Μπάμπης Αργυρίου – Άλμπουμ διασκευών

Η άγραφη πρόζα του ροκ

Η ιδέα σιγοκαίει εδώ και χρόνια όλους όσοι από εμάς έχουν την τύχη να ζουν και ν’ αναπνέουν μέσα από την μουσική, πόσο μάλλον αν αφιερώσαμε τρισεκατομμύρια στιγμές στην προσπάθεια να την μεταγράψουμε σε κριτικά κείμενα μέσα σε περιοδικά, φανζίν και ραδιοσταθμούς: Να υπήρχε επιτέλους ένα βιβλίο που να μετέτρεπε σε πρόζα τα ίδια τα τραγούδια των συγκροτημάτων που αγαπήσαμε, τους στίχους τους, την πορεία της μπάντας, τις ίδιες τις ζωές των μελών της. Αλλά τίποτα! Ένα αχανές χρυσωρυχείο ιστοριών έμενε κλεισμένο μέσα στους δίσκους και την ιστορία του ροκ εν ρολ. Ίσως υπάρχει ένα τέτοιο βιβλίο σε μια άκρη του κόσμου, αλλά ψάχνοντας χρόνια δεν έχω πέσει πάνω του. Τώρα όμως…

Έτσι οι ιστορίες εδώ αναβλύζουν μέσα ή με αφορμή το ατόφιο ροκ των Ramones και των Clash ή το πανκ των Sex Pistols, τα σκοτάδια των Cure και τις αβύσσους του Nick Cave και των Dead Can Dance· εδώ «γράφουν» ή «γράφονται» αρχιμάστορες όπως ο Bob Dylan και ο Neil Young, διαχρονικοί ραψωδοί όπως οι Tim Buckley, Nick Drake και Leonard Cohen, αιώνιοι ρόκερς σαν τον Iggy Pop και τον Rory Gallagher κι όσοι άλλοι ενέπνευσαν (ενίοτε προκάλεσαν!) τα διηγήματα του βιβλίου: The Beatles, The Rolling Stones, Pink Floyd, Simon & Garfunkel, Bob Marley, The Go-Betweens, R.E.M.,The Walkabouts, Rage against the Machine/Magazine, Talking Heads, Tindersticks, Massive Attack, Radiohead, Nirvana, PJ Harvey, Bjork κι όσοι αναφέρονται εδώ πιο κάτω.

Κάθε κείμενο έχει τίτλο το όνομα του εκάστοτε καλλιτέχνη/γκρουπ μαζί με μια φράση σαν πρόγραμμα κι επίγραμμα μαζί. H ζωή σου μπορεί να επιδεινωθεί και χωρίς την κινητοποίησή σου, αναγράφεται στο δεκασέλιδο του αφηγητή Tom Waits και η ιστορία δεν θα μπορούσε παρά ν’ αρχίσει σ’ ένα μπαρ, που στην μια του γωνιά κάποτε άραζε η Λουσίντα· τώρα του έστειλε χριστουγεννιάτικη κάρτα απ’ τη Μινεάπολις, γράφοντας ότι ξεμπέρδεψε με τις καταχρήσεις, ζούσε μ’ έναν μουσικό που την αγάπησε, υιοθέτησε το παιδί της και την έβγαζε για χορό κάθε Σαββατόβραδο. Αλλά μπορεί όλα να είναι και ψέματα, να ξαναγύρισε στο Σαν Λεμέντε και να δούλευε πάλι σαν πουτάνα. Ο Τζωρτζ παραδίπλα ψελλίζει Μόνο όταν ονειρεύομαι είμαι αθώος, μέχρι την στιγμή που το ενδιαφέρον του αφηγητή πάει στην νεαρή Μέλανι, με την οποία αρχίζει ένας διάλογος πλημμυρισμένος από ιστορίες που ίσως εμείς οι πιστοί του Waits γνωρίζουμε καλά. Αποτυχημένες σχέσεις, ματαιωμένες φυγές, τα φιλιά που είναι πάντα σαν φιλιά ξένων.

Ο συγγραφέας μας αιφνιδιάζει με την θέση στην οποία βάζει κάθε φορά τον καλλιτέχνη του. Ο Lou Reed γίνεται ταξιτζής που μονολογεί στους πελάτες τους κατά τις κούρσες του – που αλλού; – στη Νέα Υόρκη. Η Αφροδίτη με τις Γούνες, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Μανχάτταν, εκείνοι που περπατούν στην άγρια πλευρά της πόλης και της ζωής, όσο έκαναν ό,τι ταπεινωτικό τους ζητήθηκε για να επιβιώσουν, είναι όλοι παρόντες στην λακωνική του πολυλογία. Και φυσικά η Κάρολιν, που την συγκρίνει με τον χρόνο, που ποτέ δεν είναι αρκετός, που είσαι ανήμπορος να τον κρατήσεις. Αλλά ο κόσμος χωρίς την αγκαλιά των γυναικών, μοιάζει μ’ ένα ανόητο παιδί. Αυτός ο τύπος πάντα αναζητούσε τα απλά και αυθόρμητα πράγματα, όσα φτιάχνουν μια perfect day· δεν θέλει άλλες ενοχές, αρνητικές σκέψεις, τους μονίμως σκυθρωπούς ανθρώπους που συζητάνε για τα στραβά του κόσμου – ή αυτούς που πάντα σε στήνουν λες και είναι ντίλερ! Δεν του αρέσει να μετανιώνει για τίποτα, αφού κάθε φορά έκανε αυτό που θεωρούσε σωστό. Κανείς δεν του δίδαξε την διαχείριση του θυμού ή την ομορφιά της λησμονιάς. Όμως σε ποιον πελάτη τα λέει όλα αυτά ο Lou και πότε; Αν φτάσουμε ως το τέλος και ξαναδιαβάσουμε την ιστορία, τότε όλα αλλάζουν.

Θα μπορούσε, λοιπόν, μια τέτοια σύλληψη να μείνει στα προφανή ή στα λιγότερο προφανή των τραγουδιών ή των ίδιων των καλλιτεχνών. Οι ιστορίες θα ήταν ποικίλες κι ατέλειωτες και δεν ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι. Αλλά γνωρίζουμε καλά τις γραφές του Αργυρίου: δεν ευχαριστιέται με μια ιδέα, θέλει να την σκάψει ακόμα παρακάτω. Κι έτσι σχεδόν «διήγημα» έχει μια ευφάνταστη σχέση με το τιμώμενο όνομα. Ενδεικτική η περίπτωση της Patti Smith που παραμερίζει στην άκρη για να δούμε τρεις βαθύτατα κινηματογραφικές και ροκ εντ ρολ ιστορίες. Η πρώτη έχει ως πρωταγωνιστή τον Τζο, καπετάνιο σε μαούνα στον Χάντσον της Νέας Υόρκης, με μια κρυμμένη γραφομηχανή στην καμπίνα του, ερημίτη ακόμα κι όταν βρίσκεται με παρέα, να συναντάει κάπου κάπου την Ζακλίν με το τεχνητό πόδι ή την Φέι, ιδανική παρέα για να «χτυπάνε» μαζί.

Η δεύτερη μοιράζεται σε περισσότερους χαρακτήρες που ζουν παραισθησιογόνες κι ερωτογόνες ζωές θυμίζοντας χαρακτήρες του Μπάρροουζ. Και η τρίτη πρωτοπρόσωπα ξεφυλλίζει κάτι σαν ημερολόγιο ενός κλέφτη ο οποίος δεν παύει να αναζητά τον αγνό έρωτα: Η περιπέτεια της ζωής μου ήταν ένα εκτεταμένο ζευγάρωμα, φορτισμένο και περιπλεγμένο από μια βαριά, παράξενη ερωτική τελετή. Το ερωτικό παιχνίδι αποκαλύπτει έναν κόσμο χωρίς όνομα, που φτιάχνεται από τη βραχνή γλώσσα των εραστών, η οποία ψιθυρίζεται στο αφτί και το πρωί ξεχνιέται [σ. 112]. Στην ουσία χαιρόμαστε τρεις συμπυκνώσεις ισάριθμων βιβλίων των Alexander Trocchi, William Burroughs και Jean Genet, αγαπημένα της Patti Smith, όλα με ήρωες χωρίς ηθική, χωρίς ιερό και όσιο, ισόβια παραδομένους στους εθισμούς τους. Άραγε τα βιβλία που διάβασε ένας καλλιτέχνης μέχρι που εισχώρησαν στα τραγούδια του;

Η ιστορία των Calexico αναπνέει μέσα από την σκόνη του ροκ εν ρολ της λατινικής ερήμου. Μια οικογένεια ξεκινάει από την χώρα της για να διασχίσει μέσω Γουατεμάλας το Μεξικό κι από εκεί να βρεθεί στην γη της επαγγελίας. Γνωστή και χιλιοπαιγμένη ιστορία αλλά εδώ είναι τα παιδιά που παρασύρουν τους γονείς, κι οι εικόνες του ταξιδιού ό,τι πρέπει για στίχους νότιας καυτής μουσικής. Μια σπάνια εναλλαγή συναισθημάτων και καταστάσεων, μια ιστορία που φτάνει μέχρι το σημείο που μπορεί κανείς να θυσιάσει τα πάντα για μια νέα ζωή. Και πώς μπορεί κανείς να βάλει σε νέες λέξεις την παλιά περίπτωση των Joy Division; Με διάλογο των δυο διαφορετικών φωνών που μαλώνουν μέσα σ’ ένα κεφάλι – υπέρ ζωής και υπέρ αυτοχειρίας, με τον αγώνα να βαίνει ισόπαλος στα επιχειρήματα αλλά μόνο εκεί. Τρεις αυτόχειρες πλαγιοκοπούν και τους Black Sabbath, στην πιο απρόβλεπτη ιστορία, ενώ οι Clash, αντίθετα, αφήνουν σπαράγματα της αλληλογραφίας τους να συνθέσουν την δική τους.

Η κατά David Bowie πρόζα τον βρίσκει τηλεπαρουσιαστή, από την ταπεινή αρχή ως την κορυφή της καριέρας του, να ονειρεύεται ένα πρόγραμμα που θα μεταδίδεται σ’ ολόκληρο τον πλανήτη κι ακόμα παραπέρα. Έχει πέσει κανείς ποτέ από το διάστημα στη Γη; Μπορεί κανείς, αντί να ακολουθεί την μόδα, να την διαμορφώσει; Ο Αστράνθρωπος και η Λαίδη Αστερόσκονη, οι πανικόβλητοι του Ντιτρόιτ, οι γυναίκες της Suffragette City, τα τραύματα που είναι τα παράσημά μας, ο Major Tom και Α lad insane, όλοι κάνουν ένα πέρασμα από εδώ, με τελευταίο τον ίδιο που χαίρεται «γιατί άνοιξε μια πόρτα που θα μείνει για πάντα ανοιχτή». Η ζωή είναι ένας λόφος που ανεβαίνεις βαδίζοντας ανάποδα. Τον ανέβηκα τρέχοντας, ήμουν άνθρωπος της δράσης. Η ζωή είναι μικρή αλλά χωράει όσα κι αν σκεφτείς να κάνεις. [σ. 279]

Όταν όλη αυτή η πρόζα έχει τόσες φανερές κι άλλες τόσες υπόγειες αναφορές, τι είδους αναγνώστες μπορούν να την χαρούν; Εκείνοι που γνωρίζουν καλά τα ονόματα και θα τις αντιληφθούν πίσω από κάθε σχεδόν λέξη; σίγουρα· όσοι ενδιαφέρονται να μπουν σ’ ένα υπέροχο διακειμενικό παιχνίδι και να ψάξουν σαν ερευνητές τους στίχους και τα δεδομένα που κρύβονται εδώ; οπωσδήποτε! Αλλά και οι ανίδεοι, εκείνοι που δεν έχουν βυθιστεί σ’ όλη αυτή την μουσική και δεν θέλουν να αναζητούν πρόσθετα πέρα από τις σελίδες, μπορούν να απολαύσουν τις ιστορίες ως πρωτότυπες και ευρηματικές. Δεν χρειάζεται καμία προϋπηρεσία εδώ, ούτε καν να έχει διαβάσει κανείς τον συγγραφεά στο φανζίν του Rollin Under (1985-1991) ή στο Mic.gr που συνδημιούργησε από το 2000 και μετά, ούτε να τον έχει ακούσει στον ραδιοσταθμό του Radio Free (1980 – 1987). Τα προηγούμενα δυο μυθιστορήματα του συγγραφέα εδώ κι εδώ.

Εκδ. Mic Books, 2019, σελ. 336

Δημοσίευση και σε: Mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο αρ. 232, υπό τον τίτλο Look back in hunger.

Στις εικόνες: Tom Waits, Lou Reed, δυο προφανής αφίσες, μια προφανής κασέτα, P.J. Harvey.

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 1: Οι αισιόδοξες

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 12 (Δεκέμβριος 2019), εδώ

XΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 1: Οι αισιόδοξες

Άρχισα λοιπόν να παίζω ένα παιχνίδι με κάθε γυναίκα που συναντούσα σε κινηματογραφική ταινία ξυπόλητη ή με τα γυμνά της πόδια να ξεχωρίζουν σε κάποια ιδιαίτερα σκηνή: έπαιρνα την θέση του εκάστοτε ήρωα για να την ζω μαζί της ξανά και ξανά· ενίοτε συνέχιζα την ιστορία από εκεί που έμεινε, καθώς αρνιόμουν να δεχτώ πως κάθε σχέση με τις ηρωίδες σταματούσε με το λογότυπο The end. Δεν σχετιζόμουν όμως μόνο με τις σαφώς αυτόνομες προσωπικότητες που πλάστηκαν από συγγραφείς, σεναριογράφους και σκηνοθέτες, μόνιμες πια κατοίκους του χωροχρόνου της ταινίας· αποκτούσα προσωπικές διασυνδέσεις με τις ίδιες τις ηθοποιούς, βέβαιος πως στις πολλαπλές τους προσωπικότητες είχαν προσθέσει κι εκείνες των ρόλων που υποδύθηκαν. Μεγαλώναμε μαζί και συνομιλούσαμε με κάθε ευκαιρία· ενίοτε ανταλλάζαμε και επιστολές, από τις οποίες σκοπεύω να δημοσιοποιήσω μόνο τις δικές μου, για να διαφυλάξω την ιδιωτικότητα των δικών τους. Όλες μαζί, υποκρίτριες ή αληθινές, μου κληροδοτούσαν μια γνώση – ευαγγέλιο που απαιτούσε να γίνει πράξη.

Το 1936 οι καιροί ήταν πια μοντέρνοι και με βρήκαν να δουλεύω περιτριγυρισμένος από μεγάλα γρανάζια και τεράστια μηχανήματα, χωρίς να γνωρίζω πως τα ίδια θα μ’ έδιωχναν από την δουλειά μου. Την ίδια στιγμή στην άκρη της πόλης ένα θηλυκό χαμίνι ονόματι Εllen αρνούνταν να μείνει πεινασμένο μαζί με τα μικρά του αδέλφια και πήδηξε σε μια βάρκα για να κλέψει ένα τσαμπί μπανάνες. Έτσι γνώρισα την Paulette Goddard, ξυπόλητη και τρεχούμενη στους δρόμους της πόλης, κυνηγημένη επειδή άρπαξε ένα καρβέλι από την ανοιχτή καρότσα ενός φορτηγού. Προθυμοποιήθηκα να εμφανιστώ ως ένοχος, άλλωστε είχα περάσει καλά στην φυλακή πριν λίγο καιρό όταν με συνέλαβαν ως κομμουνιστή ηγέτη· είχα αναπαυτικό κελί και δωρεάν εφημερίδα, για να διαβάζω τα νέα των απεργιών. Μια καλοντυμένη κακόψυχη κυρία με μαρτύρησε που ψευδομαρτύρησα και τελικά συνέλαβαν και το κορίτσι. Φρόντισα βέβαια να διασκεδάσω την τελευταία μου «ελεύθερη» βόλτα με τον αστυνόμο: πρόλαβα κι έφαγα μπόλικο φαγητό, αγόρασα τσιγάρα για μένα και σοκολάτες για κάτι μικρά παιδιά κι όταν μου ζητούσαν να πληρώσω έδειχνα αυτόν. Τι μπορούσε να κάνει; Να συλλάβει τον ήδη συλληφθέντα;

Έτσι βρέθηκα μαζί της στο κλουβί της αστυνομίας, που σύντομα ντεραπάρισε στο οδόστρωμα. Εκείνη βρέθηκε ήδη πίσω από μια γωνία και μου έγνεφε να αποδράσουμε μαζί. Με ελαφρώς βαριά καρδιά έριξα μια μέτρια ροπαλιά στον φρουρό κι έτρεξα προς το μέρος της. Τι ωραία που ήταν! Μου φαίνεται πως μου ηχούσε μια ωραία μελωδία έτσι όπως περπατούσαμε σ’ έναν άδειο φαρδύ δρόμο κι εκείνη μου χαμογελούσε, ενώ έλαμπαν τα μαυρισμένα της μάγουλα. Όταν την ρώτησα πού μένει μού απάντησε πουθενά και παντού. Καθίσαμε στο πεζοδρόμιο έξω από μια ωραία μονοκατοικία και αναρωτηθήκαμε πώς θα ήταν να είχαμε μια δική μας φωλιά. Σε μια πεταμένη εφημερίδα διάβασα πως ζητάνε νυχτοφύλακα σ’ ένα μεγάλο πολυκατάστημα. Με προσέλαβαν ενώ εκείνη με περίμενε έξω, τρίβοντας ανυπόμονα το πέλμα της στον τοίχο.

Όταν έφυγε και ο τελευταίος πελάτης έτρεξα και την έβαλα μέσα στην άδεια σάλα, μπήκα πίσω από το μπαρ και της σέρβιρα του κόσμου τα καλά. Ύστερα ανεβήκαμε στο κατάστημα των παιχνιδιών, φορέσαμε παπούτσια του πατινάζ κι έκανα ακόμα και με δεμένα μάτια, ενώ κάτω έχασκε το κενό (μου αρκούσε ο ίλιγγος του στροβίλου και η χαρά της παρανομίας). Στον όροφο με τις κρεβατοκάμαρες την έβαλα να κοιμηθεί στο καλύτερο κρεβάτι και στο μεταξύ αντιμετώπισα μερικούς ληστές, ήπια ένα βαρέλι ρούμι (οι σφαίρες τους άνοιξαν μια τρύπα που έρεε ακριβώς στο στόμα μου) και κοιμήθηκα εξαντλημένος μέσα στα υφάσματα. Φυσικά με συνέλαβαν και πιστώθηκα άλλο ένα δεκαήμερο στις φυλακές.

Με περίμενε ξανά περιχαρής πίσω από μια γωνία, με τα ποδαράκια της σηκωμένα στις μύτες, ενώ κάποιο γραμμόφωνο εκεί κοντά ξανάπαιζε την ωραία μελωδία. Μου ανακοίνωσε πως βρήκε ένα σπίτι για μας και με οδήγησε ως εκεί: ήταν μια στραβή καλύβα στη μέση του πουθενά. Κάθε τι που ακουμπούσα γκρεμιζόταν, με αποκορύφωμα μια πόρτα, που μ’ έριξε κατευθείαν στην λίμνη που κρυβόταν από πίσω. Αλλά και πάλι, εκείνη έσπευσε να με βοηθήσει, απλώνοντας μάλιστα το πόδι της να πιαστώ.

Το επόμενο πρωί κι ενώ το σπίτι κατέρρεε, τουλάχιστον με πιο αργό ρυθμό, μου σέρβιρε καφέ σε δυο κονσερβοκούτια αλλά η εφημερίδα (με κάποιο τρόπο στο φτωχικό βρέθηκε μια εφημερίδα) έγραφε ότι ξανανοίγουν τα εργοστάσια και η ιδιότητα του εργάτη με καλούσε. Χώθηκα μέσα στο πλήθος και πέρασα την πύλη την τελευταία στιγμή, για να βρεθώ ξανά στις μηχανές, αλλά ένα τούβλο που τυχαία πάτησα εκσφενδονίστηκε στο κεφάλι ενός αστυνομικού, θαρρείς μόνο και μόνο για να γελάσουν τυχόν θεατές στην άλλη άκρη του χρόνου κι έτσι φυλακίστηκα για άλλη μια φορά. Ευτυχώς στον έξω κόσμο εκείνο το κορίτσι έσφυζε από ζωή. Αρκούσε η μουσική ενός καρουζέλ για να την κάνει να χορεύει στη μέση του δρόμου – κάπου έμεινε για πάντα αυτή η σκηνή, ακριβώς τη στιγμή που πίσω της περνάει ένα πλοίο. Δεν βρέθηκε κάποιος ποιητής να την αιχμαλωτίσει αλλά ένας καταστηματάρχης που έτυχε να είναι παρών την προσέλαβε στο κέντρο του, κι εκεί άρχισε να χορεύει με παπούτσια μπαλαρίνας (χρυσά; ασημένια; έλαμπαν πάντως στην μαυρόασπρη εικόνα τους).

Την τρίτη φορά που άκουσα την μελωδία με περίμενε καλοντυμένη και παπουτσωμένη και με πήγε να προσληφθώ στην δουλειά της. Είπαμε ψέματα πως ξέρω να σερβίρω και να τραγουδάω. Φυσικά η αποτυχία μου ήταν διπλή και παταγώδης· όταν μάλιστα κλήθηκα να τραγουδήσω, ξέχασα τις λέξεις (ήμουν ένας βουβός κωμικός) αλλά τελικά έβαλα δικές μου, όποια μου ερχόταν στη διάθεση, όπως άλλωστε κάνω τώρα. Κανείς δεν κατάλαβε τον ανύπαρκτο ειρμό και πήρα την δουλειά! Πάνω που νόμιζα πως τελείωσαν τα βάσανά μου ήρθαν να συλλάβουν τον φύλακα άγγελό μου για τα γνωστά παλιά αδικήματα. Αλλά εμείς, πείσμονες της ελευθερίας, αποδράσαμε από το κέντρο ενώ η αυγή μας βρήκε στην άκρη του δρόμου όπου και άκουσα για τελευταία φορά την μελωδία. Τότε για πρώτη φορά είδα το χαμόγελό της να κρύβεται μουτρωμένο, καθώς με ρωτούσε δακρυσμένη τι νόημα έχει να προσπαθεί κανείς κι εγώ της απάντησα buck up never say die, we’ ll get along κι έσφιξα την γροθιά μου κι έσφιξε κι εκείνη την δική της γροθίτσα και τα μάτια της σπίθισαν όπως κι ο άδειος, μακρύς δρόμος μπροστά μας.

Πωλέτ, εγώ σε ακολούθησα για να μάθω την δική σου συνέχεια, συχνά για να σε συντροφεύω όταν ήσουν μόνη. Όσο μεγάλωνες γινόσουν μια όμορφη, μαχητική γυναίκα. Κυνήγησες τον έρωτα σε χώρες και τέχνες και είμαι βέβαιος πως κάπου κρύβεσαι ξανά πίσω από μια γωνία, μέσα στις δημιουργίες των εραστών σου: σε γραμμές που έγραψαν οι John Steinbeck, Aldous Huxley και Erich Maria Remarque, σε μελωδίες που ενορχήστρωσαν οι Artie Shaw και Anatole Litvak, σ’ ένα απραγματοποίητο πλάνο του Howard Hughes, σε κάποια σύνθεση του George Gershwin· ο τελευταίος σου μετάγγισε την αγάπη για το Μεξικό, όπου βρέθηκες για ένα φωτορεπορτάζ κάποιου περιοδικού (Η Πωλέτ Γκοντάρ ανακαλύπτει το Μεξικό), κι εκεί γνώρισες έναν ακόμα αλησμόνητο εραστή, τον Diego Rivera, που ζωγράφιζε σχεδόν απέναντι από το ξενοδοχείο σου. Εσύ δεν τον ειδοποίησες πως αναζητείται από την αστυνομία για την ανάμιξή του στην απόπειρα δολοφονίας του Τρότσκι, τον Μάιο του 1940; Χάρη σ’ εσένα μπόρεσε να διαφύγει και να κρύβεται για βδομάδες· του πήγαινες φαγητό, όπως στις παλιές ηρωικές ταινίες, και τον βοήθησες να φύγει για την Καλιφόρνια, γεγονός που σ’ έβαλε στο στόχαστρο μιας συνεχούς παρακολούθησης από τις αμερικανικές αρχές για το είδος των κόκκινων απόψεων που πιθανώς εκπροσωπούσες.

Μα προτού συμβούν όλα αυτά εσύ πήγες κι έμεινες μέσα σε δυο έργα του. Στο πρώτο φοράς ένα λευκό φουστάνι και κάθεσαι συντροφιά με μια γυμνόστηθη μιγάδα γηγενή γυναίκα. Εσύ δεν γύμνωσες το στήθος σου, όσο κι αν σου ζητήθηκε· απεναντίας το έκανες στα πόδια σου: έχεις βγάλει τα πασούμια σου και αγγίζεις με το αριστερό σου χέρι το δεξί σου πέλμα, ως ένδειξη -δε μου το βγάζεις απ’ το νου- πως δεν ξεχνάς το παρελθόν [Diego Riviera, Portrait of Paulette Goddard, 1940 – 1941]. Στο δεύτερο, σε μια πολυπρόσωπη τοιχογραφία, με το ίδιο φουστάνι και πάντα ξυπόλητη, βρίσκεσαι αντικριστά με τον ίδιο τον Δαιμόνιο Διέγο και φυτεύετε μαζί, με αγγιχτά χέρια, ένα λευκό δέντρο – σύμβολο, διάβασα, της ενότητας μεταξύ Βορρά και Νότου [Diego Riviera, Pan American Unity, 1940].

Σ’ όλα αυτά, ωραία μου Πωλέττα, στο αρχαϊκό σου σινεμά και στις μεξικανικές σου αφιερώσεις, δεν εξέφρασες μόνο τις αρετές που συνήθως εικονίζονται ανυπόδητες, όπως η αξιοπρεπή ένδεια ή η ψυχική αγνότητα, ούτε αγαπήθηκες μόνο έτσι επειδή κρυβόσουν από τους συνήθεις κυνηγούς της «νομιμότητας». Ήσουν η πρώτη από τις ξυπόλητές μου που περπάτησες με τόλμη σε μια διακήρυξη της αισιοδοξίας, για τον καθένα μας χωριστά και όλους μαζί. Φροντίζω να το θυμάμαι κάθε φορά που ακούω το Smile, από το σάουντρακ των Μοντέρνων Καιρών, την έξοχη σύνθεση που έγραψε ο μέγιστος έρωτάς σου Charlie Chaplin και τραγούδησε ο Nat King Cole και μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως προσπάθησα και προσπαθώ, όσο μπορώ, να τηρήσω την καταστατική σας αρχή: Smile though your heart is aching, Smile even though it’s breaking, When there are clouds in the sky, You’ll get by If you smile through your fear and sorrow Smile and maybe tomorrow You’ll see the sun come shining through for you…

Με τόσο ξυπόλητο περπάτημα, προσφέρθηκε κανείς να σου τρίψει τα πόδια; Σε ακολούθησα σε ένα από εκείνα τα γουέστερν που συνδυάζουν Έρωτα και Ιστορία, στους Unconquered του Cecil De Mille (1947), όπου υποκρίθηκες μια σκλάβα που καταδικάζεται άδικα σε θανατική ποινή αλλά τελικά αγοράζεται από έναν Αμερικανό στην πορεία του προς την ονειρεμένη Δύση. Τόσο στο χαμαιτυπείο, όπου σε σώζει από διάφορους απειλητικούς άντρες όσο και σε μια πορεία σας στην φύση, εσύ έχεις βγάλει το παπούτσι σου και τρίβεις το ποδαράκι σου, προς αδιαφορία του κτήτορά σου Γκάρι Κούπερ, με τον οποίο σαφώς είσαι ερωτευμένη – κι εκείνος όπου να ’ναι, αν όχι ήδη. Ασυγχώρητος! Η μόνη στιγμή που έδειξε την έγνοιά του ήταν όταν πήρε το τρύπιο σου παπούτσι και το μάνταρε στην στιγμή, διατηρώντας, φυσικά ύφος, αγέλαστο.

Ήταν λοιπόν η εποχή όπου στις ταινίες ήταν αδιανόητο ο άντρας να τρίβει τα πόδια μιας γυναίκας, ακριβώς το αντίθετο δηλαδή με ό,τι βλέπουμε σήμερα σε πάσης φύσεως γυρίσματα. Εκείνες τότε αναγκάζονταν μόνες κι έρημες να ξεκουράσουν τις περπατημένες τους επιφάνειες, όπως, για παράδειγμα, η έκλαμπρη Carol Lombard στο Fools for scandal (Melvin LeRoy, 1938), που σε μια σκηνή αλλά και στην ίδια την αφίσα της ταινίας βγάζει το γοβάκι της και τρίβει το πέλμα της, ρίχνοντας μουτρωμένες ματιές στον ασυγκίνητο συμπρωταγωνιστή της. Αλλά η απόλυτη σκηνή προσωπικής τριβής και δη μπροστά σε περισσότερους του ενός άντρες συμβαίνει στα πρώτα λεπτά της ταινίας Fallen Angel (Otto Preminger, 1945). Ο πρωταγωνιστής Άντριους αναγκάζεται να κατέβει από ένα λεωφορείο καθώς δεν έχει εισιτήριο και μπαίνει σ’ ένα ταπεινό καφεστιατόριο, όπου ο ιδιοκτήτης και μερικοί πελάτες συζητούν για την Στέλλα, την σερβιτόρα που έχει εξαφανιστεί για λίγες μέρες. Σύντομα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα η υπέροχη Linda Darnell, με ταγέρ και καπέλο: είναι η άσωτη, που επιστρέφει ξανά στην φωλιά της. Αμέσως κάθεται, βγάζει το γοβάκι της και τρίβει το πέλμα της, χωρίς καν να κοιτάξει προς τους όρθιους άντρες. Προφανώς περπάτησε ώρες, κρύωσε και τα συναφή – είναι μια γυναίκα που δεν ήταν εκεί και με αυτούς που «έπρεπε» να είναι, αλλά αλλού και με άλλους.

Οι δυο σκηνές, και πολλές άλλες ανάλογες, διασώζουν ένα ενδιαφέρον στοιχείο. Η έκφραση της γυναίκας είναι παραπονεμένη, σα να επιθυμεί να μεταθέσει το κέντρο βάρους της πηχτής ατμόσφαιρας (που προφανώς στρέφεται εναντίον της) σε ελαφρότερα ζητήματα, για να εκμαιεύσει κάποια στοργή. Ειδικά η Νταρνέλ μοιάζει να θέλει να πάρει τον ρόλο ενός ταλαιπωρημένου θύματος «λέγοντας» πως τα πόδια της ήταν τα πρώτα που υπέφεραν στις άδικες περιπέτειές της. Βέβαια παρακάτω απλώνει τα χεράκια της σε ταμεία ή στα μπράτσα διαφόρων αντρών και όταν ο Άντριους την ερωτεύεται ο όρος είναι απαράβατος: ένα σπίτι δικό της. Η συνέχεια γνωστή και το ερώτημα αιώνιο: μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άντρας για την ικανοποίηση μιας γυναίκας; Αλλά ήδη βρισκόμαστε σε μια άλλη κατηγορία κινηματογραφημένων ξυπόλητων γυναικών, τις νουαρέσσες. Προσεχώς λοιπόν. [Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται]

Οι ταινίες: Modern Times (Charlie Chaplin, 1936), Unconquered (Cecil De Mille (1947), Fools for scandal (Melvin LeRoy, 1938), Fallen Angel (Otto Preminger, 1945).

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.