Διαβάζω πάντα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την σειρά των «Συναντήσεων» του Άρτου Ζωής, στην ουσία τα πρακτικά των συνεδρίων που οργανώνει ο εκδοτικός οίκος, καθώς έχουν πάντα έναν πλούτο κειμένων για ένα συγκεκριμένο θέμα κάθε φορά, κείμενα που κατατίθενται σε κατά κυριολεξία ανοιχτές συναντήσεις ανθρώπων που σκέφτονται εντός της πίστεως με στοχαστές του εκκοσμικευμένου Λόγου. Πίσω από τον τίτλο του συγκεκριμένου τόμου διακρίνεται ο Πασκάλ και το Memorial εκείνης της πυρακτωμένης νύχτας της 23ης Νοεμβρίου 1654 όπου τέθηκε η απόλυτη τομή: από τη μια ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός του Ιησού Χριστού, και από την άλλη ο Θεός των φιλοσόφων και των επιστημόνων, με οριστική απάντηση – κατάφαση στον πρώτο, με τον οποίο μπορείς να συνομιλήσεις, να ελπίσεις στο έλεός του, να απελπιστείς, να εξεγερθείς εναντίον του, να επιστρέψεις ή να μην επιστρέψεις, σε αντίθεση με τον Θεό κάποιας φιλοσοφικής θεωρίας ή συστήματος με τον οποίο δεν μπορεί να υπάρχει καμία προσωπική σχέση.
Ερευνάται λοιπόν εδώ, όπως γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο εισαγωγικό του σημείωμα, η σχέση βιβλικού και φιλοσοφικού Θεού και όχι η σχέση θεολογίας και φιλοσοφίας. Μπορεί η απόλυτη διχοτομία του Πασκάλ να υιοθετήθηκε από ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης, με κορυφαία δείγματα τον Κίρκεγκωρ και τον Καρλ Μπαρτ, πολλοί άλλοι στοχαστές όμως, που ήταν ταυτόχρονα και άνθρωποι της πίστης, δεν θα την δεχτούν και θα εκπονήσουν το έργο τους με τους αυστηρότερους όρους του φιλοσοφείν, όπως για παράδειγμα ο Λεβινάς, που εννοούσε το δικό του έργο ως μετάφραση της βίβλου στα ελληνικά, δηλαδή στην γλώσσα της φιλοσοφίας. Ο τόμος χωρίζεται σε πέντε συνεδρίες, οι οποίες προφανώς ακολουθούν την χρονολογική – ιστορική σειρά των υπό έρευνα περιόδων, αλλά λόγω ειδικότερου προσωπικού ενδιαφέροντος τα δυο κείμενα που με έλκυσαν περισσότερο και επιλέγω να παρουσιάσω προέρχονται από την πέμπτη συνεδρία
«Ο θεός ως παράδοξο στη σκέψη του Κίρκεγκωρ» αποτελεί το αντικείμενο της μελέτης της Βασιλικής Τσακίρη. Η θεώρηση του Θεού ως ενός προσωπικού Θεού, ως ενός άλλου υποκειμένου/προσώπου το οποίο σχετίζεται με το άτομο/υποκείμενο μέσω μιας σχέσης υποκειμένων (μιας σχέσης Εγώ-Εσύ) και όχι μιας σχέσης αντικειμένων (δηλ. μιας σχέσης Εγώ-αυτό), κατέχει κομβική θέση στη φιλοσοφία του Κίρκεγκωρ και εξηγεί εν μέρει γιατί ο τελευταίος απορρίπτει όλες τις προσπάθειες απόδειξης ύπαρξης του θεού αποτυγχάνουν εντελώς στη στόχευσή τους. Όπως και ο Καντ, ο Κίρκεγκωρ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη σκέψη και νόηση δεν θα μπορέσει να συλλάβει ποτέ επαρκώς εννοιολογικά το θείο ούτε να αποδείξει την ύπαρξή του χρησιμοποιώντας ερευνητικές μεθόδους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στα Φιλοσοφικά ψιχία ή κνήσματα και περιτμήματα, «Το υπέρτατο παράδοξο της σκέψης είναι ότι θέλει να ανακαλύψει κάτι το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί» (στην μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη). Έτσι, σύμφωνα με τον Ρικαίρ, η καντιανή ρήση «Έπρεπε λοιπόν να καταργήσω τη γνώση, για να κερδίσω τόπο για την πίστη» μπορεί να ερμηνευτεί σε αντιστοιχία με την κιρκεγκωριανή θέση ότι, όταν «η διάνοια αυτοεκμηδενίζεται», αναδύεται ένα «ευτυχές πάθος… [που] θα το αποκαλέσουμε πίστη». Η θέση του Καντ, όμως, πως η πίστη είναι έλλογη, πρακτική και ηθική και ο Θεός γίνεται αντιληπτός είτε ως ρυθμιστική αρχή είτε ως αίτημα του πρακτικού Λόγου είτε ως ο ηθικός κυρίαρχος του κόσμου, δεν ταυτίζεται με την υπερβατική, παράδοξη πίστη του Κίρκεγκωρ, o οποίος πιστεύει πως με αυτό τον τρόπο ο Θεός γίνεται ένα αόρατο σημείο και εξαφανίζεται σαν μια σκέψη χωρίς ισχύ.
Για τον Δανό φιλόσοφο, υπέρμαχο της έμμεσης επικοινωνίας Θεού-ανθρώπου, δεν τίθεται ζήτημα άμεσης αποκάλυψης του Θεού στον άνθρωπο. Μια τέτοια άμεση αποκάλυψη θα κατέστρεφε την υποκειμενικότητα του ανθρώπου, θα παραβίαζε την ελευθερία του και ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε μια ειδωλολατρική πρόσληψη του Θεού. Ακριβώς η κρυπτότητα του Θεού αποτελεί σημαντικό στοιχείο της πρόσληψής του. Στο έργο του Φόβος και τρόμος ο Θεός ακριβώς σκιαγραφείται ως πρόσωπο και ως Απόλυτο Άλλο, δηλαδή ως υπόσταση ταυτόχρονα ανοιχτή στη σχέση με τον άνθρωπο και προσήκουσα στον υπερβατικό χώρο, προσεγγίσιμη μόνο δυνάμει του παραλόγου. Με άλλα λόγια, ο καθημερινός λόγος αδυνατεί να εκφράσει τη μυστική σχέση που είναι δυνατόν να αναπτυχθεί μεταξύ Θεού και ανθρώπου και της οποίας η σιωπή αποτελεί τον προνομιακό τρόπο ανάπτυξης και εκδήλωσης.
Όσο μεγαλύτερη και βαθύτερη είναι η γνώση του εαυτού, όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση από τον εαυτό/είδωλο τόσο μεγαλύτερο είναι και η αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο και άρα και η ιερή γνώση του Θεού. Ο Κίρκεγκωρ δεν αναφέρεται σε πομπώδεις φανερώσεις το θείου ούτε σε μυστικιστικές εμπειρίες του ανθρώπου αλλά στην εσωτερική ανάπτυξη του εαυτού «ως το σημείο όπου ο Θεός γίνεται μια ουσιώδης πραγματικότητα για τον άνθρωπο». Έχει μάλιστα υποστηριχθεί από τον Ντέιβιντ Λω ότι στο έργο του Κίρκεγκωρ σημείο της φανέρωσης του Θεού είναι η δημιουργία ελεύθερων όντων που έχουν τη δυνατότητα άσκηση της ελευθερίας τους και της ανάπτυξής τους.
Η ενσάρκωση του Χριστού ως Θεανθρώπου απασχολεί ιδιαίτερα την σκέψη του Κίρκεγκωρ, ο οποίος επιχειρεί να διαφοροποιηθεί από τις κύριες χριστολογικές τάσεις της εποχής του που είτε επικεντρώνονταν στην ιστορικότητα του Ιησού, είτε αντιμετώπιζαν την εν λόγω εμφάνιση ως μια ιστορική αναγκαιότητα, είτε ανήγαγαν τον Ιησού σε έναν δάσκαλο του δόγματος. Το δικό του ενδιαφέρον έγκειται στη σκανδαλώδη και παράδοση υπαρξιακή σημασία του Χριστού, στο μέτρο που η ιστορική του εμφάνιση, η είσοδος της αιωνιότητας στον ιστορικό χρόνο καθώς και ο ταπεινός τρόπος ζωής του αποτελεί το μέγιστο σκάνδαλο για τη σκέψη. Συνεπώς η ενσάρκωσή του Ιησού αποτελεί για τον φιλόσοφο μια δεύτερη έκφανση του παραλόγου. Η παράδοξη ένωση ιστορικότητας και αιωνιότητας στο πρόσωπο του Χριστού ανοίγει τον δρόμο και αφήνει τα ίχνη που είναι απαραίτητα για την μίμηση αυτής της παράδοξης μορφής ύπαρξης και από το ίδιο το άτομο.
Χρησιμοποιώντας μια αναλογία, ο Κίρκεγκωρ παρομοιάζει τη σχέση του Χριστού με τον άνθρωπο με τον έρωτα ενός βασιλιά με μια υπηρέτρια όπου προκρίνεται αναγκαστικά η μόνη επιλογή της έμμεσης επικοινωνίας, (καθώς η αποκάλυψη του μεγαλείου του βασιλιά θα σκότωνε την αγαπημένη του, αφού «η αγάπη δεν αλλάζει το αγαπώμενο, αλλάζει τον εαυτό της»), να κατέλθει ο βασιλιάς στο επίπεδο της υπηρέτριας και να την συναντήσει ως υπηρέτης, σεβόμενος τα όρια και την αυτονομία της. Αντίστοιχα ο Ιησούς συναινεί εκουσίως την εμφάνισή του ως υπηρέτης και εμφανίζεται incognito, διατηρώντας εν μέρει την κρυπτότητά του. Η ιστορική εμφάνιση του Ιησού, το πέρασμα από την κρυπτότητα στην μερική τουλάχιστον φανέρωση του προσώπου του αποτελεί για τον φιλόσοφο την «στιγμή», που την αποκαλεί «πληρότητα του χρόνου». Το άτομο καλείται να συμμετάσχει ενεργά στο παράδοξο της Ενσάρκωσης και δύναται να γίνει πραγματικά σύγχρονο του Ιησού όταν βιώνει στο μέγιστο βαθμό την παραδοξότητα αυτής της στιγμής, με βασική προϋπόθεση, φυσικά, την πίστη του. Στο ύστερο έργο του Άσκηση στον χριστιανισμό καθίσταται φανερό ότι η απαραίτητη αυτή πίστη δεν είναι άλλη από το δώρο της δυνατότητας της συγχρονικότητας, της συνεχούς δηλαδή παρουσίας του Χριστού ως διωκόμενου Χριστού στη ζωή του ανθρώπου και αυτή ακριβώς η σύλληψη χαρακτηρίστηκε από τον Λεβινάς ως μια από τις σημαντικότερες προσφορές του Κίρκεγκωρ στην φιλοσοφία.
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επισκόπηση της πνευματικής διαδρομής του Λεόν Σεστώφ κατατίθεται από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη στο κείμενο «Αθήνα και Ιερουσαλήμ: Πού κατοικεί τελικά ο Σεστώφ;». Ο φιλόσοφος που έχει σαρκάσει από τον Σωκράτη ως τον Έγελο, τον Καντ και τον Σπινόζα, πίστευε πως πίστευε πως «όποιος προσβλέπει στην αλήθεια οφείλει να μάθει την τέχνη να διαβάζει τα λογοτεχνικά έργα». Στα δοκίμιά του άλλωστε δεν διακρίνει τα λογοτεχνικά έργα από τα φιλοσοφικά και τα χρησιμοποιεί και τα δύο αξεχώριστα ως πηγές της σκέψης του.
To θέμα του Θεού είναι το μόνο ζήτημα σε ολόκληρο το έργο του Σεστώφ. Στα κείμενά του γράφει διαρκώς για την χριστιανική πίστη και το Ευαγγέλιο, ώστε όλοι σχεδόν να ότι ήταν ένας εβραίος που είχε μεταστραφεί στον χριστιανισμό. Ο Σεστώφ παίρνει θέση στο μεγάλο φιλοσοφικο-θρησκευτικό κίνημα των αρχών του 20ού αιώνα στην Ρωσία και ορίζει τον κεντρικό άξονα του πνευματικού εγχειρήματός του, ο οποίος θα παραμείνει σταθερός μέχρι το τέλος της ζωής του: πόλεμος κατά της λογικής και της ηθικής και αναζήτηση του Θεού πέρα από αυτές και εναντίον τους. Ο Νίτσε είχε ανοίξει τον δρόμο μα είχε και αυτούς τους έστω και ελάχιστους προδρόμους του: Πλωτίνος, Τερτυλλιανός, Αυγουστίνος, Πέτρος Δαμιανός, Λούθηρος, Πασκάλ, Κίρκεγκωρ, Ντοστογιέφσκι και εξαιρώντας βέβαια τους συγγραφείς και τα κείμενα της Βίβλου. Όλοι τους όμως έμειναν στα μισά του δρόμου, δείλιασαν και δεν ολοκλήρωσαν την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της λογικής και της ηθικής.
Κατά τον Σεστώφ o Λούθηρος ορίζεται ως ο κατεξοχήν πρόδρομος του Νίτσε. Το Sola fide, που ο Λούθηρος το παραλαμβάνει από τον απόστολο Παύλο και τον Αυγουστίνο, από την πολεμική του ειδικότερα κατά του Πελαγίου, λυτρώνει τους ανθρώπους από την αλαζονική αυταπάτη ότι μπορούν να σωθούν με τις δικές τους δυνάμεις, με τα καλά τους έργα, με την αρετή τους. Η αρετή και τα καλά έργα όχι μόνο δεν σώζουν αλλά διαφθείρουν την ψυχή, αφού της πορίζουν δόξα. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον καθολικισμό είναι η ιδέα της αλάθητης αυθεντίας και εξουσίας της Εκκλησίας. Πρόκειται για μια ιδέα που καθολικισμός έχει πάρει από την Αρχαία Ελλάδα, μόνο που στη θέση του Λόγου τοποθέτησε την εκκλησία. Η Καθολική Εκκλησία τιμά τον απόστολο Παύλο αλλά σκέφτεται σαν τον Σωκράτη. Την αγεφύρωτη και ασυμβίβαστη διαφορά λογικής και πίστης, φιλοσοφίας και Βίβλου, Αθήνας και Ιερουσαλήμ, η Ευρώπη δεν μπορούσε να τη δεχτεί. Ο χριστιανισμός, προκειμένου να γίνει δεκτός στην Ευρώπη, έπρεπε να υποταχθεί στη λογική, στη φιλοσοφία. Η θεολογία έγινε υπηρέτρια της φιλοσοφίας, και όχι το αντίθετο, όπως νομιζόταν.
Η συνάντηση του Σεστώφ με το έργο του Κίρκεγκωρ υπήρξε συγκλονιστική. Ο Κίρκεγκωρ κατά τον Σεστώφ είναι ο μεγάλος στοχαστής της υπαρξιακής φιλοσοφίας, η οποία, αντίθετα από ό,τι η θεωρητική, δεν επιδιώκει να κατανοήσει, αλλά να οδηγήσει τον άνθρωπο να ζήσει, να τον οδηγήσει να δρέψει τον καρπό του δέντρου της ζωής, και όχι του δέντρου γης γνώσης. Ο μόνος δρόμος για αυτό είναι ο δρόμος της πίστης, δηλαδή το Παράλογο μπορεί να λυτρώσει τον άνθρωπο από τη δεσποτεία της λογικής και της ηθικής και να τον οδηγήσει στην Ελευθερία της απεριόριστης δυνατότητας, δηλαδή στον Θεό.
Η σχέση γνώσης και πίστης, θεωρητικού φιλοσοφικού Λόγου και Βίβλου, Αθήνας και Ιερουσαλήμ είναι το μόνο σταθερό ερώτημα του Σεστώφ. Είναι υπέρ του Αβραάμ και εναντίον του Σωκράτη, υπέρ του Ιώβ και εναντίον του Έγελου. Τις δυο πόλεις δεν τις συνδέει κανένας δρόμος, είναι ασύμβατοι προορισμοί. Η Αθήνα αντιπροσωπεύει τον κόσμο της λογικής και της ηθικής, τον κόσμο των καθολικών, αιώνιων, υποχρεωτικών για όλους αληθειών, δηλαδή τον κόσμο της αναγκαιότητας. Η Ιερουσαλήμ αντιπροσωπεύει τον κόσμο της πίστης, δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη αιώνιων και απαράβατων νόμων, είναι ο κόσμος του Θεού, που σημαίνει ότι στην πόλη αυτή όλα είναι δυνατά, τίποτε δεν είναι οριστικό, ακόμη και αυτό που έχει ήδη γίνει μπορεί να αλλάξει. Η Ιερουσαλήμ είναι τελικά ο κόσμος των θαυμάτων και της απόλυτης Ελευθερίας.
Όμως πόσο βιβλική είναι η πίστη του Σεστώφ, μια πίστη για την οποία είναι ξένα η αγάπη, το έλεος και η δικαιοσύνη; Η Βίβλος είναι πρωτίστως η κλήση του Θεού στους ανθρώπους να συγκροτήσουν μια κοινότητα λατρευόντων και τηρούντων τις εντολές του, οι οποίες συγκεφαλαιώνονται στην αγάπη και στον συνάνθρωπο· πρόκειται για μια βιβλική ηθική. Η πίστη του Σεστώφ δεν έχει καμία κοινοτική αναφορά, είναι μοναχική, αναρχική. Όταν η πίστη διαδίδεται, θεωρεί ο Σεστώφ, όταν υιοθετείται από τους πολλούς, τότε χάνεται, πόσο μάλλον όταν θεσμοποιείται και γίνεται Εκκλησία ή Συναγωγή. Η πίστη που γεννιέται μέσα στην απελπισία, στη μοναξιά, στην απόλυτη μυστικότητα είναι τελικά έκσταση, γι’ αυτό και είναι αμετάδοτη στον πολύ κόσμο, που ψάχνει απλώς λύση στα προβλήματά του.
Πρόκειται για μια πίστη ριζικά αντιηθική, πηγή της οποίας δεν είναι παρά η απελπισία. Μόνο ο απελπισμένος άνθρωπος χωρίς βεβαιότητες, εκείνος που έχει χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του μπορεί να σπάσει τα δεσμά της λογικής και της ηθικής και να στραφεί στον Θεό. Πουθενά όμως στο έργο του δεν βρίσκεται η χαρά της αληθινής συνάντησης με τον Θεό. Πρέπει να καταστρέψουμε την λογική και την ηθική για να μείνουμε χωρίς βεβαιότητες και στηρίγματα, και να ζήσουμε αυθεντικά απελπισμένοι. Έτσι η Ιερουσαλήμ του Σεστώφ δεν έχει τα βασικά γνωρίσματα της βιβλικής πόλης. Όμως χωρίς αγάπη για τον πάσχοντα δεν μπορεί ποτέ να γίνει κάτοικός της. Χωρίς έλεος, αγάπη, δικαιοσύνη, συγχώρηση δεν υπάρχει Ιερουσαλήμ. Ο Σεστώφ μένει για πάντα Αθηναίος που μισεί τον τόπο του και αποφασίζει να ζήσει στην Ιερουσαλήμ, πάντα όμως ως Αθηναίος, καταλήγει ο Ζουμπουλάκης.
«Είναι η σύγχρονη ενασχόληση των φιλοσόφων με τον Παύλο καλά νέα για τους χριστιανούς;» αναρωτιέται στην δική του κατάθεση ο π. Ευάγγελος Γκανάς, εκκινώντας από την παρατήρηση πως μια σειρά από στοχαστές με κοινό στοιχείο τη θητεία στους τελευταίους σπασμούς της μαρξιστικής ουτοπίας, παρουσίασαν εργασίες με οδηγητικό νήμα τη σκέψη του αποστόλου Παύλου. Σε έργα των Μπαντιού, Αγκάμπεν και Ζίζεκ ειδικότερα, επιχειρήθηκε η σύζευξη του ιουδαϊκού με τον μαρξιστικό μεσσιανισμό, με κοινή αναφορά στον Μπένγιαμιν. Αρχικός εισηγητής της συζήτησης για την πολιτικής σημασία του έργου του Παύλου ήταν ο εβραϊκής καταγωγής φιλόσοφος Γιάκομπ Τάουμπες, σύμφωνε με τον οποίο ο Παύλος ως ένας καινούργιος Μωυσής, ανέθετε στον εαυτό του το έργο της δημιουργίας ενός νέου λαού. Το εγχείρημα επιχειρείται έχοντας προ οφθαλμών δυο στόχους: αφενός μια νέα έξοδο από την Αίγυπτο, που για τον Παύλο δεν είναι άλλη από τα ασφυκτικά πλαίσια του μωσαϊκού νόμου, που απαγορεύουν κάθε άνοιγμα και επαφή με τους goyim, τα έθνη, και αφετέρου την κήρυξη του πολέμου ενάντιο στον Ρωμαίο αυτοκράτορα και την απαίτησή του να λατρευτεί ως Θεός και να διεκδικήσει το ρόλο του χορηγού της αιώνιας ειρήνης. Ο Τάουμπες θα καταδείξει την επίδραση του Παύλου σε στοχαστές όπως ο Νίτσε και ο Φρόυντ, ο Μπένγιαμιν ή ο Αντόρνο και θα έχει ως μέλημά του να αναδείξει όχι μόνο τι είπε ο Παύλος τότε αλλά τι έχει να μας πει σήμερα.
Με το βιβλίο του για τον Παύλο ως θεμελιωτή μιας οικουμενικής σκέψης ο Μπαντιού στρέφεται στον Παύλο γιατί πιστεύει πως ανακαλύπτει σε αυτόν, πρώτον, μια αλήθεια οιονεί αντικειμενική, την πεποίθηση πως ό,τι είναι αληθινό, είναι αληθινό για όλους, και, δεύτερον, μια αποστολή, να μεταδοθεί η αλήθεια αυτή στα πέρατα του κόσμου. Στον Παύλο βλέπει τον ποιητή-στοχαστή του Συμβάντος· η αλήθεια εκρήγνυται ως ένα μοναδικό και εξαιρετικό Συμβάν που διακόπτει την υπάρχουσα τάξη. Για τον Παύλο το Συμβάν είναι ο Χριστός, εσταυρωμένος και αναστάς, γεγονός που είναι μωρία για τον ελληνικό λόγο και σκάνδαλο για τον ιουδαϊκό. Το Συμβάν θα μεταμορφώσει πλήρως την ζωή του και θα συγκροτήσει τη νέα του ταυτότητα. Ακολουθεί η ανάγκη να ονοματίσουμε το Συμβάν, να το προσφέρουμε σε όλους, γιατί αυτή η πράξη αποτελεί μέρος του. Η ανάσταση δεν συνιστά επιχείρημα, ούτε αποδεικνύει τίποτα, αφού για τον Μπαντιού αποτελεί ένα μύθο μη αποδεκτό σήμερα, συνιστά όμως μια καθαρή εκκίνηση. Η γνήσια επαναστατική πεποίθηση του Παύλου είναι ότι η κλήση του Ενός απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως. Εδώ είναι που ο Μπαντιού διακρίνει στον Παύλο το πάθος της οικουμενικότητας.
Ο δεύτερος στοχαστής, ο Αγκάμπεν, επιχειρεί να αναδείξει το παύλειο corpus ως το θεμελιώδες σώμα μεσσιανικών κειμένων της δυτικής παράδοσης. Ο Παύλος δεν είναι πια ο ιδρυτής μιας νέας θρησκείας, αλλά ο πιο απαιτητικός αντιπρόσωπος του ιουδαϊκού μεσσιανισμό. Το μεσσιανικό δεν πρέπει να συγχέεται με το εσχατολογικό· δεν συνίσταται στο τέλος του χρόνου, αλλά στο χρόνο που πρέπει να διατρέξουμε μέχρι να έρθει το τέλος, είναι ο χρόνος που απομένει. Ο Μεσσίας έχει ήδη έρθει, το μεσσιανικό συμβάν έχει λάβει χώρα, αλλά η παρουσία του εμπεριέχει ένα χρόνο, ο οποίος επεκτείνεται, όχι για να αναβάλει την παρουσία, αλλά για να την καταστήσει απτή. Υπ’ αυτή την έννοια κάθε στιγμή μπορεί να γίνει η θύρα δια της οποίας μπορεί να εισέλθει ο Μεσσίας.
Η θέση του Ζίζεκ, τέλος, είναι φαινομενικά παράδοξη: υπερασπίζεται μια αθεΐα, η οποία όμως μπορεί να καταστεί δυνατή μόνο αν διέλθει μέσα από τη χριστιανική εμπειρία. Βρίσκουμε έτσι εδώ μια μορφή επιβεβαίωσης της άποψης πως η ιουδαιοχριστιανική παράδοση, με τον ριζικό διαχωρισμό Θεού και κόσμου που επιχειρεί, την απομάγευση δηλαδή του κόσμου, εμπεριέχει τη δυνατότητα της αθεΐας. Ακολουθώντας τον Λακάν, ο Ζίζεκ θεωρεί πως με τον θάνατο του Χριστού πεθαίνει και η ελπίδα πως υπάρχει ένας πατέρας που μας έχει προσωρινά εγκαταλείψει, αλλά τελικά θα εμφανιστεί. Η παρουσία του «Αγίου Πνεύματος» έγκειται ακριβώς στην ύπαρξη μιας κοινότητας που στερείται την παρουσία του μεγάλου Άλλου.
Σε κάθε περίπτωση πίσω από το εγχείρημα των παραπάνω φιλοσόφων διακρίνεται ή κρύβεται το αγωνιώδες πολιτικό ερώτημα: Τι να κάνουμε; Αυτό αποκαλύπτεται εύγλωττα στην παραδοχή του Μπαντιού πως ο Παύλος είναι για τον Χριστό ό,τι υπήρξε ο Λένιν για τον Μαρξ ή στην τάση του Αγκάμπεν να βλέπει τον Παύλο ως πρόδρομο του Μπένγιαμιν ή στην προγραμματική θέση του Ζίζεκ για την αναγκαιότητα του χριστιανισμού ως σταδίου για την ποθούμενη εδραίωση ενός γνήσιου διαλεκτικού υλισμού. Ο Μπένγιαμιν είχε οδηγηθεί στον ισχυρισμό πως κάθε δευτερόλεπτο του παρόντος χρόνου μπορεί να γίνει η στενή πύλη δια της οποίας θα μπορούσε να διέλθει ο Μεσσίας.
Το τελικό συμπέρασμα, όπως το θέτει ο θεολόγος Χάουερβας, είναι πως το ενδιαφέρον του Παύλου ή του Λουκά δεν είναι να αποδείξουν την Ανάσταση, όχι βέβαια γιατί αυτή είναι αδιάφορη ως μύθος, όπως θεωρεί ο Μπαντιού, αλλά γιατί η μόνη απόδειξη που μπορεί να δοθεί είναι η ύπαρξη μιας κοινότητας, η ζωή της οποίας θα ήταν αδιανόητη αν ο Ιησούς δεν είχε αναστηθεί. Δεν συνιστά χρέος της κοινότητας να εξηγήσει την Ανάσταση, αλλά αντιστρόφως, η Ανάσταση εξηγεί την κοινότητα των χριστιανών. Σε κάθε περίπτωση κορυφαίοι θεολόγου του 20ού αιώνα, από τον Μπαρτ μέχρι τον ντε Λυμπάκ και τον Μπάλταζαρ, ή και σύγχρονοι όπως ο Χάουερβας, ο Μίλμπανκ ή ο Ρόουαν Ουίλλιαμς κατέδειξαν με το έργο τους πως θ θεολογία μπορεί κάλλιστα να βγαίνει από την κρυψώνα της και να συνομιλεί με την δική της φωνή στον δημόσιο χώρο του δυτικού κόσμου. Ίσως το μελάνι του Παύλου και της θεολογίας γενικότερα να είναι πολύ διαβρωτικό για να απορροφηθεί από την φιλοσοφία, καταλήγει ο π. Γκανάς.
Οι ανακοινώσεις – κείμενα που περιλαμβάνονται στον τόμο είναι οι εξής: Α΄ συνεδρία: Θεός και θεολογία στο έργο του Πλάτωνα (Παύλος Καλλιγάς), Είναι αναγκαίος ο Θεός στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη; (Βασίλης Κάλφας), Η θεολογία των Στωικών (Κατερίνα Ιεροδιακόνου), Ο Θεός στον Πλωτίνο: Νους ή Εν; (Ελένη Περδικούρη)· Β΄ Συνεδρία: Ο Θεός της Πεντατεύχου (Δημήτρης Καϊμάκης), Ο Θεός σε αγωνία: το προφητικό βίωμα του θείου διλήμματος μεταξύ δικαιοσύνης και αγάπης (Μυρτώ Θεοχάρους), Εν αρχή ην ο Λόγος: Το αποκλειστικά παλαιοδιαθηκικό υπόβαθρο, η μετεξέλιξη και η θεολογική σημασία του όρου «Λόγος» στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (Χρήστος Καρακόλης), Μονοθεϊσμός και αρχέγονος χριστιανισμός. Το παράδειγμα του 1 Κορ 8:1-6 (Χαράλαμπος Ατματζίδης)· Γ΄ Συνεδρία: Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των φιλοσόφων στην πατερική θεολογία (π. Δημήτριος Μπαθρέλλος), Η καθαρή ενέργεια στον Θωμά Ακινάτη (Θάνος Σαμαρτζής), Ο Λούθηρος, η θεολογία του Σταυρού και ο σταυρός του θεολόγου (Παναγιώτης Κανταρτζής).
Στην Δ΄ Συνεδρία περιλαμβάνονται τα κείμενα: Πασκάλ και Ντεκάρτ: ο Θεός που κρύβεται και ο φανερός Θεός (Θοδωρής Δρίτσας), Ο Θεός του Σπινόζα (Άρης Στυλιανού), Ο Κάντ σε αναζήτηση του Θεού (Κώστας Ανδρουλιδάκης), Οι διενέξεις για τον πανθεϊσμό και τον αθεϊσμό στην κλασική γερμανική φιλοσοφία (Γιάννης Πίσσης), «Και ο λόγος σαρξ εγένετο». Η ορθολογικότητα του χριστιανισμού κατά τον Έγελο (Γιώργος Φαράκλας), και, τέλος, στην Ε΄ Συνεδρία (εκτός των τριών προαναφερθεισών καταθέσεων) τα: Quid Athenae Hierosolymis? Το δίλημμα πίστη ή/και λογική στη θεολογία. Οι προτάσεις της ρωσικής θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης (Νικόλαος Ασπρούλης), Μια νέα μορφή πανενθεϊσμού (Στέλιος Βιρβιδάκης). Στο τέλος όλων των συνεδριών αναπτύσσεται ενδιαφέρουσα συζήτηση που επίσης περιλαμβάνεται εδώ.
Εκδ. Άρτος Ζωής [Συναντήσεις, αρ. 2], 2012, 602 σελ. Περιλαμβάνονται σύντομα βιογραφικά των συνέδρων.
Στις εικόνες: Blaise Pascal, Søren Kierkegaard [David Amblard], έργο του Antoniuk Oleksandr, Søren Kierkegaard Kierkegaard, Leon Shestov [2], Jerusalem [Linda Feinberg], έργο του Todor Mitrovic, σκαρίφημα αγνώστου, έργο του Eric Gill και ο ναός Parroquia Santa Teresita del Niño Jesús -Diócesis de Ciudad Obregón, Cajeme, Sonora, Μεξικό.