Marianne Dubuc – Το μεγάλο ταξίδι της οικογένειας Ποντίκη

Βλέπω ένα διώροφο ταχυδρομείο με μπλε κεραμίδια σ’ ένα πράσινο λιβάδι με δέντρα. Μόλις έχει μπει η ταμπέλα «Κλειστόν», καθώς ο ταχυδρόμος Ποντίκης με την οικογένειά του ετοιμάζονται να πάνε ένα μεγάλο ταξίδι. Φυσικά παίρνουν και μια αποσκευή γεμάτη γράμματα, καθώς η δουλειά του ταχυδρόμου δεν σταματά ποτέ. Άραγε από την επόμενη σελίδα, θα δούμε όλες τις στάσεις και τους τόπους των διακοπών; Πράγματι, έτσι είναι, η καλύτερή μας δηλαδή να βρισκόμαστε στο δρόμο συντροφιά με νέους φίλους· να περιδιαβαίνουμε το θαυμάσιο δάσος όπου στήνουν το τροχόσπιτο και τα αντίσκηνά τους, την κατακίτρινη αμμουδιά όπου θα χαρούν μπάνιο, ηλιοθεραπεία και παγωτό, το κρουαζιερόπλοιο που διαθέτει ολόκληρο θέατρο και εστιατόριο για καλοφαγάδες, ένα τροπικό νησάκι όπου βρίσκεται και το εξοχικό ενός μυστηριώδους κυρίου, μια έρημο με αμμόλοφους και οάσεις. Τα γράμματα πρέπει να φτάσουν σε όλους τους παραλήπτες κι έτσι η περιπλάνηση συνεχίζεται μέσα σε μια πυκνή ζούγκλα, σε μια ολοζώντανη πόλη, σε μια μαγευτική εξοχή, σε μια επικράτεια πάγου και στους ίδιους τους αιθέρες, μέχρι την επιστροφή στο ταχυδρομόσπιτο, όπου, πλέον, έχουν μαζευτεί ακόμα περισσότερες επιστολές.

Όμως όλη αυτή η ποικιλία διαδρομών δεν είναι το μόνο απολαυστικό στοιχείο της οικογενειακής αυτής περιπέτειας. Είναι η ζωγραφική της Μαριάν Ντιμπίκ που τονίζει δυο εξίσου θεαματικά στοιχεία. Αφενός είναι η αναλυτική – αρχιτεκτονική της ματιά σε κάθε είδους κτίσμα ή ενδιαίτημα των ταξιδιωτών. Καθώς το σχέδιό της ανατέμνει σπίτια, τροχόσπιτα, σκηνές, καντίνες, πλοία, πολυκαταστήματα, υπόγεια λαγούμια και ιγκλού αλλά και τα ίδια τα δέντρα και τα βουνά, βλέπουμε το πλουμιστό εσωτερικό τους: τα δωμάτια των κατοίκων, την διακόσμηση, την υπέροχη μικρο-οικογραφία τους. Είναι η ίδια τομή που μου άρεσε να χαζεύω στα αρχιτεκτονικά σχέδια των πολυκατοικιών, στα σχεδιαγράμματα των πλοίων, ή στο εξώφυλλο εκείνου του σπάνιου βιβλίου του Ζορζ Περέκ, Ζωή, οδηγίες χρήσεως.

Ύστερα είναι οι δεκάδες διάσπαρτες λεπτομέρειες που προσελκύουν το βλέμμα να τις ανακαλύπτει ξανά και ξανά. Γύρω από το ζεύγος Ποντίκη και τα τρία παιδιά του (ήρωες και άλλων βιβλίων στην ίδια σειρά),  μια ανεξάντλητη χλωρίδα και πανίδα, ορατή και μη, ζει και αναπνέει δίπλα τους, στην δική της ζωή. Κι ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο των ταξιδιών: να ανοίγει το βλέμμα τόσο πολύ, ώστε να χωρέσει όλα τα θαυμαστά που συμβαίνουν γύρω του, ακόμα κι εκείνα που έχουμε μάθει να αγνοούμε!

Εκδ. Νεφέλη [σειρά «Τσαλαπετεινός»], 2017, μτφ. Θεόφιλος Μπαχτσεβάνης, 30 έγχρωμες σελίδες μεγάλου μεγέθους (24×30,5 εκ.), σκληρό εξώφυλλο [Les vacances de Fracteur Souris, 2016]

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των Παιδιών, εδώ.

Carlos Fuentes – Κόμης Vlad

«Όλα πρέπει να έχουν μια εξήγηση, λέει ο επιστήμονας μέσα μου· όλα πρέπει να έχουν μια φαντασία, λέει ο ματαιωμένος άνθρωπος των γραμμάτων που είμαι. Παρηγορώ τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι αυτές οι δυο δραστηριότητες αλληλοσυμπληρώνονται, δεν αλληλοαποκλείονται», έγραφε ήδη από το 1990 ο Φουέντες σε μια ιστορία του από την συλλογή του Κονστάντσια και άλλες ιστορίες για παρθένους (σ. 69, βλ. παρουσίαση του βιβλίου εδώ) και, πράγματι, αυτή η αλληλένδετη δυαρχία δεν έπαψε να εμποτίζει το σύνολο του έργου του μέχρι και το τελευταίο του βιβλίο. Εδώ βρισκόμαστε στο πρότελευταίο του, και στην ουσία, αν οι διαδικτυακές πληροφορίες είναι σωστές, το τελευταίο που είδε τυπωμένο.

Ο Φουέντες έφτασε σε εκπληκτικά επίπεδα πρόζας και μυθοπλασίας τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όπως έγραφα με αφορμή ένα από τα έργα αυτής της «ύστερης» εποχής του, το έξοχο σπονδυλωτό μυθιστόρημα Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες, η γραφή του, ένας καταιγισμός λεκτικού πλούτου και πολυφωνικών αφηγήσεων σε μια οφιοειδή ή κυκλική ανάπτυξη (καθώς οι πολλαπλοί χαρακτήρες επανεμφανίζονται), αποδίδει ιδανικά αυτές τις οικιακές ζωές εν τάφω που βιώνουν χαρακτήρες κομπάρσοι στο απέραντο ανώνυμο έθνος της αποτυχίας και πέτρινα οικιακά είδωλα – έρμαια των οικογενειακών χειραγωγήσεων, «αποικήσεων» και διαστροφών.

Εδώ αφήνει στην άκρη τις μεγάλες συνθέσεις και την νεωτεριστική γραφή αλλά εμμένει στην καταγραφή της έκπτωσης του μεξικανής ανθρωπότητας και της αθλιότητας των οικογενειών της. Αλλά το όχημά του είναι το πλέον αναπέντεχο: το γοτθικό μυθιστόρημα εν γένει και ένας από τους χαρακτήρες – εμβλήματα του είδους: ο Κόμης Δράκουλας, όπως παραδόθηκε από την πένα του Μπράμ Στόουκερ και των επίγονών του. Η αινιγματική στροφή του συγγραφέα στο πολυγραφημένο και χιλιοπαιγμένο σύμβολο έχει την εξήγησή της: αν ο Φουέντες εμμένει στην απεικόνιση του σύγχρονου εξαθλιωμένου Μεξικού, τότε η επανανάγνωση κάθε μύθου μπορεί να το φωτίσει ακόμα περισσότερο. Κι αν ο ιστορικός και λογοτεχνικός Βλαντ έπινε το αίμα των υπηκόων του για να συνεχίσει να υπάρχει, ποιοι παίρνουν την θέση του αν όχι οι πολιτικοί και οικονομικοί άρχοντες της χώρας του;

Η σύγχρονη Πόλη του Μεξικού κατοικείται από δέκα εκατομμύρια λουκάνικα αίματος, διατείνεται ο αφηγητής Ιβ Ναβάρο εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο του παντοδύναμου Ελόι Σουρινάγα και απολαμβάνει μια «επιτυχημένη» οικογενειακή και συνεργατική επαγγελματική ζωή με την σύζυγό του κτηματομεσίτρια Ασουνσιόν. Η μικρή του κόρη Μαγδαλένα συμπληρώνει την αίσθηση της επάρκειας, ενώ ένα αδικοχαμένο δωδεκάχρονο αγόρι, ο Ντιντιέ, αποτελεί την μόνιμη μαύρη τρύπα της. Ο Σουρινάγα, που «σε κανέναν δεν επέτρεπε να διαβλέψει ασήμαντο μέλλον για το παροδικό πολιτικό του μεγαλείο», ένας ισχυρός, μαγνητικός άντρας που θαρρείς και ρυθμίζει την πνευματική θερμοκρασία όσων βρίσκονται γύρω του, ζει έγκλειστος σ’ ένα σπίτι, διακοσμημένο με τα αγωνιώδη χαρακτικά του Μεξικανού Χουέλιο Ρουέλας και τους εφιαλτικούς πίνακες του Ελβετού Χένρι Φιούζελι «ειδικού στις παραμορφώσεις και στο πάντρεμα της συνουσίας με τη φρίκη, της γυναίκας με τον φόβο…».

Εκεί προσκαλεί και σχεδόν προστάζει τον υφιστάμενό του να ανταποκριθεί στις επιθυμίες ενός νέου γηραιού πελάτη που ονομάζεται Βλαντ και κατάγεται από την Τρανσυλβανία. Διωγμένος από «τους φασίστες από την μια και τους κομμουνιστές από την άλλη», o Βλαντ αναζητά ένα σπίτι με ορισμένες ιδιαιτερότητες για να στεγάσει τον ίδιο και την μικρή του κόρη. Η Ασουνσιόν το βρίσκει σε μια ανηφορική γειτονιά και μοιάζει μοντέρνο μοναστήρι· ο ιδανικός χώρος για ένα ιδιόμορφο βασίλειο έχει βρεθεί.

Η ζωή, Ναβάρο! Είναι ζωή αυτό το σύντομο πέρασμα, αυτή η τρεχάλα από την κούνια ως τον τάφο; […] Από πού μας έρχονται αυτές οι ανεξήγητες λύπες; Πρέπει να έχουν έναν λόγο, μια προέλευση. Είμαστε λαοί εξαντλημένοι, τόσες εσωτερικές συγκρούσεις, τόσο ανώφελα χυμένο αίμα. Πόση μελαγχολία! Όλα περιέχουν το σπέρμα της φθοράς. Στα αντικείμενα ονομάζεται παρακμή. Στους ανθρώπους, θάνατος. [σ. 38]

Οι περισσότερες από τις συμβάσεις του κλασικού γοτθικού μυθιστορήματος βρίσκονται εδώ· το ίδιο και οι αινιγματικές συνομιλίες, η ατμόσφαιρα της ανησυχίας, η υποβλητικότητα των χώρων και η αναπότρεπτη κληρονομιά του παρελθόντος (Κατάγεστε από μια μεγάλη οικογένεια, εγώ από μια άγνωστη φυλή. Εσείς έχετε λησμονήσει όσα ήξεραν οι πρόγονοί σας. Εγώ αποφάσισα να μάθω όσα αγνοούσαν οι δικοί μου). Ο Φουέντες προσθέτει τις ενοχές των μεξικανών αποίκων (Είμαστε όλοι άποικοι στην Αμερική. Οι μοναδικοί παλιοί αριστοκράτες είναι οι Ινδιάνοι) και τις κυνικές αποστροφές των κυρίαρχων (Οι πόλεμοι απλώς αποτελειώνουν ό,τι είναι νεκρό), και όλα αυτά με την απλούστερη δυνατή γραφή και μια γυμνή σαφήνεια που δεν αφήνει χώρο σε γλωσσικούς ή άλλους πειραματισμούς.

Ακόμα κι αν δεν διαθέτει κανείς ευρύτερη γνώση του έργου του Φουέντες, μπορεί από τις χαραμάδες της ολοένα και εφιαλτικής ατμόσφαιρας του έργου να αντιληφθεί πως το αιχμηρό εξάγωνο του ζευγαριού, των δυο γερόντων και των δυο μικρών κοριτσιών δεν περιορίζεται στην γνωστή αιμορραγική ιστορία. Ακριβώς αυτή η ιστορία προσφέρεται για έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα παραλληλισμό με την σύγχρονη μεξικανική κατάσταση: Οι γέροντες ως επικυρίαρχοι άρχοντες, αθάνατοι μέσα στην συνεχή κληρονομικότητά τους, το ζεύγος των αστών που αρκείται στην ευδαιμονία του και ξυπνάει μόνο όταν αυτή απειληθεί (είναι ενδεικτικό ότι ο Ναβάρο μοιράζεται νύχτες πάθους με την Ασουνσιόν αλλά μένει πάντα με την αμφιβολία της ηδονής της και με την συνεχή ανησυχία ξένων ματιών πάνω τους), τα παιδιά ως απόλυτα θύματα σε μια χώρα που οι αρχές δεν νοιάζονται ποτέ για τους αγνοούμενους, τους νεκροζώντανους και τους νεκρούς.

Μένει να διαβάσουμε το «μεταθανάτιο» μυθιστόρημά του, Ο Νίτσε στο μπαλκόνι  – θα είναι άραγε η ύστατη διαθήκη του συγγραφέα, ή τα είχε ήδη όλα πει με τα προηγούμενα βιβλία του και το περίφημο Terra Nostra, που έχει ήδη μεταφραστεί από τον Κρίτωνα Ηλιόπουλο αλλά παραμένει ανέκδοτο στα καθ’ ημάς;

Εκδ. Κλειδάριθμος, 2018, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, σελ. 123 [Carlos Fuentes, Vlad, 2010]

Στις εικόνες: Jason Montoya – Μina Harker and Dracula, Max Ernst – The Vampire’s Kiss, Julio Ruelas, La Crítica.