Αρχείο για Απρίλιος 2022

11
Απρ.
22

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 23: Οι «άπιστες». Επιστολή στην Στεφάν Οντράν (Γ΄)

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 40 (Απρίλιος 2022), εδώ.

XXΧΙΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 23: Οι «άπιστες». Επιστολή στην Στεφάν Οντράν, μέρος Γ΄

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους. 

Ωραία μου Στεφάν.

Συνέχισες να είσαι η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια της ερωτικής επιθυμίας των άλλων. Θα δεχόσουν όμως να είσαι η μόνη; Είχες ετοιμαστεί για την στιγμή όπου κάποια νεαρότερη γυναίκα θα διεκδικούσε αντί για σένα το πραγματικό ενδιαφέρον ενός άντρα; Έδωσες την απάντησή σου στις Ελαφίνες, στην ταινία όπου, εκφράστηκες με τα πόδια σου πιο απροκάλυπτα από ποτέ. Ήσουν λοιπόν η ευκατάστατη και ωραία Φρεντερίκ και συνάντησες στον δρόμο σου μια νεαρή και εξίσου όμορφη κοπέλα που ζωγράφιζε ελαφίνες σε μια γέφυρα πάνω από τον Σηκουάνα. Οι περαστικοί έριχναν κέρματα πάνω στην ζωγραφιά της ενώ εσύ της άφησες ένα χαρτονόμισμα επειδή, την διαβεβαίωσες, το άξιζε. Κάπως έτσι της πρόσφερες κουβέντα και περπατήσατε ως το σπίτι σου. Ήταν αμήχανη αν όχι απότομη, κι όταν την ρώτησες το όνομά της, σου απάντησε με την ερώτηση why/γιατί; Την ονόμασες λοιπόν Why και το θέμα έληξε εκεί· άλλα ενδιέφεραν εσένα, όχι τα αινίγματα.

Όταν φτάσατε στην πόρτα της πρότεινες καφέ κι εκείνη δέχτηκε μόνο αν μπορούσε να κάνει ένα μπάνιο. Της έβαλες παραπάνω ζάχαρη για να γλυκάνεις την αψάδα της κι έφερες τα φλιτζάνια στο λουτρό. Εκείνη έβγαλε το γυμνό της πόδι από τους αφρούς για να κλείσει την βρύση και ανάδευε τα γόνατά της στο σαπουνισμένο νερό. Φιλοφρόνησες το σώμα της και την χαρακτήρισες «καπριτσιόζα και απαιτητική» επειδή αντέδρασε στον γλυκύτερο καφέ. Μετά σου ζήτησε να περάσεις έξω, για να βγει από την μπανιέρα, αλλά αρνήθηκες και άναψες τσιγάρο – η φράση σου «μεταξύ γυναικών» ακύρωνε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ντροπής ανάμεσά σας. Αργότερα όταν ντύθηκε γονάτισες για να της δέσεις το πουκάμισο στην κοιλιά αλλά ξέδεσες το παντελόνι της. Πριν καν την αγγίξεις, το βλέμμα σου ήταν απόλυτο, απερίφραστο. Ένοιωσες έλξη για εκείνη την γυναίκα ή σου φάνηκε ενδιαφέρον απόκτημα; Επιζητούσες τον ρόλο της προστάτριας ή σκόπευες απλώς να ψυχαγωγηθείς με μια μυητική ερωτική σχέση;

Φυσικά το επόμενο βήμα ήταν να την πας στο παραθαλάσσιο σπίτι σου στο Σαιν Τροπέ. Ήταν χειμώνας και τα πάντα ήταν έρημα. Σας υποδέχτηκαν δυο εύθυμοι ομοφυλόφιλοι κύριοι που φρόντιζαν τον χώρο και συμπεριφέρονταν ως γελωτοποιοί σου, όταν δεν έπαιζαν οργιαστική  μουσική με αυτοσχέδια πνευστά και κρουστά. Έκαναν, μάλιστα, ένα σχόλιο για την νέα σου φίλη: «το κέντρο βαρύτητάς της βρίσκεται σε τέλεια ισορροπία». Της είχες πει ότι η αναψυχή τέτοια εποχή είναι περιορισμένη: χαρτοπαίγνια, συγκεντρώσεις φίλων και κάτι αδιευκρίνιστες διανοητικές απολαύσεις. Την έπαιρνες και πηγαίνατε στις υπαίθριες αγορές και διοργανώνατε πάρτι στο σαλόνι με τα αφρικανικά σουβενίρ. Ήταν φανερό πως σε θαύμαζε γιατί ήσουν υπέρκομψη και διεκδικητική, το ακριβώς αντίθετο από τον υποχωρητικό, συνεσταλμένο χαρακτήρα της.

Εργαζόμουν ως αρχιτέκτονας στην περιοχή και είχα την ευπρόσδεκτη εμφάνιση του Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Είδα για πρώτη φορά την Why σε μια βόλτα με το ποδήλατό της και σαγηνεύτηκα από μια επιβλητική αλλά εύθραυστη ομορφιά. Την ξαναείδα σε μια απ’ τις θορυβώδεις βραδιές στο σπίτι σας. Στο πικάπ έπαιζαν δίσκοι μοντέρνας ορχηστρικής μουσικής κι οι καλεσμένοι σας  έπαιζαν πόκερ, διάβαζαν ή φιλοσοφούσαν σωριασμένοι στους καναπέδες. Είδα τον δεσποτικό τρόπο με τον οποίο της φερόσουν· την πρόσταζες να μας σερβίρει, την ανάγκαζες να πιεί σαμπάνια ενώ δεν ήθελε. Την παρατηρούσα με το ντροπαλό μου βλέμμα και το παρατήρησε. Όταν ήρθες και κάθισες δίπλα μας, κατάλαβα ότι εκεί θα ήταν αδύνατο να την προσεγγίσω, όμως οι δρόμοι έξω ήταν δικοί μας. Μιλήσαμε και δέχτηκε να την φιλήσω επειδή ήξερε πως την παρακολουθείς μέσω των δυο σου ακόλουθων και παραδέχτηκε πως το κάνει για να σε ευχαριστήσει. Έχετε ιδιαίτερη αίσθηση φιλίας, σκέφτηκα φωναχτά. Χαμογέλασε, με ακολούθησε στο σπίτι και ήπιαμε όσο χρειαζόταν για να διανύσουμε περισσότερο χρόνο γνωριμίας. Η επόμενη σκηνή σε βρήκε στο ξαπλωμένη στο κρεβάτι, στην πρώτη αποκάλυψη των γυμνών σου ποδιών. Φορούσες λευκή πιτζάμα κι έριχνες ζάρια σ’ έναν στρογγυλό δίσκο όταν μπήκαν οι πληροφοριοδότες σου και σε πληροφορούν με γλαφυρό ύφος πως η προστατευόμενή σου έμεινε σπίτι μου. Αν κρίνω απ’ την ανεπαίσθητη κίνηση των δαχτύλων σου, πρέπει να σχεδίαζες κάτι ιδιαίτερο, που, όπως αποδείχτηκε, περιελάμβανε και τους τρεις μας.

Όταν την άλλη μέρα το πρωί η Why επέστρεψε σπίτι και συνόψισε την γνωριμία μας, την διαβεβαίωσες πως το μόνο πράγμα που θέλεις από εκείνη είναι να είναι ευτυχισμένη. Ξέχασες όμως να προσθέσεις ότι κρατούσες για τον εαυτό σου το μεγαλύτερο μερίδιο στην διαθέσιμη «ευτυχία» που προφανώς περνούσε από την περιοχή μου. Το μεσημέρι που είχα ραντεβού μαζί της εμφανίστηκες στο σπίτι που επέβλεπα να χτίζεται μπροστά σ’ ένα λιμανάκι. Αρχίσαμε να πίνουμε και ξέχασα ή αγνόησα την υποχρέωσή μου. Ήσουν, βλέπεις, ακαταμάχητη κι εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε παρά μόνο ένα ημιτελές σπίτι που μας κάλυπτε, η αρμύρα της θάλασσας, η ζάλη του οινοπνεύματος κι ίσως μια ανεπαίσθητη μυρωδιά που ανάβλυζε απ’ τον κόρφο σου. Στεκόμασταν στην άχτιστη βεράντα και μου είπες πως παραήπιες, ικανή αφορμή για να ακουμπήσεις το μέτωπό σου πάνω μου. Μπήκαμε μέσα σα να βρισκόμασταν στο παραθεριστικό μας σπίτι, λες και ο κλειστός χώρος θα μας ξεζάλιζε περισσότερο, και μου παρέδωσες την εξαίσια φράση «τα μάγουλά μου καίνε». Το γυμνό στρώμα πάνω σ’ ένα ακριανό ντιβάνι μας αρκούσε.

Εκείνη ήρθε στο σπίτι μου, ξέγυμνη πια από κάθε αναστολή. Μου χτύπησε την πόρτα αλλά ο θόρυβος του δρόμου έσβηνε την φωνή της. Ο απογευματινός ήλιος επιχρωμάτιζε την αίσθηση μιας απόρριψης που από την πιθανότητα κυλούσε στην βεβαιότητα. Ύστερα με αναζήτησε στις καφετέριες με τα άδεια τραπέζια και στο τέλος δεν είχε παρά να γυρίσει σπίτι και να μας περιμένει. Όταν φτάσαμε της ανακοινώσαμε πως θα πεταχτούμε ως το Παρίσι. Είχα ήδη συναινέσει στην γνώμη σου να μην προχωρήσω άλλο μαζί της, έλεγα καλύτερα τώρα στην αρχή παρά τρεις – τέσσερις μήνες μετά, που το πλήγωμα θα ήταν μεγαλύτερο. Προσπάθησα να την κοιτάξω στα μάτια, της ζήτησα να με καταλάβει, ψέλλισα πως «δοκιμάζω κάτι». Πόσο ψέμα και πόση αλήθεια χωρούσαν στις δυο αυτές λέξεις;

Το σχήμα τώρα ολοκληρωνόταν: είχες πλέον εμάς, μόνιμη διασκέδαση στο σπίτι σου, και δεν χρειαζόσουν τους δυο σαρδανάπαλους μετρ. Τους έδιωξες και μείναμε οι τρεις μας. Εμείς ως ζευγάρι συχνά βγαίναμε έξω και την αφήναμε σπίτι. Μια φορά που έμεινε μόνη της φόρεσε τα ρούχα σου και βάφτηκε με τα καλλυντικά σου. Το να χρησιμοποιείς τα πράγματα των άλλων ανθρώπων είναι σα να αλλάζεις το δέρμα σου, σκέφτηκε και ξάπλωσε. Προτού η κάμερα την αφήσει να κοιμηθεί και να ονειρευτεί, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να δει τα δάχτυλα των ποδιών της να τεντώνονται ευτυχή μέσα στο μαύρο καλσόν μιας άλλης κυρίας.

Η πρώτη εμφάνιση των δικών σου ωραίων πελμάτων σου έγινε στο φως, έστω στο χλωμό ηλιακό φως του χειμερινού νότου, όταν πλέον με είχες κατακτήσει. Αγέλαστη και μελαγχολική ξάπλωνες σε μια σεζλόνγκ στο αίθριο και είμαι πια βέβαιος πως η έκφρασή σου οφειλόταν από την μία στο σχέδιο μιας διαπλαστικής εκμετάλλευσης της Why κι από την άλλη στην απραξία που δεν άφηνε ποτέ σε ησυχία. Τα πόδια σου αδυνατούσαν να βολευτούν, τα μάζευες και τα άπλωνες, μέχρι να τεντωθούν σε μια ευθεία που κατέληγε στην τεθλασμένη του πέλματος και στην καμπύλες των δαχτύλων. Μου φάνηκαν αθώα και πρόστυχα την ίδια στιγμή.

Τις νύχτες κλεινόμασταν στην κρεβατοκάμαρα για να δικαιώσουμε την σχέση μας. Στο μπλε ημίφως του δωματίου η κάμερα φώτισε όσα μαρτυρούσαν καλύτερα την ερωτική σου ηδονή: το πρόσωπό σου (χαμογελαστό στόμα, γαλακτερή οδοντοστοιχία) και τα πέλματά σου, έτσι όπως πλάγιαζαν κατά την ερωτική μας τριβή. Έξω από την πόρτα αλαφροπατούσε εκείνη. Δεν άνοιξε το πόμολο, μόνο αφουγκραζόταν, δάγκωνε τα χείλη της, υπομειδιούσε. Θα μπορούσε να ζηλεύει ή να ηδονίζεται· να αισθάνεται ως ένα μέρος του τριγώνου μας ή να αποδέχεται πως μπορούσε να φτάσει μέχρι την δεύτερη θέση της καρδιάς μας. Δεν θα μάθω ποτέ.

Τα πόδια σου ήταν πλέον εύγλωττα σε μια από τις βραδιές που μοιραζόμασταν οι τρεις μας στο καθιστικό. Προσπαθούσα να σας διηγηθώ μια ιστορία αλλά ήσουν μεθυσμένη και με διέκοπτες συνεχώς, ενώ έτριβες τα πέλματά σου στο πρόσωπό μου, σε απροκάλυπτο πλέον ερωτικό χάδι. Δεν το χαιρόμουν, εκνευριζόμουν για την ανύπαρκτη προσοχή στην διήγησή μου. Η Why συνέχισε να μας υπηρετεί· έβαζε δίσκους ή τους άλλαζε όταν κολλούσε η βελόνα. Ήταν σύμπτωση ότι εσύ φορούσες το μαύρο σου καλσόν ενώ εκείνη ήταν ξεκάλτσωτη; Ποιος ήταν ο αγνός και ποιος ο καλυπτόμενος;

Τα θυμάμαι όλα αυτά σε παλ αποχρώσεις φυσικών φωτισμών και χλωμών χρωμάτων. Ήταν λες και ο ενορχηστρωτής μας δεν ενδιαφερόταν για την ιστορία μας αλλά για τον τρόπο της μεταφοράς της. Σα να ήθελε να τονίσει περισσότερο την χρωματογραφία και την φωτολογία μιας συνάντησης τριών χαρακτήρων και μας άφησε με κινήσεις αργές και ομιλίες σχεδόν αποστασιοποιημένες. Ίσως μια τέτοια αντιμετώπιση ταίριαζε σε ανθρώπους σαν κι εμάς, λάτρεις των εαυτών μας  και παίκτες ανθρώπινων ψυχών, που με ύφος αφηρημένων σκέψεων αγωνιζόμασταν με κάποιο τρόπο να υπάρξουμε.

Οι διαφημιστές έσπευσαν να σκανδαλίσουν τους υποψήφιους θεατές με την υποσχετική για «το τολμηρότερο θηλυκό φιλμ της εποχής»· παραμέριζαν δηλαδή από την τόλμη τον αιώνιο θετό καθοδηγητή της, τον άντρα, και αποκάλυπταν πως οι γυναίκες μπορούσαν να τολμούν ερωτικά χωρίς αυτόν. Φυσικά δεν θα ήταν η πρώτη φορά που οι αναμενόμενες αποπλανητικές σκηνές θα εξαντλούνταν απλά στην ύπαρξη της σχετικής ιστορίας και σε μερικές σκηνές επιθυμίας και όχι πράξης. Όμως ήταν 1968: η Γαλλία ζούσε μια νέα εποχή σεξουαλικής απελευθέρωσης, οι νόμοι έπαυαν την απαγόρευση των αμβλώσεων, η γυναίκα διεκδικούσε τα αυτονόητα για το ίδιο της το σώμα. Έσπευδε τώρα και η τέχνη να εξερευνήσει την γυναικεία σεξουαλικότητα, ακόμα και στους κόλπους μιας υποκριτικής αριστοκρατικής κοινωνίας. Οι ελαφίνες προφανώς απείχαν από κάθε ιδέα ενός απροκάλυπτου φεμινιστικού μανιφέστου, δεν έπαυαν όμως να προφέρουν το ενδεχόμενο του έρωτα δυο γυναικών και μάλιστα από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Τέτοιων ειδών συνδυασμοί δεν αναγράφονταν στο αόρατο βιβλίο των επιτρεπτών ερώτων σε πλείστες κοινωνίες και η ταινία απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες. Αρκέστηκε ο σκηνοθέτης μας σ’ αυτή την εξερεύνηση; Όχι, η δική του εμμονή εξακολουθούσε να αφορά τα μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και τον τρόπο που συνθλίβουν την σεξουαλικότητά τους προς όφελος μιας αέναης επίδειξης και μιας σφοδρής ανάγκης να γεμίσουν τις άδειες τους ζωές.

Απάντησέ μου, Στεφάν, ήταν όντως έτσι; Την επιθύμησες πραγματικά ή ήσουν καταδικασμένη να εξουσιάζεις κάθε σου εραστή ως ένα παιχνίδι αναψυχής για τις ατέλειωτες ημέρες της ανίας; Υπήρχε περίπτωση, αν δεν εμφανιζόμουν, να καταλήγατε ένα αγαπημένο ζευγάρι ή θα ακολουθούσατε κι εσείς την τύχη όλων των ομοφυλόφιλων ζευγών στο σινεμά, οι ιστορίες τους να μην έχουν ποτέ αίσιο τέλος; Υπήρξα ο καταλύτης στην ενδεχόμενη αίσια σχέση σας ή ήμουν κι εγώ ένα τρόπαιο; Κι αν ήθελες και τους δυο μας, γιατί δεν μπορέσαμε ως ένα ménage à trois  να χαρούμε εκείνη την ανεστραμμένη, χειμερινή Ντόλτσε Βίτα, όσο κι αν κρατούσε; Μετέωρες ερωτήσεις, κρεμάμενες απαντήσεις… Τώρα με την απόσταση τόσων χρόνων δεν μπορώ να μη σκεφτώ πως η Why μας αγάπησε και τους δυο με τον τρόπο της – μπορεί ως εραστές, μπορεί ως γονεϊκές φιγούρες, αλλά πάντως μας αγάπησε, και χαιρόταν που οι δυο της αγαπημένοι αγαπιούνταν.

Όταν διάβασε το γράμμα σου με το οποίο της ανάγγειλες την αναχώρησή μας για το Παρίσι για λίγες μέρες και την προέτρεπες να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που της άφησες και να φροντίσει να μην βαρεθεί, δεν μπόρεσε λεπτό να μείνει εκεί. Σε επισκέφτηκε στο σπίτι σου στην πόλη (τι απελπισμένη έκφραση πήρες όταν την είδες!) και σου είπε πως αν έμενε στο Σαιν Τροπέ θα έπληττε θανάσιμα. Κατάλαβες πως δεν θα ξεμπέρδευες εύκολα μαζί της, πως η ανία δεν αποτελούσε μόνο δικό σου προνόμιο. Το αστείο μας παραήταν σοβαρό για εκείνη. Σου μίλησε για κάτι παράξενες φωνές που άκουγε στο κεφάλι της, ανθρώπους να τραγουδούν ή να φωνάζουν δυνατά, να της λένε πως δεν τους αρκεί εκείνη αλλά θέλουν και κάποιον τρίτο. Κι αυτός ο τρίτος ήσουν εσύ, γι’ αυτό και θα έμενε μαζί μας. Σου είπε ακόμα πως τώρα που γνώρισε κι άλλα πράγματα, δεν ήθελε να επιστρέψει στις ελαφίνες· μας αγαπούσε σφοδρά, ήμασταν όλα όσα ήξερε. Αλλά εσύ ήσουν πλέον περιττή, άλλωστε δίπλα σου είχε μαθητεύσει και σου έμοιαζε ήδη. Έτσι είπε. Όταν τηλεφώνησα, απάντησε με την φωνή σου και με κάλεσε σπίτι, ενώ ήσουν πια ριγμένη στο πάτωμα. Πού να ήξερα ότι είχες πάψει να υπάρχεις! {Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία:  Les Biches (Claude Chabrol, 1968). Οι γυναίκες: Stéphane Audran, Jacqueline Sassard.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.

09
Απρ.
22

Johannes Weiss – Ο αρχέγονος Χριστιανισμός. Η ιστορία της περιόδου 30-150 μ.Χ.

Κάθε σχεδόν ιστορία των αρχικού χριστιανισμού και των λεγόμενων αποστολικών χρόνων έχει για κέντρο της τον Απόστολο Παύλο. Οι πληροφορίες μας σχετικά με την περίοδο αυτή περιορίζονται σε μια σύντομη σειρά γεγονότων κυρίως σε ό,τι αφορά την εξάπλωση του ιεραποστολικού του έργου και σε λίγα σκόρπια στοιχεία για την ιστορία των Παύλειων κοινοτήτων. Αντίθετα, η αρχή του χριστιανισμού στην Αίγυπτο και την Ρώμη ή το έργο σημαντικών ανδρών όπως ο Απολλώς ή ο Βαρνάβας και τα ίχνη των ιεραποστολών του Κηφά/Πέτρου, των «αδελφών του Κυρίου» και τον άλλων αποστόλων χάνονται στο σκοτάδι της Ιστορίας. Ακόμη ατελέστερες είναι οι γνώσεις μας για την «προπαύλεια» περίοδο, για την ιστορία της πρωταρχικής κοινότητας. Όσα βλέπουμε από εκείνη την περίοδο τα βλέπουμε μέσα από τα μάτια του ίδιου του Παύλου και η έλλειψη άμεσων μαρτυριών φιλτράρεται αναγκαστικά μέσα από μεταγενέστερες πηγές.

Στην ουσία όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και μια ολόκληρη κατηγορία ακόμη μεταγενεστέρων, εκτός κανόνα βιβλίων, όπως η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων ή η Επιστολή Βαρνάβα μπορούν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των πηγών. Μεταξύ των πρώτων πηγών λοιπόν περιλαμβάνονται φυσικά οι αυθεντικές Επιστολές του Παύλου και το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Στις Πράξεις των Αποστόλων η περιγραφή της αρχικής κοινότητας γίνεται μ’ ένα πνεύμα ωραιοποίησης και άμβλυνσης των αντιθέσεων· η κοινότητα διοικείται από τους αποστόλους που είναι τρανοί μάρτυρες της ανάστασης του Ιησού και επιτελούν σημεία και τέρατα – αν και στην πραγματικότητα ένα μονάχα θαύμα περιγράφεται. Το κήρυγμα περιορίζεται στους Ιουδαίους εφόσον η μεταστροφή του Ισραήλ αποτελεί προκαταρκτικό όρκο για την έλευση της τελικής σωτηρίας – η επέκταση του Ευαγγελίου πέρα από τα σύνορα της Ιουδαίας ήταν έργο των Ελληνιστών. Είναι αναμφίβολο πως ο συγγραφέας δεν βασίστηκε σε προσωπικές μνήμες ή στην φαντασία του αλλά χρησιμοποίησε γραπτές πηγές που συνάρμοσε ελεύθερα.

Βασικές πηγές αποτελούν και τα Ευαγγέλια (και φυσικά όχι τελειωμένα συγγράμματα των τεσσάρων ευαγγελιστών αλλά κυρίως οι παλαιότερες παραδόσεις που περιέχουν και οι οποίες δεν έχουν επηρεαστεί από Παύλειες ή εκκλησιαστικές αντιλήψεις), το υλικό που περιέχεται στην Πηγή των Λογίων (Q), το βασικό υλικό του Μάρκου και η ιδιαίτερη παράδοση του Λουκά (LQ). Όσο κι αν οι πηγές αυτές πήραν την τελική τους μορφή αρκετά αργά, o πυρήνας τους σαφώς κατάγεται από την πρώτη εκκλησία. Όταν αναλογιζόμαστε πόσα λόγια του Ιησού δεν έχουν καταχωρηθεί, γίνεται φανερό πως αυτά που καταχωρήθηκαν διατηρήθηκαν για τον μόνο λόγο ότι προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση στην αρχική κοινότητα και θεωρήθηκαν σημαντικά. Κάθε διήγηση που καταγράφτηκε, κάθε λόγος που διασώθηκε είναι και μια μαρτυρία για ένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον τα πρώτης εκκλησίας.

Στο δεύτερο κεφάλαιο ερευνάται «Το ξεκίνημα της νέας πίστης». Μετά την ατιμωτική σταύρωση του Ιησού, οι ιουδαϊκές και οι ρωμαϊκές αρχές δεν θεώρησαν αναγκαίο να διωχτούν οι οπαδοί του, ο αριθμός των οποίων θα θεωρήθηκε ασήμαντος ή εκείνοι ήταν τόσο προσεκτικοί και παρέμειναν απαρατήρητοι. Συνέχισαν όμως να προβάλλουν το μήνυμα της εγγύτητας της βασιλείας του Θεού αλλά και την ανοιχτή διακήρυξη ότι ο Ιησούς ήταν ο πραγματικός Μεσσίας. Αυτό ήταν κάτι ανήκουστο γιατί κανένα μεσσιανικό κίνημα της εποχής δεν επέζησε μετά την πτώση του ηγέτη του. Εδώ, αντίθετα, ο θάνατος του αρχηγού δίνει το έναυσμα για ανανέωση του ζήλου. Τι μεσολάβησε ανάμεσα στη Μεγάλη Παρασκευή και στο πρώτο μεσσιανικό κήρυγμα των Αποστόλων;

Είναι φυσικό οι πρώτες αρχές να είναι σκοτεινές, καθώς οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είναι πολύ απορροφημένοι από τις  θαυμαστές τους εμπειρίες για να ενδιαφερθούν για την παρουσίασή τους για κάποια συνοχή, ενώ οι εξωτερικοί παρατηρητές κατά κανόνα απουσιάζουν. Μόνο σε μεταγενέστερη εποχή προκύπτει η ανάγκη ή ευκαιρία να καταγραφεί η ανάμνηση των γεγονότων, ως τότε όμως η μνήμη έχει στρεβλωθεί. Οι μαθητές φαίνεται πως έμειναν όλοι μαζί στην Ιερουσαλήμ, περιμένοντας προσευχόμενοι το Πνεύμα του Θεού που ήρθε κατά την Πεντηκοστή και τότε ακριβώς ιδρύεται η πρώτη χριστιανική κοινότητα που από εκατόν είκοσι μέλη φτάνει στα τρεις χιλιάδες. Δεν υπάρχει καμία αναστάτωση των οπαδών, μόνο η μελαγχολία καθ’ οδόν προς την Εμμαούς, η απογοήτευσή τους, οι συγκεντρώσεις πίσω από κλειστές πόρτες και η μαρτυρία ότι κάποιοι μαθητές σκόρπισαν και έφυγαν (η επονομαζόμενη «φυγή στη Γαλιλαία»), που αντικρούεται από τον Βάις.

Με το θέμα ασχολείται το υποκεφάλαιο «Ο διασκορπισμός και η ανασυγκρότηση των Αποστόλων». Πράγματι, λοιπόν, οι μαθητές  κλονίστηκαν σοβαρά από τη σύλληψη και τη θανάτωση του Ιησού. Σύμφωνα με μια άποψη καταλήφθηκαν παντελώς από απελπισία, επέστρεψαν στις εστίες τους και απαρνήθηκαν όσα είχαν ζήσει. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει καθώς πέρα από τις προαναγγελίες του Πάθους, είχαν γνωρίσει τον Ιησού προσωπικά, πολύ κοντά και για πολύ καιρό και γνώριζαν ότι δεν οδηγήθηκε στην Ιερουσαλήμ από μια αισιοδοξία θριάμβου, με την ελπίδα να δει εκεί τη βασιλεία του Θεού να πραγματοποιείται αλλά μάλλον με την πεποίθηση ότι σίγουρα ο δρόμος για την δόξα περνά μέσα από την καταδίκη, το πάθος και τον θάνατο. Η τελική εκπλήρωση των προρρήσεων του πάθους, που ήταν τόσο συντριπτική, θα μπορούσε πράγματι να πτοήσει τους μαθητές ήταν όμως εξίσου ευνόητο ότι η ανάμνηση των λόγων του και η μνήμη του μεγαλείου της προσωπικότητάς του θα αντικαθιστούσε το χαμένο θάρρος. Τις βδομάδες που πέρασαν κοντά του «είχαν υψωθεί πάνω από τους εαυτούς τους». «Ήμασταν μάρτυρες του μεγαλύτερου δράματος στην ιστορία του κόσμου κι ούτε καν υποψιαζόμασταν τι συνέβαινε μπροστά στα μάτια μας» ανέφερε ο Λουκάς. Φαίνεται λοιπόν πως η διάθεση των μαθητών μετά τον θάνατο του Ιησού δεν ήταν καθόλου η έσχατη απελπισία. Αντίθετα, όσο μεγαλύτερη ήταν η λύπη τόσο περισσότερο πίστευαν στην απόλυτη δικαιοσύνη – δικαίωση και τόσο ζούσαν την επιβεβαίωση της πίστης τους.

Στο υποκεφάλαιο «Οι εμφανίσεις του Αναστάντος Κυρίου» τίθεται, όπως ένα διπλό ερώτημα: πω τις θεωρούσαν εκείνοι που τις βίωσαν και πως εμείς με τα δεδομένα της σύγχρονης επιστήμης. Ως προς την τελευταία δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά να θεωρηθούν ως απλά «οράματα». Αυτός ήταν ο «τρόπος» που χρησιμοποιεί ο Θεός κατ’ επανάληψη στην ιστορία του αρχαίου κόσμου. Και μπορεί τα γεγονότα του πρώτου Πάσχα ιδωμένα σαν οράματα να χάνουν κάτι από την αξία για μας, όμως δεν έγιναν για μας, αλλά για τους τότε άμεσα ενδιαφερόμενους. Γι’ αυτούς το όραμα ήταν αρκετό και τους παρείχε μια βεβαιότητα που τους μετέβαλε σε φωτισμένους ιεραπόστολους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υπόθεση του οράματος κάνει τα γεγονότα πιο κατανοητά σ’ εμάς και πιο οικεία απ’ ότι η παλιά αντίληψη πως πρόκειται περί θαύματος. Ίσως αυτές οι εμφανίσεις να μην ήταν εξωτερικά φαινόμενα αλλά απλώς το τέρμα μιας εσωτερικής πάλης, όπου η πίστη νίκησε την αμφιβολία. Είναι σημάδια βαθιάς αναταραχής που δείχνουν ωστόσο καθαρά ποιες ιδέες και ελπίδες κυριαρχούσαν εντός τους. Δεν αποτέλεσαν οι εμφανίσεις τις βάσεις για την πίστη τους, αλλά έγιναν το αποτέλεσμα της πίστης τους.

«Η ιστορική σημασία της πίστης στην εξύψωση του Ιησού», όπως τιτλοφορείται το σχετικό κεφάλαιο, είναι καθοριστική. Καταρχήν πρέπει να τονιστεί πως η νίκη των δυνάμεων του θανάτου δεν αποτελεί απόδειξη μεσσιανικότητας. Ο Μωυσής, ο Ενώχ, ο Ηλίας, ο Ησαΐας «αναλήφθηκαν» επίσης στους ουρανούς και δεν τέθηκε θέμα βασιλείας ή μεσσιανικότητας. Για τους μαθητές του ο Ιησούς δεν ήταν μεσσίας αλλά είχε κληθεί να γίνει βασιλιάς. Στα χείλη τους η φράση «ελθέτω η βασιλεία σου» είχε χαρμόσυνη σημασία. Δεν ήταν μόνο πεπεισμένοι ότι η μεγάλη ώρα είχε φτάσει και ότι οι ίδιοι ανήκαν στους λίγους εκλεκτούς που θα σωθούν αλλά ήταν σίγουροι ότι το αποφασιστικό βήμα για την τελική εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού είχε ήδη γίνει. Έτσι η «μεσσιανική ελπίδα» της πρώτης χριστιανικής κοινότητας αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα μέσα στον γενικότερο ιουδαϊσμό. Για τους ανθρώπους αυτούς ή νέα εποχή είχε ήδη αρχίσει, ακόμα κι αν το πλήρωμά της είναι κάτι που ακόμα αναμένεται στο μέλλον

Εκεί που η μνήμη αδυνατούσε να βοηθήσει, παίρνονταν αποφάσεις που να είναι μέσα στο δικό του πνεύμα, όπως θα αποφάσιζε εκείνος στην κάθε περίπτωση. Παρά τις ελάχιστες μαρτυρίες οι μαθητές έστρεψαν το νου τους στον υψωθέντα Κύριό τους, με άλλα λόγια έπαιρναν το θάρρος να προσευχηθούν σ’ αυτόν. Αυτό είναι το πιο σημαντικό βήμα σ’ ολόκληρη την ιστορία των αρχών του χριστιανισμού, η μετάβαση προς την «θρησκεία του Ιησού». Για πρώτη φορά Ιουδαίοι, που αντίθετα προς τους Έλληνες είχαν ανατραφεί με το φόβο του Θεού και με βαθειά την αίσθηση του χάσματος Θεού και ανθρώπου, μπορούσαν να εξυψώσουν τον άνθρωπο Ιησού στη σφαίρα της θεότητας;

Αυτό είναι, λοιπόν, «Το Πνεύμα του Θεού», όπως τιτλοφορείται το παρεπόμενο υποκεφάλαιο; Ο διαδεδομένος κύκλος των πρωτοχριστιανικών ιδεών στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θεολογική έκφραση μιας θρησκευτικής εμπειρίας, μιας συνειδησιακής κατάστασης η οποία όμως ήταν απαραίτητο και ουσιαστικό στοιχείο του αρχικού χριστιανισμού. Και η συνεχής διάθεση νικηφόρας, θριαμβευτικής ευτυχίας και πίστης τον ξεχώριζε από τον ιουδαϊσμό. Ο θυελλώδης ενθουσιασμός, η άμεση επίγνωση της παρουσίας του Θεού, η υπερφορτισμένη συναισθηματική κατάσταση ή και παραίσθηση, αποτελούν στοιχεία που σαφώς αντιστέκονται στην ορθολογική ερμηνεία των πραγμάτων αλλά αναφέρονται στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας

Πώς διαμορφώθηκε λοιπόν «Η αρχική κοινότητα», που αποτελεί και το αντικείμενο του τρίτου κεφαλαίου; Πλάι στους Δώδεκα (που ο Παύλος πάντως δεν είδε ποτέ ως ηγέτες της εκκλησίας αφού απόστολος για εκείνον είναι ο απεσταλμένος του Χριστού, η αποστολικότητα του οποίου αποδεικνύεται από την επιτυχία της ιεραποστολής του) υπήρχε το πλήθος που αρχικά απαριθμούσε εκατόν είκοσι άτομα και αργότερα αυξήθηκε στα τρεις χιλιάδες, καθώς, ακόμα και στην εποχή του Ιησού δεν υπήρχε κανέναν εξωτερικό κριτήριο που να πιστοποιεί κάποιον ως μέλος ή οπαδό· δεν υπήρχε ούτε βάπτισμα ούτε άλλη τελετή εισδοχής παρά μόνο μια πνευματική σχέση μαθητείας. Ο συγγραφέας των Πράξεων, βασικότερης πηγής για το συγκεκριμένο θέμα, δεν κάνει λόγο για οργανωμένη εκκλησία αλλά περί αδελφών, πιστευόντων ή μαθητών. Πολλές φορές λέει απλώς «ήσαν πάντες ομού επί το αυτό», σαν να μην ξέρει πώς ακριβώς να περιγράψει την κοινότητα, αοριστία που αντιστοιχεί απόλυτα στην τότε κατάσταση.

Τα μέλη της κοινότητας δεν αποκόπηκαν από την καθημερινή λατρεία, τις θυσίες και την προσευχή στο ναό, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε η αίσθηση ότι αυτή ήταν η παλιά λατρεία· έπαιρναν μέρος στις αναγνώσεις του Σαββάτου όπως έκανε άλλωστε και ο Ιησούς. Εφόσον λοιπόν οι πρώτοι χριστιανοί είχαν την ευκαιρία να συμμετέχουν στην λατρεία της Συναγωγής δεν υπήρχε λόγος στην αρχή να αναπτύξουν την δική τους λατρεία – η αρχή μιας τέτοιας εξέλιξης δεν θα συμβεί στον ναό αλλά στις ιδιωτικές συνάξεις για το κοινό δείπνο, στο οποίο αφιερώνεται ειδικότερο κεφαλαίο, όπου και η διαπίστωση ότι η ευχαριστία αναφερόταν γενικά στις πράξεις χάριτος του Θεού και η «αγαλλίασις» ήταν για την βεβαιότητα του ερχομού της σωτηρίας του μάλλον παρά για την σκέψη του θανάτου του Ιησού. Οι πρώτοι μαθητές δεν έβλεπαν τον θάνατο σαν τη βασική σωστική πράξη αγάπης του Κυρίου τους αλλά αντίθετα εξακολουθούσαν να πιστεύουν σ’ αυτόν παρά τον θάνατό του. Η ενότητα γινόταν το κονίαμα που θα τους έδενε αξεχώριστα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα κεφάλαια του συγγραφέα που αφορούν την κοινοκτημοσύνη ή τον «κολεκτιβισμό» των πρώτων χριστιανών, τις κοινωνικές απόψεις της αρχικής ομάδας, την νέα διδασκαλία και ιδίως την σχετική για την ανάσταση (όπου και η διαδεδομένη λατρεία και τον μύθο του αποθνήσκοντος και ανιστάμενου  θεοού, όπως ο φοινικικός Άδωνις, ο αιγυπτιακός Όσιρις, ο ρωμαϊκός Φρύγιος Άττις) και την περί θανάτου διδασκαλία (και την σχετική αγωνία να δώσουν ένα νόημα και να συμβιβαστούν με τον θάνατο του Ιησού), η οποία κατέληξε πως ο θάνατός του δεν ήταν αποτυχία του θεϊκού σχεδίου αλλά ένα καθορισμένο στοιχείο στο πρόγραμμά του. Στα υπόλοιπα «βιβλία» παρουσιάζονται η ιεραποστολή στα έθνη και ο Παύλος ως ιεραπόστολος, οι ιεραποστολικές κοινότητες και οι απαρχές της εκκλησίας και η εξάπλωση του χριστιανισμού σε επιμέρους περιοχές (Ιουδαία, Συρία, Μικρά Ασία, Μακεδονία και Αχαΐα, Ρώμη).

Το βιβλίο του Βάις για τον αρχέγονο Χριστιανισμό θεωρείται μέχρι σήμερα ως ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία που γράφτηκαν σχετικά με το θέμα. Όσο κι αν η όλη πορεία του αρχικού χριστιανισμού «παρουσιάζεται κάπως μονόπλευρα, σαν ένα έπος, με πρωταγωνιστή τον Απόστολο Παύλο, ο μύθος ερμηνεύεται κυρίως ψυχολογικά και ορισμένες επιμέρους απόψεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές», όπως ορθά γράφει στον πρόλογό του ο Σάββας Αγουρίδης, δεν παύει να είναι ένα βιβλίο του οποίου η όλη σκέψη και επιχειρηματολογία καλλιέργησε το έδαφος για την εμφάνιση των βιβλικών σχολών σκέψης του 20ού αιώνα. Εδώ ο Παύλος δεν είναι ο παραδοσιακός φιλόσοφος ή ο συστηματικός θεολόγος, αλλά ένας άνθρωπος με ενθουσιασμούς, προκαταλήψεις, έντονες αγάπες και μίση – ένα πολύ ανθρώπινο πρόσωπο.

Σαν ιστορικός των αρχών μιας θρησκείας που στηρίζεται στο υπερφυσικό, ο Βάις  (με διατύπωση που συχνά δίνει στο βιβλίο χαρακτήρα λογοτεχνικό) προσπάθησε να δείξει την περιπέτεια της περιπλοκής του αόρατου και μυστικού με λογικά και ηθικά στοιχεία και παρουσίασε κριτικά και αναλυτικά τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και τις μορφές με τις οποίες αυτό λειτούργησε, χωρίς να καταστρέφει την «πίστη» και το «ήθος» εκείνων που το δέχτηκαν και τους χάρισε το αίσθημα της ελευθερίας από τον παλιό κόσμο και το χάρισμα της εισόδου σ’ έναν καινούργιο. Και μια βασική του συμβολή ήταν η ιδιαίτερη εστίαση στο στοιχείο του «νέου» και της «αλλαγής» και μετατοπίζοντας το φως πέρα από το ατομικό.

Εκδ. Άρτος Ζωής, [Α΄ έκδ. 1983], Β΄ έκδ. 2001, 608 σελ. μτφ. και πρόλογος Σάββας Αγουρίδης [Das Urchristentum, 1917]

Στις εικόνες: έργα των Helena Cherkasova [1, 2, 7], Maria Laughlin [3], Alberto da Veiga Guingnard [4], Todor Mitrovic [6] και μια αιιθιοπική τοιχογραφία [5].




Απρίλιος 2022
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  

Blog Stats

  • 1.138.395 hits

Αρχείο