάζει πέρα με την σειρά του, πλέκοντας σε ένα τόσο «χοντροκομμένο» θέμα μια πλήρη δαντέλα ειρωνικών τεχνασμάτων.
Η Ζαζί είναι μια προσπάθεια να δούμε την τρέλα του σύγχρονου κόσμου απ’ την κωμική της πλευρά, τονίζει ο συγγραφέας, και αυτή η επικίνδυνη προσπάθεια πετυχαίνει χάρη στην κρυφή απόσταση από την οποία ο Καινώ βλέπει το θέμα του, οχυρωμένος πίσω απ’ το τρίτο πρόσωπο της αφήγησης. Και αν είναι αλήθεια ότι οι πιο ρεαλιστικές στιγμές του έργου είναι εκείνες ακριβώς που διακηρύσσουν μια έλλειψη πίστης στην πραγματικότητα, και αν σκεφτούμε λογικά (οπότε η τέχνη παύει να μας ενδιαφέρει) ότι η αθλιότητα δεν έχει τίποτα το αστείο, και πάλι θα παραδεχτούμε ότι στα χέρια του Καινώ όλα αυτά σε μετατρέπονται σε λόγο, διασκέδαση και μυστικό έρωτα με το πονηρό χαμόγελο της Ζαζί.
Εκδ. Άκμων, 1982, [Άκμων/Λογοτεχνία, 15], σελ. 436.
Σημ. Όπως πάντα χρησιμοποιούμε την ορθογραφία και τους τονισμούς του εκάστοτε συγγραφέα.