Οι άπειρες ζωές που ενοικούμε
Ο αφηγητής Χουάν Μαρία Μπράουσεν είναι ένας σαραντάρης υπάλληλος διαφημιστικής εταιρίας που ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μπουένος Άιρες και βιώνει την αποτυχία και την πλήξη μέσα σε μια ανούσια και μίζερη καθημερινότητα: Η Γερτρούδη, η σιχαμερή δουλειά, ο φόβος μήπως την χάσω, οι λογαριασμοί που πρέπει να πληρωθούν και η αλησμόνητη βεβαιότητα ότι πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει μια γυναίκα, ένας φίλος, ένα σπίτι, ένα βιβλίο, ούτε καν ένα βίτσιο που να μπορούν να με κάνουν ευτυχισμένο. [σ. 82] Ο ύστατος τρόπος διαφυγής είναι να ζητήσει καταφύγιο σε άλλο τόπο και άλλο χρόνο και να λυτρωθεί μέσω της προβολής του εγώ σε άλλες συνειδήσεις που συνιστούν άλλες δυνατότητες ζωής· καταφεύγει, συνεπώς, στη δημιουργία δυο παράλληλων κόσμων με επίκεντρο δυο ήρωες με τους οποίους θα ταυτιστεί.
Έτσι η διαφυγή του συντελείται σε διπλό επίπεδο. Στο πρώτο επίπεδο, για τις ανάγκες ενός κινηματογραφικού σεναρίου που του προτείνουν να γράψει, δημιουργεί τον γιατρό Ντίας Γκρέι, κάτοικο της Σάντα Μαρία (που θα αποτελέσει την μυθική πόλη – σκηνικό του Ονέτι για τα περισσότερα μυθιστορήματά του). Στο δεύτερο, ο αφηγητής υποδύεται ένα άλλο πρόσωπο, τον Χουάν Μαρία Άρσε, για να εισχωρήσει στην ζωή της Κέκας, μιας γυναίκας που εκπορνεύεται στο διπλανό δωμάτιο. Με αυτές τις δυο μάσκες η απόγνωση μετατρέπεται σε δημιουργική αναγέννηση, όπως γράφει στο πολύτιμο σημείωμά της η μεταφράστρια.
Ήδη από την πρώτη σελίδα, ο αφηγητής ακούει πίσω από τον τοίχο την άγνωστη γυναίκα που μόλις έχει μετακομίσει στο διπλανό διαμέρισμα· κάποιος Ρικάρδο την έχει κάνει για άλλη μια φορά να κλάψει σαν τρελή. Είναι το ίδιο πρωί που ο γιατρός αφαίρεσε το αριστερό στήθος της Γερτρούδης. Όσο κι αν αδυνατεί να ξεχάσει το κομμένο στήθος σαν μια μέδουσα πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, το στήθος που είχε βυζάξει ή παίξει, σκέφτεται πως έχει καθήκον να κοιτάξει χωρίς αποστροφή την καινούργια του ουλή, ζευγαρωμένη πια με την άλλη που έχει στην κοιλιά της και που τόσες φορές έχει αναγνωρίσει με την άκρη της γλώσσας του. Εύχεται κάποια μέρα η Γερτρούδη να ξαναγελούσε δίχως αιτία κάτω από τον ανοιξιάτικο ή τον καλοκαιρινό αέρα του μπαλκονιού και να τον κοίταζε με τα λαμπερά της μάτια, με προσήλωση, για μια στιγμή. Θέλει να της πει: Μην είσαι θλιμμένη. Για μένα είναι όλα όπως πριν, δεν άλλαξε τίποτα.
Γιατί η μοναδική πειστική απόδειξη, η μοναδική πηγή ευτυχίας που μπορώ να της προφέρω θα είναι να σηκώσω το βλέμμα μου και να βυθιστώ στο ολοφώτιστο δωμάτιο, με το ξανανιωμένο πρόσωπό μου από τη λαγνεία στο ακρωτηριασμένο στήθος, να το φιλήσω και να χάσω εκεί πάνω το μυαλό μου [σ. 30].
Ο άσπονδος φίλος του Χούλιο Στάιν (που παλαιότερα είχε πλαγιάσει με την Γερτρούδη) του προσφέρει την δυνατότητα της χρηματικής ενίσχυσης αν γράψει ένα σενάριο. Αυτό μπορεί να είναι η σωτηρία του και όχι μόνο από οικονομική πλευρά. Όλα πρέπει να ξεκινάνε από έναν ξερακιανό γιατρό που πουλάει μορφίνη και μένει στη Σάντα Μαρία, κοντά στο ποτάμι, ένα μέρος που ο Μπράουσεν θυμάται από κάποιο καλοκαίρι, επειδή υπήρξε ευτυχισμένος εκεί, χρόνια πριν, για είκοσι τέσσερις ώρες, χωρίς αιτία. Ο γιατρός δημιουργείται: άσημος, λακωνικός κι απελπισμένος. Στα κουρασμένα μάτια του, μια ασάλευτη λάμψη υπενθύμιζε ότι δεν είχε απομείνει το παραμικρό ίχνος πίστης στην έκπληξη. Σιγά σιγά φτιάχνεται το ιατρείο του, τα βιβλία του, η θέα, η ίδια η πόλη, μαζί με το πορθμείο, την πλατεία, την εκκλησία της. Κι ας μην υποψιάζεται ακόμα ότι μια οποιαδήποτε στιγμή θα επιβιβάσει στο πορθμείο μια ανήσυχη γυναίκα.
Ο Μπράουσεν πιστεύει πως μπορεί να σωθεί γράφοντας· ετοιμάζεται να ανοίξει την πόρτα του ιατρείου στην Γερτρούδη της φωτογραφίας που βλέπει απέναντί του, κι εκείνη είναι νέα και ανέμελη, ή σαν κι εκείνη όταν την πρωτογνώρισε. Την ονομάζει Ελένα Σάλα δε Λάγος και την προσκαλεί να οδηγήσει το χέρι του για να γράψει μια νέα αρχή και μια άλλη συνάντηση. Σύντομα έρχεται η φράση που θα τον επαναφέρει ξανά στην ζωή. Μπαίνει λοιπόν η Ελένα Σάλα στο ιατρείο του Ντίας Γκρέι και γδύνεται, όχι για να τον σαγηνεύσει αλλά για να υποκριθεί την ασθενή επειδή αναζητά κάποιον με τον οποίο να μπορεί να συνομιλήσει – και για να της γράψει ή να της δώσει μορφίνη. Παραδέχεται, άλλωστε, πως το να συμβουλεύεται κανείς έναν γιατρό ισοδυναμεί με το να παραδέχεται ότι είναι άρρωστος· είναι σαν να επιτρέπει στην ασθένεια να εδραιωθεί και να προοδεύσει.
Στην άλλη πλευρά του τοίχου, η Ενρικέτα – Κέκα επιστρέφει χαράματα, συνοδευόμενη από τον πρώτο τυχόντα ή μόνη και ξεγυμνώνει το κάθιδρο κορμί της, θαρρείς αποκλειστικά και μόνο για το τεντωμένο του αυτί. Πίσω στο ασφυκτικό τους υπνοδωμάτιο τον περιμένουν τα μακριά αργά βήματα και τα πνιχτά αναφιλητά της Γερτρούδης, όταν υποθέτει ότι εκείνος ακόμα κοιμάται. Και ανάμεσά τους, το φάντασμα μιας ιδιόμορφης σχέσης του με την εικοσάχρονη Ρακέλ, αδελφή της Γερτρούδης, που τον αφήνει να αναρωτιέται:
Αυτό θα ήθελα να μάθω: αν για έναν άντρα υπάρχει η αίσθηση του μυστηρίου σε κάθε οικεία στιγμή που του είναι άγνωστη ή αν του αρκεί να γνωρίζει ότι αυτού του είδους η οικειότητα έχει δοθεί σε άλλους (ποια γυναίκα μετά τα είκοσι δεν την έχει δώσει, ποια θα μπορούσε να ζήσει, χωρίς να την έχει δώσει) για να εξανεμιστεί το μυστήριο. [σ. 179]
Αυτή είναι η ηλικία που η ζωή αρχίζει να γίνεται ένα στραβό χαμόγελο και ανακαλύπτεις πως είναι καμωμένη εδώ και πολλά χρόνια από παρεξηγήσεις. «Στο μεταξύ», μονολογεί, «είμαι αυτός ο άτολμος, αμετάβλητος άνθρωπος, παντρεμένος με την μοναδική γυναίκα που σαγήνευσα ή που σαγήνευσε εμένα, ανίκανος, όχι πλέον να είμαι κάποιος άλλος αλλά ανίκανος να έχω την θέληση να είμαι κάποιος άλλος». Κι όμως, κάποια μέρα, βγαίνοντας από το ασανσέρ, βλέπει το διαμέρισμα της Κέκας ανοιχτό, την αρμαθιά με τα κλειδιά να κρέμεται στην κλειδωνιά, το λουτρό στο βάθος ανοιχτό, γυναικεία ρούχα στις καρέκλες. Τώρα παρατηρεί με προσοχή το σπίτι που ως τώρα μόνο άκουγε και προσπαθεί, αντίστροφα, ν’ αφουγκραστεί την Γερτρούδη πίσω απ’ τον τοίχο. Φαντάζεται τον εαυτό της να αναπαύεται…
και διέβλεπε ένα μέλλον, μια ευτυχία γεμάτη εκπλήξεις, αφού θα ήταν θεμελιωμένη στον ακρωτηριασμό της, μια νίκη απέναντι σε κάποιον άγνωστο, μια νίκη που θα είχε επιτύχει χωρίς καμία στρατηγική εναντίον κάποιου απροσδιόριστου τύπου άντρα για τον οποίο ο ακρωτηριασμός θα αντιπροσώπευε χωρίς διαστροφή καμιά, την ακαταμάχητη ιδιότητα του σώματός της. [σ. 99]
Καθώς η Γερτρούδη φεύγει για το μητρικό της Τεμπερλέι, ο Μπράουσεν παραδέχεται ότι η αμοιβαία τους αγάπη έχει αναμφίβολα ατονήσει και εξευτελιστεί, προστατευμένη μα και αλλοιωμένη μέσα στο καταφύγιο των σεντονιών, των κοινών γευμάτων και της συνήθειας, τόσο απομακρυσμένη από τις ρίζες της όπως ένας μετανάστης που τον έχει παρασύρει με αγριότητα η ζωή. Τώρα στο σπίτι κοιμάται μόνος του, χωρίς το σώμα της, «ένα φράγμα που πάνω του σταματούσε η θλίψη», ενώ δεν παύει να φθονεί τον Στάιν που είχε διεισδύσει στην Γερτρούδη χωρίς να γίνει αιχμάλωτός της, αλλά και να βασανίζεται από μια ανησυχία μοιχείας: ίσως αυτή η μάσκα να γεννήθηκε τις μέρες που έμεινε στο Τεμπερλέι, τέκνο ενός βλέμματος, μιας φράσης, ενός ανυπόμονου γόνατου, και να τράφηκε το ένα απόγευμα μετά το άλλο σε ζαχαροπλαστεία, απόμερα δρομάκια και ξενοδοχεία.
Στην δουλειά αναγκάζεται να εξηγεί πώς και γιατί οι σημερινές αρνητικές απαντήσεις θα μετατραπούν στα αυριανά συμβόλαια. Το μοναδικό σημαντικό πράγμα στην ζωή του τώρα είναι να ξαπλώνει στο κρεβάτι με το πρόσωπο κολλητά στον τοίχο, με το στόμα ανοιχτό να μην τον ενοχλεί ο θόρυβος της αναπνοής, να συλλέγει φωνές και θορύβους από την άλλη μεριά. Περνάει νύχτες και αυγές ακούγοντας την Κέκα «να νταραβερίζεται με άντρες και γυναίκες, να αραδιάζει και σε αυτούς ψευτιές, να ταράζεται, μεθυσμένη, κλαίγοντας με λυγμούς, όταν εκείνοι εισέβαλλαν στην μοναξιά της».
Κάποτε χτυπάει την πόρτα της, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι δεν έχουν ποτέ συναντηθεί στην πολυκατοικία· κι εκείνη εμφανίζεται πιο μικροκαμωμένη και αδύναμη από την γυναίκα που είχε φανταστεί. Υποκρίνεται έναν φίλο τού Ρικάρντο, ενός άντρα που μάλλον την ταλαιπωρεί, ενώ παραμένει πανικόβλητος από φόβο μην τυχόν και γίνει με το παραπάνω τολμηρή, μην τυχόν επαναλάβει και σ’ εμένα εκείνα τα προστυχόλογα που τόσες φορές αναγκάστηκα να την ακούω να λέει. Σύντομα η Κέκα του εξομολογείται όσα χρειάζεται να ξέρει, ώστε να συνεχίζει να την εξαπατά: πως ο Ρικάρντο δεν μπορεί να την ανεχτεί, πως θεωρεί ότι τον απατά, πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να ζήσει μαζί της. Του τα αποκαλύπτει όλα μόνη της κι εκείνος της αντιπροσφέρει: Εγώ ξέρω ότι ο Ρικάρδο σας αγαπάει. Η σχέση τους έχει μόλις ξεκινήσει.
O συγγραφέας προκαλεί τις επαναλαμβανόμενες επισκέψεις της γυναίκας στο ιατρείο, στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς και χαίρεται να διαπιστώνει ότι παρέμεναν πιστοί στην σιωπηρή τελετουργία των πλατωνικών, ανειλικρινών, εμπορικών τους σχέσεων. Το ιατρείο «ανυψώνεται σε ένα απίθανο ύψος μοναξιάς και σιωπής». Μια μέρα που περιμένει την γυναίκα και «την αιφνιδιαστική νεότητα που του δανείζει για να της την επιστρέψει σε λίγα λεπτά», αντ’ αυτής φτάνει ο σύζυγός της, κύριος Οράσιο Λάγος και ζητά να συμπεριληφθεί στην φιλία των δυο. Τον ενημερώνει ότι η Ελένα εδώ και δυο χρόνια γνώρισε τον Όσκαρ, έναν άντρα που την ξελόγιασε, που της έγινε απαραίτητος, ενώ κόλλησε στους συζύγους και την συνήθεια της μορφίνης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι εκείνοι, σε ανώτερο επίπεδο κουλτούρας και κοινωνικής θέσης του φέρθηκαν ως ίσοι.
Οι ιστορίες προχωρούν ανεξέλεγκτες. Ο Μπράουσεν διαπιστώνει την ευχαρίστηση του μεθοκοπήματος και της βίας απέναντι στην Κέκα και ο Ερνέστο, ένας από «εκείνους» που φοβάται η Κέκα, εισβάλλει στο διαμέρισμα και χτυπά τον Μπράουσεν, ο οποίος με την σειρά του θα τον εμπλέξει αργότερα σε μια απρόσμενη δολοφονία. Ο γιατρός αναζητώντας τον αναντικατάστατο Πρίαπο Όσκαρ καταλύει με την Ελένα σ’ ένα ξενοδοχείο στην ακροποταμιά και μοιράζονται «ένα παρελθόν που δεν θα συντελούνταν ποτέ».
Ο Μπράουσεν επιζεί καθημερινά μέσα από την διπλή μυστική ζωή του Άρσε και του επαρχιακού γιατρού Ντίας Γκρέι στην πόλη στην άκρη του ποταμού και ανασταίνεται καθημερινά όταν μπαίνει στο διαμέρισμα της Κέκας ή συνομιλεί με την Ελένα. Αυτοί οι τρεις παράλληλοι εναλλασσόμενοι κόσμοι αναπτύσσονται και διασταυρώνονται μέχρι την πλήρη συγχώνευσή τους, ενώ οι δυο επινοημένοι ήρωες τού διαφεύγουν και αυτονομούνται πλήρως, μέχρι να καταστούν οι ίδιοι πρωταγωνιστές της αφήγησης. Η δύναμη που ο Μπράουσεν νόμιζε πως είχε πάνω στα πλάσματά του εξανεμίζεται. Πραγματικότητα και μυθοπλασία γίνονται ένα. Κι όπως γράφει η μεταφράστρια, «αποζητώντας να υπερβεί την πραγματικότητα ο Μπράουσεν θα συσσωρεύσει μια σειρά από «σύντομες ζωές» που το ανοιχτό τέλος του βιβλίου μας αφήνει να εννοήσουμε ότι είναι άπειρες».
Να ξανασκεφτώ ότι όλοι οι άνθρωποι που την κατοικούσαν είχαν γεννηθεί από μένα και ότι ήμουν ικανός να τους κάνω να συλλάβουν την αγάπη σαν κάτι το απόλυτο… να παράσχω στον καθένα από αυτούς ένα διαυγές και ανώδυνο ψυχομαχητό, προκειμένου να κατανοήσουν το νόημα αυτών που είχαν ζήσει. [σ. 384-385]
Η Σύντομη Ζωή, το κατά Ονέτι πιο φιλόδοξο και περίπλοκο έργο του, αποτελεί προάγγελο για τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του, ιδίως ως προς τους πειραματισμούς και τις καινοτομίες. Λυγίζω μπροστά στην απόδοση της συγκίνησης από την ανάγνωση ενός τέτοιου μυθιστορήματος. Και μακαρίζω τον Ονέτι για την γραφή του αλλά και την σιωπή του, ιδίως όταν τιμήθηκε το 1962 στην χώρα του με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Η ομιλία του περιορίστηκε στη φράση: Εγώ δε μιλάω, γράφω.
Εκδ. Καστανιώτη, 2003, μτφ. από τα ισπανικά Αγγελική Αλεξοπούλου, σελ. 433. Περιλαμβάνεται τετρασέλιδο χρονολόγιο. [Juan Carlos Onetti, La vide breve, 1950]
Το επίσης εξαίσιο Ναυπηγείο εδώ.
Κάποτε ο Γκαλεάνο για τον Ονέτι.
Το κόμικ, από εικονογράφηση κειμένου για το βιβλίο του La cara de la desgracia, από εδώ.