Σελίδες για τον Χριστόφορο Λιοντάκη
Ο εφηβικός κήπος, περιβόλι ή ροδώνας, τα οπωροφόρα και οι μετωνυμίες τους, φύλλα νεραντζιάς, αμύγδαλα λευκά και ρόδι, φλούδες πορτοκαλιού, ο εσπερινός ελαιώνας και το αμφίσημο ορεινό μονοπάτι της Κρήτης […]· αντιστικτικά, το αττικό τοπίο στο φως του δειλινού στον Υμηττό ή Απρίλιο μήνα στο Σούνιο άνθη και βοτάνια, ντοματιές, σταφυλιές και δυόσμος, άρωμα φασκομηλιάς, η ευωδιά του πικραμύγδαλου, εικόνες θαλερές και μυρωμένες στιγμές, μοιάζει να διαμορφώνουν μια τρυφερή επιφάνεια πάνω στην οποία ακουμπάει η ποιητική γλώσσα του Λιοντάκη, για να ξετυλίξει τη διήγησή της. Γιατί η φύση είναι το περίγραμμα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, η πηγή απ’ όπου η ψυχή του ευαίσθητου δέκτη δεν μπορεί να ξεφύγει αλλά ξαναγυρνά ολοένα, όπως στον τόπο του εγκλήματος…
…γράφει η Μαριλίζα Μήτσου στο κείμενό της για Πρόσωπα και προσωπεία του μύθου στην ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη, ενσωματώνοντας σε μια παράγραφο λέξεις, φράσεις και νοήματα από τα ποιήματα της συλλογής του Ο Μινώταυρος μετακομίζει. Αυτή ήταν και η πρώτη μου επαφή με την ποίηση του Λιοντάκη, κάποτε σε μια εποχή όπου συχνά, κάτι που συνεχίζω ακόμα και σήμερα αν και σε μικρότερο ποσοστό, επέλεγα να αγοράσω μια συλλογή με βάση τον τίτλο της. Και πώς μπορούσε να αγνοηθεί μια έστω και υπόνοια πως ο Μινώταυρος δεν βρίσκεται πια εκεί που τον αφήσαμε;
Μ’ εναγκαλίζεται ο μινώταυρος / μας είδανε μαζί πολλές φορές / με κυνηγά / τον κυνηγώ / ποικίλλουν οι φήμες.
Σ’ εκείνη την συλλογή [1982] ενώνει δυο περιόδους στην ποιητική του Λιοντάκη, όπως γράφει η Χριστίνα Ντουνιά στο δικό της κείμενο, που εστιάζει στα δικαιώματα του «θυμού». Αρχικά επιχειρείται μια πρώτη συμφιλίωση με τη γενέθλια γη και τις απωθήσεις της παιδικής ηλικίας, μια δύσκολη εξομολόγηση στην ανίχνευση του τραύματος ή του βιώματος που γίνεται εμπειρία, μέσα από έναν απαιτητικό δρόμο αναστοχασμού. Ύστερα αναδύονται τα θραύσματα του αρχαίου μύθου αλλά και μιας αιώνιας φύσης. Το αφιέρωμα ξεκινάει με ένα αδημοσίευτο ποίημα του Λιοντάκη και περιλαμβάνει δυο πολύτιμα παλιά δημοσιεύματα εφημερίδων από τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Γιάννη Τσαρούχη, κείμενα των Διονύση Χαλκωματά, Βαγγέλη Χατζηβασιλειου, Τιτίκας Δημητρούλια, Ζαχαρία Κατσακού και άλλων, καθώς και μια σύντομη εργοβιογραφική παρουσίαση σε επιμέλεια του τελευταίου.
Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει πεζογραφήματά του: ακούγεται σαν ενύπνιο αλλά είναι ο τίτλος του πολύτιμου ψηφιακού δίσκου που συνοδεύει το τεύχος, με αφορμή την συμπλήρωση τριάντα ετών από τον πρόωρο θάνατο του συγγραφέα [16.2.1985]. Εδώ ο συγγραφέας διαβάζει ο ίδιος πεζά του από τα βιβλία του Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, Καταπακτή, Η πρωτεύουσα των προσφύγων και Επιτάφιος θρήνος. Οι ηχογραφήσεις προέρχονται από τα αρχεία της οικογένειας Μιχάλη Μηλαράκη και Δήμητρας Ιωάννου -Μηλαράκη, του συλλέκτη Γιώργου Ζεβελάκη και του ραδιοφωνικού παραγωγού Γιώργου Ευσταθίου.
Στα δοκίμια του τεύχους ο Παντελής Μπουκάλας γράφει για τη φιλολογία ως προϋπόθεση της μετάφρασης, τον κριτικό λόγο και την αυτοκριτική μεταφραστική συνείδηση του Δ. Ν. Μαρωνίτη· ο Γιώργος Μαρκόπουλος για την ποίηση και την ποιητική της Κικής Δημουλά, με αφορμή την τελευταία της ποιητική συλλογή Δημόσιος καιρός· ο Αριστοτέλης Σαΐνης για τη νεανική αλληλογραφία Βασίλη Βασιλικού – Μένη Κουμανταρέα. Στην ποίηση αιφνιδιαζόμαστε από ένα ποίημα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας (μτφ. Αχιλλέα Κυριακίδη) και διαβάζουμε ακόμη δημιουργίες των Λευτέρη Ξανθόπουλου, Γιάννη Υφαντή, και Κλεοπάτρα Ολυμπίου, του Ρουμάνου Νικήτα Στανέσκου (1933-1983, μτφ. Σταύρου Δεληγιώργη) κ.ά.
Διηγήματα και μικρά πεζά δημοσιεύουν μεταξύ άλλων οι: Γιάννα Μπούκοβα, Μαρία Κουγιουμτζή, Βάνα Χαραλαμπίδου, Τζάστιν Τόρρες (μτφ. Γιάννης Θεοδοσίου) και Φίλιππος Δρακονταειδής. Μια ανάσα από το αξέχαστο κείμενο του τελευταίου:
…τέτοιες ώρες λέγονται τα κρυφά, τα ανείπωτα, τα πλακωμένα και ποδοπατημένα, τα αξεχείλωτα και τα αναπάντητα. «Αυτοί ξέρουν» συμπλήρωσε η Χρυσάνθη. «Τι ξέρουν;», πετάχτηκα. «Ξέρουν μήπως πως εσύ στα δεκαεφτά σου και εγώ στα δεκαπέντε μου αγκαλιαζόμαστε; Ξέρουν ως με έσφιγγες στην αγκαλιά σου και τα χέρια μου μάθαιναν και θέριζαν, αλώνιζαν, λίχνιζαν, μάζευαν το στάρι σου κα δεμάτιαζαν τα σανά σου, επειδή τα στάχυα σου είχαν θρέψει και ήταν στην εποχή σου; Ξέρουν πως ο μύλος μου άλεθε το στάρι σου και εσύ έβαζες το ζυμάρι, έπλαθες το ψωμί σου, το άφηνες να φουσκώσει, το φούρνιζες και το τρώγαμε ζεστό, έκοβες μπουκιές που βουτούσαμε στο μέλι;
[Σελίδες 176]
1 Σχόλιο to “Εντευκτήριο τεύχος 106 (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2014, κυκλοφ. Φεβρουάριος 2015)”