Στέργια Κάββαλου – Πάει ο παλιός ο χρόνος;

Η λύση μιας ιστορικής παρεξήγησης!

Αυτά τα βιβλία για παιδιά έχουν μια παρενέργεια που θα έπρεπε να γράφεται στο οπισθόφυλλο: το γεγονός ότι αρκεί μια φράση ή μια εικόνα τους για να ξυπνήσουν μνήμες παραχωμένες στα βάθη των βαθών. Η ολική επαναφορά μπορεί να αφορά ένα ξεχασμένο τραγούδι, μια ατάκα των γονέων, μια αστεία παραλλαγή λέξης που με διασκέδαζε πριν δεκαετίες, οτιδήποτε. Εδώ θυμήθηκα δυο τρεις κόλλες χαρτί με δαχτυλογραφημένα σε μισομελανιασμένη γραφομηχανή πέντε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Τα Κάλαντα, το “opening” Άγια Νύχτα, το θριαμβικό Έλατο, κάτι Χιόνια στο καμπαναριό και τελευταίο το Πάει ο παλιός ο χρόνος.

Αυτό είχε σαφώς πιο ενδιαφέρουσα μελωδία, ταιριαστή με ακορντεόν σε κάποια πλανόδια μπάντα ή σε θεατρική σκηνή. Ήταν όμως οι στίχοι που με είχαν ρίξει σε περίσκεψη. Γέρε Χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά. Το καταλάβαινα ότι ήταν η ώρα να αποσυρθεί αλλά γιατί να φύγει πριν αρχίσει η γιορτή; Αντιλαμβανόμουν ότι δεν υπάρχει κανένας χρόνος με μορφή ανθρώπου, όμως εφόσον αναφερόταν στο τραγούδι τον έκανα εικόνα και ήταν στενάχωρο. Όλα αυτά στην αίθουσα του 110ου Δημοτικού Σχολείου, στην Φωκίωνος Νέγρη, με τον δάσκαλο να κουνά μαεστρικά το χέρι του ενώ το βλέμμα του χανόταν κάπου έξω μακριά, σίγουρα πάνω από τις ταράτσες της Κυψέλης. Τελικά πάει ο παλιός ο χρόνος;

Την ίδια απορία διαβάζω σε αυτό το εξώφυλλο, με το ρολόι του να δείχνει 00 και κάτι. Ο μικρός Δημήτρης απορεί και ενίσταται: δεν έχει τίποτα με τον καινούργιο χρόνο, αγαπά όμως υπερβολικά τον παλιό και δεν θέλει να τον διώξουν. Υπάρχει περίπτωση να σωθεί αν βγουν οι μπαταρίες από τα ρολόγια, αλλά πώς να γίνει και με όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές; Να προσποιηθεί ο ίδιος ότι δεν άλλαξε κάτι και δεν συνέβη τίποτα; Να απαρνηθεί τα έθιμα, τα κάλαντα, την αγωνία για το φλουρί, για την γεύση της φετινής βασιλόπιτας; Η επίσκεψη του φίλου του Γιάννη, μαιτρ των μαθηματικών, ίσως βοηθήσει την κατάσταση: τα παράθυρα πρέπει να μείνουν κλειστά, πόσο μάλλον όταν το άνοιγμά τους αποτελεί συνήθεια της μητέρας του, [υποτίθεται] για να μπει ο χρόνος!

Μια σειρά γεγονότων κλιμακώνει την κατάσταση: οι φίλοι διασκεδάζουν αμέριμνα, ο Δημήτρης δεν βρίσκει το κλειδί του δωματίου του ώστε να αποτρέψει το άνοιγμα του παραθύρου, η γιαγιά κάθεται στο πιάνο με την δυνατή φωνή της, ακούγεται το Πάει ο παλιός ο χρόνος… κι εκεί ο νεαρός ξεσπάει. Γιατί να πρέπει να αποχωριστούμε μια χρονιά; Αν μετρήσουμε όσα μας χάρισε, σίγουρα θα φτιάξουμε μια γεμάτη λίστα.  Ένα ταξίδι, μια αξιομνημόνευτη βόλτα, ένα άθλημα, δεκάδες μπάνια και παγωτά, μερικές αξέχαστες αναγνώσεις, μια ανακάλυψη, ένα δώρο, η σωτηρία ενός ζώου. Πώς τα διώχνουμε όλα αυτά; Η μητέρα του βρίσκεται εκεί για να τον καθησυχάσει: Κανείς χρόνος δεν φεύγει, αφού όσα ζήσαμε συνεχίζουν να υπάρχουν· ο νέος χρόνος σου δίνει την ελπίδα ότι μπορείς να τα συνεχίσεις και να κάνεις άλλα τόσα. Αλλά πάνω απ’ όλα, σου προσφέρει ακριβώς αυτό που είναι, έναν ολοκαίνουργιο χρόνο, όλο δικό σου! Και τα δώρα που παίρνει ο μικρός ήρωας, ορισμένα άυλα και αναπάντεχα, αποτελούν την πρώτη απόδειξη!

Να είχα κι εγώ ένα τέτοιο μικρό βιβλίο τότε, ακριβώς όπως αυτό, μικρό αλλά πολύτιμο, σε αποχρώσεις πρασίνου, πετρόλ, γαλάζιου και κόκκινου, με εικόνες τόσο απλές και τόσο εκφραστικές!

Εικονογράφηση: Γιώτα Κοκκόση

Εκδ. Υδροπλάνο, 2023, σελ. 32 [μαλακό εξώφυλλο]

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

Marianne Dubuc – Το μεγάλο ταξίδι της οικογένειας Ποντίκη

Βλέπω ένα διώροφο ταχυδρομείο με μπλε κεραμίδια σ’ ένα πράσινο λιβάδι με δέντρα. Μόλις έχει μπει η ταμπέλα «Κλειστόν», καθώς ο ταχυδρόμος Ποντίκης με την οικογένειά του ετοιμάζονται να πάνε ένα μεγάλο ταξίδι. Φυσικά παίρνουν και μια αποσκευή γεμάτη γράμματα, καθώς η δουλειά του ταχυδρόμου δεν σταματά ποτέ. Άραγε από την επόμενη σελίδα, θα δούμε όλες τις στάσεις και τους τόπους των διακοπών; Πράγματι, έτσι είναι, η καλύτερή μας δηλαδή να βρισκόμαστε στο δρόμο συντροφιά με νέους φίλους· να περιδιαβαίνουμε το θαυμάσιο δάσος όπου στήνουν το τροχόσπιτο και τα αντίσκηνά τους, την κατακίτρινη αμμουδιά όπου θα χαρούν μπάνιο, ηλιοθεραπεία και παγωτό, το κρουαζιερόπλοιο που διαθέτει ολόκληρο θέατρο και εστιατόριο για καλοφαγάδες, ένα τροπικό νησάκι όπου βρίσκεται και το εξοχικό ενός μυστηριώδους κυρίου, μια έρημο με αμμόλοφους και οάσεις. Τα γράμματα πρέπει να φτάσουν σε όλους τους παραλήπτες κι έτσι η περιπλάνηση συνεχίζεται μέσα σε μια πυκνή ζούγκλα, σε μια ολοζώντανη πόλη, σε μια μαγευτική εξοχή, σε μια επικράτεια πάγου και στους ίδιους τους αιθέρες, μέχρι την επιστροφή στο ταχυδρομόσπιτο, όπου, πλέον, έχουν μαζευτεί ακόμα περισσότερες επιστολές.

Όμως όλη αυτή η ποικιλία διαδρομών δεν είναι το μόνο απολαυστικό στοιχείο της οικογενειακής αυτής περιπέτειας. Είναι η ζωγραφική της Μαριάν Ντιμπίκ που τονίζει δυο εξίσου θεαματικά στοιχεία. Αφενός είναι η αναλυτική – αρχιτεκτονική της ματιά σε κάθε είδους κτίσμα ή ενδιαίτημα των ταξιδιωτών. Καθώς το σχέδιό της ανατέμνει σπίτια, τροχόσπιτα, σκηνές, καντίνες, πλοία, πολυκαταστήματα, υπόγεια λαγούμια και ιγκλού αλλά και τα ίδια τα δέντρα και τα βουνά, βλέπουμε το πλουμιστό εσωτερικό τους: τα δωμάτια των κατοίκων, την διακόσμηση, την υπέροχη μικρο-οικογραφία τους. Είναι η ίδια τομή που μου άρεσε να χαζεύω στα αρχιτεκτονικά σχέδια των πολυκατοικιών, στα σχεδιαγράμματα των πλοίων, ή στο εξώφυλλο εκείνου του σπάνιου βιβλίου του Ζορζ Περέκ, Ζωή, οδηγίες χρήσεως.

Ύστερα είναι οι δεκάδες διάσπαρτες λεπτομέρειες που προσελκύουν το βλέμμα να τις ανακαλύπτει ξανά και ξανά. Γύρω από το ζεύγος Ποντίκη και τα τρία παιδιά του (ήρωες και άλλων βιβλίων στην ίδια σειρά),  μια ανεξάντλητη χλωρίδα και πανίδα, ορατή και μη, ζει και αναπνέει δίπλα τους, στην δική της ζωή. Κι ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο των ταξιδιών: να ανοίγει το βλέμμα τόσο πολύ, ώστε να χωρέσει όλα τα θαυμαστά που συμβαίνουν γύρω του, ακόμα κι εκείνα που έχουμε μάθει να αγνοούμε!

Εκδ. Νεφέλη [σειρά «Τσαλαπετεινός»], 2017, μτφ. Θεόφιλος Μπαχτσεβάνης, 30 έγχρωμες σελίδες μεγάλου μεγέθους (24×30,5 εκ.), σκληρό εξώφυλλο [Les vacances de Fracteur Souris, 2016]

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των Παιδιών, εδώ.