Ντενί Τεριώ – Η παράξενη ζωή ενός μοναχικού ταχυδρόμου

Η αέναη σπείρα ενός επιστολικού έρωτα

Ο μοναχικός κύριος Μπιλοντό είναι ένας γαλλοκαναδός ταχυδρόμος που εργάζεται στο Μόντρεαλ και ξεγελάει κάθε ιδέα ρουτίνας χάρη σε μια συνήθεια: ανοίγει τους φακέλους στον ατμό για να διαβάσει την αλληλογραφία των άλλων. Τον συγκινεί, άλλωστε, η χρήση προσωπικών επιστολών στην εποχή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου· η αισθησιακότητα της γραφής με το χέρι, η λαχτάρα της προσμονής, μια κούρσα ενάντια στον χρόνο. Κρατά μάλιστα φωτοτυπίες για το αρχείο του, που ταξινομεί με ιδιαίτερη οργάνωση. Η άχρωμη εξωτερική πραγματικότητα υποχωρεί μπροστά στον μικρόκοσμο των γραμμάτων.

Έτσι ανακαλύπτει τα γράμματα της Σεγκολέν, που ζει στη Γουαδελούπη και αλληλογραφεί με τον Γκαστόν Γκραντιρέ που μένει στην περιοχή. To δι’ επιστολών εκκολαπτόμενο ζεύγος δεν ανταλλάσει κάθε φορά παρά μια και μόνο σελίδα με το ίδιο περιεχόμενο: ένα χαϊκού. Τα παράξενα μικρά ποιήματα των τριών στίχων και των περιορισμένων συλλαβών τού προκαλούν συναισθήματα και τον κάνουν να βλέπει εικόνες. Κι έτσι αρχίζει να παρακολουθεί τον Γκραντιρέ και φυσικά να φαντάζεται την Σεγκολέν. Όταν ο ευγενής αλληλογράφος χάσει την ζωή του σ’ ένα ατύχημα, ο Μπιλοντό συντρίβεται, καθώς διαρρηγνύεται ο μόνος σύνδεσμός του με την Σεγκολέν. Το τέλος της αμοιβαίας επιστολογραφίας θα τον στείλει πίσω στην ανάλατη ζωή του.

Σε μια ύστατη προσπάθεια να βρει μια λύση, αρχικά εισβάλλει στο σπίτι του νεκρού και σύντομα το νοικιάζει ακριβώς όπως είχε. Μια σειρά ποιημάτων που δεν πρόλαβαν να σταλούν τον μυεί ακόμα βαθύτερα στην τέχνη των χαϊκού αλλά και σε ολόκληρο το πολιτιστικό του υπόβαθρο, εφόσον ο Γκραντιρέ ήταν ένας έμπρακτος πιστός της ιαπωνικής τέχνης του ζην. Ο Μπιλοντό αποφασίζει να πάρει την θέση του και αφιερώνεται σε μια μοναχική μαθητεία στο νέο αυτό κόσμο. Άλλωστε τα δημιουργήματά του δεν πρέπει μόνο να φανούν αυθεντικά στα μάτια της Σεγκολέν αλλά και να μην κινήσουν την παραμικρή υποψία πως προέρχονται από άλλο χέρι.

Ο Μπιλοντό βρίσκεται πλέον μέσα στον κόσμο των ιδεογραμμάτων, της τέχνης του στιγμιαίου και του εφήμερου, της αποτύπωσης εικόνων που κρύβουν ολόκληρες φιλοσοφικές αλήθειες, των βασανιστικών κανόνων μιας ολιγαρκούς ποιητικής γραφής. Κι όλα αυτά χωρίς να πάψει να βασανίζεται από ενοχές για την υποκρισία του αλλά και από νέα διλήμματα, ιδίως μπροστά σ’ ένα υπό έκδοση βιβλίο του εκλιπόντος. Η Σεγκολέν πάντως ανταποκρίνεται στην φλογερή του γραφή και τα ανταλλασσόμενα χαϊκού γίνονται όλο και πιο ερωτικά. Σκοτεινά κι ωστόσο φωτοφόρα, τα χαϊκού διαδέχονταν το ένα το άλλο, σαν πομπή από ψάρια του αρχιπελάγους που διαχέουν το φωσφορισμό τους [σ. 81].

Ο γαλλόφωνος Καναδός συγγραφέας συλλαμβάνει μια ωραία ερωτική ιστορία, που μοιάζει με παραμύθι όλων των ηλικιών και των διαθέσεων ενώ την ίδια στιγμή θέτει ηθικά ζητήματα που θα έβαζαν σε δίλημμα οποιονδήποτε – εδώ ίσως θα μπορούσε να μην βομβαρδίζει τον αναγνώστη με δεκάδες ερωτήσεις ανά σελίδα αλλά να επινοεί και άλλους τρόπους να μας μεταδώσει τις συνεχείς παλινδρομήσεις του ήρωα. Η ιδέα του όμως αναπτύσσεται ακριβώς στην έκταση που της αρμόζει. Σε μια εποχή που πλείστοι συγγραφείς επιλέγουν να ξεχειλώσουν το εύρημά τους σε εκατοντάδες σελίδες, ο Τεριώ επιλέγει την καθ’ ημάς λεγόμενη νουβέλα που φτάνει χωρίς να περισσεύει.

Η υπεξαίρεση και η ανάγνωση της αλληλογραφίας των άλλων προφανώς δεν αποτελεί κάτι καινούργιο στην λογοτεχνία. Ακόμα θυμάμαι το πρώτο μέρος στο εξαιρετικό Μεγάλο Μυστικό Θέαμα του Κλάιβ Μπάρκερ, στην επικράτεια της φανταστικής λογοτεχνίας, ενώ το μοτίβο επανέρχεται διαρκώς στις αφηγήσεις από την πρώην Ανατολική Γερμανία. Η συμβολή του Τεριώ δεν αφορά μόνο την πλήρη μετάλλαξη του ήρωα αλλά και την περικύκλωσή του από τον κύκλο Ένσο, που συμβολίζει την περιστροφή και την κυκλοτερή φύση του σύμπαντος, την αέναη επανάληψη, την αδιάκοπη επάνοδο στο σημείο εκκίνησης. Εκεί εντοπίζεται και το ευφυές τέλος.

Η ίδια η ζωή πάντως σπεύδει ακόμα και εν αγνοία της να αντιγράψει την μυθοπλασία. Μόλις πριν από δυο μήνες εντοπίστηκαν στο γκαράζ ενός ταχυδρόμου, κοντά στην Βιτσέντσα, στη βόρεια Ιταλία, περισσότερα από εξακόσια κιλά αλληλογραφίας. Πρόκειται για φακέλους, δέματα, διαφημιστικό και προεκλογικό υλικό, λογαριασμούς και τέλη που ο ταχυδρόμος δεν παρέδωσε στο διάστημα των τελευταίων οκτώ ετών. Μέχρι στιγμής, δεν έχουν γίνει γνωστά τα κίνητρα της συμπεριφοράς του. Για άλλη μια φορά η λογοτεχνία καλείται να ρίξει το δικό της φως.

Εκδ. Χαραμάδα, 2015, σελ. 128 [Dennis Thériault – Le Facteur émotif, 2005]

Δημοσίευση και σε mic.gr / βιβλιοπανδοχείο, αρ. 224, εδώ.

Στις εικόνες: Karl Spitzweg – The Postman (Der Briefbote im Rosenthal), Ma Liang – Postman, No. 1, Basil Blackshaw Hrha Rua – Postman on a bike.

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 183. Σόνια Ζαχαράτου

Περί γραφής

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Θύρα κόλασης ή παραδείσου, η αναδρομή στο παρελθόν, η λογοτεχνικοποίηση ονείρων, η κατάθεσή τους στο χαρτί. Από κάποιους επίμονους εφιάλτες ξεκίνησε  η συγγραφή του βιβλίου «Παιχνίδι με τον σπάγκο», (εκδόσεις Κουκούτσι). Ακολούθησαν μνήμες, ανασκαλέματα, φαντασία και μυθοπλασία, αναζητώντας την τακτοποίηση της σχέσης μιας κόρης με τη μάνα της και την οριστική κάθαρση. Υπάρχει, όμως, κάθαρση; Πόσο συγχωρείται η ενοχή; Πόσο γίνεται δυνατή η συγγνώμη; Πόσο αρχετυπικά λατρευτική είναι αυτή η σχέση; Ποιο είναι, εντέλει, το τραύμα και από πού εκπορεύεται και πού εδραιώνεται; Ποίηση, διάλογοι με θεατρικότητα και πεζά κείμενα έδεσαν τα αναπάντητα ερωτήματα, μετατρέποντάς τα σε μια σχεδόν τελετουργική εξομολόγηση.

Θα μοιραστείτε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

Οι πρώτες προσπάθειες αφορούσαν τη συμμετοχή μου σε μικρές  ανθολογίες. Ήταν τότε, μεταξύ εφηβείας και μετεφηβείας, που τα όνειρα αλλά και η μελαγχολία έδιναν το παρών τους. Μαζεύαμε χρήματα και εκδίδαμε τα ποιήματά μας. Νομίζαμε ότι βάζαμε τα θεμέλια της διαφοράς από τους υπάρχοντες ποιητές, αλλά ακολουθούσαμε τους δρόμους που είχαν ανοίξει. Έπειτα, πέρασαν χρόνια, και το 1989 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Αστάρτη μια σειρά πεζοποιημάτων μου, με τίτλο «Πανσέληνος παρά κάτι».

Η ουσιαστική εμπλοκή μου με τη συγγραφή έγινε δέκα χρόνια αργότερα –απείχα εξ αιτίας της έντονης επαγγελματικής δραστηριότητάς μου στον χώρο της δημοσιογραφίας-, με το ψυχολογικό θρίλερ «Τρεις νύχτες του Αυγούστου (και μία ημέρα)» από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Έχοντας πενθήσει, εκείνο το διάστημα, κάποιους λατρεμένους ανθρώπους μου, ήμουν πολύ θυμωμένη για το άδικο του θανάτου και προσπαθούσα να ‘τα βάλω’ μαζί του, να του αποδείξω ότι μπορούσα κι εγώ να κλέψω ζωές. Ήθελα να βγω νικήτρια, σκοτώνοντας ωσάν μαινάδα ή σαν τη θεά Εκάτη και έγραψα ένα κείμενο με αρκετή βία που με αιφνιδίασε και με τρόμαξε.

Η «Ρόδινη Στάχτη –Μαρία Θηρεσία Καρλότα», εκδόσεις Εξάντας, είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα ή ιστορικό αφήγημα αν προτιμάτε, που ξεκίνησε και προχώρησε μέσα από συμπτώσεις. Συμπτωματικά είδα μπροστά μου, καθώς περπατούσα, το όνομα Μαρία Θηρεσία, σκέφτηκα ‘πόσο δύσκολο είναι να σε φωνάζουν έτσι στις ημέρες μας’, το ξαναείδα τυχαία κάπου αλλού, θυμήθηκα την αυτοκράτειρα της Αυστρίας, ξεσκόνισα τις γνώσεις μου μπαίνοντας στο διαδίκτυο. Εκεί, ανακάλυψα και την Μαρία Θηρεσία Καρλότα. Έπεσα πάνω σε κάποιο ημερολόγιό της, το οποίο ξεκινούσε από μια 10η Αυγούστου, ημερομηνία των γενεθλίων μου. Άρχισα να το διαβάζω. Η Μαρία Θηρεσία Καρλότα ήταν η θυγατέρα της Μαρίας Αντουανέτας και του Λουδοβίκου 16ου, η οποία βίωσε στην εφηβεία της τον αποκεφαλισμό όλων των δικών της. Αναρωτήθηκα πώς μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος με τον λαιμό του, όταν μια λεπίδα έχει κόψει το κεφάλι των αγαπημένων του. Θέλει να τον βλέπει στον καθρέφτη, να τον πιάνει, να δέχεται πάνω του ένα χάδι, ένα φιλί; Έτσι, ξεκίνησε η περιπέτειά μου με αυτό το βιβλίο, για το οποίο ταξίδεψα στο Παρίσι, περιδιάβηκα όλους τους χώρους που είχε ζήσει η μικρή πριγκίπισσα, διάβασα αμέτρητες σελίδες ιστορίας.

«Τα νερά στα μάτια σου» από τις εκδόσεις Τόπος, είναι ένα ιστορικό αφήγημα, ερωτικό, η εξομολόγηση του Αντίνοου προς τον αυτοκράτορα Αδριανό, μια εξομολόγηση γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο. Ο συγκεκριμένος έρωτας πάντα με συγκινούσε, καθώς είναι ίσως ο μοναδικός στην ιστορία που έχει αφήσει τόσα μνημεία πίσω του, τα οποία κοσμούν τα μουσεία της Ευρώπης. Ο Αντίνοος, μετά τον θάνατό του, ανακηρύχτηκε θεός από τον Αδριανό σε διάφορες επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και στην Αθήνα, και το όνομα του δόθηκε σε μια πόλη της Αιγύπτου, σε ένα αστέρι και σε αγώνες που διεξάγονταν στη Μαντινεία.

«Ο εχθρός μου», εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος. Κι αυτός, ο εχθρός, είχε ως ερέθισμα ένα ντοκιμαντέρ του BBC που αφορούσε τη σφαγή στο σχολείο του Μπεσλάμ, όταν το κατέλαβαν τρομοκράτες. Ποιος είναι, αλήθεια, ο τρομοκράτης; Πώς φτάνει σε μια τέτοια πράξη; Τι συνθήκη αναπτύσσεται σε έναν κλειστό χώρο, όπου εχθροί και δικοί συγκατοικούν και ο θάνατος παραμονεύει για όλους; .Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σε μερικές ώρες ανάμεσα σε έναν τρομοκράτη και σε μία μητέρα που κρατά αγκαλιά το παιδί της. Πρόκειται για έναν διάλογο, που ανέβηκε σε παράσταση στο Ίδρυμα Κακογιάννη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καντιώτη, με τους ηθοποιούς Γεωργία Ζώη και Βαγγέλη Στρατηγάκο. Μπαγιάν έπαιζε η Ξένια Τσέλιγκα. Επίσης, ως αναλόγιο, με τους ηθοποιούς Τιτίκα Βλαχοπούλου και Δημήτρη Πετρόπουλο, σκηνοθετημένο από την πρώτη, με συνοδεία φλάουτου από την Σοφία Μαυρογενίδου.

«Madre Dolorosa –O Έρωτας», εκδόσεις Μελάνι. Μακροσκελές ποίημα. Ένας άνδρας, κοιτώντας μια φωτογραφία, βυθίζεται στις ερωτικές μνήμες του, περνά με τη φωτογραφία στο χέρι, ολόκληρη τη ζωή του. Το ποίημα είναι μια εμμονή στο θέμα της απώλειας. Ανέβηκε, ως σκηνοθετημένο αναλόγιο, από τον Δημήτρη Καντιώτη στην Αθήνα και σε περιφερειακά φεστιβάλ με την ηθοποιό Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Τη συνόδευε με το τραγούδι του ο πορτογάλος καλλιτέχνης Αντρέ Μάια και με το τσέλο του, ο Γιώργος Ταμιωλάκης.

«Το γκολ», εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος. Ένας θεατρικός μονόλογος μιας έγκλειστης ψυχοπαθούς, η οποία είχε σκοτώσει ένα παιδί. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, ασφαλώς δοσμένη με μυθοπλασία, καθώς έψαχνα τα αίτια που δεν γνώριζα.

«23 συνεντεύξεις και μία συζήτηση», εκδόσεις Πολύτροπον. Συνομιλίες συγκεντρωμένες από τη δημοσιογραφική πορεία μου, κυρίως ψυχογραφήματα προσωπικοτήτων. Έλληνες και ξένοι, καλλιτέχνες, επιστήμονες, φιλόσοφοι, που έχουν αφήσει το στίγμα τους στους τομείς με τους οποίους ασχολούνται ή ασχολήθηκαν, καθώς αρκετοί έχουν φύγει από τη ζωή.

 Η συγγραφή θεατρικών έργων έχει διαφορετικούς στόχους και απαιτήσεις σε σχέση με τα άλλα λογοτεχνικά είδη; Τι σας ωθεί στην συγγραφή ενός θεατρικού έργου;

Ασφαλώς και έχουν διαφορετικές απαιτήσεις και πιστεύω ότι είναι ένα πολύ δύσκολο είδος. Αυτό που με ωθεί σε αυτό το είδος είναι η διατύπωση της άμεσης έκφρασης των ανθρώπων -ηρώων. Επίσης, η ‘συνομιλία’ αυτής της αμεσότητας με τους θεατές.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Ποτέ. Ίσως μόνο να έχω κρατήσει κάποιες ελάχιστες σημειώσεις.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Βεβαίως. Τόσο ο Αντίνοος όσο και ο Αδριανός, καθώς και ο ανώνυμος ήρωάς μου στο «Madre Dolorosa –O έρωτας». Ο τελευταίος φοβάμαι ότι δεν θα πεθάνει ποτέ, ότι θα σέρνει πάντα τις μνήμες και τα ερωτήματά του και τις λιωμένες παντόφλες του στους αιώνες των αιώνων, για αυτό σκέφτομαι ότι, κάποια στιγμή, θα πρέπει να τον ελευθερώσω από τα φαντάσματα του παρελθόντος του. Να του χαρίσω ξανά έναν έρωτα για να αναζωογονηθεί ή να τον αφήσω να πεθάνει εν ηρεμία. Και ο Αδριανός και ο Αντίνοος πώς να μη με ακολουθούν με τόσες δημοσιεύσεις και εκδηλώσεις για τον αυτοκράτορα και για τον έρωτά του; Άλλωστε, είμαι γραμμένη και δέχομαι τα newsletters της σελίδας  Following Adrian. Ξέρω, λοιπόν, κάθε τι που τους αφορά. Επίσης, τους ακολουθώ, περπατώντας όπου υπάρχουν σημάδια τους, στους στύλους του Ολυμπίου Διός, στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού και σε ό,τι έχει απομείνει στον Εθνικό Κήπο, καθώς είναι μέρος της περιοχής, όπου ο Αδριανός είχε κτίσει την πόλη έξω από την πόλη, ονομάζοντάς την, Νέαι Αθήναι.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Με βοηθά το τυφλό σύστημα φραφής, επειδή με την ταχύτητα προλαβαίνω την σκέψη μου. Φυσικά, πρόκειται για μια πρώτη γραφή, διότι ο αριθμός των αντιγραφών, των διορθώσεων, των διαγραφών είναι μεγάλος. Ως προς το πώς και πού παγιδεύω τις ιδέες μου, η απάντηση περιλαμβάνεται στην ερώτησή σας για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνεγράφησαν τα βιβλία. Να προσθέσω  ότι η έμπνευση μπορεί να έρθει ακούγοντας ένα μουσικό κομμάτι, μια φράση, διαβάζοντας έναν στίχο, βλέποντας μια σκηνή στον δρόμο ή σε ένα φίλμ.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Επιλέγω απομόνωση και σιωπή. Και αν θελήσω να ακούσω μουσική, θα είναι ή κάποιο θέμα του Φίλιπ Γκλας, του Ουμεμπαγιάσι, του Κορζενιόφσκι –για να θυμηθώ μερικούς-, ή κάποιο κλασικό κονσέρτο για βιολί ή πιάνο. Κυρίως, μουσική που δεν μου δημιουργεί σύγχυση.

Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);

Σπούδασα στην πρώτη δημοσιογραφική σχολή της Αθήνας. Ο επηρεασμός έχει να κάνει με δικά μου διαβάσματα, με την αγάπη μου στην αρχαιολογία και στη γαλλική παιδεία, καθώς οι Γάλλοι όταν σε εκπαιδεύουν ξέρουν να σου περνούν τον πολιτισμό τους, και η γλώσσα –εννοώ, οικονομία λόγου, σύνταξη κλπ., -στη δημοσιογραφία. Κάποτε, ήταν μεγάλο σχολείο…

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Άγνωστες γυναίκες που συναντώ στη ζωή. Ωστόσο, καμία δεν θα ήθελα να παρουσιάσω ως έχει. Πάντα μεταπλάθω ό,τι προσλαμβάνω. Από ιστορικά πρόσωπα, την Αρτεμισία Α΄ της Καρίας, βασίλισσα της Αλικαρνασσού, που πολέμησε με τα πλοία της στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Την γνώρισα στην Ιστορία του Ηρόδοτου και με εντυπωσίασε.

Τι γράφετε αυτό τον καιρό;

Ετοιμάζω έναν δεύτερο τόμο με συνομιλίες που είχα την τύχη να κάνω με επιφανείς Έλληνες. Συγχρόνως, γράφω πολλά και μικρά, ποιήματα και διηγήματα που βάζω στο συρτάρι μου.

Περί ανάγνωσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Αρχαίοι Έλληνες, ιδίως ιστορικοί και, κάνοντας ένα μεγάλο άλμα, Κούντερα, Ντάρελ, Μπροχ, Μπέκετ, Ναμπόκωφ, Αντρέγιεφ, Τσέχωφ, Έκο, Φώκνερ, Κορτάσαρ, Φουέντες και τόσοι πολλοί άλλοι… Από τους Έλληνες, θα αναφέρω, για λόγους ευνόητους, μόνο κάποιους που έχουν φύγει από τη ζωή: Τσίρκα, Καραγάτση, Μάτεσι, Χατζή, Κουμανταρέα, Μοσκώφ, Σεφέρη…

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Αν ρωτάτε μόνο για λογοτεχνικά βιβλία: ‘Έγκλημα και Τιμωρία’ του Ντοστογιέφσκι, ‘Ταξίδι στην άκρη της νύχτας’ του Σελίν, ‘Ο Εραστής’ της Ντυράς, ‘Το μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης’ του Πεντζίκη, ‘Ζήτω η κόλαση’ του Μπατάιγ, ‘Κόκκινο Σκυλί, Κόκκινο Σκυλί’ του Λέιν Πάτρικ, ‘Η γυναίκα του μεσημεριού’ της Γιούλιας Φρανκ, η τριλογία (Μύηση-Λαβύρινθος-Έξοδος) του Γιώργου Μιχαηλίδη και πολλά άλλα.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Το Λευκό Μακρύ Παλτό (και άλλες ιστορίες) της Χρυσοξένης Προκοπάκη, διηγήματα που διάβασα πρόσφατα και που τα αγάπησα.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Με έχει εντυπωσιάσει ο Σταύρος Σταμπόγλης.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Η Ιουστίνη του Ντάρελ.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Προσπαθώ να τα παρακολουθώ, αλλά ομολογώ ότι όχι όσο και όπως θα έπρεπε. Γι’ αυτόν τον λόγο, διστάζω να αναφερθώ σε δύο που προτιμώ.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Βιβλία ποίησης νέων Ελλήνων, Βασίλη Αμανατίδη, Βασίλη Ζηλάκο, Δημήτρη Αγγελή, Μαρία Κουλούρη, Γιάννη Στίγκα για να θυμηθώ μερικά ονόματα. Προσπαθώ να μπω στη σκέψη τους. Συγχρόνως, διαβάζω το «Εκείνος που δεν με συντρόφευε» του Μωρίς Μπλανσό.

Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;

Ναι, έντυπες και ηλεκτρονικές, αλλά δεν τις αφήνω να με επηρεάσουν, καθώς οι κριτικές τους είναι πάντα υποκειμενικές.

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα; [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Δεν μπορώ να διαβάσω στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Προτιμώ να μελετώ τα πρόσωπα των επιβατών, γύρω μου.

Περί αδιακρισίας

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Από το θέατρο με έχει επηρεάσει κυρίως ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Τερζόπουλος με τις εμμονές του, έργα του Βογιατζή και του Γιώργου Μιχαηλίδη, σκηνές του Μαρμαρινού, του Χουβαρδά -όταν είχε το Θέατρο του Νότου-, για να θυμηθώ μερικούς, αδικώντας τους υπόλοιπους. Από τον κινηματογράφο, κατά πολύ ο Ταρκόφσκι, ο Γκριναγουέι, ο Αγγελόπουλος, ο Μπέργκμαν, κινέζοι σκηνοθέτες…

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Το συμβουλεύομαι συχνά κι έχω βρει παλιούς γνώριμους, συναδέλφους και συμμαθήτριες, αλλά και ανθρώπους οι οποίοι –καλοσύνη τους- με έχουν βοηθήσει στην προβολή των έργων μου.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Τραγικό να είσαι σε μια συνεχή νιότη, όταν οι άλλοι γύρω σου γερνούν.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Μα, είπαμε τόσα πολλά, ξεφεύγοντας από την οικονομία του λόγου, για την οποία πριν λίγο κόμπαζα! Και σας ευχαριστώ για τη συνέντευξη.

Στις εικόνες: Lawrence Durrell, Julia Franck.