Αρχείο για Νοέμβριος 2017

30
Νοέ.
17

Ηλίας Κεφάλας – Τρίκαλα 1951 – 1969. Η πόλη όπου γεννήθηκα

«Αυτή η απροσδιόριστη θλίψη του δημιουργού» και άλλες χαρμόσυνες μνήμες

«Από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι πάντα το ίδιο πράγμα: να διαφέρω από τους άλλους του περιβάλλοντός μου στο γεγονός ότι αυτά, που έπρεπε να μοιραστώ με τον κόσμο, δεν τα μοιραζόμουνα ποτέ ολόκληρα, αλλά κρατούσα ένα μέρος τους για να το εμπιστευτώ μόνο στον εαυτό μου και, εν συνεχεία, να το επεξεργαστώ μέσα μου συναισθηματικά ή να το κρατήσω χωρίς να ξέρω τι τελικά θα το κάνω, ενώ μερικά άλλα πράγματα δεν τα μοιραζόμουνα με κανέναν και παρέμεναν εξ ολοκλήρου μόνο δικά μου, απολύτως δικά μου και μυστικά». [σ. 51]

Ευτυχώς που ο Ηλίας Κεφάλας δεν τα κράτησε όλα δικά του, αλλά συνέταξε μικρά σημειώματα καταβυθίσεων στη μνήμη, όπως τα ονομάζει ο ίδιος, για να δει τι μένει και τι αξίζει να πυκνωθεί στο ταπεινό βιογράφημα ενός δημιουργού του λόγου. Είναι ίσως η πιο κατάλληλη στιγμή: τώρα που έχει γράψει ποίηση και πεζογραφία, μελέτες και δοκίμια (μεταξύ των οποίων για τον Νίκο Παππά και τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο), ανθολογίες και παιδικά βιβλία (αφηγήματα, παραμύθια, θέατρο), έφτασε ο χρόνος να επιστρέψει στην μήτρα της ίδιας του της γραφής: στην πόλη και στην παιδική του ηλικία, κατά κάποιο δε τρόπο στην παιδική ηλικία της πόλης του και στην πόλη της παιδικής του ηλικίας.

Η αρχή μιας τέτοιας γνωριμίας μπορεί να είναι μια μυστηριώδης κουκίδα στον γεωγραφικό χάρτη και μια διαπίστωση για το όνομά της: τρία καλά, που προφανώς έπρεπε να ανακαλύψει ο ίδιος. Η πόλη έστεκε εκεί, στον χάρτη που είχαν πάντα στο οπισθόφυλλό τους τα τετράδια της ιχνογραφίας. Καινούργιο χωριό και ο Μέλιγος, αμνημόνευτο στις τοπικές ιστορικές περιγραφές· ξεκίνησε με είκοσι καλαμόπλεχτες καλύβες, πνιγμένες στην υγρασία του κάμπου και τις ασήκωτες πρωινές ομίχλες. Τις χειμωνιάτικες νύχτες «οι γέροι χώνονταν σταχτωμένοι μέσα στα απομεινάρια της φωτιάς και άρχιζαν με παθητική παραπονιάρικη φωνή το τραγούδι. Ο πρώτος σταματούσε στο τελείωμα του πρώτου στίχου και περίμενε», ώστε να ακολουθήσει ο γέρος της επόμενης καλύβας, σε μια κυκλική, παγιωμένη σειρά. Κάπως έτσι συντελούνταν το σφιχτό δέσιμο των πρώτων κατοίκων. Ένα βράδυ η σειρά κόπηκε, καθώς ένας γέρος αρνήθηκε να πάρει την «σκυτάλη» εξαιτίας ενός μεσημεριανού καυγά. Η νυχτερινή συνήθεια κόπηκε για πάντα.

Οι πρώτες μνήμες κατοικούν σ’ ένα σπίτι καινούργιο, κτισμένο με πλίνθους από τα διπλανά λιβάδια, ένα δωμάτιο κατοικήσιμο, με χώμα στο πάτωμα που το παλάμιζε η μάνα του με τα χέρια της, για να του δώσει μια λεία και επίπεδη όψη, να διώξει την υγρασία και τα σκαψίματα από τα βήματα. Οι πρώτες επισκέψεις στην πόλη είχαν ως πανδαισία το παζάρι της Δευτέρας, «μια άμεση μελέτη ανθρωπογεωγραφίας». Αλλά εδώ ο Κεφάλας δεν γράφει τίποτα, σεβόμενος την μαγεία που του χάρισε ο Μ. Καραγάτσης με την διήγηση του Τρικαλινού παζαριού. Ιδού λοιπόν ένας σεμνός συγγραφέας που μας παραπέμπει στο διήγημα ενός άλλου συγγραφέα, όχι μόνο για να τιμήσει την προσωπική του μνήμη με την σιωπή αλλά και για να ομολογήσει την πλήρη του κάλυψη από έναν αρχαιότερο, μνημειωμένο πια ομότεχνο.

Κι ύστερα ήταν τα χάνια, οι γεύσεις, το πέρασμα του Πηνειού, η αναγνώριση ενός ξένου γαϊδουριού και μόνο από το γκάρισμα. Η ετήσια «εμποροπανήγυρις» του γνωρίζει τα βιβλία και τα χέρια του θυμούνται τον ασπρογάλαζο τόμο των Απάντων του Κώστα Κρυστάλλη. Ένας στίχος που διάβασε κλεφτά από το βιβλίο ήταν αρκετός για να τον εγκολπωθεί σθεναρά η ποίηση. Ίσως εκεί γεννήθηκε ως λογοτέχνης, εκεί όπου άρχισε να τον κατακλύζει «αυτή η απροσδιόριστη θλίψη του δημιουργού», «η αόριστη νοσταλγία για επιστροφή σε μια άγνωστη κοιτίδα…». Ο θεσμός των πανηγυριών παράκμασε, η ανθρωπογεωγραφία άλλαξε αλλά εκείνο που κυρίως άλλαξε ήταν τα δικά του μάτια, που «έπαψαν από καιρό να είναι παιδικά και να διψούν για πολύχρωμες εικόνες και περίεργα κατασκευάσματα». Να που ο συγγραφέας δεν περιμένει να φτάσει στο τέλος της διήγησης για να μιλήσει για το σήμερα παρά σπεύδει έγκαιρα να συγκρίνει το τώρα με το τότε.

Αλλά η παιδική ηλικία δεν είχε μόνο όλα αυτά τα θάμβη. Η εκτεταμένη οικογένεια ζούσε, όπως όλες, το φάσμα των απανωτών θανάτων· οι παππούδες και οι γιαγιάδες έπρεπε να κάνουν την καρδιά τους πέτρα για να αντέχουν τα χτυπήματα της μοίρας.  Ως αντιστάθμισμα στις σκληρές ιστορίες των τόσο κοντινών προγόνων ο συγγραφέας θυμάται σειρά αξιομνημόνευτων περιστατικών, από τα χρήματα που θάφτηκαν σε κατσαρόλες στο χώμα και αχρηστεύτηκαν από τον πληθωρισμό μέχρι την αντιμετώπιση του φαντάσματος του σπιτιού. Υπήρχαν στοιχεία μαγείας και ονείρου στην καθημερινότητα του χωριού; Και μόνο ο σχετικός τίτλος προδιαθέτει για τις σχετικές γραπτές αποδείξεις: οι αγροτικές εργασίες αλλά και η ίδια η διαδικασία της αφήγησης, ασκούμενη από τον πατέρα, αποτελούσαν βασικές πηγές, όπως και η έκφρασή του όταν γέμιζε το αμπάρι: «τώρα, έλα κερατά χειμώνα»!

«Όταν έρχονταν οι αλωνιστικές μηχανές με τα αλλόκοτα τρακτέρ, πολλά από αυτά ερπυστριοφόρα, να τις σέρνουν, τότε όλη η ατμόσφαιρα έπαιρνε μια αχλύ παραμυθιού. Η χρυσόσκονη του άχυρου έμπαινε μέσα σε όλα τα σπίτια, κολλούσε πάνω στα ιδρωμένα σώματά μας και είχαμε έτσι μια όμορφη δικαιολογία, για να είμαστε όλη μέρα μέσα στο δροσερό νερό του ποταμού. / Στο αλώνισμα των φασολιών, κάτω από τις γκαζόλαμπες και τα αυτοσχέδια λυχνάρια, θυμάμαι να ασημοφέγγουν μέσα στη νύχτα οι σωροί των φωσφωρούχων φασολιών, γεμίζοντας με αλησμόνητη γοητεία τη μνήμη μου». [σ. 42 – 43]

Τα σχολικά αναγνωστικά αποτελούν την μοναδική πρόσβαση που έχει ένα τέτοιο παιδί στον κόσμο της λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας συνήθιζε να διαβάζει τα ποιήματά τους σκαρφαλωμένος στα δέντρα, προτού ανακαλύψει τις βιτρίνες και τα ενδότερα των βιβλιοπωλείων. Η δημιουργική πνοή φυσούσε καλύτερα εκεί πάνω, ενώ μια ανεξήγητη θλίψη αποτελούσε μόνιμο φίλτρο ανάμεσα στον ίδιο και τον κόσμο.  Ήταν θέμα χρόνου να ανακαλύψει τον ποθεινό το τόπο, την ποίηση. Λίγα χρόνια αργότερα θα αναγνώριζε τον εαυτό του στον Βολόντια του Τσέχωφ και στον Μίσκιν του Ντοστογιέβσκι.

Όλα έχουν θέση σ’ αυτά τα ολιγοσέλιδα κείμενα: η γνωριμία με την πόλη, οι πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων στα «Τρικαλινά Νέα», οι απόπειρες ζωγραφικής, ο αγαπημένος καθηγητής, οι κινηματογράφοι και το τοπικό περιοδικό «Μετέωρα» όπου πρωτοδιάβασε τα ποιήματα του Λόρκα στην μετάφραση της Μάγιας Μαρίας Ρούσσου. Τότε αισθάνθηκε ότι η πόρτα της ποίησης γινόταν πιο ευρύχωρη και τον καλούσε επιτακτική να τη διαβεί και να περάσει στα ενδότερα. Ένας άλλος εμπνευστής, ο φιλόσοφος «μπάρμπα – Γιάννης», τον προέτρεπε να επιστρέφει στα βιβλία και να ξαναδιαβάζει τα σημεία που τον εντυπωσίασαν· κι έτσι ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας έφτιαξε το προσωπικό του τετράδιο που κουβαλούσε πάντα μαζί του.

Αλλά πάνω απ’ όλα ο συγγραφέας δεν ξεχνά τον μεγάλο άνεμο με τις ακατανόητες και αινιγματικές εκμυστηρεύσεις· τον μεταφορέα σκοτεινών και ακαθόριστων παραπόνων που απαιτούσε την παρουσία του στην γραφή του: τον άνεμο της μνήμης που μέχρι σήμερα είναι παρών ώστε να τον κάνει να δηλώνει πως γηράσκει διαρκώς ενθυμούμενος. Ευχόμαστε αυτός ο άνεμος να μην τον αφήσει ποτέ ήσυχο.

Εκδ. Γαβριηλίδης, 2014, σελ. 140.

Πρώτη δημοσίευση: Εμβόλιμον, τεύχος 83 – 84, Άνοιξη – Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 2017. Αφιέρωμα στον Ηλία Κεφάλα

28
Νοέ.
17

Πέτρος Γκολίτσης – Υποβάλλοντας έναν κόσμο. Μελέτη για τις συλλογές του Ντίνου Σιώτη Αυτοβιογραφία ενός στόχου και Εκεί έξω.

Η ποιητική γλώσσα του Ντίνου Σιώτη «υποβάλλει έναν κόσμο» συνδυάζοντας την πραγματικότητα με την φαντασία με έναν ανανεωμένο τρόπο που δεν έχει προηγούμενο, γράφει ο Πέτρος Γκολίτσης, ανασκάπτοντας εις βάθος τις υπό έρευνα δυο ποιητικές συλλογές (εκδ. Κέδρος, 2006 και Κοινωνία των (δε)κάτων, 2012, αντίστοιχα). Πρόκειται για έναν τύπο γραφής που ανανέωσε στον αγγλοσαξονικό χώρο αλλά και εδώ μέσω της ποίησης του Βαλαωρίτη και στη συνέχεια του Σιώτη το ξέφτισμα της προσωπικής, δηλαδή της υποκειμενικής – εξομολογητικής ποίησης ή ακόμη και του «ιδιωτικού οράματος» και των προσωπικών – εγωκεντρικών προτεραιοτήτων στρεφόμενη προς μια κοινωνική έγνοια και αγωνία. Ο ποιητής βρίσκεται σε μια διαρκή διάθεση να αφυπνίσει τους «αδύναμους», τοποθετούμενος απέναντι στους έφιππους προστάτες της όποιας μεταφυσικής και κοινωνικοπολιτικής «συντηρητικής» εξουσίας.

Το ποίημα εισρέει ως ακαριαίος χώρος στον χώρο του αναγνώστη, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα εικονοκεντρικό κλίμα ένα «jazz fusion με εικόνες», που συχνά κάποτε θυμίζει την διαδοχή των εικόνων στην ταινία του Godfrey Reggio υπό την μουσική του Philip Glass και άλλοτε μορφές του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και της ποπ άρτ ή μεταφυσικά τοπία όπως των Μαξ Ερνστ, Πωλ Ντελβώ αλλά και Αντρέι Ταρκόφσκι. Σε αυτή την ποίηση δεν είναι μόνο οι ιστορικές και κοινωνικές συμβάσεις που αμφισβητούνται αλλά και οι ίδιες οι συλλογικές και ατομικές ταυτότητες. Η ετερότητα περιλαμβάνει και τον εαυτό του ποιητή και τον άλλον. Όταν ο ποιητής αδυνατεί να εξοικειωθεί με τους ξένους που φέρει εντός του, προτάσσει τις «κοινωνικές» περσόνες του ταξιδευτή, του διοργανωτή ή του «καθοδηγητή» των συμπολιτών του. Ούτως ή άλλως οι πρωταγωνιστές αυτής της «γενιάς», υποθέτοντας λανθασμένα πως δεν υπήρχε κάτι στο οποίο να αντισταθούν, οδήγησαν σε μια «υπο-πολιτική», δηλαδή αφαίρεσαν από το κοινωνικό σώμα και από την ίδια την ποίηση την πολιτική της πρόθεση και λειτουργία, σε αντίθεση με την πρώτη μεταπολεμική γενιά (τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Άρη Αλεξάνδρου) ή και την δεύτερη (τον Βύρωνα Λεοντάρη).

Το «εδώ μέσα» αντιπαρατίθεται σχεδόν μόνιμα στο «εκεί έξω», η «ησυχία – σιωπή» στον «θόρυβο», το «υπαρκτό» στο «ανύπαρκτο», η «θάλασσα» στη «στεριά», το «θολό» στη «σκόνη»· αυτά είναι μερικά από τα δίπολα που βρίσκονται σε συνεχή αντίθεση αλλά και συνδυασμό ή αντιστοιχία μεταξύ τους, σε μια ιδιόμορφη μετασυμβολική αρχιτεκτονική. Από ποίημα σε ποίημα ο Σιώτης ειρωνεύεται και σαρκάζει εαυτόν, γίνεται προσιτός και αντι-ρητορικός, καταφεύγει στην πεζολογικότητα, χλευάζει όσα διαφεύγουν στο απυρόβλητο και κάποτε εκφέρει μια γλώσσαμιας ιδιαίτερης υποβλητικότητας· το τελευταίο αυτό στοιχείο τόνισε ο Νάνος Βαλαωρίτης στην  εισαγωγή του στο Εκεί έξω. Σε κάθε περίπτωση τα ποιήματα του Σιώτη μπορούν «να ιδωθούν και ως φέτες ζωής καθώς φαίνεται να αφηγούνται μέσω του ήρωα – ποιητή μια εποχή, χωρίς να στερούνται απαραίτητα και την συνεκτική πλοκή ή το ίδιο το τέλος.

Ο μελετητής εντοπίζει τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της καθεμιάς συλλογής και παραθέτει ενδεικτικά ποιήματα και στίχους για να προτείνει διαφορετικές αναγνώσεις αλλά και να εκκινήσει έναν διάλογο πάνω στα εμφανή και τα αφανή κλειδιά τους, ανατρέχοντας σε μυθοπλαστικά και μη μυθοπλαστικά κείμενα των Fernando Pessoa, Slavoij Zizek, Ulrich Beck, Anthony Giddens, Πέτρου Θεοδωρίδη κ.ά. Η δοκιμιακή του πρόζα όχι μόνο ανατέμνει αλλά και εμπνέει στον αναγνώστη την επιθυμία να εισέλθει στην σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από τον ποιητικό κόσμο ενός ποιητή του απόλυτου παρόντος.

Εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2017, 26 σελ.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Το Βήμα, 26 Νοεμβρίου 2017. Το κείμενο στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας εδώ.

 Ο Ντίνος Σιώτης στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ

Οι εικόνες από έργα των Max Ernst, Godfrey Reggio [Koyaanisqatsi], Andrei Tarkovsky [Stalker].




Νοέμβριος 2017
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
27282930  

Blog Stats

  • 1.133.064 hits

Αρχείο