Κάρλος Φουέντες – Ο Νίτσε στο μπαλκόνι

Εδώ ολοκληρώνεται η Λογοτεχνική Εργογραφία του Φουέντες, αν μπορεί ποτέ κανείς να πει ότι τα βιβλία τελειώνουν με μια ανάγνωση. Πρόκειται για το τελευταίο του βιβλίο και μάλιστα σε μεταθανάτια έκδοση. Αυτό και μόνο αρκεί για να προκαλέσει μέγιστο ενδιαφέρον: πώς επιλέγει να γράψει αυτός ο σπάνιος συγγραφέας στα ύστατα του βίου; Σίγουρα όχι τις δαιδαλώδεις μπαρόκ αφηγήσεις των πρώτων μυθιστορημάτων του αλλά ούτε και τις συγκλονιστικές, σπονδυλωτές ιστορίες των ύστερων.

Ενώ λοιπόν σε αυτά τα τελευταία ελευθέρωνε δεκάδες χαρακτήρες και διασταυρούμενες ιστορίες που συνέβαιναν σε εξοχές και εσοχές του ανθρώπινου πόνου, κατασκευάζοντας ένα συμπαγές σύμπαν χαρακτήρων που οδηγούνταν σε πάσης φύσεως καταστροφή, εδώ επιχειρείται κάτι εντελώς διαφορετικό: ένα είδος σχεδόν θεατρικής συνύπαρξης σε περισσότερο περίκλειστους τόπους και μια «συνάντηση» λίγων αλλά αρχετυπικών προσώπων που εκφράζουν το καθένα έναν ολόκληρο κόσμο και σίγουρα αντιπροσωπεύουν χιλιάδες άλλα πρόσωπα από πίσω τους. Τον ίδιο περισσότερο χαλαρό τρόπο επιλέγει ως προς την δομή του: το κάθε πρόσωπο καταλαμβάνει ένα μικρό ολιγοσέλιδο κεφάλαιο, και περιμένει την σειρά του μέχρι να περάσουν με τον ίδιο τρόπο και τα άλλα. Έτσι η κάθε μικροβιογραφία αποδίδεται με σκιαγράφημα, δημιουργώντας φυσικά σταδιακά μια ευρύτερη εικόνα.

Υψηλότερος καλεσμένος και πλέον απρόσμενη παρουσία, ο φιλόσοφος που εξέφρασε πλείστα άλεκτα κι ανέκφραστα, ο πολλαπλά και διχαστικά αναγνωσμένος Φρειδερίκος Νίτσε. Μέχρι τώρα το πνεύμα του μπορεί να υπήρχε εμφανώς ή σε λανθάνουσα μορφή μέσα σε διαφορετικούς ήρωες του Μεξικανού συγγραφέα· αυτή τη φορά έρχεται ο ίδιος αυτοπροσώπως σε μια χωροχρονική μεταφορά: προσκαλείται για το περιορισμένο χρονικό διάστημα – διάσελο των 24 ωρών σ’ ένα αναβράζον, με ετοιμότητα ή απλή λαχτάρα για επανάσταση Μεξικό. Ο αφηγητής τον συναντά στο γειτονικό μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου, καθώς αδυνατεί να κοιμηθεί «σε μια από εκείνες τις νύχτες που δεν απαλύνουν την ζέστη της ημέρας αλλά την αυξάνουν». Στο μπαρ του ίδιου ξενοδοχείου Μετροπόλ συχνάζει κάποια Ντόριαν που αφήνει πάντα την μία της μασχάλη αξύριστη (μια καστανή σκιά, επιθετική και νυχτερινή) και αναζητεί την απάντηση στο ερώτημα ποια είμαι – και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά της δεν είναι διόλου άσχετα.

Την ίδια στιγμή παρακολουθούμε την ζωή του δικηγόρου Ααρών Ασάρ και του κατηγορούμενου για σεξουαλική κακοποίηση κοριτσιών Ραγιόν Μερσί (για τον οποίο ο προαναφερθείς δικηγόρος υποστηρίζει πως δεν του αξίζει η αμετάκλητη ζωή του θανάτου αλλά μια διαρκής δέσμευση μεταξύ ζωής και θανάτου). Ένα ακόμα κακοποιημένο κορίτσι, η μικρή Ελίσα, άθελά της «δοκιμάζει τις διδασκαλίες του Νίτσε» καθώς υφίσταται τα πάνδεινα από την μητέρα της και τον προμηθευτή ναρκωτικών εραστή της στην νιτσεϊκή «κόλαση της αιώνιας επανάληψης», μέχρι να σωθεί από τους γείτονες και να βρεθεί υιοθετημένη από ευυπόληπτο ζεύγος που την παίρνουν από λύπηση και χριστιανική φιλανθρωπία και να την υπερασπιστεί ως υπηρεσιακός συνήγορος ο δικηγόρος Ασάρ καθώς εκείνη κατηγορείται για την ανεξήγητη δολοφονία τους.

Σε ένα άλλο σπίτι της πόλης ζει ο αφηγητής Δάντε που έχει υποστεί μαζί με τον αδελφό του Λεονάρδο το κλείδωμα σε σκοτεινό δωμάτιο από τον πατέρα του Ζαχαρία και αποφασίζουν να το μετατρέψουν σε «ένα νέο μέρος για παιχνίδι» για να γελοιοποιούν την τιμωρία του πατέρα του· και τώρα, χρόνια μετά την φυγή της μητέρας, αποφασίζουν να ανεβάσουν τον πατέρα στο ίδιο αυτό δωμάτιο της σοφίτας, εκθρονισμένο, χωρίς εξουσία. Μια σειρά από δευτερεύοντα πρόσωπα παίρνουν και δίνουν την σκυτάλη των κεφαλαίων συμπληρώνοντας τον άθλιο ιδιωτικό μικρόκοσμο ενός αθλιότερου μεγάλου δημόσιου κόσμου. Ο δεύτερος αυτός κόσμος βρίσκει την κοινωνία απύθμενο βάλτο και την πολιτική μια απροκάλυπτη επιχείρηση.

Η τραγική ιστορία της Λατινικής Αμερικής συμπυκνώνεται σε λίγες λέξεις που απηχούν αφαιρετικά όσα συμβαίνουν παραέξω: δολοφονίες, εξαφανίσεις, πολιτικές ανατροπές, ανελεύθερα καθεστώτα. Πώς θα έβλεπε ο Νίτσε την βρώμικη καθημερινότητα μιας χώρας όπως το Μεξικό; Το βλέμμα του που προσπάθησε να δει και να γράψει Πέρα από το καλό και το κακό ή να σκιαγραφήσει τον μέλλοντα Υπεράνθρωπο, για να αναφέρουμε δυο από τα βιβλία στα οποία γίνεται αναφορά εδώ, τώρα μοιάζει αμήχανο: μπορεί ο Γερμανός φιλόσοφος φιλόσοφος να κατανοήσει και να ερμηνεύσει αυτόν τον κόσμο;

Το πάθος της εξουσίας (μια από τις εμμονές του Φουέντες, που έφερε στο αποκορύφωμα με μυθιστορήματα όπως το Κάθισμα του Αετού) περνάει μέσα από την οδό της διαφθοράς, που μοιάζει η μόνη διαθέσιμη επιλογή. Στον αντίποδα, το πάθος της αλλαγής δεν έχει μόνο απέναντί του ολόκληρους μηχανισμούς της εξουσίας αλλά και την ίδια την ανθρώπινη αδυναμία, η οποία, συντρίβεται ανάμεσα στην εξαθλίωση και τον συμβιβασμό. Εκείνοι που αδυνατούν ή δεν μπορούν να εξεγερθούν, είναι έτοιμοι να ακούσουν τον πρώτο ηγέτη που θα μιλήσει τις επιθυμίες τους. Αλλά και η ίδια η ανατροπή (που άλλοι βαφτίζουν αντίδραση και άλλοι επανάσταση) είναι έτοιμη να αποκλείσει κάθε διαφορετική γνώμη ή να πνιγεί μέσα στις εκατοντάδες φωνές της δημοκρατίας. Ποιος είναι τελικά υπεύθυνος για την απαράλλαχτη κατάσταση; Οι διεφθαρμένοι ή ανίκανοι ηγέτες ή οι βολεμένοι ή βαριεστημένοι λαοί;

Ο Φουέντες βάζει για άλλη μια φορά στο παραπάνω πλαίσιο την ολική κατάπτωση των ανθρώπων στην ιδιωτική ζωή και ιδίως τον τρόπο που χρησιμοποιούν την σεξουαλική κακοποίηση για να διαλύσουν σώματα και ψυχές. Η σεξουαλική βία σε ανήλικους μπαίνει οριστικά στο κάδρο της σύγχρονης ανθρώπινης εξαθλίωσης. Η απελευθέρωση των ενστίκτων και το κτηνώδες ανθρώπινο πρόσωπο συνεχίζουν να σχεδιάζουν τον αέναο κύκλο του κακού. Αλλά τώρα περισσότερο από ποτέ συνδέονται τόσο άμεσα με την δημόσια κατάσταση. Πώς μπορεί να υπάρξει μια κοινωνική ανάταση όταν οι άνθρωποι προτάσσουν την ικανοποίηση άγριων ενστίκτων;

Ο Νίτσε αρνείται την φασιστική, αντισημιτική ή εθνικιστική ιδιότητα που του αποδόθηκε μέσα από επιλογές και ερμηνείες γραπτών· ήταν, όπως ισχυρίζεται, ένας άνθρωπος με μια πίστη παρεξηγημένη και παρακινδυνεμένη προς το μέλλον και τον υπεράνθρωπο άνθρωπο, ένας υμνητής της ζωής και του ζωτικού έρωτα αλλά γνωρίζει πλέον πως δεν είναι άνθρωπος αλλά κείμενο. Στο τέλος παραμένει το αναπάντητο ερώτημα: Το πεπρωμένο έρχεται δίχως τη θέλησή μας ή είμαστε εμείς που το προκαλούμε;

Σύντομα κεφάλαια αφιερωμένα το καθένα σε ένα πρόσωπο, πολλαπλασιασμένα κατ’ αύξοντα αριθμό, εναλλάσσονται σαν κυκλικός χορός μιας οριστικής γενεαλογίας της πτώσης. Ο Φουέντες δεν ζει πια ανάμεσά μας αλλά μέχρι τις τελευταίες του ημέρες προβληματιζόταν για την ασταμάτητη αυτή πτώση, όπως και για την σχετικότητα της αλήθειας και των εννοιών της δικαιοσύνης και της επανάστασης.

Εκδ. Κλειδάριθμος, 2018, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, σ. 368 [Carlos Fuentes, Federico en su Balcón (2012)]. Στο ζωγραφισμένο πορτραίτο ο φιλόσοφος. Η φωτογραφία: Car and Walker – Seen in Iztapalapa, Mexico City, this Saturday – Louis A De Jesus.

Mike Curato – Μικρός Έλιοτ, μεγάλη πόλη

Αναρωτιέμαι τι είναι περισσότερο θελκτικό σε τούτο το βιβλίο: η ιστορία ή η εικονογράφησή της. Ο αξιαγάπητος ήρωάς του είναι ένας μικροσκοπικός ελέφαντας που το μέγεθός του τον καθιστά … άφαντο στα μάτια του κόσμου και τον αναγκάζει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός: τα παπούτσια των βιαστικών περαστικών κινδυνεύουν να τον πατήσουν και οι συνωστισμένοι στις πόρτες του μετρό να τον πνίξουν, ενώ τα αυτοκίνητα στους δρόμους αποτελούν μόνιμες παγίδες, για να μην μιλήσουμε για τις λακκούβες με το νερό – έτσι και περάσει κάποια ρόδα, αυτός είναι που θα καταβραχεί!

Όμως ο Έλιοτ σε πείσμα όλων των εμποδίων απολαμβάνει την ζωή του: ζει σ’ ένα σπίτι (ανθρώπινο αλλά χωρίς εμφανείς ανθρώπους) με ζεστές γωνιές, κατεβαίνει τα σκαλοπάτια έξω απ’ την εξώπορτα για να βρεθεί σ’ ένα φαρδύ πεζοδρόμιο με αμυγδαλιές (θυμίζοντάς μας προσφιλείς αναγνωρίσιμες εικόνες από δυτικές μεγαλουπόλεις), κάνει την βόλτα του στην πόλη. Ούτε στο σπίτι οι δουλειές δεν είναι πάντα εύκολες, όμως ο Έλιοτ φροντίζει να τις κάνει με κέφι και φαντασία: Δεν φτάνει στο νεροχύτη να πλύνει τα πιάτα; Τον γεμίζει με νερό και σαπουνάδα και μπαίνει μέσα! Τα πάνω ράφια του ψυγείου παραείναι ψηλά; Βάζει στη σειρά κουτιά και καρέκλες, ανεβαίνει στο επιθυμητό ύψος, τραβά με μια σκούπα το βαζάκι που θέλει, και το ρίχνει στα μαξιλάρια που έχει βάλει από κάτω! Θέλει να καθίσει στο τραπέζι να ακούσει ραδιόφωνο; Αρκούν μερικά βιβλία για τον ανεβάσουν και λίγα ακόμα να τον βολέψουν. Ο Έλιοτ όχι μόνο δεν παραπονιέται μα και φροντίζει να διασκεδάζει με τις νέες κάθε φορά προκλήσεις!

Κι εδώ στο πρόσωπο αυτού του γλυκύτατου ελεφαντάκου αποκαλύπτεται όχι μόνο η εύθυμη αποδοχή κάθε ιδιαιτερότητας αλλά και, ακόμα παραπέρα, η καθολική αγάπη για όλα τα μικρά πράγματα. Μια από τις αγαπημένες εικόνες του βιβλίου απεικονίζει αυτήν ακριβώς την αγάπη: ένα συρτάρι γεμάτο μικροαντικείμενα, μια σωστή συλλογή «μικρών» πραγμάτων που όμως το καθένα έχει παίξει ή παίζει ακόμα τον δικό του σημαντικό ρόλο σε κάτι: κουμπιά, κουκλάκια, ένα μικρό αεροπλανάκι, μια σβούρα, δυο διαφορετικά κλειδιά, τρεις βώλοι, ένα ξερό πλατανόφυλλο, ένα πιόνι σκακιού, δυο κάρτες, μια ροζ κορδέλα, μια κονκάρδα, μια κάρτα τράπουλας, ένα ζάρι και άλλα κρυφτά, δεν συναπαρτίζουν απλά μια συλλογή έτοιμη κάθε φορά για χρήσεις και παιχνίδια, αλλά και ορίζουν την απεριόριστη δυνατότητα του πολλαπλασιασμού της, άρα και των χρήσεων και των παιχνιδιών.

Όμως τα απόλυτα αγαπητά μικρά αντικείμενα για τον Έλιοτ είναι τα μικρά κεκάκια, που, πολύχρωμα και ποικίλα, στολίζουν τις βιτρίνες των φούρνων και των ζαχαροπλαστείων. Αλλά όταν πάρει την απόφαση να αγοράσει ένα, η λιλιπούτεια μορφή του δεν είναι ορατή από την υπάλληλο, κι άλλωστε σύντομα χάνεται κάτω από τα ρούχα των ταχύτατων μπροστινών. Κι έτσι αρχίζει να γίνεται σκεφτικός, να απογοητεύεται. Μέχρι που μια μέρα χάρη στην παρατηρητικότητά του εντοπίζει ένα ακόμα πιο μικρό πλάσμα, ένα ποντίκι, να προσπαθεί να φτάσει ένα κομμάτι πίτσα που κρέμεται πεταμένο στα σκουπίδια. Ο Έλιοτ τον βοηθάει κι αυτή είναι η αρχή μιας φιλίας. Σύντομα οι όροι θα αντιστραφούν και το ποντικάκι θα προσθέσει το δικό του .. ταπεινό ύψος, ακριβώς το ύψος που χρειάζεται για να φτάσει επιτέλους η επιθυμία του Έλιοτ στα μάτια της ζαχαροπλάστισσας και το πολυπόθητο κεκάκι στα χέρια του.

Όμως αυτή δεν είναι η τελευταία εικόνα της περιπέτειας. Στο μαγικό τελευταίο δισέλιδο, στην βραδιασμένη πια πόλη, μέσα από ένα φωτισμένο παράθυρο διακρίνονται οι δυο καινούργιοι φίλοι να μοιράζονται το γλύκισμά της. Γιατί, πράγματι υπάρχει κάτι καλύτερο από ένα κεκάκι: Ένας φίλος για να το μοιραστείς μαζί του! Όταν έχουμε φίλους τα προβλήματα αντιμετωπίζονται ευκολότερα κι η ζωή γίνεται λιγότερο δύσκολη, λιγότερο  μοναχική. Το χέρι βοήθειας που μας λείπει μπορεί κάλλιστα να μας το προσφέρει κάποιος κι εμείς μπορούμε με την σειρά μας να το δώσουμε οπουδήποτε αλλού. Η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια δεν σταματούν ποτέ να μας αξίζουν, απ’ όποια πλευρά κι αν βρισκόμαστε. Κι όταν μοιραζόμαστε και τις χαρές, τότε αυτές μεταμορφώνονται σε κάτι πολύ μεγαλύτερο.

Η εικονογράφηση της ιστορίας είναι η πλέον απρόσμενη: μας επιστρέφει σε μια άλλη εποχή εικονογραφημένων ιστοριών, έτσι όπως σχεδιάζει και χρωματίζει με σκουρόχρωμους κι έντονους παστέλ περιβάλλοντα παλιών σπιτιών, κτιρίων και αυτοκινήτων, σαν μια κλεφτή ματιά σ’ ένα κινηματογραφικό παρελθόν που δεν πέρασε στα παιδικά βιβλία που γνωρίζουμε στα καθ’ ημάς. Ο Μικρός Έλιοτ, πολύτιμος ζωγραφιστός φίλος του εμπνευσμένου συγγραφέα του Μάικ Κουράτο, δεν θα μπορούσε να μην πρωταγωνιστεί και σε άλλες περιπέτειες που θα τις εξερευνήσουμε σύντομα όλες. Στο ηλεκτρονικό του σπίτι [mikecurato.com.] μοιράζεται και εκπαιδευτικές δραστηριότητες σχετικές με τα σχετικά βιβλία.

Εκδ. Κλειδάριθμος, 2019, μτφ. Αυγή Δαφερέρα, σελ. 32 [Little Elliot, big city, 2014].

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.