«Αυτή η απροσδιόριστη θλίψη του δημιουργού» και άλλες χαρμόσυνες μνήμες
«Από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι πάντα το ίδιο πράγμα: να διαφέρω από τους άλλους του περιβάλλοντός μου στο γεγονός ότι αυτά, που έπρεπε να μοιραστώ με τον κόσμο, δεν τα μοιραζόμουνα ποτέ ολόκληρα, αλλά κρατούσα ένα μέρος τους για να το εμπιστευτώ μόνο στον εαυτό μου και, εν συνεχεία, να το επεξεργαστώ μέσα μου συναισθηματικά ή να το κρατήσω χωρίς να ξέρω τι τελικά θα το κάνω, ενώ μερικά άλλα πράγματα δεν τα μοιραζόμουνα με κανέναν και παρέμεναν εξ ολοκλήρου μόνο δικά μου, απολύτως δικά μου και μυστικά». [σ. 51]
Ευτυχώς που ο Ηλίας Κεφάλας δεν τα κράτησε όλα δικά του, αλλά συνέταξε μικρά σημειώματα καταβυθίσεων στη μνήμη, όπως τα ονομάζει ο ίδιος, για να δει τι μένει και τι αξίζει να πυκνωθεί στο ταπεινό βιογράφημα ενός δημιουργού του λόγου. Είναι ίσως η πιο κατάλληλη στιγμή: τώρα που έχει γράψει ποίηση και πεζογραφία, μελέτες και δοκίμια (μεταξύ των οποίων για τον Νίκο Παππά και τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο), ανθολογίες και παιδικά βιβλία (αφηγήματα, παραμύθια, θέατρο), έφτασε ο χρόνος να επιστρέψει στην μήτρα της ίδιας του της γραφής: στην πόλη και στην παιδική του ηλικία, κατά κάποιο δε τρόπο στην παιδική ηλικία της πόλης του και στην πόλη της παιδικής του ηλικίας.
Η αρχή μιας τέτοιας γνωριμίας μπορεί να είναι μια μυστηριώδης κουκίδα στον γεωγραφικό χάρτη και μια διαπίστωση για το όνομά της: τρία καλά, που προφανώς έπρεπε να ανακαλύψει ο ίδιος. Η πόλη έστεκε εκεί, στον χάρτη που είχαν πάντα στο οπισθόφυλλό τους τα τετράδια της ιχνογραφίας. Καινούργιο χωριό και ο Μέλιγος, αμνημόνευτο στις τοπικές ιστορικές περιγραφές· ξεκίνησε με είκοσι καλαμόπλεχτες καλύβες, πνιγμένες στην υγρασία του κάμπου και τις ασήκωτες πρωινές ομίχλες. Τις χειμωνιάτικες νύχτες «οι γέροι χώνονταν σταχτωμένοι μέσα στα απομεινάρια της φωτιάς και άρχιζαν με παθητική παραπονιάρικη φωνή το τραγούδι. Ο πρώτος σταματούσε στο τελείωμα του πρώτου στίχου και περίμενε», ώστε να ακολουθήσει ο γέρος της επόμενης καλύβας, σε μια κυκλική, παγιωμένη σειρά. Κάπως έτσι συντελούνταν το σφιχτό δέσιμο των πρώτων κατοίκων. Ένα βράδυ η σειρά κόπηκε, καθώς ένας γέρος αρνήθηκε να πάρει την «σκυτάλη» εξαιτίας ενός μεσημεριανού καυγά. Η νυχτερινή συνήθεια κόπηκε για πάντα.
Οι πρώτες μνήμες κατοικούν σ’ ένα σπίτι καινούργιο, κτισμένο με πλίνθους από τα διπλανά λιβάδια, ένα δωμάτιο κατοικήσιμο, με χώμα στο πάτωμα που το παλάμιζε η μάνα του με τα χέρια της, για να του δώσει μια λεία και επίπεδη όψη, να διώξει την υγρασία και τα σκαψίματα από τα βήματα. Οι πρώτες επισκέψεις στην πόλη είχαν ως πανδαισία το παζάρι της Δευτέρας, «μια άμεση μελέτη ανθρωπογεωγραφίας». Αλλά εδώ ο Κεφάλας δεν γράφει τίποτα, σεβόμενος την μαγεία που του χάρισε ο Μ. Καραγάτσης με την διήγηση του Τρικαλινού παζαριού. Ιδού λοιπόν ένας σεμνός συγγραφέας που μας παραπέμπει στο διήγημα ενός άλλου συγγραφέα, όχι μόνο για να τιμήσει την προσωπική του μνήμη με την σιωπή αλλά και για να ομολογήσει την πλήρη του κάλυψη από έναν αρχαιότερο, μνημειωμένο πια ομότεχνο.
Κι ύστερα ήταν τα χάνια, οι γεύσεις, το πέρασμα του Πηνειού, η αναγνώριση ενός ξένου γαϊδουριού και μόνο από το γκάρισμα. Η ετήσια «εμποροπανήγυρις» του γνωρίζει τα βιβλία και τα χέρια του θυμούνται τον ασπρογάλαζο τόμο των Απάντων του Κώστα Κρυστάλλη. Ένας στίχος που διάβασε κλεφτά από το βιβλίο ήταν αρκετός για να τον εγκολπωθεί σθεναρά η ποίηση. Ίσως εκεί γεννήθηκε ως λογοτέχνης, εκεί όπου άρχισε να τον κατακλύζει «αυτή η απροσδιόριστη θλίψη του δημιουργού», «η αόριστη νοσταλγία για επιστροφή σε μια άγνωστη κοιτίδα…». Ο θεσμός των πανηγυριών παράκμασε, η ανθρωπογεωγραφία άλλαξε αλλά εκείνο που κυρίως άλλαξε ήταν τα δικά του μάτια, που «έπαψαν από καιρό να είναι παιδικά και να διψούν για πολύχρωμες εικόνες και περίεργα κατασκευάσματα». Να που ο συγγραφέας δεν περιμένει να φτάσει στο τέλος της διήγησης για να μιλήσει για το σήμερα παρά σπεύδει έγκαιρα να συγκρίνει το τώρα με το τότε.
Αλλά η παιδική ηλικία δεν είχε μόνο όλα αυτά τα θάμβη. Η εκτεταμένη οικογένεια ζούσε, όπως όλες, το φάσμα των απανωτών θανάτων· οι παππούδες και οι γιαγιάδες έπρεπε να κάνουν την καρδιά τους πέτρα για να αντέχουν τα χτυπήματα της μοίρας. Ως αντιστάθμισμα στις σκληρές ιστορίες των τόσο κοντινών προγόνων ο συγγραφέας θυμάται σειρά αξιομνημόνευτων περιστατικών, από τα χρήματα που θάφτηκαν σε κατσαρόλες στο χώμα και αχρηστεύτηκαν από τον πληθωρισμό μέχρι την αντιμετώπιση του φαντάσματος του σπιτιού. Υπήρχαν στοιχεία μαγείας και ονείρου στην καθημερινότητα του χωριού; Και μόνο ο σχετικός τίτλος προδιαθέτει για τις σχετικές γραπτές αποδείξεις: οι αγροτικές εργασίες αλλά και η ίδια η διαδικασία της αφήγησης, ασκούμενη από τον πατέρα, αποτελούσαν βασικές πηγές, όπως και η έκφρασή του όταν γέμιζε το αμπάρι: «τώρα, έλα κερατά χειμώνα»!
«Όταν έρχονταν οι αλωνιστικές μηχανές με τα αλλόκοτα τρακτέρ, πολλά από αυτά ερπυστριοφόρα, να τις σέρνουν, τότε όλη η ατμόσφαιρα έπαιρνε μια αχλύ παραμυθιού. Η χρυσόσκονη του άχυρου έμπαινε μέσα σε όλα τα σπίτια, κολλούσε πάνω στα ιδρωμένα σώματά μας και είχαμε έτσι μια όμορφη δικαιολογία, για να είμαστε όλη μέρα μέσα στο δροσερό νερό του ποταμού. / Στο αλώνισμα των φασολιών, κάτω από τις γκαζόλαμπες και τα αυτοσχέδια λυχνάρια, θυμάμαι να ασημοφέγγουν μέσα στη νύχτα οι σωροί των φωσφωρούχων φασολιών, γεμίζοντας με αλησμόνητη γοητεία τη μνήμη μου». [σ. 42 – 43]
Τα σχολικά αναγνωστικά αποτελούν την μοναδική πρόσβαση που έχει ένα τέτοιο παιδί στον κόσμο της λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας συνήθιζε να διαβάζει τα ποιήματά τους σκαρφαλωμένος στα δέντρα, προτού ανακαλύψει τις βιτρίνες και τα ενδότερα των βιβλιοπωλείων. Η δημιουργική πνοή φυσούσε καλύτερα εκεί πάνω, ενώ μια ανεξήγητη θλίψη αποτελούσε μόνιμο φίλτρο ανάμεσα στον ίδιο και τον κόσμο. Ήταν θέμα χρόνου να ανακαλύψει τον ποθεινό το τόπο, την ποίηση. Λίγα χρόνια αργότερα θα αναγνώριζε τον εαυτό του στον Βολόντια του Τσέχωφ και στον Μίσκιν του Ντοστογιέβσκι.
Όλα έχουν θέση σ’ αυτά τα ολιγοσέλιδα κείμενα: η γνωριμία με την πόλη, οι πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων στα «Τρικαλινά Νέα», οι απόπειρες ζωγραφικής, ο αγαπημένος καθηγητής, οι κινηματογράφοι και το τοπικό περιοδικό «Μετέωρα» όπου πρωτοδιάβασε τα ποιήματα του Λόρκα στην μετάφραση της Μάγιας Μαρίας Ρούσσου. Τότε αισθάνθηκε ότι η πόρτα της ποίησης γινόταν πιο ευρύχωρη και τον καλούσε επιτακτική να τη διαβεί και να περάσει στα ενδότερα. Ένας άλλος εμπνευστής, ο φιλόσοφος «μπάρμπα – Γιάννης», τον προέτρεπε να επιστρέφει στα βιβλία και να ξαναδιαβάζει τα σημεία που τον εντυπωσίασαν· κι έτσι ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας έφτιαξε το προσωπικό του τετράδιο που κουβαλούσε πάντα μαζί του.
Αλλά πάνω απ’ όλα ο συγγραφέας δεν ξεχνά τον μεγάλο άνεμο με τις ακατανόητες και αινιγματικές εκμυστηρεύσεις· τον μεταφορέα σκοτεινών και ακαθόριστων παραπόνων που απαιτούσε την παρουσία του στην γραφή του: τον άνεμο της μνήμης που μέχρι σήμερα είναι παρών ώστε να τον κάνει να δηλώνει πως γηράσκει διαρκώς ενθυμούμενος. Ευχόμαστε αυτός ο άνεμος να μην τον αφήσει ποτέ ήσυχο.
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2014, σελ. 140.
Πρώτη δημοσίευση: Εμβόλιμον, τεύχος 83 – 84, Άνοιξη – Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 2017. Αφιέρωμα στον Ηλία Κεφάλα