…απειρόγαμε. Έτσι προσφωνεί τη Μαρία ο κρυφά ερωτευμένος με το ίνδαλμά του υμνωδός. Και συνειδητοποιώ αιφνίδια πόσος παγανισμός χωράει μέσα στην πρωτοβυζαντινή σεμνοπρέπεια. Το άπειρο ερωτεύεται το ελάχιστο, το όλον σπαρταράει γα να χωρέσει στο κλάσμα, το μέρος εξισούται με ό,τι το υπερβαίνει, υπερεκχειλίζει η αίσθηση καλύπτει το σώμα της έννοιας, της θεωρίας. Σήμερα Γάμος γίνεται όπως και πάντα και όλοι και όλα είναι ελεύθερα ν’ αγαπηθούν. Τα πάντα τώρα εξηγούνται: Διόνυσος, Αριάδνη, Πενθέας, Αγαύη, τα κορίτσια – Βάκχες, οι Μωραί Παρθένοι, ο μυστικός αρραβώνας του Βρέφους με την Αικατερίνη, ο Ιωσήφ ο μνήστωρ, η Κεχαριτωμένη, η καλύτερη των καλυτέρων με άπειρο τον γάμο της. Απειρόγαμος. Το άπειρο ως νυμφίος. Έτσι κάπως νικιέται ο θάνατος. Ή καλύτερα, παύει να έχει τόσο απόλυτη, τόσο ακατάλυτη σημασία…
….γράφει ο Μάνος Στεφανίδης στο πρώτο από τα τρία σχεδόν τρίδυμα πεζά του, τους «Τελευταίους χαιρετισμούς», εν μέσω των οποίων αναζητεί στην μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου πίσω από το Βυζαντινό Μουσείο μια γυναίκα με λευκασμένα μαλλιά, κι ενώ παραμένουν «μπερδεμένες οι αγαπημένες γυναίκες στο μυαλό…αγαπημένες και κάποτε μισητές αλλά πάντα κεχαριτωμένες». Έναν άλλο ναΐσκο μας ανοίγει ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος: είναι ο ευκτήριος οίκος «επ΄ονόματι των Αγίων Φλώρου και Λούρου», γνωστός από τον Βαρδιάνο στα σπάρκα του Παπαδιαμάντη.
Από τους χριστιανικούς ναούς στα ρωμαϊκά στάδια και από την εγχώρια πεζογραφία στην εκ δυσμάς ποίηση, με μια επιλογή ποιημάτων του Ιταλού Vittorio Sereni (γεν. 1913), ιδρυτή και συντάκτη του περιοδικού Corrente, στενού φίλου, μεταξύ άλλων, των Vasco Pratoliνi, Alessandro Parronchi, Elio Vittorini, εξόριστου στα στρατόπεδα των Ιταλών στρατιωτών του Πολέμου, σε Μαρόκο και Αλγερία. Ιδού τα Άλλα γενέθλια [1981]: Τέλη Ιουλίου όταν / κάτω από τις πέργολες ενός μπαρ στο San Siro / ανάμεσα σε κάγκελα και αψίδες διακρίνεται / ένα οποιοδήποτε κομμάτι του ηλιόλουστου σταδίου / όταν εκπλήσσεται η μεγάλη κενή λεκάνη / που καθρεφτίζει τον σπαταλημένο χρόνο και φαίνεται / ότι ακριβώς εκεί έρχεται να ξεψυχήσει ένα έτος / και δεν ξέρεις τι άλλο προετοιμάζει ένα άλλο έτος/ ας περάσουμε ακόμη μια φορά αυτό το κατώφλι / αρκεί ν’ αντέχει η καρδιά σου στα μεγάλα κύματα της πόλης / κι ένας σχιστόλιθος ν’ απλώνει το καλοκαιρινό χρώμα. [μτφ. Μαρία Φραγκούλη]
Σ’ ένα άλλο ενδιαφέρον κείμενο ο Γιώργης Μυλωνάς γράφει για την Νέκυια του Χρόνη Μπότσογλου, μια μνημειακή ζωγραφική εγκατάσταση από είκοσι έξι έργα, μια πολυπρόσωπη τελετουργική αναπαράσταση που δημιούργησε ο καλλιτέχνης από το 1993 έως το 2000, με τίτλο «Μια προσωπική Νέκυια. Ένα εικαστικό ταξίδι για τη μνήμη». Η Νέκυια καθίσταται μια «προσωπική» υπόθεση και σε μεγάλο βαθμό «ερωτική»· αφορά δικούς του ήρωες, που ταυτίζονται με τα ομηρικά πρόσωπα. Τα ζωγραφισμένα είδωλα δεν είναι φανταστικά· πρόκειται για πρόσωπα πραγματικά, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έσμιξαν μαζί του. Έτσι, η εικόνα της μάνας παραπέμπει στην Αντίκλεια, του ηδονικού χορευτή στον Ελπήνορα, του δασκάλου στον Τειρεσία και πάει λέγοντας. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν, με είδωλα δισυπόστατα: τα μυθολογικά πρόσωπα της οδυσσειακής Νέκυιας εδώ μιλάνε μέσα από αγαπημένες φωνές, παίρνουν τα χαρακτηριστικά, την έκφραση και τις χειρονομίες δικών και φίλων, σαρκώνονται στα πρόσωπα που ανακαλεί πλέον ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Δ. Μαρωνίτης, μύθος και πραγματικότητα συμβάλλονται. Γράφει ο ζωγράφος για το ερωτικό στοιχείο στην σύνθεσή του:
Όπως δούλευα με την ιδέα της Νέκυιας, ξαφνικά προβάλλανε δυο «αδέσποτοι» μαστοί, οι οποίοι δε μπορούσα να καταλάβω τι είναι. Ένα μήνα παιδεύτηκα για να δω πού ανήκουνε, σε ποιο γεγονός αναφέρονται! Ήταν μια συνεύρεση τυχαία; Ξαφνικά πρόβαλλε αυτό το κομμάτι, μια μνήμη, που προσπάθησα να τη μεταφέρω. Ήτανε λοιπόν, μια θεία μου – την εποχή εκείνη θάμουν 11 χρόνων, ίσως και πιο μικρός -, όπου έμενε στο επάνω σπίτι με το θείο μου. Στην κουζίνα είχε βάλει μια λεκάνη και πλενότανε. Το αίσθημα που μου γεννήθηκε, όταν την είδα, ήταν πρωτόγνωρο! Προφανώς ήταν το ερωτικό ξύπνημα, που δε μπορούσα μικρός να καταλάβω. Και παριστάνεται, όχι όπως ήταν πραγματικά, αλλά όπως εγώ την έβλεπα, με έντονη επιθυμία.
Το τεύχος συμπληρώνεται με ποίηση του Varlam Shalamov (μτφ. Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη), ένα ακόμα κείμενο για το παπαδιαμαντικό έργο (Σάββας Παύλου), δύο δοκίμια για τον Κάλβο (ως μεταφραστή της Ιλιάδας από τον Μιχαήλ Πασχάλη και ως προς την σχέση του, όπως και του Ελύτη με την αρχαία γραμματεία από τον Γιώργο Βαρθαλίτη), εκτενή κριτικό έργο του Νίκου Λάζαρη (Τάσος Αναστασίου, Λαοκράτης Βάσσης, Σπύρος Λ. Βρεττός, Αντώνης Μακρυδημήτρης), κείμενα για τον πανεπιστημιακό Δημήτρη Μιχαηλίδη, ποιήματα των Γιάννη Τζανετάκη και Σπύρου Γεωργίου, σχέδια του Χρόνη Μπότσογλου κ.ά.
[Σελίδες 128]
Στις εικόνες: Vittorio Sereni / Προσωπική Νέκυια Χ. Μπότσογλου.
1 Σχόλιο to “Νέα Ευθύνη, τεύχος 27 (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2015)”