Αποστόλης Αρτινός – Η ετεροτοπία της καλύβας

Ετεροτοπία

Στους νεωτερικούς καιρός ο άνθρωπος αποσπάται όλο και περισσότερο από το φυσικό περιβάλλον, αυτονομώντας τον αστικό του περίγυρο υπό την επήρεια της τεχνολογικής μέθης. Η φύση αποσπάται από την ιερή της υπόσταση και γίνεται μετρήσιμο και αποδοτικό αντικείμενο. Η νέα πολιτική συνείδηση υπαγορεύει και νέες αρχιτεκτονικές αφηγήσεις. Μια βαριά οικοδομική βιομηχανία θα στηθεί για να υπηρετήσει την νέα κατοίκηση υπό το πνεύμα της τυποποίησης. Το ρομαντικό πρότυπο της αποικίας «το κατοικείν των χωρικών», όπως θα πει ο Heidegger θα είναι το τελευταίο ίχνος μιας αρχαίας αντίληψης που θα ανατρέψουν εκ βάθρων οι καιροί. Η περίφημη αγροικία του Goethe, τα τοπία του Turner και του Constable, η αισθησιακή ρέμβη του Rousseau, ο Μέλανας Δρυμός, δεν είναι παρά σημεία μιας εμβύθισης στη φύση και μια μέθεξη στο τοπίο που έμελλε όμως να είναι ιστορικά η τελευταία. Το ίδιο και οι σκοτεινές δρυάδες των ρομαντικών, ή η νεομυθολογία του ευγενούς αγρίου.

heidegger-house_

Η ξύλινη καλύβα με τις φθαρμένες σανίδες της θα γίνει ο τόπος των πιο ισχυρών μας ονειροπολήσεων στοιχειώνει μέχρι σήμερα το φαντασιακό μας. Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι, τα δεντρόσπιτα, η κατασκήνωση στη φύση, οι ζωγραφιές των μικρών παιδιών που σχεδιάζουν καλύβες με ξύλινους φράχτες ακόμα κι όταν τους ζητείται να ζωγραφίσουν το σπίτι τους. Είναι μια απολύτως αρχετυπική, συναισθηματική εικόνα. Ο Le Corbusier, ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε πόλεις ολόκληρες και οραματίστηκε ουρανοξύστες χιλιομέτρων δεν έχτισε για τον εαυτό του παρά μια μικρή ξύλινη καλύβα, μόλις τριάμισι μέτρια, κάπου στην Κυανή Ακτή· εκεί ήθελε και να τελειώσει η ζωή του. Το βιβλίο αναζητά ακριβώς διαφορετικές πτυχές της ετεροτοπίας ή ετερο(ου)τοπίας της καλύβας.

berry_ferme_milieu_19e_

Η καλύβα του Χάιντεγκερ βρισκόταν στην απότομη πλαγιά μιας πλατιάς κοιλάδας, στα νότια του Μέλανα Δρυμού. Η χαμηλή σκεπή κάλυπτε τρεις χώρους: κουζίνα, υπνοδωμάτιο, δωμάτιο εργασίας. Σε αυτή την εσχατιά του βορρά ο φιλόσοφος στοχάστηκε τις συνθήκες κατοίκησης του Είναι, την υποστήριξη πως είναι αυτό που κατοικεί, τα ουσιώδη στοιχεία του κειμένου του Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι. Το κατοικείν σχετίζεται με τον βαθμό οικειοποίησης του χώρου, με το να είσαι μέσα στο χώρο στο είναι σου. Μόνο σε μια κατοικία συμφιλιωμένη με τη φύση ο άνθρωπος είναι σε μια ασφαλή σχέση με τον κόσμο. Εκεί εκδηλώνεται το Τετραμερές, η σταυροειδής συνύπαρξη του ουρανού και της γης, της θνητότητας και της θεότητας.

Ο άνθρωπος οφείλει να κτίζει με τον τρόπο που καλλιεργεί τη γη. Κατοίκηση έχουμε μόνο στην ύπαιθρο, ριζωμένοι στο έδαφος, στην οικεία μνήμη και όχι στη λήθη μιας αέναης μετα – κίνησης και διασποράς. Το κτίριο πρέπει να φύεται από την γη κι ένα τέτοιο παράδειγμα για τον Χάιντεγκερ είναι ο αρχαιοελληνικός ναός. Ο ναός καθιστά ορατό τον αόρατο χώρο της ατμόσφαιρας. Για τον φιλόσοφο είναι σαφές: κατοικούμε στη γη ως επισκέπτες και όχι ως οικοδεσπότες, σε μια σχέση προσμονής με τις θεότητες.

a_house_and_a_cliff_by_art_kombinat-d7zddyr

Το 1913 ο Wittgenstein έστησε την μικρή ξύλινη καλύβα του στο απομονωμένο χωριό Skjolden της Νορβηγίας, στην άκρη ενός γκρεμού. Κάτω από τη στέγη της θα πάρει την απόφαση να εξαντλήσει εκεί τη ζωή και τη γραφή του. Μια φθινοπωρινή μέρα του 1936, καθισμένος στο γραφείο του και ατενίζοντας απ’ το παράθυρό του την λίμνη, θα σημειώσει στο ημερολόγιό του: «Δεν μπορώ να φανταστώ άλλο μέρος για να ζήσω και να εργαστώ απ’ ότι εδώ, η ηρεμία και η ομορφιά αυτού του τοπίου με καθηλώνουν».

Ο εύθραυστος ψυχισμός του τον οδήγησε σύμφωνα με πολλούς και στην απομόνωση, σ’ ένα είδος μοναχισμού. Ένας ιδιότυπος ασκητισμός, μια πνευματική άσκηση, μια εσωτερική καταβύθιση αλλά και μια φυσική θεώρηση της αλήθειας του περιβάλλοντος κόσμου. Ο φιλόσοφος αποτραβιέται στη γαλήνη και στη μοναξιά του τοπίου για να μπορέσει να αφοσιωθεί σε μια εσωτερική συνομιλία ακόμα και με το ίδιο του το έργο. Ο Wittgenstein αναζητούσε παντού αυτή την απομόνωση· όταν ζούσε στην Ιρλανδία είχε επίσης εγκατασταθεί στην πιο άγονη και απομακρυσμένη της γωνιά. Υποστηρίζεται ότι σημαντικό ρόλο στην απόφασή του να εγκατασταθεί εκεί έπαιξε και η επίδραση του Ευαγγελίου εν συντομία του Τολστόι. Ο άνθρωπος είχε για τον Τολστόι μια θεϊκή καταγωγή που όφειλε να την τιμά στην καθαρότητα και ταπεινότητα.

gloyd_orangeboar_s_house_by_mrhaliboot-d6xyteo_

Το έργο μου αποτελείται από δύο μέρη: από εκείνο που είναι εδώ γραμμένο, αλλά και από ό,τι δεν έχω γράψει. Και ακριβώς αυτό το δεύτερ μέρος είναι και το πιο σημαντικό, έγραψε για το Tractatus Logico – Philosophicus, το έργο που συντάχθηκε στην καλύβα και ήταν το μόνο που εξέδωσε ο φιλόσοφος· το έργο που μιλούσε για τα όρια της γλώσσας και για το πέραν της γλώσσας· μιας γλώσσας που εντοπίζεται στην κρημνώδη θέση της απώλειάς της, όπου οι λέξεις – κατασκευές άγχους αναδύονται ως ίχνη απουσίας. Μοιάζει το Tractatus να είναι ακριβώς η καλύβη της γλώσσας, η ευθραυστότητα του νοήματός της.

Όλες οι πύλες το έργο του Κάφκα είναι παγίδες· από εκείνες του Πύργου ως εκείνες του ξενοδοχείου της Αμερικής, όλες είναι τυφλά σημεία των φαντασιακών του διαφυγών. Στο έργο του Το κτίσμα εκφράζεται μια αρχιτεκτονική του άγχους. Το εσωτερικό του Κτίσματος είναι ένας περίκλειστος κόσμος, ένα λαβυρινθώδες ανάγλυφο από διαδρόμους που καταλήγουν σε πλατείες, απ’ όπου εκκινούν άλλοι διάδρομοι σε πιο βαθιές κρύπτες. Κάθε κρυψώνα έχει πολλές κρυψώνες, όπου το σώμα και η ψυχή ειρηνεύουν στην ικανοποιημένη επιθυμία του πραγματοποιημένου στόχου του σπιτιού. Αυτή είναι η αρχική ιδέα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού: ένας χώρος προστατευμένος, επικεντρωμένος στην απώθηση του εισβολέα και στην απομόνωση για μια ήσυχη ζωή.

little_house_by_liallan_

Αλλά το σφύριγμα του ανέμου από μια δίοδο που άνοιξαν τα μυρμήγκια, μια μικρή κατολίσθηση εδάφους, ο θόρυβος ενός σκαθαριού, διασαλεύουν την απόλυτη ησυχία. Όσο βαθύτερα σκάβεις στη γη, τόσο απειλητικότερο αισθάνεσαι το ανελέητο βλέμμα του άλλου: Το ευάλωτο του κτίσματος με έκανε κι εμένα ευάλωτο, οι πληγές του με πονούν σαν να ήταν δικές μου. Το κτίσμα – λαγούμι του Κάφκα είναι ο χώρος της λογοτεχνίας του, ένας χώρος όπου ο κόσμος γίνεται αντιληπτός ως αυτός που εισβάλει και καταργεί την μοναξιά της γραφής του. Οι άλλοι ήταν πάντα για τον συγγραφέα μια πραγματική απειλή, μια σπατάλη χρόνου που τον αποσπούσε από τον χρόνο της συγγραφικής του καταβύθισης.

Στα μέσα του 19ου αιώνα κοντά στην πόλη Κόνκορντ της Νέας Αγγλίας ο Αμερικανός συγγραφέας και νατουραλιστής φιλόσοφος Henry David Thoreau, κουρασμένος από την ανελευθερία και τις ψεύτικες υποχρεώσεις της αστικής ζωής, αποφασίζει να εγκαταλείψει την αστική ζωή και να ζήσει μόνος του στο δάσος μιας μικρής λίμνης. Μέχρι να ολοκληρώσει το έργο του θα μαγειρεύει έξω στο χώμα και θα κοιμάται κάτω από ένα πρόχειρο στέγαστρο. Βρέθηκε κι αυτός εκεί για να γράψει· όχι να ζήσει απλώς μια λιτή ζωή αλλά για να την συνδυάσει με την πνευματική εργασία. Εκεί, στη λίμνη Walden, θα γράψει το περίφημο βιβλίο του Walden. Το σπίτι, θα γράψει αργότερα, ήταν μόνο μια μικρή φωλιά, δεν ήταν παρά μια βεράντα στην είσοδο ενός λαγουμιού.

little_forest_house_by_hidetheinsanity-d96i1rt

Μόνη του συντροφιά είχε τους τριγμούς της παγωμένης λίμνης, μιας λίμνης που είχε συμβολοποιηθεί ήδη από τις παιδικές του ονειροπολήσεις. Η λίμνη είναι μια εικόνα του ίδιου του Thoreau: Ουόλντεν εσύ είσαι; διερωτάται κάποια στιγμή ο συγγραφέας πάνω από τον αντικατοπτρισμό του στα νερά της. Χτίζοντας την καλύβα στις όχθες της, αφηνόταν στην ανεστιότητά του σ’ ένα ανοικτό περιβάλλον. Η καλύβα δεν είναι σπίτι, είναι αντίσκηνο, ένα κάθισμα, όχι μια ιδιοκτησία, αλλά ένα κατάλυμα μόνο για τη νύχτα. Διαμένω για τον Thoreau δεν σημαίνει μένω κάπου αλλά διανυκτερεύω και την επαύριον πάλι αφήνομαι στην περιπλάνησή μου στην ανοικτότητα του κόσμου. Η εγκατάσταση κάνει τον άνθρωπο δυσκίνητο, απρόθυμο στην περιπέτεια του ταξιδιού, στην έξοδό του. Το σπίτι δεν μπορεί να είναι παρά ένα αντίσκηνο που να μπορείς εύκολα να το εγκαταλείψεις ή να το σηκώσεις στην πλάτη σου. Και το ελάχιστο της υλικότητας του σπιτιού ταυτίζεται με την αφτιασίδωτη ζωή.

bigpreview_forest-hut-wall_

Από τις κρυψώνες του Gaston Bachelard, την κατά μόνας διαμονή του Emmanuel Levinas και την μικρή καλύβα του Φιλήμονα και της Βαυκίδας, του ηλικιωμένου ζευγαριού που κατοικεί στη μέση της τεράστιας ιδιοκτησίας του Φάουστ, μέχρι τις καλύβες των ερημιτών και τους στύλους των αναχωρητών Πατέρων, ο συγγραφέας χτίζει ένα εξαιρετικά πύκνό βιβλίο που μοιάζει με τις καλύβες όπου φιλοξενείται: είναι μικρό το δέμας αλλά περιλαμβάνει ένα ολόκληρο σύμπαν.

Πλήρης τίτλος: Η ετεροτοπία της καλύβας. Κείμενα για την γλώσσα της αρχιτεκτονικής και για την αρχιτεκτονική της γλώσσας. Εκδ. Σμίλη, 2014, σελ. 87. Στην πρώτη εικόνα: η καλύβα του Χάιντεγκερ.

Σταύρος Ζουμπουλάκης – Η αδερφή μου

Εξώφυλλο

Όποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο είναι μείζων όλων των τιτάνων της θεολογίας. Γνώρισα στη ζωή μου σπουδαίους ανθρώπους, συγγραφείς, φιλοσόφους, επιστήμονες, ορισμένοι – οι λιγότεροι – μου έγιναν συμπαθείς, περνάω καλά στη συντροφιά τους. Ξέρω να αξιολογώ τα έργα τους και να τα τιμώ όταν αξίζουν, η ηθική όμως εκτίμησή μου πηγαίνει μόνο, αποκλειστικά και μόνο, σε όσους στάθηκαν δίπλα σε βαριά και ανίατα άρρωστους και τους φρόντισαν δίχως κανένα γογγυσμό, με αγάπη και αφοσίωση. [σ. 61]

Η αδελφή του Σταύρου Ζουμπουλάκη, η Γιούλα, ήταν ο άνθρωπος που αγάπησε περισσότερο στη ζωή του. Και η ασθένειά της, η επιληψία, μετέτρεψε την αδελφική του σχέση σε πεπρωμένο· ένα πεπρωμένο που χάρη στην ικανή του γραφή μετατρέπεται στο παρόν απόσταγμα εβδομήντα σελίδων. Εδώ συμπυκνώνονται όσα έζησε και φιλοσόφησε, όσα κράτησε και διδάχτηκε. Ο συγγραφέας μιλάει για την διχασμένη ζωή του πονεμένου: ενεργείς σαν κανονικός άνθρωπος, αλλά βρίσκεσαι αλλού. Μόνο με τους ομοιοπαθείς είσαι αληθινός και λες ό,τι πραγματικά θέλεις να πεις. «Άλλος ψυχομαχάει κι άλλος καυλομαχάει», έλεγε ο πατέρας του, και ο γιος τώρα συνοψίζει σε αυτή την παροιμία την άποψή του για την ζωή – κι αυτή είναι μια από τις ειλικρινείς εξομολογήσεις ενός βαθύτατα πνευματικού ανθρώπου.

2 - Balthus - Brother and Sister, 1936_

Αυτός ο αδελφός λοιπόν, εντελώς ξαφνικά, όταν έκλεισε τα δεκατέσσερα σταμάτησε να βγαίνει για παιχνίδι και κλείστηκε στο σπίτι διαβάζοντας μανιωδώς. Μέχρι και σήμερα δεν έχει δώσει απάντηση πώς και γιατί συνέβη αυτό· απλά σκέφτεται μήπως αυτή η στροφή στον εαυτό του και στην ανάγνωση ήταν μια μυστική προετοιμασία για να αντιμετωπίσει με τον δικό του τρόπο την επερχόμενη καταιγίδα. Είχε πια σχεδιαστεί «της ζωής του η περιοχή». Τα διαβάσματα αποτελούσαν κι ένα ενδιαφέρον πεδίο αντιπαράθεσης με την Γιούλα, και ιδίως οι αντίθετες ποιητικές προτιμήσεις. Εδώ ο συγγραφέας καταθέτει μια βεβαιότητα: σχέση αληθινή με την ποίηση μπορεί να έχει στη ζωή του μόνο εκείνος που στα εφηβικά του χρόνια ένιωσε σωματική αναστάτωση διαβάζοντας ένα ποίημα, και ας μην ήταν σε θέση να κατακτήσει το νόημα. Αν δεν συμβεί τότε, ποτέ δεν θα του δοθεί η συγκίνηση με το ίδιο ποίημα αργότερα. Και αυτή την αίσθηση την χρωστάει στην αδελφή του.

Η οικογένεια σιώπησε· ο καθένας από τους γονείς οδηγήθηκε στην απόκρυψη από τον δικό του δρόμο, για τους δικούς του λόγους. Ίσως η αποσιώπηση ξόρκιζε το κακό, ίσως κανείς τρίτος δεν θεωρείτο ικανός να νιώσει τον πόνο, ίσως η κοινοποίηση θα οδηγούσε σε συνεχείς ανόητες ερωτήσεις που θα σκάλιζαν διαρκώς την πληγή. Αλλά ένα μυστικό που δεν μοιράζεται γίνεται ασήκωτο· και ο συγγραφέας το κουβάλησε αμοίραστο μέσα του για χρόνια και οδηγήθηκε σε μια μοναχική εσωτερικότητα που τον προφύλαξε από την επιπόλαιη εξωστρέφεια. Αυτά, μας ομολογεί, τα λέει σήμερα, ενώ τότε πολύ θα ήθελε να ήταν ένας επιπόλαιος εξωστρεφής τύπος που καλοπερνάει, «ένας οποιοσδήποτε Ευτύχιος», όπως θα έλεγε και ο Μάριος Χάκκας.

2 - Αδελφάκια 1

Καθώς οι επιληπτικές κρίσεις πυκνώνουν σε συχνότητα και αποτελούν το ενδεχόμενο κάθε στιγμής, η ζωή του συγγραφέα αλλάζει. Κάθε ανεπαίσθητος θόρυβος διαταράσσει τον ύπνο του. Η Γιούλα εξεγέρθηκε με τον δικό της τρόπο απέναντι στην ασθένεια. Άρχισε να ζει έντονα την ζωή της και να εξαφανίζεται για ώρες, αφήνοντας στον αδελφό της τον ρόλο του καλού παιδιού που βλέπει χιλιάδες βλακείες στην τηλεόραση για να μην αφήσει μόνους τους γονείς του. Και φυσικά άρχισε να βλέπει πώς οι χρόνια άρρωστοι, ειδικά οι άρρωστοι από τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια, έχουν μάθει πολύ καλά την τέχνη να χρησιμοποιούν την αρρώστια τους για να χειρίζονται τους άλλους με τρόπο βασανιστικό. Κι εκείνη ασκούσε την τέχνη με ιδιαίτερη επιδεξιότητα.

Η ζωή είναι βέβαια γεμάτη πόνο και βάσανα. Μπορεί όλοι να έχουν μερίδιο στον πόνο της ζωής, τα μερίδια αυτά όμως είναι πολύ άνισα μεταξύ τους. Είναι ψέμα ότι κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του, εάν με αυτό εννοούμε πως τούτα τα βάσανα είναι το ίδιο βαριά. Σε αυτό το ψέμα προσχωρούν πολλές φορές και οι ίδιοι οι δυστυχισμένοι, γιατί δεν αντέχουν τη μοναξιά της δυστυχίας τους, το βάρος της μεταφυσική αδικίας που τους διάλεξε. Ούτε όλοι οι πόνοι είναι το ίδιο. Ο πόνος της συλλογικής συμφοράς, είτε η φύση την προκάλεσε είτε η ιστορία, είναι πολύ λιγότερο βαρύς από τον πόνο που προκαλεί η ατομική συμφορά, εκείνη που χτύπησε εσένα μόνο ή τους δικούς σου: μια ανίατη αρρώστια ή ο θάνατος ενός παιδιού. [σ. 23 – 24]

 2 - Inaho & Yuki - Aldnoah Zero

Η συλλογική συμφορά, και η φρικτότερη ακόμη, μοιράζεται. Δεν είσαι μόνος, δεν είσαι εσύ ο δακτυλοδεικτούμενος της μαύρης μοίρας. Η κοινότητα του πόνου είναι από μόνη της παρηγορητική. Γι’ αυτό και, στη δεύτερη περίπτωση, όταν η συμφορά είναι ατομική, ο πονεμένος αναζητάει παντού, στο παρελθόν και στο παρόν, και άλλους πονεμένους, για να συγκροτήσει μια φανταστική κοινότητα πονεμένων. […] Προσπαθεί παράλληλα να συγκροτήσει και μια πραγματική, αν τα καταφέρει, κοινότητα ομοιοπαθών, για να μιλάει χωρίς να τον καταλαβαίνουν. Χωρίς μια όμοια ή ανάλογη εμπειρία πώς να νιώσεις τον άλλο που τον έχει τσακίσει ο πόνος; [σ. 23 – 24]

Η ίδια η ύπαρξη του άλλου πονεμένου σε ανακουφίζει· θέλεις να ξέρεις ότι υπάρχει. Κι ο συγγραφέας άρχισε να αναζητά εκείνους που είχαν ανάλογη «δυστυχία». Έφτασε στο σημείο να γίνει αληθινό λαγωνικό στην ανακάλυψή της, και με γενναία ειλικρίνεια παραδέχεται πως κατά βάθος χαιρόταν που δεν ήταν μόνος. Αλλά πώς μπορεί κανείς μόνος του πια να αναμετρηθεί κανείς με την ασθένεια ενός τόσο αγαπημένου προσώπου; Πώς μπορεί να την κατανοήσει, να την εξημερώσει; Ο Ζουμπουλάκης στράφηκε στην οικογενειακή του κληρονομιά, στην χριστιανική διδασκαλία και πίστη. Το μόνο θεολογικό ερώτημα που έχει μέχρι και σήμερα σημασία ήταν ακριβώς η σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο και την αγάπη του Θεού.

2 - αδέλφια σε φωτογραφία

Ήταν θέμα χρόνου να συναντηθεί με την γραφή της «ταχυθάνατης» Σιμόν Βέιλ και την δική της συγκλονιστική ιστορία. Φυσικά διάβαζε και τους μεγάλους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς αλλά τα κείμενά τους είναι γεμάτα αγέρωχες βεβαιότητες· και η εξήγηση του πόνου δια της αμαρτίας ήταν εξοργιστική. Προτιμούσε τις ραγισμένες φωνές των συγχρόνων και η Βέιλ κάλυψε ιδανικά εκείνο το κενό, κι εδώ ο Ζουμπουλάκης μας χαρίζει μια σύνοψη της δικής της φιλοσοφίας. Ο Θεός έχει αποσυρθεί από τον κόσμο, ο οποίος έχει παραδοθεί στην αναγκαιότητα, ενώ τα μόνα ίχνη της θεϊκής παρουσίας είναι οι ελεήμονες. Η ιδέα ενός ανήμπορου Θεού που δεν μπορεί να αντιπαλέψει και να νικήσει το κακό, δεν ικανοποίησε βέβαια τον συγγραφέα που συνέχισε να συλλογίζεται και να αναζητά πειστικότερες απαντήσεις

Από τότε μέχρι σήμερα, η μόνη έξοδος από την πίστη έναντι της οποίας στέκομαι με απόλυτο σεβασμό είναι ακριβώς αυτή, όταν δηλαδή ο πιστός δεν μπορεί να συμφιλιώσει μέσα του τον πόνο του αθώου με το έλεος του Θεού. Αυτός είναι ο κατεξοχήν θεολογικός λόγος εξόδου. Κάτι άλλο που μου έμαθαν εκείνα τα χρόνια είναι ότι η αμφιβολία για τον Θεό σε κάνει συχνά να ακούς καθαρότερα τη φωνή του ανθρώπινου πόνου, ενώ η ακλόνητη και αρραγής πίστη δεν αφήνει πολλές φορές να ακουστεί η απόγνωση και η οιμωγή. Από αυτή την άποψη, η πίστη του σημερινού ανθρώπου, των δημοκρατικών κοινωνιών, που έχει ενσωματώσει μέσα της την αμφιβολία, είναι πιο ανθρώπινη, ελεύθερη, ανοιχτή και προπάντων φιλόξενη, από ό,τι η πίστη, πολύ συχνά μισαλλόδοξη, της παραδοσιακής χριστιανοσύνης. [σ. 31 – 32]

Frère et soeur Bretons-William Adolphe Bouguereau (1825 – 1905, French)

Ο συγγραφέας εξομολογείται κάθε του αδυναμία, κάθε του αλήθεια. Ο λόγος που τα πρώτα χρόνια της επιστροφής του από το Παρίσι αραιώνει η σχέση τους οφείλεται αποκλειστικά στην επιθυμία του να προστατέψει τον εαυτό του. Η ενοχή για την στάση εκείνων των χρόνων θα σιγοκαίει πάντα μέσα του. Η ψυχική αδυναμία αντιμετώπισης του φόβου της αρρώστιας και του θανάτου και η φυγή δεν αποτελούν εκφράσεις ψυχικής ευαισθησίας αλλά εγωισμού, με την πιο βαθιά του σημασία, εκείνη της αυτοπροστασίας. Και το  ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην αγάπη του Θεού και στα βάσανα των αθώων είναι θεωρητικά αναπάντητο. «Είναι ζήτημα πίστης και θα μένει πάντα εκεί για να δοκιμάζει την θρησκευόμενη συνείδηση. Χωρίς αυτό το ερώτημα, ο μονοθεϊσμός δεν αξίζει τον κόπο, είναι μια αστεία υπόθεση».

Σήμερα η επιληψία ελέγχεται και ρυθμίζεται με φαρμακευτική αγωγή. Η περίπτωση της Γιούλας αντιστεκόταν στα φάρμακα κι έτσι οδηγήθηκε σε «γιατρούς» που δολίως υποστήριξαν ότι πρόκειται για ψυχολογικό και ψυχιατρικό θέμα· άλλωστε η ψυχανάλυση αποτελούσε ήδη μια «πολύ φίνα αστική συνήθεια». Ξεκίνησε λοιπόν με το αζημίωτο (η συνεδρία πληρωνόταν ακόμα κι όταν εκείνη δεν πήγαινε) όλο εκείνο το αδιέξοδο σκάλισμα των παιδικών χρόνων, της σεξουαλικότητας και των άλλων συνήθων υπόπτων, ενώ μια ψυχαναλύτρια κατάργησε τα αντιεπιληπτικά χάπια! Σαφώς επρόκειτο «περί ηλιθίου όντος», που όμως έχαιρε εκτιμήσεως στην ψυχαναλυτική κοινότητα. Μετά το αναπόφευκτο κάταγμα βέβαια επανέφερε (!) όλα τα αντιεπιληπτικά χάπια χωρίς φυσικά να σταματήσει η ψυχοθεραπεία κι έτσι η ασθένεια ενός ανθρώπου αποτέλεσε η ιδανική ευκαιρία θησαυρίσματος ενός άλλου.

Jakob Seisenegger - Portrait of a brother and a sister

Αλλά εκείνη η γυναίκα δεν έζησε μια ζωή μέσα στον ζόφο. Αγαπημένοι φίλοι τον βοήθησαν να δει κάτι που ήταν ολοφάνερο αλλά εκείνος δεν το έβλεπε: ότι η αδελφή του δεν ήταν διόλου ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Η Γιούλα υπέφερε αλλά δεν δυστυχούσε. Το κριτήριο είναι πάντα η χαρά κι εκείνη είχε πολύ περισσότερη από τους πιο πολλούς υγιείς. Από την στιγμή που περνούσαν οι κρίσεις, ξανάμπαινε φουλαριστή στη ζωή και χαιρόταν με το πιο μικρό και ασήμαντο πράγμα. Η χαρά, γράφει ο συγγραφέας, είναι πνευματικό γεγονός. Προϋποθέτει την καλοσύνη και την αγάπη. Ο κακός δεν μπορεί ποτέ να είναι χαρούμενος – αυτή είναι και η τιμωρία του, η κόλασή του.

Όποιος δεν έχει πονέσει θα γίνει μοιραία ένας ρηχός και λίγο ως πολύ ανόητος άνθρωπος. Αλλά πάλι όποιος δεν έχει γευτεί τη χαρά είναι ένας άρρωστος άνθρωπος, που μπορεί εύκολα να γίνει φθονερός, χαιρέκακος και μνησίκακος. […] Η ασθένεια σε οδηγεί να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών και καθημερινών πραγμάτων της ζωής και ταυτόχρονα να σχετικοποιείς, χωρίς να μηδενίζεις, τη σημασία άλλων, που θεωρούνται σημαντικά (σταδιοδρομίες, ανέσεις και άλλα τέτοια). [σ. 59]

2 - Joshua Reynolds - john-parker-and-his-sister-theresa-1779_

Ο χριστιανισμός των ανθρώπων γύρω μας είναι μια αποκρουστικά μικροαστική υπόθεση, μια οικογενειακή χρηστοήθεια: να είναι καλά τα παιδιά μας, να καλοπαντρευτούν και να βρουν μια καλή δουλειά. Ο τρόπος που ο συγγραφέας επιθυμεί να ακολουθεί το ευαγγέλιο είναι ο δικός της: αντιμικροαστικός και αντισυμβατικός, μακριά από όλους αυτούς που συγχέουν την συμμόρφωση στις κοινωνικές συμβάσεις με την πίστη και την αρετή· ο τρόπος δηλαδή της ελευθερίας των τέκνων του Θεού.

Φιλοσοφικός στοχασμός, αβυσσαλέα εξομολόγηση, απόλυτα προσωπικό αφήγημα, μείζον θεολογικό σχόλιο, άγνωστη βιογραφία, ορθάνοιχτο άνοιγμα του προσωπικού του κόσμου, κόσμημα αγάπης, το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη είναι ένα βιβλίο που αξίζει να συζητιέται και να χαρίζεται. Θα φροντίσω να αγνοήσω όλες τις «διαταγές» περί διδακτέας ύλης, να το μελετώ με τους μαθητές μου, όσο χρόνο κι αν μας πάρει.

3c70236f53ebfb54f3fd4a0df98e1ff1

Θέλω όσοι ξέρουν εμένα να ξέρουν και εκείνη, γράφει στην προτελευταία σελίδα του ο Σταύρος Ζουμπουλάκη· όσοι διαβάζουν τα όποια γραφτά μου, μαζί με το όνομά μου, να φέρνουν αμέσως στο νου τους και το δικό της όνομα: Γιούλα, Γιούλα Ζουμπουλάκη. Να είναι σίγουρος πως εμείς που τον διαβάζουμε εδώ και χρόνια και που θα συνεχίζουμε να τον διαβάζουμε, θα σκεφτόμαστε και εκείνη· δεν χρειάζεται καν να το υποσχεθούμε.

Εκδ. Πόλις, 2012, [5η έκδ.: Ιούνιος 2013], σελ. 69.

Στις εικόνες: φωτογραφίες και έργα τέχνης με αδερφή και αδερφό: 1. Balthus – Brother and Sister, 3. Aldnoah Zero – Inaho & Yuki, 5. William Adolphe Bouguereau  – Frère et soeur Bretons, 6. Jakob Seisenegger – Portrait of a brother and a sister, 7. Joshua Reynolds – John Parker and his sister Theresa.