Αρχείο για Φεβρουαρίου 2023

12
Φεβ.
23

Κωστής Παπαγιώργης – Οργή θεού. Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου

Βιβλία περί του Ιερού, 1 (2023)

Το εν λόγω βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είναι μόνο μόλις το δεύτερο από τα πρώτα του δημοσιευμένα έργα, αλλά και κάποιο που ο ίδιος προτίμησε να μην επανεκδοθεί, ενώ είναι πλέον εξαντλημένο στα βιβλιοπωλεία. Στις καθιερωμένες σελίδες του διαδικτύου η εργογραφία του Παπαγιώργη «αρχίζει» από το 1987 αλλά όπως πάντα είναι τα ίδια τα βιβλία και τα περιοδικά που θα συμβουλευτούμε. Στο εξαιρετικό αφιέρωμα του περιοδικού Νέον Πλανόδιον (τεύχος 1), που παρουσιάστηκε παλαιότερα εδώ, στο ειδικό κείμενο του Κώστα Κουτσουρέλη η Οργή Θεού αναφέρεται πράγματι ως το δεύτερο βιβλίο του, το οποίο όχι μόνο δεν ξανατυπώθηκε αλλά και αποσιωπήθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα, ενώ προφανώς αναφέρεται και στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου Κωστής Παπαγιώργης, Τα βιβλία των άλλων, 1. Έλληνες συγγραφείς (επιλογή κειμένων Γιάννης Αστερής, Δημήτρης Καράμπελας, εκδ. Καστανιώτη, 2020). Το βιβλίο περιλαμβάνει δυο κείμενα που γράφτηκαν το 1978 και το 1979· το πρώτο κείμενο Οργή Θεού (σ. 9-67), γράφτηκε στο Κάτω Χαλάνδρι, το 1978. Το δεύτερο (σ. 71-119 ) δεν αναφέρει τόπο αλλά πλήρη ημερομηνία: 20 Μαρτίου 1979. Το παρουσιάζουμε σήμερα στο Πανδοχείο, στην καθιερωμένη ετήσια προεαρινή και εαρινή ετήσια ακολουθία αναφοράς σε βιβλία περί του Ιερού. Η περσινή και οι παλαιότερες ακολουθίες θα προστεθούν σταδιακά στο τέλος του κειμένου.

Η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι η Βίβλος της εξουσίας. Ο λόγος του θεού χαρίζει υπερβατική εγγύηση στο έργο του νομοθέτη· η ανάγκη της συλλογικής ενότητας, της τάξης, της ειρηνικής συνύπαρξης και συνάμα του αισθήματος της ένοχης ζωής, βρίσκουν στην θρησκεία την ιδανική τους πλήρωση. Ο Θεός στηρίζει τον νόμο, γι’ αυτό και κάθε θρησκεία συναρτάται πάντα με πολιτικές επιταγές που, ντυμένες τη θεία θέληση, υπερυψώνουν μυσταγωγικά την βούληση του νομοθέτη και την λογική του εκφοβισμού που την υπηρετεί. Συμπλησιάζοντας Θεό και νόμο, ιερό και ανθρώπινο, γυρεύοντας με άλλα λόγια το θεολογικό στέγαστρο του νόμου και τη νομική αρχή του θείου, το αποτέλεσμα είναι διπλό: το ιερό αποκαλύπτει τη ριζική του βεβαιότητα και μεταφράζεται άμεσα σε πολιτική αποτελεσματικότητα. [σ. 15]. Οι παρουσίες του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, του Σολομώντα, του Δαυίδ και προπάντων του Μωυσή, πατριαρχικές μορφές που κρατούν στα χέρια τους αξεχώριστες την πολιτική και την θρησκευτική εξουσία. Νόμος και Θεός και στις δυο Διαθήκες, μοιάζουν πράγματα τόσο παραπλήσια, ώστε μόνο η ταύτισή τους τα κάνει κατανοητά.

Το διυστικό σχήμα του καλού και του κακού είναι που χαρίζει στην θρησκεία την αληθινή της περιοχή. Κανονικά η παντοδυναμία του Θεού θα ταίριαζε καλύτερα σε μια τάση κατάφασης απέναντι σε όλα τα δημιουργήματα. Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να καταδίκασε τον άνθρωπο να ζει μέσα σ’ έναν κόσμο που ξεσκίζεται από δυο ασυμφιλίωτες αρχές; Ο άνθρωπος είτε θα κρατηθεί μακριά από τη γνώση του καλού και του πονηρού, άρα μακριά από την ελευθερία και την εξέγερση, είτε θα διεκδικήσει την αυτονομία του χάνοντας τον Θεό. Η θρησκεία ταυτίζει την ζωή με την ενοχή. Όλοι οι απόγονοι του Αδάμ ζουν για να λογοδοτούν.

Σύμφωνα με το «γονικό κέντρο» της Παλαιάς Διαθήκης δεν φταίει η αρχική διαίρεση του κόσμου που φέρει τη βούληση πάντα μπροστά σε ένα δίστρατο, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Με μια σοφή αντιστροφή, το πονηρό παρουσιάζεται σα να βγαίνει από ανθρώπινα χέρια και ο κόσμος πλουτίζει ή φτωχαίνει αποκλειστικά εξαιτίας της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης. Έτσι το πέρασμα από την κοσμογονία στο προπατορικό αμάρτημα σημαδεύει το άλμα από την μεταφυσική στην ηθική και το δίκαιο. Χωρίζοντας τον κόσμο στα δύο (Θεός-διάβολος), εγκαθιστά μια θεοκρατική νομοθεσία που, μολονότι ξένη προς την ελληνική σκέψη, καταλήγει στην ίδια αποθέωση του νόμου. Η ίδια η μορφή του Μωυσή θέτει τους όρους της: αφαιρείται κάθε σκιά ευθύνης από τον Θεό για την ανομία της Εύας. Εκείνος τους πρόσφερε τον παράδεισο και τα δημιουργήματά του τον αρνήθηκαν.

Έτσι το παράφορο πρόσωπο του Θεού κρατά τον άνθρωπο δέσμιο στη στάση της υπακοής. Ο φόβος βέβαια παίζει ρόλο νομοθετικής προϋπόθεσης. Η εξουσία πείθει μόνο αν είναι θεόπεμπτη και ο νόμος μπορεί να σταθεί μόνο αν φαίνεται θεόσταλτος. Οι δέκα εντολές έπρεπε να πέσουν από τον ουρανό· ειπωμένες ανθρώπινα χείλη, τα ίδια λόγια θα φαίνονταν ανίσχυρα. Η ανάγκη να είναι κατά κυριολεξία ουρανοκατέβατες δεν έχει τόσο σχέση με το περιεχόμενό τους όσο με το κύρος και το δέος που τις περιβάλλει. Άλλος είναι ο φόβος που εμπνέει ο άνθρωπος και άλλος ο φόβος του θεού που προστάζει αόρατος από το βήμα του ουρανού. Σημασία έχει όχι τόσο αυτό που λέγεται αλλά ο τόπος από τον οποίο λέγεται. Όσο ψηλότερα βρίσκεται ο λόγος τόσο βαθύτερα ριζώνει στην ψυχή και αυτή η κάθετη κατεύθυνση αποτελεί λειτουργία καθαρά πολιτική. Έτσι η εξουσία αποδείχνεται θεότοκος. Το θέλημα του Θεού εξομοιώνεται με το θέλημα του νόμου, ώστε κάθε παράβαση του δεύτερου σημαίνει μονομιάς προσβολή του πρώτου.

Το πρόσωπο του μοχθηρού (:μόχθος) Θεού και η οργή του, που σταδιοδρομεί υπέροχα στις σελίδες της Γραφής, όπως γράφει ο Παπαγιώργης, παρουσιάζονται όχι ως γνωρίσματα της ουσίας του, παρά σαν αναγκαστικές αντιδράσεις στα δαιμόνια που βασανίζουν τον λαό του. Το πολιτικό του καθήκον τον κάνει μαχητή και το κακό δεν μπορεί να τιμωρηθεί διαφορετικά παρεκτός αν χρησιμοποιηθούν τα ίδια του τα όπλα. Τιμωρώ σημαίνει εγκληματώ υπό την αιγίδα του νόμου – αμαρταίνω νόμιμα. Στο μεγάλο δικαστήριο της Βιβλίου πρόεδρος είναι ο πανεπόπτης Θεός. Μια παραβίαση μπορεί να ονομαστεί κλοπή ή μοιχεία, πουθενά όμως δεν γίνεται λόγος για την ηδονή του μοιχού και της μοιχαλίδας ή την τρελή χαρά του κλέφτη. Αυτό που μετρά είναι πώς βλέπει την πράξη ο δικαστής. Μέσα στην ασυμφιλίωτη διαμάχη του καλού με το πονηρό, ο λαός ασφαλίζεται μόνο αν ταυτίσει την μοίρα του με τον Θεό του. Για να κρατήσει την ταυτότητά του, πρέπει να παραδοθεί σε κάτι ανώτερο, κοινώς να αλλοτριωθεί.

Όταν ξεσπάει μια διαφωνία ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, τον λόγο παίρνουν οι νόμοι, μα όταν η διαμάχη φέρνει αντιμέτωπα όχι άτομα αλλά λαούς ολόκληρους, τότε η μορφή του Θεού μεταμορφώνεται σα να στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Στην περίοδο του πολέμου οι ίδιες αρχές από το ίδιο άτομο έχουν την απαίτηση να φανεί «θεριό ανήμερο». Ο άνθρωπος από προστατευόμενος του «ου φονεύσεις» τώρα γίνεται στόχος του «φόνευε αδιάκριτα» Δεν έχει δηλαδή σημασία η πράξη αλλά το πρόσωπο και οι συνθήκες – όχι το αν σκοτώνω αλλά το ποιον, που και πότε σκοτώνω! Μια μεγάλη στιγμή της σχετικής αφήγησης είναι όταν ο ίδιος ο Θεός παίρνει θέση μαχητή στο πλευρό των άλλων στρατιωτών ή πάνω από τα κεφάλια τους: ρίχνει πέτρες σα χαλάζι από τον ουρανό και όταν ο Ιησούς του Ναυή παρακαλεί να κρατηθεί άσβηστο το φως της μέρας και της νύχτας, ακινητοποιεί τον ήλιο και την σελήνη. Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη στη σκηνή του με ακλόνητη την πίστη της στο Θεό.

Φαίνεται λοιπόν ότι στην ειρήνη και στον πόλεμο εκείνο που παραμένει είναι η πίστη στο Θεό και στην ενότητα του λαού. Μοναδική ηθική της Γραφής είναι η απόλυτη πίστη στην αυτοσυντήρηση του έθνους. Λατρεία και κηδεμονία κάνουν από την μία τον Θεό εθνική υπόθεση και από την άλλη δίνουν στο άτομο την μοναδικότητα ενός σπάνιου προνομίου: μόνο αυτό μπορεί να λατρεύει, να πιστεύει και να κηδεμονεύεται. Δύο δυνάμεις, δύο εξουσίες, αμφι-θέατρο, ο κάτοχος της δικαστικής, της νομικής και της ηθικής εξουσίας δεν διακρίνεται. Τα δυο κράτη, το ουράνιο και το επίγειο, κάνουν τη μία εξουσία πιο ισχυρή. Και φυσικά η πανταχού παρουσία του Θεού αποδεικνύεται πιο βέβαιη από την απόμακρη παρουσία του ουρανού. Αφού η θρησκεία μαθαίνει τον πολίτη να ονειρεύεται με ανοιχτά μάτια, η φαντασία και η ψευδαίσθηση καταλήγουν να είναι τα πιο δυναμικά πολιτικά μέσα.

Για το Ισραήλ ο ερχομός του Ιησού είναι μια ακόμη επαληθευμένη προφητεία. Το νέο που προσκομίζει η καινότητα της δεύτερης διαθήκης βρίσκεται στον τρόπο που ο Παύλος, θεμελιωτής του Χριστιανισμού, καθιστά την διδασκαλία του Χριστού θεωρία της εξουσίας. Άλλος ένας νομοθέτης που δεν έγραψε, πρέπει να κριθεί με βάση το έργο αυτών που κρατούν στα χέρια τους την εξουσία της γραφής! Μιλώντας διαρκώς για το νόμο, τον βασιλιά, την εξουσία, την τιμωρία και την υπακοή, ο Ναζωραίος φανερώνει απαρχής ότι η αποστολή του έχει σκοπό ανατρεπτικό: θέλει να ζωογονήσει την πίστη στις αξίες μιας γενεάς που έχει παραδοθεί στην αμαρτία (γενεά πόρνη και μοιχαλίς). Με παραστάτες μια αμήχανη ομάδα φτωχών ψαράδων χωρίς την παραμικρή υλική δύναμη, μιλούσε ως εξουσίαν έχων. Αντιπροσώπευε δηλαδή το ηθικό πρότυπο της εξουσίας που αψηφά κάθε υλική ισχύ και παρουσιάζεται γυμνή από εξωτερικά στηρίγματα. Αυτή η πλούσια σε λόγο και εσωτερικότητα φωνή για να ακουστεί πρέπει, όπως και με τον Μωυσή, να έρθει από αλλού. Τα λεγόμενά του θα αποκτήσουν την δύναμη της επιβολής μόνο στον βαθμό που θα ενσαρκώσουν την ίδια την διαφορά και η ύπαρξή του θα παρουσιαστεί αμφίβια και αμφίκοσμη: είναι άνθρωπος αλλά έχει υπεράνθρωπες ικανότητες· ζει στον κόσμο όμως κατάγεται από το υπερκόσμιο· συμμερίζεται την ζωή των θνητών κι όμως η ταφή του θα τον αναδείξει αθάνατο. Η φύση του θεανθρώπου ταυτίζεται με την φύση του νόμου: ανθρώπινη και προσιτή σε ό,τι λέγει, θεία και μυστηριακή σε ό,τι αφορά την καταγωγή της εξουσίας της.

Όλη η ζωή του πιστού πρέπει να αναλώνεται στη μάχη κατά του σώματος· αυτό είναι η γενέθλια γη του πειρασμού, της ασθένειας και της απιστίας. Η σάρκα και οι επιθυμίες ξε-θεώνουν τον άνθρωπο ενώ η ψυχή διατηρεί την ακεραιότητά της. Η σάρκα θεωρείται καλός αγωγός του κακού που πρέπει να τιμωρείται και να βασανίζεται ώστε να γίνει πειθήνιος ακόλουθος της ψυχής. Αναπόδραστα το χάσμα της ψυχής από το σώμα παίρνει την απόσταση του Θεού από τον διάβολο. Τα λόγια του Ναζωραίου δεν εξηγούν μόνο την ύπαρξη του διαβόλου αλλά και δείχνουν να την έχουν ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Χωρίς διάβολο Θεός δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και νόμος χωρίς την απειλή του πονηρού. Πίσω από την ασταμάτητη μάχη, διαφαίνεται η κρυφή συμμαχία και αλληλεγγύη των αντιθέτων. Και το μαρτύριο του σταυρού χάρη στην ύπαρξη του κακού βρίσκει την δικαίωσή του, ειδάλλως, σε έναν ά-κακο κόσμο κάθε μαρτυρολογία είναι μάταιη και κάθε πίστη παράλογη. Κάτω από αυτό το μανιχαϊστικό στερέωμα θεμελιώνεται μια πολιτεία που, με την απειλή της μετά θάνατον τιμωρίας, υπερασπίζεται την υπόσταση του νόμου.

Αλλά ένας λαός σαν τον ρωμαϊκό, που έχει αποδεχτεί τον νόμο και το κράτος του Καίσαρα, τι ανάγκη έχει να αναδείξει νομοθέτη του τον γιό ενός ξυλουργού που σέρνει πίσω του μια ομάδα ανίσχυρους ψαράδες; Μοιραία, κάθε φέρσιμό του παίρνει το νόημα της επανάστασης και στρέφεται καταπάνω και στους δυο λαούς: στους Εβραίους για τον νόμο που ποδοπάτησαν, στους Ρωμαίους για το κράτος της αδικίας που συντηρούν. Τα λόγια του οδηγούν στο πρότυπο μιας απόλυτα ηθικής εξουσίας που, επειδή ακριβώς μιλά την γλώσσα της ηθικής, δεν έχει ανάγκη να προστρέξει στα μέσα της πολιτικής δύναμης. Ο Ιησούς πλέον διαχωρίζει τον (κάθε) Καίσαρα από τον Θεό. Κάθε αποστροφή του έχει ως κριτήριο την ηθική: περιφρονεί την σοφία και εκθειάζει την κατάσταση του παιδιού, πρότυπο της εγκάρδιας αγνότητας· περιφρονεί το σώμα και υψώνει την μέριμνα της ψυχής· πλησιάζει τις πόρνες, τους αποδιωγμένους, τους αρρώστους. Οι παραμερισμένοι του κόσμου, αυτοί που κατέχουν τα λιγότερα, είναι οι  πιο κατάλληλοι για να δεχτούν το μήνυμά του.

Το κατόρθωμα της μίμησης του θεού απαιτεί ένα πλήθος καθηκόντων με κορυφαίο το χρέος της αγάπης. Οι ρήσεις Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν και Αγαπάτε αλλήλους αποτελούν από μόνες τους μια πολιτειολογία. Η αγάπη εξομοιώνει γιατί η ψυχή μεταμορφώνεται σε αυτό που αγαπάει. Σε αυτή τη νέα πολιτεία όλοι θα μοιάζουν με όλους και ο πολίτης θα βλέπει παντού τον εαυτό του. Έτσι όχι μόνο αποκλείεται το έγκλημα αλλά και καταργείται το δίκαιο: ένας άνθρωπος από μόνος του δεν έχει ανάγκη από δικαστή! Φυσικά η ανταμοιβή του πιστού τοποθετείται πάντα σε χρόνο μεταθανάτιο, ώστε όχι μόνο να ασφαλίζεται η τάξη αλλά και η ανίσχυρη ανθρώπινη φύση σε καμιά στιγμή να μην είναι βέβαιη για τον εαυτό της. Μοίρα της αγάπης είναι να μη βρει στιγμή ανάπαυσης σε τούτο τον κόσμο.

.Το ζήτημα του περιουσίου λαού λύνεται οριστικά με την εμφάνιση του Παύλου. Την στιγμή που ο Φίλιππος και ο Ανδρέας του αναγγέλλουν τον ερχομό μερικών Ελλήνων, φαίνεται πια ξεκάθαρα ότι η μεσσιανική αποστολή του δεν λογάριαζε τα σύνορα του Ισραήλ. Η διδασκαλία του θα γυρέψει τους πιστούς μέσα στους δρόμους του κόσμου, αδιαφορώντας για σύνορα, γλώσσα και φυλή. Η θρησκεία όλων των εθνών σημαίνει πως στην έσχατη ανάγκη οι δυο διαθήκες θα διορθωθούν από ανθρώπινο χέρι. Ο Παύλος, το μόνο πρόσωπο που καμία ρήση της Παλαιάς Διαθήκης δεν προαναγγέλλει, φτάνει απρόσκλητος για να κάνει αυτό που καμία γραφή δεν αναφέρει: την εθνική θρησκεία μετανάστιδα. Η εξαγωγή της χριστιανικής θρησκείας στους άλλους λαούς, έργο του Παύλου, είναι η αρχή του μεσουρανήματός της.

Βέβαια η θρησκεία κινδύνευε να σκαλώσει σε εθνικά χαρακτηριστικά αν δεν παραμεριζόταν η περιτομή, και η σχετική παρέκκλιση στοίχισε στον Παύλο την εχθρότητα των Εβραίων αλλά του εξασφάλισε την υποστήριξη των εθνικών. Η κατάργηση της προσφοράς των θυσιών και οι άλλες αναθεωρήσεις θα τον φέρουν ακόμα πιο κοντά στους λαούς της ξένης. Η θρησκευτική και πολιτική αναθεώρησή του δεν παρασύρει μονάχα τις θεμελιακές αρχές της εβραϊκής πίστης αλλά και της διδασκαλίας του Ιησού. Η ηθική τάξη μετατρέπεται σε πολιτική τάξη και κάθε λόγος του μεταφράζεται σε «χειροπιαστή πολιτική μέριμνα». Ο νόμος αναλαμβάνει την παιδαγωγική του φόβου και κατακτά την ψυχή με την απειλή του θανάτου και της μεταθανάτιας ζωής. Σύμφωνα με το δόγμα της σαρκοφοβίας η σάρκα ταυτίζεται με την αμαρτία και ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό και την σωτηρία περνά από την εκμηδένιση της υλικής ζωής. Η διδασκαλία του Παύλου είναι μια μορφή φυσικής αυτοκτονίας που σκοπεύει στην αιώνια ζωή του πνεύματος σαν επιβράβευση της ισόβιας θανάτωσης του σώματος.

Μήτε στον κόσμο, μήτε στην πρόσκαιρη ζωή του, μήτε στην  όποια επιθυμία μπορεί ο πιστός να βρει κατοικία· […] Η τρομακτική πιθανότητα της δευτέρας παρουσίας (του Χριστού) αλλάζει ανεπαίσθητα σε ακλόνητη βεβαιότητα ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται αλλού. Ιδανικό πολιτικό επιχείρημα, τούτο το άλλοθι δίνει στο πρόσωπο του τελικού κριτής τόσες εξουσίες ώστε ολόκληρη η ζωή να μετατρέπεται σε δίκη και η συνείδηση σε εισαγγελέα και καταδότη. [σ. 65].

Με συνεχείς αναφορές σε εδάφια της Αγίας Γραφής και με ακριβείς παραπομπές στα σχετικά βιβλία, ο λόγος του Παπαγιώργη αστράφτει στην «διαλεκτική» με την οποία ακριβώς έγραφε, μια «διαλεκτική» που ανεξάρτητα από την θέση του αναγνώστη ερεθίζει με την απόλαυση λόγου και περιεχομένου. Το κείμενο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη που περιλαμβάνεται στο βιβλίο ως επίμετρο, στην ουσία μια κριτική της Φαντασιακής θεσμοποίησης της κοινωνίας, μπορεί να φαίνεται ξένο, αλλά ουσιαστικά γεννήθηκε, σύμφωνα με τον συγγραφέα από την ίδια θεωρητική μήτρα και συνεχίζει την ίδια προβληματική.

Πλήρης τίτλος: Οργή θεού. Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου. Κορνήλιος Καστοριάδης. Ένας σοφιστής. Εκδ. Νεφέλη, 1981, σελ. 119.

Στις εικόνες: Αγνώστου, Joseph Eugene Dash, Αγνώστου, Ilan Hasson, Jos Speybrouck, Adolf Odorfer, Elisabetg Chaplin, Jacques Beltrand, Lucas Lorenzo.

Άλλα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη στο Πανδοχείο: Περί μέθης, Ίμερος και κλινοπάλη,  Περί μνήμης, Γεια σου, Ασημάκη,  Υπεραστικά

02
Φεβ.
23

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 32: Οι ύστερες

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 50 (Φεβρουάριος 2023), εδώ

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 32: Οι ύστερες

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους

1. Οι Γυναίκες Μετά

1985. Ύστερα από μια βαρετή ημέρα στην δουλειά πήγα σε μια καφετέρια της γειτονιάς που τέτοια ώρα, απόγευμα, ήταν άδεια. Στο κασετόφωνο έπαιζε ροκ της δεκαετίας του εβδομήντα, κάτι αγαπητικές μπαλάντες που μεγένθυναν ακόμα περισσότερο την μοναξιά μου. Άνοιξα τις Ιστορίες του Καζαμία του Νάσου Θεοφίλου (εκδόσεις Ύψιλον, 1980), αγορασμένες από τα μεταχειρισμένα της φοιτητικής λέσχης, και αναρωτιόμουν αν υπήρχε σε κάποια καφετέρια της πόλης καμιά γυναίκα που να διάβαζε κι αυτή το βιβλίο της με όρεξη για συζήτηση, με κάποιον που στο απέναντι τραπέζι διάβαζε το δικό του με διάθεση για ανάλογη συνομιλία· αναρωτιόμουν επίσης αν αυτή η γυναίκα σκεφτόταν το ίδιο. Για να καθυστερήσω την επιστροφή μου χώθηκα στον μικρό κινηματογράφο της περιοχής που έπαιζε την ταινία After Hours με ελληνικό τίτλο Μετά τα μεσάνυχτα.

1985. Ύστερα από μια βαρετή ημέρα στην δουλειά ο Πωλ, ένας υπάλληλος που θρέφει τους θηριώδεις τότε ηλεκτρονικούς υπολογιστές με ντάτα, κάνει μια στάση σ’ ένα καφέ και διαβάζει το βιβλίο του. Στο απέναντι τραπέζι η Μάρσυ Φράνκλιν τον κεντρίζει με ευθύγραμμο βλέμμα και του αναφέρει πόσο αγαπάει το συγκεκριμένο βιβλίο. Η συγκάτοικός της Κίκι είναι μια γλύπτρια που κατασκευάζει αντικείμενα από γύψο ή πεπιεσμένο χαρτί, κάτι τέτοιο, και του προτείνει να αποκτήσει ένα. Αφήνει το τηλέφωνό της και φεύγει. Για να μην τελειώσει παθητικά μια άδοξη μέρα, αργά το βράδυ ο Πωλ της τηλεφωνεί και προσκαλείται στο σπίτι της.

Από αυτή την στιγμή η νύχτα ανοίγει τα μαύρα της χείλη και τον ρουφάει εντός της. Χάνει τα χρήματά του στο ταξί και αντιμετωπίζει την οργή του ταξιτζή. Βιώνει την ανησυχητική ατμόσφαιρα του διαμερίσματος των δυο γυναικών και ιδίως ενός εφιαλτικού γλυπτού. Η Μάρσυ συμπεριφέρεται παράξενα, αποκαλύπτοντας σε θραύσματα μια ιστορία δραματικού χωρισμού και εγκαυμάτων στο σώμα της. Ο Πωλ αψηφά την ομορφιά της και φεύγει από το διαμέρισμα. Στο μεταμεσονύκτιο μετρό το εισιτήριο έχει ακριβύνει και τον καταδιώκουν όταν επιχειρεί να πηδήξει τις μπάρες. Βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα μπαρ όπου η σερβιτόρα τον φλερτάρει πιεστικά. Ο αγέλαστος μπάρμαν προθυμοποιείται να του δανείσει χρήματα αλλά η ταμειακή μηχανή έχει μπλοκάρει και του δίνει το κλειδί του σπιτιού του. Στις σκάλες συναντά δυο διαρρήκτες που κουβαλάνε το εφιαλτικό γλυπτό της Κίκι αλλά το αφήνουν για να γλιτώσουν. Το παίρνει για να το επιστρέψει στο διαμέρισμα της Μάρσυ, ιδανική αφορμή συγνώμης για την άτακτη αναχώρησή του, αλλά πληροφορείται ότι αυτοκτόνησε.

Θυμάται πως πρέπει να επιστρέψει το κλειδί αλλά το μπαρ έχει πια κλείσει, μαθαίνει πως ο μπάρμαν ήταν ο φίλος της Μάρσυ και αναζητά την συγκάτοικό της σ’ ένα σκοτεινό κλαμπ. Βλέπει ένα σκίτσο με το πρόσωπό του ως καταζητούμενου καρφιτσωμένο σε στύλους, καθώς η σερβιτόρα τον έχει υποδείξει ως κλέφτη και ολόκληρη η γειτονιά τον παίρνει στο κυνήγι. Βρίσκει καταφύγιο στο κλαμπ λίγο πριν κλείσει, και, καθώς ακούγεται το Is That All There Is? της Peggy Lee,  θαρραλέος όσο ποτέ ζητά από μια γυναίκα, την Τζουν, να χορέψουν. Ή απλώς είναι τόσο εξαντλημένος που δεν θέλει τίποτα περισσότερο από έναν χορό. Της εξηγεί την κατάσταση κι η Τζουν, που ζει στο υπόγειο του κλαμπ, προθυμοποιείται να τον βοηθήσει, καλύπτοντάς τον με γύψο και πεπιεσμένο χαρτί. Διώχνει τον όχλο που τον αναζητά, αλλά αρνείται να τον απελευθερώσει μήπως και ξανάρθουν, και φεύγει. Λίγο αργότερα ο Πωλ ως γλυπτό κλέβεται από τους ίδιους κλέφτες που το πέρασαν για εκείνο που είχαν αφήσει στις σκάλες. Έτσι όπως τρέχουν με το βαν, πέφτει από την μισάνοιχτη πίσω, σπάνε τα δεσμά του και βρίσκεται μπροστά στην είσοδο των γραφείων της εταιρείας του. Έχει πια ξημερώσει, ώρα για να πιάσει δουλειά. Ο κύκλος κλείνει αλλά τίποτα δεν θα είναι όπως πριν.

Πόσες δυνάμεις ενεργοποιεί μια σαγηνευτική γυναίκα, πόσα απρόοπτα ενδεχόμενα ενυπάρχουν στην αποδοχή μιας ελκυστικής πρότασης; Πώς βιώνει ένας άντρας την απορροφητική δύναμη των γυναικών, την επιθετικότητα της γλύπτριας, την εκδικητικότητα της σερβιτόρας, την παγίδευση της άλλης γλύπτριας και το μεγάλο μυστήριο της Μάρσυ με τους διαρκείς υπαινιγμούς, όπως όταν, μιλώντας για τις συνεχείς απιστίες του συζύγου της, είπε I broke the whole thing off, έκφραση βίαιου χωρισμού αν όχι ενδεχόμενου ευνουχισμού; Βγήκα στον βρεγμένο δρόμο μετά τα μεσάνυχτα και σκεφτόμουν πόσες ιστορίες γυναικών χωρούν σε μια νύχτα.

2. Η Ροζάνα και το αιώνιο πρόβλημα

Περισσότερο από την φασματική περιπέτεια που ζει ο ήρωας την νύχτα που διανοήθηκε να βγει από το σπίτι του για να συναντήσει εκείνη την γυναίκα, με συνεπήρε η ίδια η γυναίκα, και ιδίως η ανακάλυψη μιας περιοχής όπου η ομορφιά συνορεύει με το αντίθετό της. To πρόσωπο της Ροζάνα Αρκέτ ήταν ακριβώς εκείνο το σημείο: ήταν πανέμορφη και τρυφερά αντι-όμορφη, καθώς, από ορισμένες γωνίες και σε συγκεκριμένες της εκφράσεις, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και άσχημη. Πάνω στον θερμό αυτόν τόπο δοκιμάζονταν και τελικά αναιρούνταν χαρακτηρισμοί και ιδιότητες που συμπιέστηκαν σε δυο λέξεις και δεν απηχούσαν παρά απολύτως υποκειμενικά γούστα, υπόπτως πλασμένα. Και τελικά μια γυναίκα ένα καφέ μπορεί να να μιλήσει με κάποιον που διαβάζει και να ξεκινήσει ένα ρομάντζο (ή ένας εφιάλτης).

Όμως, όμως… η γνωριμία με την Μάρσυ-Ροζάνα μου άφησε μια γλυκόπικρη αίσθηση καθώς μάταια περίμενα να αποκαλυφθούν τα πόδια της, ιδίως όταν βρέθηκε με τον Πωλ στην ημιφωτισμένη κρεβατοκάμαρά της και του μιλούσε για τα μυστηριώδη εγκαύματα που είχαν ζωγραφιστεί στο δέρμα της. Ιδανική ευκαιρία, χαμένη! Το ίδιο βράδυ έγραψα φορτισμένος μια επιστολή στον σκηνοθέτη. Δεν είχα να χάσω και τίποτα· αν ο φάκελος δεν παρέπεφτε ή δεν πετιόταν από κάποια γραμματέα, θα έφτανε στα χέρια του. Πιθανότατα θα την διάβαζε, θα μειδιούσε και θα την έριχνε στο καλάθι με εύστοχο σουτ. Αν όμως μια στις χίλιες την έπαιρνε στα σοβαρά; Χάρη στον ιδιοκτήτη ενός περίφημου βιντεοκλάμπ βρήκα την διεύθυνση των γραφείων του από ένα τομίδιο με τα στοιχεία των κινηματογραφικών στούντιο του Χόλυγουντ και έγραψα απευθείας, χωρίς προσχέδιο.

3. Η επιστολή στον Μάρτιν Σκορσέζε

Αξιοθέατε κύριε Σκορσέζε. Ακούστε. Είμαι γνώστης του έργου σας και θαυμαστής των γυναικών του: της κοινωνικής αγωνίστριας Boxcar Bertha, της αγωνίστριας στη μοναχική μητρότητα Αλίκης που δεν μένει πια εδώ, εκείνων που συντρόφευαν άντρες σε Κακόφημους δρόμους. Μπορώ, συνεπώς, νομίζω, να σας γράψω με το χέρι στην καρδιά. Κάθε φορά που ως εραστής, φίλος ή συνομιλητής γνωστοποιώ στις γυναίκες την έλξη μου προς τα πόδια τους, εκείνες σχηματίζουν έκφραση έκπληκτη με χείλη στραβά· και δεν επεκτείνομαι στις σχετικές αρνητικές κρίσεις. Όπως καταλαβαίνετε, ακόμα και το να τα δω γίνεται δύσκολο, αν όχι αδύνατον. Το μέγιστο αυτό έλλειμμα σπεύδω να αναπληρώσω στις τέχνες και ιδίως στην θεαματικότερη αυτών, που μια χαρά ασκείτε. Όμως ολόκληρη η κινηματογραφική βιομηχανία τα αγνοεί επιδεικτικά ως πρωταγωνιστικά σε κάποιο καίριο σημείο της ιστορίας. Οι σχετικές σκηνές είναι τόσο σπάνιες που μετριούνται στα δέκα δάχτυλα των ποδιών. Όταν, κατ’ εξαίρεση, κάποιος γυναικείος χαρακτήρας προσφέρει πλήρη θέα τους, τότε η αφήγησή του γδύνεται ως το κρυμμένο της νόημα. Εδώ εισέρχεστε εσείς, που σκηνοθετείτε με τόση μαεστρία το σώμα ή το αφήνετε να εκφραστεί μόνο του, δεν γνωρίζω. Δεν θα άξιζε να εστιάσετε στα πόδια, καθώς, ως λιγότερο έκθετα σημεία του σώματος, συμπληρώνουν όσα οι λέξεις αδυνατούν να πουν ή οι παύσεις να εκφράσουν; Για να μη μιλήσω για το ευφρόσυνο της όποιας εικόνας τους, που, πιστέψτε με, αφορά πολύ περισσότερους απ’ όσους νομίζετε. Όσο για τις Μάρσυ και Ροζάνα, μου στερήσατε την εικόνα τους ακριβώς την ώρα που ζητούσαν να πουν μια πλήρη ιστορία. Τι σκοπεύετε να κάνετε για όλα αυτά; Θα ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα να δω μια δική σας τέτοια ματιά και να μάθω κάτι από αυτήν. Δικός σας, κλπ. κλπ.

4. Η αδιανόητη πιθανότητα μιας απάντησης

Όταν τέσσερα χρόνια αργότερα πληροφορήθηκα πως μεταξύ των νέων ταινιών της εβδομάδας ήταν και οι Ιστορίες της Νέας Υόρκης, τρεις μεσαίου μήκους αυτοτελείς ταινίες υπό ενιαίο τίτλο, την πρώτη από τις οποίες σκηνοθετούσε ο Σκορσέζε με πρωταγωνίστρια την Ροζάνα Αρκέτ, η έξαψη ήταν ανυπολόγιστη. Ταλαντευόμουν μεταξύ θερμής ελπίδας και ψυχρής λογικής και παρόλο που επαναλάμβανα «δεν συμβαίνουν αυτά», έσπευσα στην απογευματινή παράσταση της πρώτης ημέρας προβολής. Ο πρωταγωνιστής, ένας φτασμένος ζωγράφος στη Νέα Υόρκη, έβαλε μια ξέσκεπη κασέτα στο ξεχαρβαλωμένο κασετόφωνο για να ακουστεί στη διαπασών το A whiter shade of pale των Procol Harum και προτού χωθώ στο σώμα του αναφώνησα προς έκπληξη των λιγοστών θεατών: Εδώ είμαστε, εγώ είμαι! 

Νευρικά βήματα, βλέμμα αντιπαράθεσης με τον άχρωμο καμβά, στούντιο αχανές και ακατάστατο, ένα μπουκάλι Κουρβουαζιέ στο δάπεδο, ένα σωληνάριο μπογιάς ριγμένο κάτω, έτοιμο μ’ ένα πάτημα να εκτοξεύσει μπλε μπογιά στον τοίχο, το ενοχλητικό κουδούνι όπου εκτόξευσα το ποτήρι μου, ο ατζέντης που στέκεται έξω από το συρματόπλεγμα του ασανσέρ και μου θυμίζει πως η έκθεση είναι σε τρεις βδομάδες, ανήσυχος μην εκτεθούμε, και φωνάζει, καθώς τον διώχνω, πως κάθε φορά πριν από μια έκθεση, εδώ και 20 χρόνια, κάνω το ίδιο πράγμα…

Αεροδρόμιο. Λαδωμένα μαλλιά, βρώμικα νύχια, ρουφάω το τσιγάρο σα να αναπνέω και μέσα από την χοάνη του διαδρόμου αποβίβασης φτάνει εκείνη, ως Πωλέτ, υπέροχα ομορφάσχημη όπως πάντα. Δεν της άρεσε που με είδε, άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή μου πως δεν πρόκειται να επιστρέψει «σπίτι», δεν πήγε στην Φλόριντα με φίλη της, όπως είχε πει, αλλά με κάποιον καλλιτέχνη, τσακώθηκαν και γύρισε μόνη. Οι ερωτήσεις μου έπεφταν στο κενό – πού θα πάς, πως θα ζήσεις, σε τι υπνωτήρια θα κοιμάσαι, που θα φτιάξεις το στούντιό σου, σε κάποιο θλιβερό επαρχιακό γκαράζ σαν του πατρικού σου; Στο ατελιέ στάθηκα μπροστά στον άδειο πίνακα όσο εκείνη που τόσο καιρό ανεφοδίαζε την έμπνευσή μου μάζευε τα ρούχα της. Η φυγή της: θάνατος για μένα, αυτοκτονία για εκείνη. Ποιος την έδιωχνε από μια τέτοια πόλη, εκείνος ή εγώ; Την ήθελα με κάθε τρόπο στην ζωή μου κι έφτασα στο σημείο να της ορκιστώ πως δεν θα ξανακοιμηθούμε μαζί. Ας μέναμε σύμβιοι,  πιστοί στην αρχική συμφωνία της μαθητείας.

Η κασέτα, το ίδιο τραγούδι, το προσχέδιο στον καμβά, το ανοιχτό παραθυράκι του δωματίου της, το πορτοκαλί πορτατίφ αναμμένο κι εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι όπου δεν θα ήμουν ποτέ ξανά ευπρόσδεκτος. Ανέβηκα να δω αν είναι εντάξει και η ματιά μου γλίστρησε στο πόδι της. Η κάμερα (ίσως και κι ένα εσωτερικό σκόπευτρο) το κύκλωσε μαυρίζοντας τον περίγυρο κι έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση. Της έκλεισα με δύναμη το παράθυρο, γιατί έτσι ασκέπαστη θα κρύωνε το πρωί, ενοχλήθηκε, κατέβηκα, έχυσα τα χρώματα στο άφτιαχτο έργο και άρχισα να τα πασαλείβω, να βγω εκεί μέσα.

Ανέβηκα ξανά. Αργότερα. Να την δω. Κρυφά. Κοιμόταν. Κοίταξα πάλι. Το πόδι της. Τα ασημένια νύχια της. Έλαμπαν στο χαμηλό φως. Ξύπνησε, άναψε το πορτατίφ, με κοίταξε εκνευρισμένη, της είπα «είναι τρελό, μια παρόρμηση, θέλω να φιλήσω το πόδι σου». Με φανερή απέχθεια το σκέπασε και με αποκάλεσε τρελό. Οπισθοχώρησα, το απέδωσα στην πίεσης της δουλειάς και απολογήθηκα: Ήθελα απλώς να φιλήσω το πόδι σου, δεν είναι τίποτα προσωπικό. Έκλεισα την πόρτα, κατέβηκα, κι ύστερα, στον ήχο πάντα του τραγουδιού, σαν αναπόληση βέβαιων πεπραγμένων ή όνειρο οριστικά απραγματοποίητο, γίναμε κι οι δυο μας γαλάζιοι, εκείνη έστρεφε το κεφάλι της νωχελικά να βρει το βλέμμα μου, ακουμπήσαμε τα μάγουλά μας ήρεμα και ξεκινούσε η ένωσή μας ή έληγε οριστικά. Έξω η νύχτα άδειαζε, μέσα ο πίνακας γέμιζε.

Το επόμενο πρωί οι όροι αντιστράφηκαν. Τώρα ήταν εκείνη που εκλιπαρούσε για μια ειλικρινή γνώμη περί των έργων της. Της απαντούσα με ξερούς χαρακτηρισμούς –ενδιαφέρον, ωραίο– που ίσως συγκρατούσαν τον υπαινιγμό της μετριότητας. Με ρωτούσε αν έχει ταλέντο, αν αξίζει να συνεχίσει και δεν άντεξα να μην της απαντήσω από καρδιάς μου: Τι νόημα έχει τι πιστεύω; Το έργο είναι δικό σου. Κάνεις τέχνη επειδή πρέπει, επειδή δεν έχεις άλλη επιλογή. Ποιος ξέρει και ποιος νοιάζεται αν είσαι καλή; Εσύ δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Αυτός που εγκαταλείπει ποτέ δεν υπήρξε καλλιτέχνης! Θα μπορούσα να την εκθειάσω, να της πω όσα ήθελε να ακούσει και γνωρίζαμε κι οι δυο πως αυτό θα μας ξαναέκανε εραστές. Όμως προτίμησα να μην ξεπουλήσω την ειλικρίνειά μου. Είχα πια επιστρέψει αποκλειστικά στο ρόλο του δασκάλου.

Κι ύστερα οργισμένος στράφηκα στον πίνακα κι έβαλα τέρμα την επτάλεπτη, μεθυσμένη, σχεδόν καρναβαλική εκτέλεση του Like a rolling stone από τον διπλό λάιβ δίσκο του Bob Dylan με τους The Band, το Before the flood του 1974. Nobody’s ever taught you how to live out on the street / And now you ’re gonna have to get used to it / You say you never compromise / With the mystery tramp, but now you realize / He’s not selling any alibis / As you stare into the vacuum of his eyes / And say do you want to make a deal? / How does it feel, how does it feel? / To be on your own, with no direction home / A complete unknown, like a rolling stone… Τώρα ήμουν αλλού, σ’ έναν πίνακα που απορροφούσε το πάθος μου, ενώ εκείνη με έλουζε με το βλέμμα της, έκπληκτη αυτόπτης της κατάληψής μου, συγκινημένη μάρτυρας της καλλιτεχνικής δημιουργίας που συνέβαινε εκείνη την στιγμή. Ήμασταν πια χώρια, κυλιόμενες πέτρες σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Με συνόδευσε σ’ ένα πάρτι του σιναφιού, όπου υπέκυψε σ’ έναν πολιορκητή γόη και τον έφερε σπίτι, να κλειδωθούν στα ενδότερά της, ενώ εγώ συντετριμμένος άκουγα στη διαπασών το Nessun dorma. Την συνόδευσα σε κάτι εγκαταλειμμένες ράγες του μετρό, στην παράσταση εκείνου που την είχε παρατήσει, και την προέτρεψα να του μιλήσει επειδή κατά βάθος ήξερα πως θα την αγνοήσει και θα ντροπιαζόταν. Επιστρέφαμε από βρεγμένα, απόμερα στενά κι έτσι όπως ήταν οργισμένη ήθελε να δει αν θα έκανα τα πάντα για εκείνη, όπως της έλεγα. Η δοκιμασία ήταν να φιλήσω έναν αστυνομικό που βρισκόταν στο περιπολικό του. Τον πλησίασα αργά ενώ εκείνος είχε ήδη αστειευτεί με τον συνοδηγό του πως μάλλον έχασα το λάμα μου, του έστειλα ένα φιλί από μακριά, με ειρωνεύτηκε πως κι αυτός με αγαπάει, γύρισα να δω αν εκείνη παρακολουθούσε τα πειστήρια αλλά είχε φύγει. Τουλάχιστον το είδατε οι θεατές, άκουσα το μακρινό σας γέλιο.

Ένα επεισόδιο που προκάλεσα σ’ ένα μπαρ ήταν το αποκορύφωμα: μάζευε εκτός εαυτού τα πράγματά της και θα αναχωρούσε οριστικά σε δυο ώρες. Δεν ήθελε όμως να φύγει χωρίς απάντηση για την τέχνη της, αν ως καλλιτέχνης είναι καλή ή αν θα γίνει ποτέ καλή. Ούτε τώρα της την έδωσα· της είπα μόνο ότι είναι νέα και ότι την αγαπώ, ότι δεν πιστεύει ότι την αγαπώ γιατί δεν αγαπά τον εαυτό της και όσο ξεσπούσε τόσο της τόνιζα πως δεν ξέρει τίποτα για μένα, τους τέσσερις γάμους που έκανα προτού καν γεννηθεί, πόσο εμπλέκομαι, πόσο κάτω κατεβαίνω. Την βραδιά της έκθεσης βρισκόταν πλέον μακριά. Φωτογραφιζόμουν βαριεστημένα με διάφορους και πήγα ως τον μπουφέ να πιω παραπάνω. Ένα όμορφο κορίτσι μου είπε πόσο θαυμάζει το έργο μου· ήταν «μια απλή ζωγράφος που θέλει να διδαχτεί». Κοίταξα το αυτί της, το στέρνο της, μια ελιά της, τα χείλη της όπως αμήχανα χαμογελούσαν προς τον σεβάσμιο εαυτό μου. Δεν θυμάμαι αν ανέβαινα ή κατέβαινα, είχα όμως ξαναμπεί σε τροχιά. Είναι μια ακριβή πόλη, μου είπε, είναι η μόνη πόλη, της είπα, χρειάζομαι μια βοηθό, δίνω στέγη, τροφή και μαθήματα ζωής. Τίτλοι τέλους.

Η βεβαιότητα πως ο σκηνοθέτης είχε ευθέως απαντήσει στην επιστολή μου με είχε εμποτίσει με μια αίσθηση πρωτόγνωρης ευφορίας. Ήθελα να το μοιραστώ με φίλους αλλά ποιος θα με πίστευε; Τώρα τριάντα τρία χρόνια μετά, το αποκαλύπτω πρώτη φορά, αδιάφορος για την αληθοφάνειά του. Μου αρκεί που συνέβη: ο Σκορσέζε δεν μου ικανοποίησε απλώς την επιθυμία να δω το –ένα, έστω– πόδι της Ροζάνα αλλά και κινηματογράφησε την επικρατούσα αντίδραση των γυναικών όταν τους ζητείται η κατάδειξη των κατωτέρων τους. Έβαλε στην ίδια ταινία τις δυο όψεις του πάθους μου: την επιθυμία και την ανελέητη ρουτίνα που την ακύρωνε. Αλλά έχω μέχρι σήμερα την αίσθηση ότι δεν έμεινε εκεί· καθώς στο τέλος της επιστολής του έγραφα ότι ήθελα να μάθω κάτι από την ματιά του σε όλα αυτά, τα «Μαθήματα ζωής» που έδωσαν τον τίτλο της μπορεί να απευθύνονταν και σ’ εμένα.

Ίσως ήθελε να θυμάμαι ότι οι έρωτες εκτός από αρχή έχουν και τέλος ή ότι η συμφωνία παροχής διαφόρων εκατέρωθεν υπηρεσιών αρχικά μπορεί να φαίνεται αυτονόητη, ακόμα και ερωτική, αλλά κάποια στιγμή θα καταλήξει να μοιάζει με απελπισμένη ανταλλακτική δοσοληψία. Ίσως να μου επεσήμαινε πως πολλές επιθυμίες μας αναδύονται όταν ανακοινωθεί η παύση του δεσμού και είναι πια πολύ αργά να ικανοποιηθούν· πως πιθανώς υπάρχει ένας μηχανισμός που μας συγκρατεί να τις εκφράσουμε όταν το πάθος είναι στο αποκορύφωμά του ή κάποιος άλλος, ακόμα πιο απατηλός, που απλά τις ξυπνάει όταν είναι αδύνατον να συμβούν. Ίσως πάλι να μου έλεγε ότι αν κάποτε θελήσω να δημιουργήσω ας γνωρίζω πως χωρίς το καύσιμο ενός έρωτα δεν παράγεται τίποτα και, ακόμα χειρότερα, ίσως απαιτείται η συντριβή του τέλους, ώστε να ξεχυθούν τα θραύσματα στο λευκό, άφτιαχτο έργο.

Σίγουρα, όμως, μου έλεγε πως σίγουρα θα υπάρξει και στην δική μου ζωή μια ύστερη γυναίκα, που στα ύστερα του έρωτα θα με κάνει να εκλιπαρώ την επιστροφή στην αρχή, αναιρώντας την ίδια του την φύση, θα εμπνεύσει διακαές φετίχ και θα με φτάσει στο βάραθρο της λύπης, δηλαδή ακριβώς εκεί όπου παράγεται η καλλιτεχνική δημιουργία. Ή ότι, όσο κι αν ανακοινώνω το τέλος του κόσμου μου, στην άλλη γωνία o ίδιος κόσμος θα επανιδρυθεί, γιατί ο έρωτας απλώς αλλάζει τόπους και δεν κατοικεί ποτέ στο ένα και μοναδικό πρόσωπο που πιστέψαμε ότι τον περιέχει, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα. Το ίδιο και η ύλη της έμπνευσης. Ποιος θα τολμήσει να διανοηθεί πως είναι ο μόνος και αποκλειστικός αυτουργός της; {Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

 Οι ταινίες: After hours (Martin Scorsese, 1985), Stories of New York (I: Life lessons) (Martin Scorsese, 1989). Η γυναίκα: Rosanna Arquette.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.




Φεβρουαρίου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728  

Blog Stats

  • 1.133.154 hits

Αρχείο