Archive for the 'Λογοτεχνία' Category

10
Μαρ.
23

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 33: Οι ύστατες

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 51 (Μάρτιος 2023), εδώ

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 33: Οι ύστατες

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους.

Η πρώτη γυναίκα που είδα όταν αναδύθηκα από την πισίνα ήταν η Πέγκυ. Πλησίασα ευλαβικά τα πόδια της που σε γαλάζια τσόκαρα ξάπλωναν σε μια σεζλόνγκ. Πόσο ωραία είναι τα πόδια σας στα σανδάλια, πριγκίπισσα, της είπα· χαμογέλασε στην φιλοφρόνηση και συμφώνησε πως «με πρόσωπα που γνωριζόμαστε καλά, δεν υπάρχει φλερτ». Χαιρόταν που με ξανάβλεπε ύστερα από τόσο καιρό, όπως και ο άντρας της κι ένα φιλικό ζευγάρι που εμφανίστηκαν αργότερα. Μου είπαν για δυο διπλανά σπίτια που έβαλαν πισίνα και αρχικά εξεπλάγην που δεν το είχα πληροφορηθεί. Όμως αμέσως μετά φωτίστηκα ολόκληρος, καθώς συνέλαβα την υπέροχη ιδέα: αν μια σειρά από πισίνες σχηματίζουν ενιαία γραμμή που διασχίζει μια ολόκληρη περιοχή του Κονέκτικατ και καταλήγει στην δική μου, τότε… θα μπορούσα να επιστρέψω σπίτι κολυμπώντας! Οι πισίνες των αγαπημένων μου φίλων σχημάτιζαν έναν ποταμό, που αμέσως ονόμασα Λουσίντα, από το όνομα της λατρευτής μου γυναίκας! Θα της άξιζε μια τέτοια τιμή! Ο εξαίσιος καιρός, άλλωστε, με ενέπνεε για μια τέτοια περιπέτεια.

Η γυναίκα της δεύτερης πισίνας φορούσε ένα μπλε σύνολο και ανοιχτά σανδάλια. Με κοίταξε έκπληκτη, πόσο μάλλον όταν της πως κάποτε ήμουν τρελός γι’ αυτήν. Απόρησε που δεν της εξομολογήθηκε ποτέ. Σε λίγο εμφανίστηκε ο άντρας της και με ρώτησαν κάτι ακατανόητα για την αξία πώλησης τους σπιτιού μου αλλά τους είπα πως δεν το πουλάω γιατί θέλω οι κόρες μου να ζήσουν εκεί. Αντάλλαξαν απορημένα βλέμματα. Στο τρίτο σπίτι εμφανίστηκε μια μεσήλικη κυρία που όταν της θύμισα πως είμαι φίλος του γιου της με επέπληξε αυστηρά επειδή δεν πήγα ποτέ να τον δω ούτε του τηλεφώνησα όταν ήταν στο νοσοκομείο. Την άφησα κι έφυγα, ίσως της είχε σαλέψει. Βγήκα σε μια ολόφωτη πεδιάδα και είδα ένα άλογο. Ένοιωθα τόσο δυνατός που το προκάλεσα σε αγώνα! Τρέχαμε σχεδόν δίπλα και φυσικά με ξεπέρασε, αλλά το ανταγωνίστηκα επάξια!

Στην γειτονική πισίνα δυο νεαρές που γνώριζα καλά διασκέδαζαν με φίλους, ενώ οι γονείς τους έλειπαν στο κλαμπ. Ρώτησα την μία, την αγαπημένη μου Τζούλι, γιατί δεν την βλέπουμε πια και με κοίταξε περίεργα. Νόμιζε πως δεν την χρειαζόμασταν, είπε, όμως της τόνισα πως πάντα χρειαζόμαστε μια μπέιμπι σίτερ. Μετά μου σύστησε τον αδελφό της, που μου φάνηκε μεγαλύτερος απ’ όσο τον θυμόμουν, και μου είπε ότι πάντα θαύμαζε την κόκκινη μου Τζάγκουαρ. Της ανακοίνωσα την ιδέα μου και την προσκάλεσα να διασχίσουμε μαζί το ποτάμι με τις πισίνες. Ενθουσιάστηκε, βουτήξαμε (πόσο φωτισμένος ο βυθός απ’ τον ήλιο!), και μετά βγήκαμε στο δάσος. Μου εξομολογήθηκε πως τότε που κρατούσε τις κόρες μου είχε μεγάλο κόλλημα μαζί μου και ήθελε να πιστεύει πως ήμουν ερωτευμένος μαζί της αλλά και πολύ έντιμος ώστε να μην το εκδηλώνω λόγω του γάμου μου. Ένοιωσα υπέροχα.

Παραδίπλα είχαν πάρτι και μας υποδέχτηκαν σαστισμένοι αλλά και με ενδιαφέρον για το αναπάντεχο ζευγάρι που ζήτησε ένα πέρασμα από την πισίνα τους. Τα πέλματά της άστραψαν μες τους αφρούς της βουτιάς. Κι ύστερα είχαμε μπροστά μας μια ανοιχτή πράσινη έκταση. Τρέξαμε χαμογελαστοί και πηδήξαμε κάτι εμπόδια ιππασίας – απογειωνόμασταν και προσγειωνόμασταν σχεδόν ευτυχισμένοι. Δεν απέφυγα ένα μικρό τραύμα κι ένοιωσα κάπως τρωτός. Ξαπλώσαμε κάτω από ένα δέντρο και της απήγγειλα στίχους από το Άσμα Ασμάτων. Μου μίλησε για τα ραντεβού που βγαίνει με διάφορους νέους, χάρη σε μια πλατφόρμα όπου δίνεις ένα μικρό ποσό, συμπληρώνεις ένα ερωτηματολόγιο και σου στέλνουν το τηλέφωνο τριών ταιριαστών τύπων. (Πού να γνώριζα πως οι ηλεκτρονικές γνωριμίες του 1968 θα αποτελούσαν σήμερα κυρίαρχη πραγματικότητα! Ή, αντίστροφα, ότι τα σύγχρονα καλωδιωμένα ραντεβού εμφανίζονταν μισό αιώνα νωρίτερα!). Μίλησε και για κάτι επιθετικούς άντρες που την παρενοχλούσαν στην δουλειά της. Η μικρή μου Τζούλι, ανυπεράσπιστη … της είπα πως από εδώ και μπρος θα την προστατεύω ως φύλακας άγγελος. Έβαλα το χέρι μου στο στομάχι της αλλά το απομάκρυνε· έσπευσα να την φιλήσω αλλά αρνήθηκε με έντονο τρόπο, απόρησε με το θράσος μου και έφυγε. Μα δεν ήμουν γοητευτικός άντρας; Αμφέβαλε για την ικανότητά μου λόγω της διαφοράς ηλικίας; Πώς ήταν δυνατόν να μην άρεσα στην όμορφη νέα; Έφυγα κουτσαίνοντας από το σκιερά δέντρα, μόνος και λυπημένος.

Συναντήθηκα και με άλλους περίοικους, που κάπως δυσκολευόμουν να κατανοήσω. Ένας έγχρωμος οδηγός δυσανασχέτησε που τον μπέρδεψα με άλλον όμοιό του. Ένα γυμνό ζεύγος ηλικιωμένων απαίτησε να μην τους ξαναζητήσω τίποτα, λες και τους είχα ζητήσει ποτέ οτιδήποτε. Κάποιος με ρώτησε πού βρισκόμουν όλο αυτό τον καιρό και του απάντησα το αυτονόητο: ήμουν τριγύρω.  Ένας άλλος μου είπε πως ήταν απαράδεκτο αυτό που μου συνέβη, να μας διώξουν από το σπίτι μας.

Κάποια στιγμή βρέθηκα μπροστά σε μια άδεια πισίνα. Μπροστά της καθόταν ένα μικρό αγόρι. Ο μπαμπάς του το είχε σκάσει με την μανικιουρίστα της μητέρας του, η νταντά ήταν κάπου μέσα. Μου εξομολογήθηκε ότι ήταν αποκλεισμένο από μια ομάδα φίλων και δεν είχε παρά την μοναξιά του. Του μίλησα: Πρώτα νοιώθεις ότι είναι το τέλος του κόσμου… μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι ελεύθερος, ότι είσαι ο δικός σου άντρας. Κι όταν μου είπε πόσο θα ήθελε κάποια στιγμή να ηγούνταν μιας συντροφιάς, συνέχισα: Δεν χρειάζεται να ανησυχείς αν θα είσαι αρχηγός της ομάδας κι όλα τα σχετικά με την θέση σου – είσαι αρχηγός της ψυχής σου και αυτό μετράει. Ύστερα το προέτρεψα να κολυμπήσει μαζί μου για να δει πως αν πιστεύεις πραγματικά ότι κάτι είναι αληθινό, τότε είναι αληθινό σε σένα. Κινούσαμε χέρια και πόδια στο ανύπαρκτο νερό – κολυμπήσαμε στη δεξαμενή της πίστης. Το άφησα με την θαυμαστή μας ιδέα κι έφυγα να συνεχίσω στο δικό μου άθλημα.

Στο αμέσως πλησιέστερο σπίτι είχαν πάρτι. Κόσμος συνωστιζόταν δίπλα στο νερό, μπροστά σε τραπέζια με χαβιάρι. Η οικοδέσποινα με αντιμετώπισε ως εισβολέα. Ποτέ δεν ερχόμουν, είπε, όταν με καλούσε, γιατί να χαρεί τώρα; Μια γυναίκα στεκόταν μόνη και πιάσαμε ενδιαφέρουσα κουβέντα αλλά ένας άντρας μάλλον ζήλεψε και την πήρε μακριά μου, να την ρωτήσει αν γνωρίζει ποιος είναι αυτός με τον οποίο μιλάει. Μετά είδα ένα δικό μου βαγονέτο που το είχαν μετατρέψει σε καντίνα για χοτ ντογκ και σόδα. Κάποτε έκανα τις κόρες μου βόλτα με αυτό! Πώς βρέθηκε εκεί; Πώς το όχημα του γέλιου τους κουβαλούσε τώρα τα καύσιμα των βαριεστημένων καλεσμένων; Πήγα να το πάρω πίσω αλλά αδυνατούσα να παλέψω· με έριξαν κάτω και με έδιωξαν.

Όμως η επόμενη πισίνα ήταν ήσυχη και την γνώριζα καλά. Μια όμορφη γυναίκα με βαθυκόκκινα μαλλιά καθόταν στην ξαπλώστρα, αφημένη στη ραστώνη του απογεύματος που είχε ήδη φτάσει. Η έκπληξή της δεν εκδηλώθηκε με φωνές αλλά με μια κουρασμένη έκφραση, σαν να την είχα κάνει να υποφέρει. Αφαίρεσα το αγκάθι που προσπαθούσε να βγάλει από το πόδι της, πήρα το πέλμα της στα χέρια μου και το έφερα στα χείλη, σα να ήταν δική μου, σα να μην συνέβαινε για πρώτη φορά. Με ρώτησε τι νέα από την Χώρα του Ποτέ Ποτέ και αν η ιδανική αμερικανική οικογένεια βρήκε την ευτυχία πάνω στο λόφο. Της θύμισα τον περσινό μας χειμώνα στο Τορόντο, αλλά δεν είχε πάει εκεί, είπε, εδώ και τρία χρόνια. Επέμεινα, αφού την είχα επισκεφτεί για το άνοιγμα του σώου της· μάλιστα χιόνιζε και πήγαμε με άμαξα από το ξενοδοχείο στο θέατρο. Μήπως τα μπέρδεψα και ήταν η Βοστώνη; Με ενοχλούσε ο καιρός και αναρωτιόμουν τι είχε ο ήλιος και δεν έκανε ζέστη. Με ρώτησε αν νόμιζα ότι θα έμπαινε στην κατάψυξη όσο θα έπαιζα τον οικογενειάρχη. Δεν καταλάβαινα αλλά ένοιωθα πως κάποιο παρελθόν θόλωνε το παρόν. Ρώτησα και τους δυο μας: Τι συνέβη; Τίποτα δεν έγινε όπως νόμιζα ότι θα γίνει. Όταν ήμουν παιδί οι άνθρωποι έμοιαζαν πιο ευτυχισμένοι. Θυμάται μια μικρή ανταμοιβή από την μητέρα μου να φροντίσω το γρασίδι. Σα να συνέβη ένα λεπτό πριν, σχεδόν το μυρίζω. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και μεγάλωσα. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν και μετάΔεν βγαίνει κανέναν νόημα.

Η Τζάνις συνέχιζε την δική της ιστορία: με κατασκόπευσε όταν συνάντησα την οικογένειά μου να τους πάω στο μπαλέτο, όταν χαμογελούσα στον περίγυρο, ενώ μια ώρα πριν ήμουν μ’ εκείνη στο κρεβάτι. Όταν ξαναβρεθήκαμε της έκανα διάλεξη για τα καθήκοντα του συζύγου και πατέρα, που αξίζει να δημοσιεύεται και στο ετήσιο Reader’s Digest. Μετά πήρα το τραίνο πίσω για το Κονέκτικατ, να επιστρέψω στην σύζυγο· άλλωστε ζούσαμε σε δικό της σπίτι, και γνώριζε ως και πού βρίσκεται το κάθε χαμένο κουμπί των πουκαμίσων μου. Αφού δεν θέλησα να χάσω τις ανέσεις μου, φρόντισε κι εκείνη για τις δικές της. Μου θύμισε τον υπάλληλο του ξενοδοχείου όπου μέναμε: ήταν πρωτόγονος, χωρίς αναστολές (με κοίταξε προκλητικά), με άκουγαν μαζί στο τηλέφωνο που της κλαψούριζα για την αθώα σύζυγο και τα παιδάκια μας και γελούσαν τόσο πολύ που δάγκωναν τα σεντόνια.

Δεν μπορεί να τα εννοούσε όλα αυτά, σίγουρα θα ήταν ψέματα. Ήταν έτοιμη να δακρύσει, την άγγιξα στην πλάτη, της ζήτησα να πάμε δυο βδομάδες μαζί ένα ταξίδι, οπουδήποτε. Κρύωνα όλο και περισσότερο και αγκάλιαζα το σώμα μου να ζεσταθώ. Δυσκολευόταν που μου αρνούνταν αλλά δεν ήθελε να ξαναδιαλυθεί. Της θύμισα που κάναμε έρωτα σ’ αυτή την πισίνα και μου είχε πει ότι της άρεσε. Τότε ξέσπασε και ούρλιαξε πως μου έλεγε ψέματα για τα πάντα, πως βαριόταν κι εμένα και τις ιστορίες μου για τον πόλεμο, τα ρεκόρ μου στο γκολφ, τις κατακτήσεις μου, και ότι βρήκα σ’ αυτήν το ταίρι μου, μια ψεύτρα των προαστίων. Ψέλλισα πως λυπάμαι για οτιδήποτε μπορεί να της έκανα.

Ένας δρόμος ταχείας κυκλοφορίας εμπόδιζε την πορεία μου. Οι οδηγοί δεν σταματούσαν να περάσω, μόνο περιγελούσαν τον γραφικό άντρα με το μαγιό που έμοιαζε να τα έχει χαμένα. Ύστερα από κόπο κατέληξα σε μια συνωστισμένη δημόσια πισίνα. Με υποχρέωσαν να κάνω ντους και να φορέσω σκουφάκι. Φυσικά δεν δέχτηκα. Συνάντησα παλιούς γνωστούς που με ειρωνεύτηκαν επειδή προτίμησα πισίνα κοινών θνητών, είπαν πως τα δικά τους παιδιά φέρονται με σύνεση και δεν οδηγούν μεθυσμένα· πως οι κόρες μου δεν με άκουσαν ποτέ και γελούσαν μαζί μου, πως ήμουν από μόνος μου ένα μεγάλο αστείο. Ο ουρανός είχε κατακλυστεί από μαύρα σύννεφα. Είχε αρχίσει να βρέχει όταν έφτασα σπίτι. Η καγκελόπορτα ήταν κλειδωμένη και η σκουριά της μου έβαψε τα χέρια. Την έσπρωξα και έτριξε, περπάτησα στον χορταριασμένο κήπο και χτύπησα απελπισμένος την εξώπορτα αλλά δεν άνοιγε κανείς. Κοίταξα μέσα και το σπίτι ήταν άδειο. Τίτλοι τέλους.

Αν κάποιος με βιογραφούσε σε ολιγοσέλιδο διήγημα ή μεγάλου μήκους ταινία, σαν τον Κολυμβητή που έγραψε ο συγγραφέας John Cheever και μετέφερε στον κινηματογράφο ο σκηνοθέτης Dave Perry, τότε ίσως ως αναγνώστης ή θεατής έβλεπα αλλιώς την ζωή μου. Ήμουν ένας ψηλός, μυώδης και αθλητικός άντρας και ζούσα σε μια πλούσια συνοικία με την ιδανική οικογένεια. Βρισκόμουν μέσα στο αμερικανικό όνειρο και αποτελούσα πρότυπο επιρροής στον ευρύτερο περίγυρο. Κάποια μέρα φόρεσα το μαγιό μου και άρχισα να επισκέπτομαι τους άλλους κατοίκους της εσωτερικής μας πολιτείας. Εμφανιζόμουν μπροστά τους ευχάριστος και ευγενικός. Δεν σταματούσα να εκθειάζω την λαμπερή ημέρα και τα γαλάζια νερά στις πισίνες τους. Τότε αποφάσισα να επιδοθώ σ’ εκείνο το αγώνισμα, που θα ήταν αντάξιο της ιδέας για τον εαυτό μου, της εικόνας που ήθελα να δικαιώσω. «Είμαι εξερευνητής», τους είχα πει, «μια ιδιαίτερη ανθρώπινη ύπαρξη, ταπεινή και σπουδαία».

Το φιλόδοξο σχέδιο μετατράπηκε σε προαστιακό έπος: o ήρωας ξεκινάει ένα ταξίδι με κάποιο σκοπό, γνωρίζοντας πως στο τέρμα τον περιμένει η ευτυχία· βιώνει περιπέτειες, χαρές και λύπες και κάποτε φτάνει στον προορισμό του αλλά τίποτα δεν είναι ίδιο, μόνο η τραγική αλήθεια που βρισκόταν πάντα εκεί. Στην δική μου περίπτωση όλα προσπαθούσαν να φανούν απ’ την αρχή. Οι περιπετειώδεις τόποι που διέσχιζα δεν ήταν παρά περίκλειστοι κήποι, τυπικές προαστιακές βεράντες, οικιακά αλσύλλια που δημιουργούσαν μια αίσθηση μοναξιάς που πνίγηκε στην πολυτέλεια, Αρκαδίες σε περίφραξη. Οι οικοδεσπότες ήταν βαριεστημένοι πλούσιοι που σέρνονταν γύρω από τις πισίνες, έπιναν και προσκαλούσαν ο ένας τον άλλον, αρκεί βέβαια να είχαν την ίδια κοινωνική επιφάνεια. Παραπονούνταν για το hangover του χθεσινού πάρτι (γιατί πάντα υπήρχε ένα χθεσινό πάρτι), ή συζητούσαν για τα νέα τους αποκτήματα και τα έξοδα ή τις βελτιώσεις που έκαναν για τις πισίνες τους. Όλοι έμοιαζαν σα να έβγαιναν από φωτογραφίες ενός παλιού άλμπουμ, προκαλώντας πάντα την ίδια απορία: είναι όντως ευτυχισμένοι;

Φορούσα αποκλειστικά το ίδιο ρούχο, ένα μαγιό, γιατί μόνο αυτό μου είχε μείνει και κολυμπούσα γιατί ήταν το μόνο που με συνέδεε με την προηγούμενη ζωή μου. Όσο βρισκόμουν μέσα στο αποστειρωμένο νερό, ο παλιός μου εαυτός συνέχιζε να υπάρχει, έστω και χλωριωμένος. Φλέρταρα τις κυρίες στις πρώτες δυο πισίνες για να τους δείξω πως ήμουν ενεργός λάτρης των γυναικών· φίλησα την Τζούλι γιατί επιθύμησα να της προτείνω την αστείρευτη, όπως νόμιζα, σεξουαλική μου ενέργεια. Η Τζάνις ήταν πληγωμένη γιατί υπήρξαμε εραστές και με αγάπησε πραγματικά αλλά παρέμενε στη σκιά περιμένοντας να αφήσω την γυναίκα μου – κι εγώ, όσο περισσότερο με πλησίαζε, τόσο απομακρυνόμουν μέχρι που έφυγα. Ίσως ήταν η πρώτη που φώναξε την δειλία μου και φώτισε αυτό που ήμουν. Ζούσα από την περιουσία της γυναίκας μου, δεν πλήρωνα ποτέ τα χρέη μου, οι κόρες μου μεθούσαν και οδηγούσαν επικίνδυνα (μήπως εξαιτίας τους ο γιος εκείνης της γυναίκας ήταν τραυματίας ή νεκρός;). Στο μικρό αγόρι μπορεί ασυναίσθητα να είδα εμένα, μοναχικό και απομονωμένο από όσους ήθελα να με θαυμάζουν, και ίσως του μιλούσα για την δική μου φιλοσοφία: αν μπορείς να πιστέψεις ένα ψέμα, τότε μπορείς και να το πιστέψεις ως αλήθεια και να ζήσεις πάνω του.

Και τελικά, ίσως… αν όλα άρχισαν ένα φωτεινό πρωί και διέσχισαν την ημέρα ως το σούρουπο, αν ο ουρανός ήταν καταγάλανος και αργότερα συννέφιασε, αν ο καιρός από την ηλιοφάνεια κατέληξε στην καταιγίδα και αν τα δέντρα με τα ζωηρά χρώματα στο τέλος έχασαν τα φύλλα τους, ήταν επειδή προχωρούσα από την νεότητα στο γήρας και από την φαντασία στην αλήθεια. Ολόκληρη η ζωή μου συμπυκνώθηκε σε μια ημέρα και ο χρόνος επιταχυνόταν όλο και περισσότερο. Κολυμπούσα απεγνωσμένα ενάντια στα κύματά του για να παραμείνω στο παρελθόν αλλά στο τέρμα με περίμενε το παρόν: η οριστικά χαμένη νεότητα, η παρακμή του σώματος, η απώλεια του ανδρισμού. Το χάδι μου στα πόδια εκείνων των γυναικών ήταν η τελευταία μου ερωτική πράξη, η στιγμιαία επικράτηση της μνήμης κατά της λήθης.  Πάνω μου πλέον έλαμπε σαν το νερό η αχρηστία της περσόνας που αγωνίζεται να ταιριάξει στις προσδοκίες του περίγυρου, η κενότητα της επιφάνειας, η επιμονή των ανθρώπων να αγνοούν την πραγματικότητα. Ίσως κολυμπούσα προς την αληθινή μου ταυτότητα και κάθε σταθμός ήταν μια αντανάκλαση παλαιότερης ζωής και μια αποκάλυψη του χαρακτήρα μου. Μετά ήταν η σειρά μου να συγκολλήσω τα κομμάτια της ζωής μου, μια ιστορίας ταπείνωσης και πτώσης. Η δική μου Οδύσσεια δεν ήταν στις εφτά θάλασσες αλλά στις εφτά χλωριούχες πισίνες του Κονέκτικατ. Το τέλος της ήταν ένα σπίτι άδειο, σαν κι εμένα. Υπήρξα, υπήρξαμε εξαρχής άδεια δοχεία; {Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία: The Swimmer (Frank Perry, 1968).  Οι γυναίκες με σειρά εμφάνισης και αναφοράς: Marge Champion, Janet Landgard, Janice Rule.

Σημείωση: Η ταινία βασίστηκε στο διήγημα The swimmer του John Cheever που δημοσιεύτηκε στο New Yorker και εντάχθηκε στην φερώνυμη συλλογή διηγημάτων του. Γυρίστηκε το 1966 από τον Frank Perry, που αποχώρησε πριν το τέλος της λόγω διαφωνιών. Πολλές ημιτελείς σκηνές ολοκληρώθηκαν και νέες σκηνές προστέθηκαν από τον Sydney Pollack ως το 1968.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.

01
Μαρ.
23

Σταύρος Ζουμπουλάκης – Ποιος Θεός και ποιος άνθρωπος

Βιβλία περί του Ιερού, 2 (2023)

Τα κείμενα του Σταύρου Ζουμπουλάκη τόσο στο παρόν βιβλίο όσο και σε εκείνο που θα παρουσιάσουμε σύντομα (Άσπονδοι αδελφοί. Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, εκδ. Πατάκης, 2019) ανοίγουν και ανοίγονται σε ένα συναρπαστικό πνευματικό πεδίο όπου η φιλοσοφία, η θεολογία, ο στοχασμός, η πολιτική σκέψη και ο ηθικός προβληματισμός συνυπάρχουν, διαλέγονται και εκφράζονται με την γνώριμη προσιτή, δοκιμιακή αλλά και ταυτόχρονα εύληπτα διαλεκτική γραφή.  Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τα ονόματα, τα έργα και τα ευρύτερα θέματα για τα οποία γράφει ο συγγραφέας, προφανώς θα βρεθούν σε κήπο απολαύσεων. Όμως και εκείνοι που δεν είναι θα βρεθούν μπροστά στον ίδιο πλούτο, καθώς τα θέματά του τελικά έχουν καθολικό ενδιαφέρον και ερεθίζουν κάθε σύγχρονο νου που θέλει να νοιώθει ζωντανός και να στοχάζεται. Σε όλα αυτά τα ζητήματα ο Ζουμπουλάκης δεν περιορίζεται στην προς εμάς κοινωνία όλου αυτού του πλούτου αλλά παίρνει την δική του θέση, εμπλουτίζοντας τον διάλογο.

Δεν βρίσκω λύση στο δίλημμα. Την αναζητώ, μα δεν την βρίσκω. Αυτές είναι οι συγκλονιστικές φράσεις που πρόσθεσε με μολύβι ο Πρίμο Λέβι στο δακτυλόγραφο που ετοιμαζόταν να παραδώσει για τύπωμα, κατά την έκδοση του βιβλίου του με συνομιλίες με τον συγγραφέα Φερντινάντο Καμόν. Είναι όμως γνωστή η ακροτελεύτια φράση του με την οποία έκλεινε το βιβλίο των συνομιλιών: Υπάρχει το Άουσβιτς, δεν μπορεί επομένως να υπάρχει Θεός, και πράγματι ο Λέβι υποστήριζε ότι το Άουσβιτς στάθηκε για εκείνον μια εμπειρία που σάρωσε ό,τι είχε απομείνει από την θρησκευτική του αγωγή. Ιδού λοιπόν το θέμα του κειμένου του Ζουμπουλάκη «Ο Χανς Γιόνας και ο Θεός στο Άουσβιτς και μετά το Άουσβιτς». Που ήταν λοιπόν ο Θεός όταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης την θέση του ανθρώπου έπαιρνε το φοβισμένο ζώο που μόνη έγνοια του ήταν να βρει μια μπουκιά ψωμί παραπάνω; Το μόνο που έχουμε στα χέρια μας όσον αφορά το ερώτημα στις σκέψεις των πνευματικών ανθρώπων είναι τα λιγοστά κείμενα των επιζώντων, κι αυτά διαβάζει ο Ζουμπουλάκης, γνωρίζοντας φυσικά ότι αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό. Πρόκειται για το βιβλίο της Ραχήλ Ερτέλ Στου κανενός τη γλώσσα, μελέτη και ανθολογία γίντις ποιημάτων για το Ολοκαύτωμα και μια συλλογή με μαρτυρίες αφανών με τίτλο Λατρεύοντας τον Θεό μέσα στη δίνη. 

Ζήτησα να βρω πώς έφτανε / στον Θεό ο ήχος από τους θαλάμους αερίων, έγραφε σε ένα ποίημά του ο Ααρών Τσάιτλιν (που τον συναντώ μάλιστα αυτές τις μέρες διαβάζοντας την συναρπαστική αυτοβιογραφία του Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ). Οι Εβραίοι οδηγήθηκαν και εξολοθρεύτηκαν επειδή έμειναν πιστοί στον Θεό και στον Νόμο του· εξοντώθηκαν όχι επειδή απίστησαν αλλά επειδή υπάκουσαν και τήρησαν. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αρνηθεί κανείς τον Θεό – ο θρησκευτικός έχει ως μόνη πηγή του τον ισχυρό κλονισμό που προκαλεί στη θρησκευόμενη συνείδηση η σιωπή του Θεού. Αυτού του είδους η άρνηση όμως δεν μπορεί να είναι οριστική, αλλά φανερώνει τη γνώριμη στον μονοθεϊσμό διαλεκτική εξέγερσης και υπακοής. Σε κάθε περίπτωση, το βίωμα των πιστών Εβραίων στο Άουσβιτς ήταν, κατά κύριο λόγο, το βίωμα του άδειου ουρανού. Την Τορά την παραλάβαμε στο Σινά / και στο Λουμπλίν τη γυρίσαμε πίσω (Γιάκομπ Γκλατστάιν). Δεν έλειψαν και εκείνοι των οποίων η πίστη έμεινε ασάλευτη και όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, τήρησαν τις λατρευτικές εντολές μέσα στα στρατόπεδα. Σε αυτές τις πράξεις, γράφει ο Ζουμπουλάκης, δεν μπορεί παρά να δει κανείς την άρνηση της κτηνωδίας και την ακατάβλητη ανθρώπινη ελευθερία.

Αν τα παραπάνω αφορούν τον Θεό στο Άουσβιτς, τι συμβαίνει με τον Θεό μετά το Άουσβιτς; Η νέα συζήτηση για την έννοια του Θεού αποτελεί μέγιστη πρόκληση στη θεολογική και φιλοσοφική σκέψη και εδώ εντάσσεται η συμβολή του Γερμανοεβραίου φιλοσόφου Χανς Γιόνας και κυρίως η προσπάθειά του να απαντήσει στο ερώτημα «Τι είδους Θεός μπορούσε να επιστρέψει κάτι τέτοιο;». Αν ο Θεός της εβραϊκής (και της χριστιανικής) θεολογίας έχει τρία ιδιώματα (είναι παντοδύναμος, πανάγαθος και καταληπτός), αυτά δεν μπορούν πλέον να συνυπάρχουν. Το ζήτημα γίνεται ιδιαίτερα πολύπλοκο όταν η συζήτηση σήμερα διεξάγεται σε έναν πνευματικό και πολιτιστικό ορίζοντα από τον οποίο απουσιάζει η πίστη στην αιωνιότητα, στην άλλη ζωή, το γεγονός δηλαδή ότι «το νεότερο πνεύμα είναι ασύμπτωτο με την ιδέα της αθανασίας». Ο καθένας καταλαβαίνει την διαφορά: όταν η ζωή δεν έχει επέκεινα, όταν η σωτηρία και η τιμωρία αποτελούν μόνο ενδοϊστορικές δυνατότητες, όταν όλα εδώ κρίνονται, αυτό σημαίνει ότι και ο ίδιος ο Θεός από Κριτής γίνεται κρινόμενος και κρίνεται και αυτός εδώ.

Σημαίνει όμως επίσης ότι ακριβώς επειδή είναι κρινόμενος χρειάζεται υπεράσπιση και αναγνώριση ελαφρυντικών, και αυτό ακριβώς επιχειρεί ο Γιόνας: ο Θεός ήθελε να σώσει τους Εβραίους που πέθαιναν στα στρατόπεδα, αλλά δεν μπορούσε. Δεν είναι πλέον ο άνθρωπος που έχει ανάγκη τον Θεό, αλλά ο Θεός που χρειάζεται τον άνθρωπο! Αίροντας το θέμα της παντοδυναμίας ο Γιόνας δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το καταργεί. Πώς να εξεγερθείς ενάντια στον Θεό επειδή δεν τήρησε την υπόσχεσή του, αφού ο Θεός αυτός είναι μεν αγαθός αλλά ολότελα ανήμπορος; Η άρση του ιδιώματος της παντοδυναμίας δεν απογυμνώνει μόνον τον Θεό από κάθε δυνατότητα ενέργειας αλλά καταλύει και την δυνατότητα της προσευχής, την σχέση την σχέση του ανθρώπου και τον Θεό. Αν μη τι άλλο, ο τρόπος του Γιόνας είναι σαφής και τίμιος: ο Θεός του είναι ο Θεός στον οποίον μπορεί να πιστέψει και ο ίδιος – δεν είναι ασφαλώς ο ιστορικός Θεός του εβραϊκού μονοθεϊσμού, ούτε ο θεός της λατρείας και της προσευχής. Άλλωστε ο Θεός της εποχής της κολοσσιαίας ανάπτυξης της επιστήμης δεν μπορεί να είναι παντοδύναμος. Είναι όμως ο Θεός τον οποίο μπορεί να αποδεχτεί η σκέψη του. Τελικά όλα είναι ζήτημα οπτικής γωνίας και στάσης ζωής – και ο Θεός του Γιόνας είναι ο Θεός της σκέψης.

Στην ίδια εφιαλτική ιστορική επικράτεια της ναζιστικής θηριωδίας κινείται το κείμενο «Γκύντερ Άντερς: Έναντι του υπέρμετρου» αλλά αφορά ένα έτερο ηθικό πρόβλημα. Στον απόηχο της δίκης της Ιερουσαλήμ του Άντολφ Άιχμαν ο Άντερς είχε την παράξενη ιδέα να μιλήσει στο πρωτότοκο γιό του Άιχμαν και να επιγράψει την επιστολή του Εμείς οι γιοι του Άιχμαν. Για τον Άντερς η μόνη δυνατότητα θρήνου που απομένει στον Κλάους Άιχμαν είναι ο θρήνος για την στέρηση του θρήνου, καθώς ο γιος δεν μπορεί πραγματικά να θρηνήσει τον νεκρό πια πατέρα του (που εκτελέστηκε με βάση την απόφαση του δικαστηρίου), γιατί ο θρήνος προϋποθέτει τον σεβασμό προς τον νεκρό. Ο πατέρας στερεί από τον γιό του το έσχατο λυτρωτικό καθήκον κάθε γιου έναντι του πατέρα, τον θρήνο για τον θάνατό του. Και πόσοι άλλοι Γερμανοί δεν θα ανακάλυψαν ότι ο πατέρας τους δεν πολέμησε για την ελευθερία αλλά υπηρέτησε την πιο αποτρόπαιη μηχανή θανάτου;

Τι κάνεις, λοιπόν, όταν ανακαλύπτεις ότι ο γονέας σου είναι άνθρωπος άτιμος και ανήθικος, χωρίς κανέναν ηθικό δισταγμό και ότι άλλοι άνθρωποι πλήρωσαν αυτή του την ατιμία; Και πώς να τον απαρνηθείς, όταν δεν έχεις κανέναν προσωπικό λόγο να το κάνεις; Κανείς βεβαίως δεν κρίνεται από την καταγωγή του, δεν υπάρχει κληρονομική ή ηθική ευθύνη, ευθύνη αίματος, κρίνεται όμως από τη δημόσια στάση του έναντι του άτιμου πατέρα· το δίλημμα επομένως που τίθεται ενώπιον του γιου είναι ένα: συνέχιση ή ρήξη; Ο Άντρες προτείνει την απόλυτη, έμπρακτη, δημόσια ρήξη: ρήξη με τον πατέρα, με την ζωή και με τον κόσμο του. Το πεδίο αυτής της ρήξης είναι φυσικά ο δημόσιος βίος, η πολιτική και κοινωνική ζωή.

Δυο μείζονες στοχαστές της θρησκείας, με τους οποίους είμαστε εξοικειωμένοι όσοι γνωρίζουμε την εξαιρετική σειρά δοκιμίων των εκδόσεων Πόλις αλλά και την θεματολογία του συγγραφέα συνυπάρχουν στο ίδιο κείμενο σε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διαλεκτική: «Λεβινάς εναντίον Σιμόν Βέιλ». Η Σιμόν Βέιλ, της οποίας το έργο επανεξετάζεται με θερμό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια, αποτελεί μια εντελώς σπάνια και απομόναχη, όπως χαρακτηρίζεται, περίπτωση του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Η Βέιλ έζησε λίγο αλλά έγραψε «χιλιάδες πυρετικές, σαν τη ζωή της σελίδες» και, ενώ δεν εξέδωσε κανέναν βιβλίο όσο ζούσε, μας άφησε ένα έργο επιβλητικό και πολύτροπο, με βαθιά πνευματική ενότητα, είτε στο πλαίσιο της προλεταριακής άκρας αριστεράς, είτε κείμενα αγωνιακής χριστιανικής πίστης. Όμως πέρα από την πνευματική, υπάρχει μια ενότητα ηθικής τάξεως, που χαρακτηρίζει τη σχέση της ζωής και του έργου της, καθώς ό,τι έλεγε το εννοούσε και το ζούσε – γι’ αυτό και άλλωστε πήγε να κρατήσει όλο στον ισπανικό εμφύλιο. Η Βέιλ δεν ήταν θηρευτής εμπειριών, αλλά ένας βαθιά τίμιος άνθρωπος που δεν επέτρεπε λεπτό στον εαυτό του άλλα να λέει και αλλιώς να ζει.

Η «συνάντηση» του σημαντικού Γαλλοεβραίου φιλόσοφου και θρησκευτικού στοχαστή Εμμανουέλ Λεβινάς με την Βέιλ ήταν εκ προοιμίου δύσκολη, όχι επειδή εκείνη απαρνήθηκε την πατρώα εβραϊκή πίστη και έγινε χριστιανή (η μεταστροφή της στον χριστιανισμό είναι ένα γεγονός προσωπικής εύρεσης, μυστικού τύπου, «χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση»), αλλά λόγω του ακραίου θρησκευτικού αντιεβραϊσμού της, της απερίφραστης εχθρότητας προς ό,τι ο Λεβινάς ονομάζει Βίβλο και εκείνη Παλαιά Διαθήκη. Για την Βέιλ ο Θεός της Παλιάς Διαθήκης είναι Θεός μίσους, σκληρότητας, εκδίκησης, πολέμου. Η Βέιλ δεν αγανακτεί με τις σφαγές αλλά με το γεγονός ότι αυτές συχνά γίνονται με εντολή του Θεού. Και, σύμφωνα με μια βασική της, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θέση, εντοπίζει σε όλους τους πολιτισμούς και όλες τις γραμματείες, προτυπώσεις του ευαγγελικού πνεύματος της αγάπης. Από την Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Ινδία και την Κίνα, μέχρι τους Ορφικούς, τους Πυθαγόρειους, τους Γνωστικούς, τους Μανιχαίους και τους Καθαρούς, αυτές οι προτυπώσεις αποδεικνύουν και εξηγούν την καθολικότητα της χριστιανικής θρησκείας. Μόνο στον Ισραήλ και την Βίβλο δεν βρίσκει τέτοιες προτυπώσεις· κι αν τυχόν υπάρχει κάτι καλό εκεί μέσα αποτελεί δάνειο και ξένη επίδραση.

Ο Λεβινάς θεωρεί ότι η γνώση της Βίβλου από την Βέιλ είναι όση μπορεί να προσφέρει μια απλή ανάγνωση, επειδή αγνοεί το Ταλμούδ, την ραββινική ερμηνευτική παράδοση, και πέφτει θύμα ενός ισχυρότατου στερεότυπου: η Καινή Διαθήκη είναι η αγάπη και η Παλαιά Διαθήκη το οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Όταν η Βέιλ θεωρεί ότι όλη η Παλαιά Διαθήκη είναι φρίκη εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, στις οποίες ανήκουν το Ιώβ και τα σοφιολογικά βιβλία εν όλω ή εν μέρει, το μεγαλύτερο μέρος των Ψαλμών, το Άσμα Ασμάτων, ο Δανιήλ κ.ά. ξεχνάει πως πρόκειται για την μισή Βίβλο και δεν αναρωτιέται πως μπορεί όλα αυτά να συνυπάρχουν με τα υπόλοιπα. Και γενικότερα, παρά την συμπάθειά της και την σταθερή συμπαράταξη προς τους κατατρεγμένους της ζωής και της ιστορίας, μόνο ο κατατρεγμός των Εβραίων την άφησε ασυγκίνητη και μόνο αυτοί, μαζί με τους Ρωμαίους, δεν βρίσκουν έλεος στην κρίση της.

Η θέση της Παλαιάς Διαθήκης στον χριστιανισμό συζητήθηκε ανά τους αιώνες και η σχέση της με την Καινή Διαθήκη δεν έπαψε να απασχολεί τους χριστιανούς μέχρι σήμερα. Ο χριστιανισμός ως θρησκεία εκθεμελιώνεται χωρίς την Παλαιά Διαθήκη – αλλιώς, ποιος Θεός ενσαρκώθηκε, αν όχι ο Δημιουργός του Κόσμου; Την εκθεμελίωση της ενσάρκωσης την υποψιάζεται η Βέιλ αλλά δεν την απασχολεί, γιατί η δική της ιδέα για την Ενσάρκωση είναι άλλη: η αλήθεια της μεγάλης ανιστορικής Αποκάλυψης γνωρίζει στην ιστορία πολλές ενσαρκώσεις – Προμηθέας, Ορφέας, Διόνυσος, Όσιρις, Κρίσνα, Χριστός. Βρισκόμαστε, προφανώς, μακριά από τη μονοθεϊστική αποκλειστικότητα και την χριστιανική δογματική

Η Βέιλ αποδίδει όλα τα κακά στο κάθε είδους εκρίζωμα του ανθρώπου και συνακόλουθα στους αέναα ξεριζωμένους Εβραίους. Για τον Λεβινάς όμως κάθε λόγος και κάθε έλλογος θεσμός ακόμα και η ίδια η συγκρότηση μιας αληθινής κοινωνίας αποτελούν ξερίζωμα. Με ένα εξαιρετικό εγκώμιο του ξεριζώματος ο Λεβινάς υπερασπίζεται την καθολικότητα του εβραϊσμού, αλλά ταυτόχρονα και του χριστιανισμού. Το να πιστεύεις ότι ο Θεός μπορεί να διατάζει τους ανθρώπους να κάνουν πράξεις αδικίας και σκληρότητας είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορείς να διαπράξεις απέναντί του, γράφει η Βέιλ, ενώ για τον Λεβινάς, που δεν είναι ο αναγνώστης της πρώτης αντίδρασης αλλά έχει μάθει την τέχνη της ερμηνείας από μεγάλους δασκάλους, η εξολόθρευση του κακού δια της βίας, σημαίνει ότι το παίρνουμε στα σοβαρά και ότι η δυνατότητα απεριόριστης συγχώρησης καλεί σε απεριόριστο καλό. Μόνο ο σκληρός νόμος και ο ελεύθερος άνθρωπος μπορούν να εγγυηθούν μια δίκαιη κοινωνία περισσότερο από ό,τι η απεριόριστη συγχωρητικότητα, η συμπόνια και η μη βία.

Στο κείμενο «Ο Φουκώ και η ιρανική εξέγερση, ξανά», ο Ζουμπουλάκης θέτει και πάλι ένα μείζον σύγχρονο ερώτημα, με αφορμή τα ιρανικά κείμενα του Φουκώ και το γενικότερο «πάθημά» του. Η υποστήριξη της ιρανικής εξέγερσης του 1979 από τον Φουκώ υπήρξε μια ακόμα εντυπωσιακή περίπτωση διανοούμενου που σαγηνεύεται από τον εξεγερμένο λαό, τυφλώνεται από την λάμψη της επανάστασης και αδιαφορεί για την απειλή που ενδεχομένως αυτή να συνιστά για την ελευθερία και την δημοκρατία. Η σχετική συζήτηση που κατά καιρούς αναθερμαίνεται ανακινεί και ένα γενικότερο ζήτημα: μπορεί πράγματι μια εξέγερση εναντίον ενός τυραννικού καθεστώτος να μη δικαιώνεται αφ’ εαυτής αλλά κυρίως από το τι θα φέρει στη θέση του, όμως αυτή η πικρή σοφία δεν λύνει την απορία ποια στάση πρέπει να τηρήσει κανείς απέναντί της όσο αυτή είναι σε εξέλιξη, δηλαδή όσο όλα είναι αβέβαια και ρευστά. Είναι διαφορετικά όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός και όλοι είμαστε σοφοί και διαφορετικά κατά την δύσκολη ώρα του αναβρασμού.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ίδιος ο Φουκώ είχε προτείνει την συγκρότηση μιας ομάδας διανοούμενων-ρεπόρτερ, οι οποίοι θα πηγαίνουν εκεί όπου συμβαίνουν τα μεγάλα γεγονότα, αυτά που γεννούν ή και αποτελούν τις πραγματικές ιδέες. O ίδιος υποστήριζε: Υπάρχουν περισσότερες ιδέες στη γη από ό,τι φαντάζονται συχνά οι διανοούμενοι. Και τούτες οι ιδέες είναι πιο δραστικές, πιο δυνατές, πιο ανθεκτικές και πιο παθιασμένες από ό,τι μπορούν να σκεφτούν για αυτές οι πολιτικοί. Εκεί λοιπόν ήθελε να βρεθεί: στο σημείο διασταύρωσης των ιδεών και των γεγονότων. Στο Ιράν ταξίδεψε το 1978 και 1979. Ο Φουκώ συνέλαβε με μεγάλη οξυδέρκεια αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή: ότι πρόκειται για ένα τεράστιας σημασίας γεγονός, το οποίο θα καθορίσει τη μοίρα του κόσμου τα επόμενα χρόνια· αντιλήφθηκε τον καθοριστικά θρησκευτικό χαρακτήρα της εξέγερσης (την οποία και συσχέτισε με παλαιότερα θρησκευτικά κινήματα) και αναγνώρισε ότι το σιιτικό Ισλάμ με τη έφεσή του προς το μαρτύριο ορίζει την μορφή και το περιεχόμενο της ιρανική εξέγερση.

Σήμερα όλα αυτά αποτελούν κοινούς τόπους, αλλά να τα λες την ώρα που γίνονται είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Χωρίς να αποσιωπήσει μερικά μαύρα σύννεφα που έβλεπε στον ουρανό της ιρανικής εξέγερσης (ακραίος αντισημιτισμός, μορφές ρατσισμού κλπ.), γοητεύτηκε από την καθολικότητά της (απλωνόταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα) και από την αφοβία έναντι του θανάτου, καθώς έβλεπε κάτι που γνώριζε μόνο από τα βιβλία, ότι δηλαδή μια εξέγερση είναι δυνατή μόνο όταν έρθει εκείνη η μυστική στιγμή που ο άνθρωπος ξεπερνάει τον φόβο και ιδίως τον φόβο του θανάτου. Γοητεύτηκε, τέλος, άποψη που κατακρίθηκε περισσότερο, από την πνευματικότητά της και συγκεκριμένα από εκείνη ην απόπειρα να εισαχθεί στη πολιτική μια πνευματική διάσταση, εννοώντας την άρνηση της πολιτικής ως τεχνικής της εξουσίας και το πρόταγμα μιας πολιτικής που θα αλλάζει πρωτίστως τους ίδιους τους ανθρώπους. Φυσικά σε όλα τα παραπάνω είδε και μια έμπρακτη κριτική και απόρριψη του δυτικού υλιστικού κόσμου.

Η προσδοκία του διαψεύστηκε τραγικά: το καταπιεστικό καθεστώς όχι μόνο δεν ευνόησε καμία πνευματικότητα αλλά οδήγησε στην πιο αντιπνευματική στάση που μπορεί να υπάρξει, την συλλογική υποκρισία. Στην ουσία επρόκειτο για πολιτική χρήση της πνευματικής παράδοσης. Ενδιαφέρουσα είναι η κριτική που άσκησε ο αριστερός μαρξιστής Μαξίμ Ροντενσόν, κορυφαίος ιστορικός και κοινωνιολόγος του Ισλάμ και του αραβικού κόσμου: ο Φουκώ αγνοούσε την παράδοση και το παρόν του σιιτικού Ισλάμ, την πολιτική θεωρία του Χομεϊνί περί ουσιαστικής διακυβέρνησης του κράτους από κληρικούς, την οπισθοδρομικότητα των μουλάδων, τον αρχαϊσμό του κινήματος και κυρίως, κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζει από την ιστορία του χριστιανισμού, πως οι θρησκευτικές διδασκαλίες μπορεί να κινητοποίησαν εξεγέρσεις, δεν σταμάτησαν ποτέ όμως την σκληρή διαπάλη για την εξουσία. Για τον Ροντενσόν δεν υπάρχει αυθόρμητη εξέγερση, αλλά πρόκειται πάντα για καθοδηγημένο «αυθορμητισμό». Ο Φουκώ, εκτός των άλλων, μπορεί να φαντάστηκε ένα τέλος της Ιστορίας που θα έπαιρνε εκδίκηση  για τις ευρωπαϊκές και άλλες απογοητεύσεις του. Ο Ζουμπουλάκης μνημονεύει παραδειγματικά τόσο την παραπάνω αντίθετη άποψη, όσο και εκείνη του Ραϋμόν Αρόν, για να δείξει ότι, όση σημασία και αν έχει πόσο δίκιο έδωσε εκ των υστέρων σε κάποιον η εξέλιξη των πραγμάτων, άλλο τόσο σημαντικό είναι πόσο κατανοεί και φωτίζει η ανάλυσή του τα γεγονότα, όσο αυτά εξελίσσονται\

Είναι άχρηστο να ξεσηκωνόμαστε; τιτλοφόρησε το περίφημο δεύτερο και τελευταίο επί του θέματος κείμενο του 1979 ο Φουκώ, απαντώντας στους επικριτές του. Πρόκειται για ένα εγκώμιο της εξέγερσης εν γένει, όχι της Επανάστασης, που μπορεί να αποτελεί και σφετερισμό της εξέγερσης και έναντι της οποίας τηρεί μάλλον αρνητική στάση. Η εξέγερση για τον Φουκώ είναι η κορυφαία επιβεβαίωση της ανθρώπινης ελευθερίας, αφού αποκαλύπτει ότι καμία τάξη δεν είναι τελικά απόλυτη. Κάθε εξέγερση εγγράφεται μέσα στον ρου της ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα τον διακόπτει κιόλας, και είναι προπαντός η στιγμή που ένας άνθρωπος προτιμάει το ρίσκο του θανάτου από την ασφάλεια μιας υποταγμένης ζωής. Αυτή η υπέρβαση του φόβου του θανάτου είναι η οπτική γωνιά θεώρησης των ιρανικών γεγονότων και η πηγή του ενθουσιασμού του Φουκώ. Ο Γάλλος φιλόσοφος θέλησε να καταλάβει το αίνιγμα της εξέγερσης, τι συμβαίνει στην ψυχή και στο μυαλό των ανθρώπων όταν παίρνουν μια τέτοια απόφαση. Σε αντίθεση με εκείνους που στήριζαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα που είχαν ήδη δείξει το αποκρουστικό τους πρόσωπο, ο Φουκώ ενθουσιαζόταν με μια εξέγερση την στιγμή που γινόταν και όχι με ένα καθεστώς. Και προφανώς δεν συνηγόρησε σε κανενός είδους φονταμενταλισμό ή καταπίεση των γυναικών.

Στο κείμενο «Αθήνα και Ιερουσαλήμ: Πού κατοικεί τελικά ο Σεστώφ;» διαβάζουμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επισκόπηση της πνευματικής διαδρομής του Λεόν Σεστώφ, του φιλοσόφου που έχει σαρκάσει από τον Σωκράτη ως τον Έγελο, τον Καντ και  τον Σπινόζα και που πίστευε πως πίστευε πως «όποιος προσβλέπει στην αλήθεια οφείλει να μάθει την τέχνη να διαβάζει τα λογοτεχνικά έργα». Πρόκειται για την συνεισφορά του Ζουμπουλάκη στο συλλογικό βιβλίο που παρουσιάσαμε εδώ στο Πανδοχείο του βιβλίου Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των φιλοσόφων που επιμελήθηκε ο ίδιος (εκδ. Άρτος Ζωής [Συναντήσεις, αρ. 2], 2012). Στην εν λόγω ανάρτηση μπορεί κανείς να διαβάσει μια εκτενή παρουσίαση των σκέψεων του συγγραφέα. Μια άλλη «συνάντηση», ανάμεσα στον φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας και στον Πάπα Βενέδικτο τον ΙΣΤ΄ («Αμφίπλευρη μαθητεία»)και ένα κείμενο για τον Πολ Ρικαίρ («Η περίσσεια της καινής εντολής και η ισοδυναμία του χρυσού κανόνα») ολοκληρώνουν τον τόμο που συγκεντρώνει εδώ όλα αυτά τα τόσο ερεθιστικά στη σκέψη κείμενα, που αρχικά δημοσιεύτηκαν ως εισαγωγή ή επίμετρο βιβλίου, σε αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών (Νέα Εστία), στον προαναφερθέντα συλλογικό τόμο και στον Τύπο (εφημερίδα Καθημερινή).

Εκδ. Πόλις, 2013, σελ. 166, με δισέλιδο εκδοτικό σημείωμα (αναφορές των αρχικών δημοσιεύσεων).

Στις εικόνες: Primo Levi (Τορίνο, 1985), Aaron Zeitlin (έργο του Feliks Frydman (Friedman)), εξώφυλλο του βιβλίου του Zeitlin Metatren (Métatron, poème apocalyptique), Βαρσοβία, 1922, Adolf Eichmann (αγνώστου), Simone Veil (έργο της Anna Masini), Emmanuel Levinas, Simone Veil, Michel Foucault, έργο του Kazem Chalipa, βασικού εκπροσώπου της «μοντέρνας μετεπαναστατικής ιρανικής τέχνης» και Lev Shestov (έργο του Talal Nayer).




Μαρτίου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

Blog Stats

  • 1.132.184 hits

Αρχείο