Βιβλία περί του Ιερού, 1 (2023)
Το εν λόγω βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είναι μόνο μόλις το δεύτερο από τα πρώτα του δημοσιευμένα έργα, αλλά και κάποιο που ο ίδιος προτίμησε να μην επανεκδοθεί, ενώ είναι πλέον εξαντλημένο στα βιβλιοπωλεία. Στις καθιερωμένες σελίδες του διαδικτύου η εργογραφία του Παπαγιώργη «αρχίζει» από το 1987 αλλά όπως πάντα είναι τα ίδια τα βιβλία και τα περιοδικά που θα συμβουλευτούμε. Στο εξαιρετικό αφιέρωμα του περιοδικού Νέον Πλανόδιον (τεύχος 1), που παρουσιάστηκε παλαιότερα εδώ, στο ειδικό κείμενο του Κώστα Κουτσουρέλη η Οργή Θεού αναφέρεται πράγματι ως το δεύτερο βιβλίο του, το οποίο όχι μόνο δεν ξανατυπώθηκε αλλά και αποσιωπήθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα, ενώ προφανώς αναφέρεται και στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου Κωστής Παπαγιώργης, Τα βιβλία των άλλων, 1. Έλληνες συγγραφείς (επιλογή κειμένων Γιάννης Αστερής, Δημήτρης Καράμπελας, εκδ. Καστανιώτη, 2020). Το βιβλίο περιλαμβάνει δυο κείμενα που γράφτηκαν το 1978 και το 1979· το πρώτο κείμενο Οργή Θεού (σ. 9-67), γράφτηκε στο Κάτω Χαλάνδρι, το 1978. Το δεύτερο (σ. 71-119 ) δεν αναφέρει τόπο αλλά πλήρη ημερομηνία: 20 Μαρτίου 1979. Το παρουσιάζουμε σήμερα στο Πανδοχείο, στην καθιερωμένη ετήσια προεαρινή και εαρινή ετήσια ακολουθία αναφοράς σε βιβλία περί του Ιερού. Η περσινή και οι παλαιότερες ακολουθίες θα προστεθούν σταδιακά στο τέλος του κειμένου.
Η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι η Βίβλος της εξουσίας. Ο λόγος του θεού χαρίζει υπερβατική εγγύηση στο έργο του νομοθέτη· η ανάγκη της συλλογικής ενότητας, της τάξης, της ειρηνικής συνύπαρξης και συνάμα του αισθήματος της ένοχης ζωής, βρίσκουν στην θρησκεία την ιδανική τους πλήρωση. Ο Θεός στηρίζει τον νόμο, γι’ αυτό και κάθε θρησκεία συναρτάται πάντα με πολιτικές επιταγές που, ντυμένες τη θεία θέληση, υπερυψώνουν μυσταγωγικά την βούληση του νομοθέτη και την λογική του εκφοβισμού που την υπηρετεί. Συμπλησιάζοντας Θεό και νόμο, ιερό και ανθρώπινο, γυρεύοντας με άλλα λόγια το θεολογικό στέγαστρο του νόμου και τη νομική αρχή του θείου, το αποτέλεσμα είναι διπλό: το ιερό αποκαλύπτει τη ριζική του βεβαιότητα και μεταφράζεται άμεσα σε πολιτική αποτελεσματικότητα. [σ. 15]. Οι παρουσίες του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, του Σολομώντα, του Δαυίδ και προπάντων του Μωυσή, πατριαρχικές μορφές που κρατούν στα χέρια τους αξεχώριστες την πολιτική και την θρησκευτική εξουσία. Νόμος και Θεός και στις δυο Διαθήκες, μοιάζουν πράγματα τόσο παραπλήσια, ώστε μόνο η ταύτισή τους τα κάνει κατανοητά.
Το διυστικό σχήμα του καλού και του κακού είναι που χαρίζει στην θρησκεία την αληθινή της περιοχή. Κανονικά η παντοδυναμία του Θεού θα ταίριαζε καλύτερα σε μια τάση κατάφασης απέναντι σε όλα τα δημιουργήματα. Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να καταδίκασε τον άνθρωπο να ζει μέσα σ’ έναν κόσμο που ξεσκίζεται από δυο ασυμφιλίωτες αρχές; Ο άνθρωπος είτε θα κρατηθεί μακριά από τη γνώση του καλού και του πονηρού, άρα μακριά από την ελευθερία και την εξέγερση, είτε θα διεκδικήσει την αυτονομία του χάνοντας τον Θεό. Η θρησκεία ταυτίζει την ζωή με την ενοχή. Όλοι οι απόγονοι του Αδάμ ζουν για να λογοδοτούν.
Σύμφωνα με το «γονικό κέντρο» της Παλαιάς Διαθήκης δεν φταίει η αρχική διαίρεση του κόσμου που φέρει τη βούληση πάντα μπροστά σε ένα δίστρατο, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Με μια σοφή αντιστροφή, το πονηρό παρουσιάζεται σα να βγαίνει από ανθρώπινα χέρια και ο κόσμος πλουτίζει ή φτωχαίνει αποκλειστικά εξαιτίας της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης. Έτσι το πέρασμα από την κοσμογονία στο προπατορικό αμάρτημα σημαδεύει το άλμα από την μεταφυσική στην ηθική και το δίκαιο. Χωρίζοντας τον κόσμο στα δύο (Θεός-διάβολος), εγκαθιστά μια θεοκρατική νομοθεσία που, μολονότι ξένη προς την ελληνική σκέψη, καταλήγει στην ίδια αποθέωση του νόμου. Η ίδια η μορφή του Μωυσή θέτει τους όρους της: αφαιρείται κάθε σκιά ευθύνης από τον Θεό για την ανομία της Εύας. Εκείνος τους πρόσφερε τον παράδεισο και τα δημιουργήματά του τον αρνήθηκαν.
Έτσι το παράφορο πρόσωπο του Θεού κρατά τον άνθρωπο δέσμιο στη στάση της υπακοής. Ο φόβος βέβαια παίζει ρόλο νομοθετικής προϋπόθεσης. Η εξουσία πείθει μόνο αν είναι θεόπεμπτη και ο νόμος μπορεί να σταθεί μόνο αν φαίνεται θεόσταλτος. Οι δέκα εντολές έπρεπε να πέσουν από τον ουρανό· ειπωμένες ανθρώπινα χείλη, τα ίδια λόγια θα φαίνονταν ανίσχυρα. Η ανάγκη να είναι κατά κυριολεξία ουρανοκατέβατες δεν έχει τόσο σχέση με το περιεχόμενό τους όσο με το κύρος και το δέος που τις περιβάλλει. Άλλος είναι ο φόβος που εμπνέει ο άνθρωπος και άλλος ο φόβος του θεού που προστάζει αόρατος από το βήμα του ουρανού. Σημασία έχει όχι τόσο αυτό που λέγεται αλλά ο τόπος από τον οποίο λέγεται. Όσο ψηλότερα βρίσκεται ο λόγος τόσο βαθύτερα ριζώνει στην ψυχή και αυτή η κάθετη κατεύθυνση αποτελεί λειτουργία καθαρά πολιτική. Έτσι η εξουσία αποδείχνεται θεότοκος. Το θέλημα του Θεού εξομοιώνεται με το θέλημα του νόμου, ώστε κάθε παράβαση του δεύτερου σημαίνει μονομιάς προσβολή του πρώτου.
Το πρόσωπο του μοχθηρού (:μόχθος) Θεού και η οργή του, που σταδιοδρομεί υπέροχα στις σελίδες της Γραφής, όπως γράφει ο Παπαγιώργης, παρουσιάζονται όχι ως γνωρίσματα της ουσίας του, παρά σαν αναγκαστικές αντιδράσεις στα δαιμόνια που βασανίζουν τον λαό του. Το πολιτικό του καθήκον τον κάνει μαχητή και το κακό δεν μπορεί να τιμωρηθεί διαφορετικά παρεκτός αν χρησιμοποιηθούν τα ίδια του τα όπλα. Τιμωρώ σημαίνει εγκληματώ υπό την αιγίδα του νόμου – αμαρταίνω νόμιμα. Στο μεγάλο δικαστήριο της Βιβλίου πρόεδρος είναι ο πανεπόπτης Θεός. Μια παραβίαση μπορεί να ονομαστεί κλοπή ή μοιχεία, πουθενά όμως δεν γίνεται λόγος για την ηδονή του μοιχού και της μοιχαλίδας ή την τρελή χαρά του κλέφτη. Αυτό που μετρά είναι πώς βλέπει την πράξη ο δικαστής. Μέσα στην ασυμφιλίωτη διαμάχη του καλού με το πονηρό, ο λαός ασφαλίζεται μόνο αν ταυτίσει την μοίρα του με τον Θεό του. Για να κρατήσει την ταυτότητά του, πρέπει να παραδοθεί σε κάτι ανώτερο, κοινώς να αλλοτριωθεί.
Όταν ξεσπάει μια διαφωνία ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, τον λόγο παίρνουν οι νόμοι, μα όταν η διαμάχη φέρνει αντιμέτωπα όχι άτομα αλλά λαούς ολόκληρους, τότε η μορφή του Θεού μεταμορφώνεται σα να στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Στην περίοδο του πολέμου οι ίδιες αρχές από το ίδιο άτομο έχουν την απαίτηση να φανεί «θεριό ανήμερο». Ο άνθρωπος από προστατευόμενος του «ου φονεύσεις» τώρα γίνεται στόχος του «φόνευε αδιάκριτα» Δεν έχει δηλαδή σημασία η πράξη αλλά το πρόσωπο και οι συνθήκες – όχι το αν σκοτώνω αλλά το ποιον, που και πότε σκοτώνω! Μια μεγάλη στιγμή της σχετικής αφήγησης είναι όταν ο ίδιος ο Θεός παίρνει θέση μαχητή στο πλευρό των άλλων στρατιωτών ή πάνω από τα κεφάλια τους: ρίχνει πέτρες σα χαλάζι από τον ουρανό και όταν ο Ιησούς του Ναυή παρακαλεί να κρατηθεί άσβηστο το φως της μέρας και της νύχτας, ακινητοποιεί τον ήλιο και την σελήνη. Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη στη σκηνή του με ακλόνητη την πίστη της στο Θεό.
Φαίνεται λοιπόν ότι στην ειρήνη και στον πόλεμο εκείνο που παραμένει είναι η πίστη στο Θεό και στην ενότητα του λαού. Μοναδική ηθική της Γραφής είναι η απόλυτη πίστη στην αυτοσυντήρηση του έθνους. Λατρεία και κηδεμονία κάνουν από την μία τον Θεό εθνική υπόθεση και από την άλλη δίνουν στο άτομο την μοναδικότητα ενός σπάνιου προνομίου: μόνο αυτό μπορεί να λατρεύει, να πιστεύει και να κηδεμονεύεται. Δύο δυνάμεις, δύο εξουσίες, αμφι-θέατρο, ο κάτοχος της δικαστικής, της νομικής και της ηθικής εξουσίας δεν διακρίνεται. Τα δυο κράτη, το ουράνιο και το επίγειο, κάνουν τη μία εξουσία πιο ισχυρή. Και φυσικά η πανταχού παρουσία του Θεού αποδεικνύεται πιο βέβαιη από την απόμακρη παρουσία του ουρανού. Αφού η θρησκεία μαθαίνει τον πολίτη να ονειρεύεται με ανοιχτά μάτια, η φαντασία και η ψευδαίσθηση καταλήγουν να είναι τα πιο δυναμικά πολιτικά μέσα.
Για το Ισραήλ ο ερχομός του Ιησού είναι μια ακόμη επαληθευμένη προφητεία. Το νέο που προσκομίζει η καινότητα της δεύτερης διαθήκης βρίσκεται στον τρόπο που ο Παύλος, θεμελιωτής του Χριστιανισμού, καθιστά την διδασκαλία του Χριστού θεωρία της εξουσίας. Άλλος ένας νομοθέτης που δεν έγραψε, πρέπει να κριθεί με βάση το έργο αυτών που κρατούν στα χέρια τους την εξουσία της γραφής! Μιλώντας διαρκώς για το νόμο, τον βασιλιά, την εξουσία, την τιμωρία και την υπακοή, ο Ναζωραίος φανερώνει απαρχής ότι η αποστολή του έχει σκοπό ανατρεπτικό: θέλει να ζωογονήσει την πίστη στις αξίες μιας γενεάς που έχει παραδοθεί στην αμαρτία (γενεά πόρνη και μοιχαλίς). Με παραστάτες μια αμήχανη ομάδα φτωχών ψαράδων χωρίς την παραμικρή υλική δύναμη, μιλούσε ως εξουσίαν έχων. Αντιπροσώπευε δηλαδή το ηθικό πρότυπο της εξουσίας που αψηφά κάθε υλική ισχύ και παρουσιάζεται γυμνή από εξωτερικά στηρίγματα. Αυτή η πλούσια σε λόγο και εσωτερικότητα φωνή για να ακουστεί πρέπει, όπως και με τον Μωυσή, να έρθει από αλλού. Τα λεγόμενά του θα αποκτήσουν την δύναμη της επιβολής μόνο στον βαθμό που θα ενσαρκώσουν την ίδια την διαφορά και η ύπαρξή του θα παρουσιαστεί αμφίβια και αμφίκοσμη: είναι άνθρωπος αλλά έχει υπεράνθρωπες ικανότητες· ζει στον κόσμο όμως κατάγεται από το υπερκόσμιο· συμμερίζεται την ζωή των θνητών κι όμως η ταφή του θα τον αναδείξει αθάνατο. Η φύση του θεανθρώπου ταυτίζεται με την φύση του νόμου: ανθρώπινη και προσιτή σε ό,τι λέγει, θεία και μυστηριακή σε ό,τι αφορά την καταγωγή της εξουσίας της.
Όλη η ζωή του πιστού πρέπει να αναλώνεται στη μάχη κατά του σώματος· αυτό είναι η γενέθλια γη του πειρασμού, της ασθένειας και της απιστίας. Η σάρκα και οι επιθυμίες ξε-θεώνουν τον άνθρωπο ενώ η ψυχή διατηρεί την ακεραιότητά της. Η σάρκα θεωρείται καλός αγωγός του κακού που πρέπει να τιμωρείται και να βασανίζεται ώστε να γίνει πειθήνιος ακόλουθος της ψυχής. Αναπόδραστα το χάσμα της ψυχής από το σώμα παίρνει την απόσταση του Θεού από τον διάβολο. Τα λόγια του Ναζωραίου δεν εξηγούν μόνο την ύπαρξη του διαβόλου αλλά και δείχνουν να την έχουν ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Χωρίς διάβολο Θεός δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και νόμος χωρίς την απειλή του πονηρού. Πίσω από την ασταμάτητη μάχη, διαφαίνεται η κρυφή συμμαχία και αλληλεγγύη των αντιθέτων. Και το μαρτύριο του σταυρού χάρη στην ύπαρξη του κακού βρίσκει την δικαίωσή του, ειδάλλως, σε έναν ά-κακο κόσμο κάθε μαρτυρολογία είναι μάταιη και κάθε πίστη παράλογη. Κάτω από αυτό το μανιχαϊστικό στερέωμα θεμελιώνεται μια πολιτεία που, με την απειλή της μετά θάνατον τιμωρίας, υπερασπίζεται την υπόσταση του νόμου.
Αλλά ένας λαός σαν τον ρωμαϊκό, που έχει αποδεχτεί τον νόμο και το κράτος του Καίσαρα, τι ανάγκη έχει να αναδείξει νομοθέτη του τον γιό ενός ξυλουργού που σέρνει πίσω του μια ομάδα ανίσχυρους ψαράδες; Μοιραία, κάθε φέρσιμό του παίρνει το νόημα της επανάστασης και στρέφεται καταπάνω και στους δυο λαούς: στους Εβραίους για τον νόμο που ποδοπάτησαν, στους Ρωμαίους για το κράτος της αδικίας που συντηρούν. Τα λόγια του οδηγούν στο πρότυπο μιας απόλυτα ηθικής εξουσίας που, επειδή ακριβώς μιλά την γλώσσα της ηθικής, δεν έχει ανάγκη να προστρέξει στα μέσα της πολιτικής δύναμης. Ο Ιησούς πλέον διαχωρίζει τον (κάθε) Καίσαρα από τον Θεό. Κάθε αποστροφή του έχει ως κριτήριο την ηθική: περιφρονεί την σοφία και εκθειάζει την κατάσταση του παιδιού, πρότυπο της εγκάρδιας αγνότητας· περιφρονεί το σώμα και υψώνει την μέριμνα της ψυχής· πλησιάζει τις πόρνες, τους αποδιωγμένους, τους αρρώστους. Οι παραμερισμένοι του κόσμου, αυτοί που κατέχουν τα λιγότερα, είναι οι πιο κατάλληλοι για να δεχτούν το μήνυμά του.
Το κατόρθωμα της μίμησης του θεού απαιτεί ένα πλήθος καθηκόντων με κορυφαίο το χρέος της αγάπης. Οι ρήσεις Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν και Αγαπάτε αλλήλους αποτελούν από μόνες τους μια πολιτειολογία. Η αγάπη εξομοιώνει γιατί η ψυχή μεταμορφώνεται σε αυτό που αγαπάει. Σε αυτή τη νέα πολιτεία όλοι θα μοιάζουν με όλους και ο πολίτης θα βλέπει παντού τον εαυτό του. Έτσι όχι μόνο αποκλείεται το έγκλημα αλλά και καταργείται το δίκαιο: ένας άνθρωπος από μόνος του δεν έχει ανάγκη από δικαστή! Φυσικά η ανταμοιβή του πιστού τοποθετείται πάντα σε χρόνο μεταθανάτιο, ώστε όχι μόνο να ασφαλίζεται η τάξη αλλά και η ανίσχυρη ανθρώπινη φύση σε καμιά στιγμή να μην είναι βέβαιη για τον εαυτό της. Μοίρα της αγάπης είναι να μη βρει στιγμή ανάπαυσης σε τούτο τον κόσμο.
.Το ζήτημα του περιουσίου λαού λύνεται οριστικά με την εμφάνιση του Παύλου. Την στιγμή που ο Φίλιππος και ο Ανδρέας του αναγγέλλουν τον ερχομό μερικών Ελλήνων, φαίνεται πια ξεκάθαρα ότι η μεσσιανική αποστολή του δεν λογάριαζε τα σύνορα του Ισραήλ. Η διδασκαλία του θα γυρέψει τους πιστούς μέσα στους δρόμους του κόσμου, αδιαφορώντας για σύνορα, γλώσσα και φυλή. Η θρησκεία όλων των εθνών σημαίνει πως στην έσχατη ανάγκη οι δυο διαθήκες θα διορθωθούν από ανθρώπινο χέρι. Ο Παύλος, το μόνο πρόσωπο που καμία ρήση της Παλαιάς Διαθήκης δεν προαναγγέλλει, φτάνει απρόσκλητος για να κάνει αυτό που καμία γραφή δεν αναφέρει: την εθνική θρησκεία μετανάστιδα. Η εξαγωγή της χριστιανικής θρησκείας στους άλλους λαούς, έργο του Παύλου, είναι η αρχή του μεσουρανήματός της.
Βέβαια η θρησκεία κινδύνευε να σκαλώσει σε εθνικά χαρακτηριστικά αν δεν παραμεριζόταν η περιτομή, και η σχετική παρέκκλιση στοίχισε στον Παύλο την εχθρότητα των Εβραίων αλλά του εξασφάλισε την υποστήριξη των εθνικών. Η κατάργηση της προσφοράς των θυσιών και οι άλλες αναθεωρήσεις θα τον φέρουν ακόμα πιο κοντά στους λαούς της ξένης. Η θρησκευτική και πολιτική αναθεώρησή του δεν παρασύρει μονάχα τις θεμελιακές αρχές της εβραϊκής πίστης αλλά και της διδασκαλίας του Ιησού. Η ηθική τάξη μετατρέπεται σε πολιτική τάξη και κάθε λόγος του μεταφράζεται σε «χειροπιαστή πολιτική μέριμνα». Ο νόμος αναλαμβάνει την παιδαγωγική του φόβου και κατακτά την ψυχή με την απειλή του θανάτου και της μεταθανάτιας ζωής. Σύμφωνα με το δόγμα της σαρκοφοβίας η σάρκα ταυτίζεται με την αμαρτία και ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό και την σωτηρία περνά από την εκμηδένιση της υλικής ζωής. Η διδασκαλία του Παύλου είναι μια μορφή φυσικής αυτοκτονίας που σκοπεύει στην αιώνια ζωή του πνεύματος σαν επιβράβευση της ισόβιας θανάτωσης του σώματος.
Μήτε στον κόσμο, μήτε στην πρόσκαιρη ζωή του, μήτε στην όποια επιθυμία μπορεί ο πιστός να βρει κατοικία· […] Η τρομακτική πιθανότητα της δευτέρας παρουσίας (του Χριστού) αλλάζει ανεπαίσθητα σε ακλόνητη βεβαιότητα ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται αλλού. Ιδανικό πολιτικό επιχείρημα, τούτο το άλλοθι δίνει στο πρόσωπο του τελικού κριτής τόσες εξουσίες ώστε ολόκληρη η ζωή να μετατρέπεται σε δίκη και η συνείδηση σε εισαγγελέα και καταδότη. [σ. 65].
Με συνεχείς αναφορές σε εδάφια της Αγίας Γραφής και με ακριβείς παραπομπές στα σχετικά βιβλία, ο λόγος του Παπαγιώργη αστράφτει στην «διαλεκτική» με την οποία ακριβώς έγραφε, μια «διαλεκτική» που ανεξάρτητα από την θέση του αναγνώστη ερεθίζει με την απόλαυση λόγου και περιεχομένου. Το κείμενο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη που περιλαμβάνεται στο βιβλίο ως επίμετρο, στην ουσία μια κριτική της Φαντασιακής θεσμοποίησης της κοινωνίας, μπορεί να φαίνεται ξένο, αλλά ουσιαστικά γεννήθηκε, σύμφωνα με τον συγγραφέα από την ίδια θεωρητική μήτρα και συνεχίζει την ίδια προβληματική.
Πλήρης τίτλος: Οργή θεού. Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου. Κορνήλιος Καστοριάδης. Ένας σοφιστής. Εκδ. Νεφέλη, 1981, σελ. 119.
Στις εικόνες: Αγνώστου, Joseph Eugene Dash, Αγνώστου, Ilan Hasson, Jos Speybrouck, Adolf Odorfer, Elisabetg Chaplin, Jacques Beltrand, Lucas Lorenzo.
Άλλα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη στο Πανδοχείο: Περί μέθης, Ίμερος και κλινοπάλη, Περί μνήμης, Γεια σου, Ασημάκη, Υπεραστικά
0 Σχόλια to “Κωστής Παπαγιώργης – Οργή θεού. Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου”